Τα πολλαπλά εγκλήματα των Βουλγάρων κατά των Ελληνορθοδόξων είχαν αρχίσει να προκαλούν τριβές στις σχέσεις του Μητροπολίτη Δράμας με το πατριαρχείο. Ο Χρυσόστομος πίεζε τον Ιωακείμ Γ’ να αξιοποιήσει τα προνόμια της εκκλησίας που ίσχυαν τότε στο διοικητικό σύστημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στην προστασία του ποιμνίου του στη Μακεδονία. Ο ιεράρχης εξακολουθούσε να ενημερώνει τη μεγάλη εκκλησία για τα συμβαίνοντα στην πόλη και την επαρχία Δράμας, ταυτόχρονα όμως δεν παρέλειπε να επικρίνει τη στάση του Φαναρίου στο Μακεδονικό ζήτημα.
Η Ελληνοβουλγαρική σύγκρουση και η διαχείριση του Μακεδονικού ζητήματος εκ μέρους της Εκκλησίας είχαν αναδείξει τη μεγάλη διάσταση ανάμεσα στον Πατριάρχη και τον Μητροπολίτη Δράμας. Ο Ιωακείμ Γ’ με αλλεπάλληλα πατριαρχικά γράμματα συνιστούσε στον Χρυσόστομο και τους λοιπούς ιεράρχες της Μακεδονίας εγκαρτέρηση, προσοχή και μετριοπάθεια, προκρίνοντας τη διπλωματική οδό στην υπεράσπιση των δικαίων των πατριαρχικών πληθυσμών.1 Από την άλλη, ο Χρυσόστομος είχε ως άμεση προτεραιότητα τον τερματισμό της βίας και την προστασία του ποιμνίου του, λέγοντας σκωπτικά ότι «συκοφαντούσι τον ορθόδοξον Ελληνικόν λαόν, ότι δεν έμαθε να υπομένη και να επιρρίπτη την μέριμνάν του επί τον Θεόν των εκδικήσεων!!».2
Ο ιεράρχης δεν μπορούσε να ανεχθεί το γεγονός ότι ευρισκόμενοι οι πατριαρχικοί σε διωγμό και καταπίεση από τις συμμορίες των Βουλγάρων κομιτατζήδων, δεν είχαν «το δικαίωμα του οπλίζεσθαι και αμύνεσθαι».3 Όταν δε οι τουρκικές αρχές, παρά τα τόσα θύματα, άρχισαν να κατηγορούν τους Έλληνες για την έκρυθμη κατάσταση στην επαρχία Δράμας, ο μητροπολίτης έγραψε στο Πατριαρχείο: «Δείξον ημίν, Παναγιώτατε, Αγία και Ιερά Σύνοδος οδόν εν η πορευσόμεθα? μόνον την προς τους τάφους φέρουσαν ή την εις μνημόσυνα οδηγούσαν μη μας δείξητε? ζητούμεν οδόν ζωής της τε νυν και της μελλούσης ευδαιμονίας και ημών και των απογόνων μας!»4 Όπως λίγο νωρίτερα, όταν διακήρυσσε ότι «δεν δυνάμεθα να μεταβληθώμεν εις νεκροθάπτας», έτσι και τώρα ο Χρυσόστομος ζητούσε οδόν ζωής, ταυτίζοντας την αρχιερατική διακονία του με τη ζωή και τα δεινά του ελληνορθόδοξου λαού της Δράμας.
Το καλοκαίρι του 1906 ο Ελληνισμός συγκλονίζεται από τις ανελέητες σφαγές και διώξεις των Ελλήνων της Αγχιάλου. Νωρίτερα, η επικράτηση των ελληνικών δυνάμεων στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία είχε μεταφέρει τη δράση του βουλγαρικού κομιτάτου στα ανατολικά και βόρεια διαμερίσματα της χερσονήσου του Αίμου, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται εκεί εκτεταμένες θηριωδίες και καταστροφές από τις συμμορίες των κομιτατζήδων. Τον Ιούλιο του 1906 οι κάτοικοι της Αγχιάλου, οι οποίοι συγκροτούσαν για αιώνες έναν αμιγώς ελληνόφωνο χριστιανικό πληθυσμό στην περιοχή, γνώρισαν τη σφαγή και τον διωγμό από τα εγκληματικά όργανα του Βουλγαρισμού.
Η πόλη της Αγχιάλου, στη σημερινή νοτιοανατολική Βουλγαρία, υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά και πνευματικά κέντρα του θρακικού ελληνισμού στην περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας και σημαντικό εμπορικό λιμάνι στα δυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Ιδρύθηκε από Έλληνες τον 5ο αιώνα π. Χ. με την ονομασία της πόλης να προέρχεται από τη λέξη άγχι που σημαίνει πλησίον και τη λέξη άλς που σημαίνει θάλασσα ή αλάτι. Λόγω της εξαιρετικής στρατηγικής της θέσης στις όχθες του Εύξεινου Πόντου ή πόλη αποτέλεσε κατακτητικό στόχο των Ρωμαίων, των Φράγκων των Οθωμανών και των Βουλγάρων. Τον 19ο αιώνα ο πληθυσμός της Αγχιάλου διατηρούσε ακόμα την ακμή και τα έντονα ελληνικά χαρακτηριστικά του, μέχρι την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρική Ηγεμονία το 1885. Έκτοτε, οι Έλληνες της περιοχής είχαν να αντιμετωπίσουν τις απειλές και την τρομοκρατία της βουλγαρικής προπαγάνδας, με αποκορύφωμα την ολοκληρωτική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου το καλοκαίρι του 1906.5
Συγκεκριμένα, στις 30 Ιουλίου 1906 διατάχθηκε η πυρπόληση της Αγχιάλου. Ο απολογισμός υπήρξε οδυνηρός. Εκατοντάδες Έλληνες σφαγιάσθηκαν, ενώ το σύνολο των κατοίκων της ιστορικής αυτής επαρχίας του παρευξείνιου Ελληνισμού γνώρισε τον διωγμό από τις πατρογονικές του εστίες.6 Οι Αγχιαλίτες κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, όπου ίδρυσαν δύο νέους οικισμούς, αρχικά στη Νέα Αγχίαλο Θεσσαλίας και αργότερα την Αγχίαλο της Θεσσαλονίκης.
Ο τότε Μητροπολίτης Αγχιάλου Βασίλειος Γεωργιάδης, τελευταίος ιεράρχης του οικουμενικού πατριαρχείου που διαποίμανε την επαρχία αυτή, συνελήφθη και φυλακίστηκε.7 Έπειτα, χρημάτισε μητροπολίτης Πελαγονίας και κατόπιν Νικαίας, απ’ όπου εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης ως Βασίλειος Γ’ (1925-1929).
Ο Χρυσόστομος, συγκλονισμένος από τις διώξεις των Ελλήνων της Αγχιάλου, προσπαθεί έργοις και λόγοις να τους ανακουφίσει. Στις 20 Αυγούστου 1906 τελεί στη Δράμα πάνδημο μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως «των εν ευσεβεί τη πίστει τελειωθέντων» και εκφωνεί σπουδαίο λόγο και τα νέα θύματα του Βουλγαρισμού.8 Ταυτόχρονα, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο ελληνορθόδοξος λαός της επαρχίας του, συγκέντρωσε ένα ικανό χρηματικό ποσό από τις πόλεις της Δράμας και του Δοξάτου, ώστε να συνδράμει «τον γενναίον και φιλόπατρον της Αγχιάλου Μητροπολίτην και τους αναξιοπαθούντας εν Αγχιάλω αδελφούς».9
Τον Σεπτέμβριο του 1906 ένα ακόμα ειδεχθές έγκλημα συγκλόνισε τον Χρυσόστομο και ολόκληρο τον Ελληνισμό. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1906 ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης 91862 – 1906) δολοφονήθηκε από συμμορία Αλβανών και Ρουμάνων κομιτατζήδων κοντά στο χωριό Βρατοβίτσα της επαρχίας του.10
Ο εθνομάρτυρας, αν και πέντε χρόνια μεγαλύτερος από τον Χρυσόστομο, συνδεόταν με μακροχρόνια φιλία με τον Μητροπολίτη Δράμας, καθώς οι δύο ιεράρχες ήταν συμφοιτητές στη Θεολογική σχολή της Χάλκης. Στη διάρκεια της πατριαρχίας Κωνσταντίνου Ε’ και Ιωακείμ Γ’ αμφότεροι υπηρέτησαν στην πατριαρχική αυλή από υπεύθυνες και υψηλές θέσεις? ο Φώτιος ως αρχιγραμματεύς της ιεράς συνόδου και ο Χρυσόστομος ως Μέγας πρωτοσύγκελλος του οικουμενικού πατριαρχείου, ενώ εξελέγησαν την ίδια περίοδο, τον Μάιο του 1902, επίσκοποι της εκκλησίας στην πολυτάραχη τότε Μακεδονία.
Την εποχή εκείνη η Κορυτσά υπαγόταν στο βιλαέτι του μοναστηρίου, γι’ αυτό και η ευρύτερη περιοχή της σημερινής νοτιοανατολικής Αλβανίας ανήκε στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας. Οι Ελληνορθόδοξοι κάτοικοι της περιοχής είχαν να αντιμετωπίσουν τόσο τη βουλγαρική και ρουμανική προπαγάνδα όσο και τις επιθέσεις των Αλβανών ατάκτων. Ο ιεράρχης υπερασπίστηκε τους πολλαπλά διωκόμενους πατριαρχικούς πληθυσμούς κάνοντας περιοδείες, κηρύττοντας και εμψυχώνοντάς τους, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον μητροπολίτη Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη.11
Στις 12 Ιουνίου 1906 ο Φώτιος δέχτηκε δολοφονική επίθεση δια λιθοβολισμού στο χωριό Πλιάσα, λίγα χιλιόμετρα έξω από την έδρα της επαρχίας του, από την οποία όμως σώθηκε. Ωστόσο, στις 9 Σεπτεμβρίου 1906 ο μητροπολίτης δολοφονήθηκε όταν έπεσε σε αλβανορουμανική ενέδρα σαράντα κομιτατζήδων, καθώς πήγαινε στο χωριό Βρατοβίτσα του όρους Μοράβα, όπου την επομένη θα τελούσε τη θεία λειτουργία. Η δολοφονία του ιεράρχη αποδόθηκε στον Μουτεσαρίφη της Κορυτσάς και φανατικό Τουρκαλβανό Μεχμέτ Φεϊζή12 και στους Ρουμάνους Αλβανιστές της πόλης, επικεφαλής των οποίων ήταν ο διαβόητος Μήτρος Βλάχος, ηγετικό στέλεχος της ΕΜΕΟ στη δυτική Μακεδονία.13
Όταν ανεγνώσθη στην ιερά σύνοδο το τηλεγράφημα για τον θάνατο του μητροπολίτη Φωτίου, οι συνοδικού ιεράρχες έμειναν εμβρόντητοι. Αμέσως, ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ σηκώθηκε από τη θέση του και, αφού έκανε το σημείο του Σταυρού, είπε: «Και άλλος στρατιώτης του Γένους και της Εκκλησίας πίπτει θύμα του καθήκοντος. Δεηθώμεν υπέρ της αγίας ψυχής του».14 Ύστερα, άπαντες οι αρχιερείς τέλεσαν δέηση «υπέρ αναπαύσεως της μακαρίας αυτού ψυχής εν σκηναίς δικαίων και μετά των αγίων των απ’ αιώνος ευαρεστησάντων τω Κυρίω».
Κατά τη διάρκεια της διακονίας του στην Πατριαρχική αυλή ως επικεφαλής των συνοδικών σεκρέτων και αρχιγραμματεύς της ιεράς συνόδου, ο εθνομάρτυρας είχε ασχοληθεί επανειλημμένως με τα δεινά των Ελληνορθόδοξων στη Μακεδονία. Από τη θέση αυτή, ο Φώτιος ήταν ο πρώτος που μελετούσε τις προξενικές εκθέσεις και τα γράμματα των εκκλησιαστικών αρχών της περιοχής για τα εγκλήματα κατά των πατριαρχικών.
Έτσι, όταν κάποιος φίλος του του επεσήμανε τους κινδύνους που θα διέτρεχε εάν τοποθετείτο στη μητρόπολη Κορυτσάς, ο Φώτιος του είχε απαντήσει: «Δι’ αυτό ίσα – ίσα, αγαπητέ μου, θέλω να υπάγω εις την Μακεδονίαν, δια να δράσω έστω και με θυσίαν της ζωής μου, διότι εβαρύνθην πλέον να γράφω εις τα πρακτικά της ιεράς συνόδου τα δεινοπαθήματα των αδελφών μας. Αν θα σκοτωθώ μίαν φοράν, θα σκοτωθώ εν Μακεδονία, εν ω, εδώ εις τα πατριαρχεία, η ψυχή μου καθ’ εκάστην σχεδόν σφαγιάζεται υπό των δεινοπαθημάτων των σφαγών των εν Μακεδονία αδελφών μας!».15
Όταν ενημερώθηκε ο Χρυσόστομος για τον θάνατο του μητροπολίτη Φωτίου, απέστειλε στις 14 Σεπτεμβρίου 1906 ιδιόχειρο σημείωμα στον Μέγα Χαρτοφύλακα του πατριαρχείου Μανουήλ Γεδεών, προλέγοντας και τον δικό του μαρτυρικόν θάνατο: «Έκλαυσα, έκλαυσα ως παιδίον μικρόν δια τον οικτρόν θάνατον του αδελφού Φωτίου. Αιωνία η μνήμη του! Τις οίδε και οπόσους άλλους αδελφούς και ίσως ίσως και τον γράφοντα αυτόν αναμένει η αυτή τύχη!».16
Υποσημειώσεις.
1. ΕΑ ΚΓ (1903) 477 & ΕΑ ΚΖ (1907) 305-306.
2. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 114
3. Ό. π. , σ’. 95
4. Ό. π., σ’. 101
5. Διονύσιος Βαλαής, «Αγχίαλος», μεγάλη ορθόδοξη χριστιανική εγκυκλοπαίδεια τόμος Α’, στρατηγικές εκδόσεις, Αθήνα 2010, σσ’. 189 – 191
6. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 393 – 397, 409-412, 421-426, 449-451, 457-461. (Στον ίδιο τόμο παρατίθενται «Πρόχειρ4ος περιληπτική έκθεσις των εν Αγχιάλω και μεσημβρία συμβάντων. Έκθεσις επί τη βάσει επιστολής» και «Πρόχειρος περιληπτική έκθεσις των εν Αγχιάλω συμβάντων κατά τας αφηγήσεις των εκείθεν ελθόντων προσφύγων».
7. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 412, 437, 462, 525, 540-541
8. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 426-427
9. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 140-141
10. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 453, 463 – 464, 480, 529-530
11. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αρχικά ο ελληνικός και ευρωπαϊκός τύπος της εποχής δημοσίευσαν εσφαλμένα τη δολοφονία του μητροπολίτη Καστορίας Γερμανού Καραβαγγέλη, τον οποίο άλλωστε Βούλγαροι και Ρουμάνοι ήθελαν να εξοντώσουν ή να απομακρύνουν από τη Μακεδονία, βλ. Εμπρός Ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 3.556/13.9.1906, σ. 1
12. Χρήστου Γ. Ανδρεάδη. Ο Κορυτσάς και Πρεμετής Φώτιος Καλπίδης (1862-1906). Ο πόντιος εθνομάρτυς ιεράρχης – πρώτο θύμα του Μακεδονικού αγώνα, εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2004, σσ’. 248-254, 289- 322
13. Dakin, ό. π., σ’. 250
14. Ανδρεάδη, ό. π., σσ’. 291-292
15. Ό. π. σ’. 327
16. Λοβέρδος, ό. π., σ. 93
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Δ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.