Τί ήταν και πώς αναπτύχθηκε ο Μοναχισμός στο Βυζάντιο; – Ιωάννου Ν. Παπαιωάννου.

Μοναχισμόν εννοείς «την πεποίθησιν εκείνην πολλών ανθρώπων ότι μόνον απομακρυνόμενοι του κοινωνικού περιβάλλοντος και ζώντες πράγματι μοναχικόν βίον θα ήταν δυνατόν να επιτύχουν την ψυχικήν των τελείωσιν και σωτηρίαν. Ο μοναχισμός ήτο κατ’ ουσίαν ψυχικόν επαναστατικόν κίνημα. Ο απογοητευμένος και αηδιασμένος από τας ατελείας της κοινωνίας άνθρωπος, ο μη διατεθειμένος να συμβιβασθή με το αμαρτωλόν περιβάλλον απεχωρίζετο και απεμακρύνετο τούτου δια να επιδοθή άνευ επιβλαβών πειρασμών και οχλήσεων «ενώπιος ενωπίω», με τον Θεόν του εις τον αγώνα δια την σωτηρίαν του. Ο μοναχισμός δεν ήτο μόνον διαμαρτυρία κατά της κοινωνίας. Ήτο εξ ίσου διαμαρτυρία κατά παντός συμβιβασμού της συνειδήσεως. Και δια τούτο ήτο επίσης από μιας απόψεως διαμαρτυρία του ατόμου κατά της εκκλησίας, η οποία δια βαρυτάτων συμβιβασμών και υποχωρήσεων εκαλείτο να πληρώση την επιζητηθείσαν κρατικήν υποστήριξιν» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου, ιστ. Βυζ. κράτους, τόμ. Α’, σελ. 78).
Άλλοι ιστορικοί θεωρούν το μοναχισμό ως εξής: «Τέλη 3ου, αρχές 4ου αι. μ. Χ. εμφανίζεται ο μοναχισμός… Όλη η ζωή ήταν μια εξαγνιστική πορεία…. Όταν έπαψαν οι διωγμοί, θεωρήθηκε ίσως σαν μία νέα μορφή μαρτυρίου για χάρη του Χριστού. Επιθυμούσαν να ξαναβρούν τη χαμένη αγνότητα – απλότητα των πρωτοπλάστων, να εξαγνιστούν από τα αμαρτήματα της σάρκας και του πνεύματος» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορία της βυζ. αυτοκρ. Τόμ. Β’, σελ. 738).
Ακόμη σου υπογραμμίζεται ότι θεωρούνται «εξωκοσμικές μορφές ασκήσεως ο μοναχισμός και ο ασκητισμός» (εκδ. Αθηνών, ιστορ. Του Ελλην. Έθν., τ. Ζ’, σελ. 13) όπως είναι «εξωπνευματικές ασκήσεις ο ηρωϊσμός και η ανδρεία». Είναι ακόμη μίμηση των μαθητών του Χριστού, οι οποίοι «αφέντες άπαντα ηκολούθησαν» τον Χριστόν, καθώς και μίμηση των πρώτων χριστιανών, που πωλούσαν όλα τα υπάρχοντά τους και τα εμοίραζαν στους άλλους, ακολουθώντας νέο τρόπο ζωής.
Οι ιστορικοί σου τον υπολογίζουν: «ο μοναχισμός ήταν ίσως ο πιο ζωτικός παράγοντας της βυζαντινής θρησκευτικότητας και ένα αδιάσπαστο μέρος της ζωής της» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορ. Βυζ. αυτοκρ. Τ. Β’, σελ. 750) καθώς και για τους τελευταίους χρόνους «η μεγαλύτερη ηθική δύναμη της αυτοκρατορίας τότε που αντιμετώπιζε την αγωνία του θανάτου της ήταν οι μοναχοί του Άθω» (Baynes – Moss, βυζάντιο, σελ. 184).
Ασκητές μοναχοί υπήρχαν πάντοτε, μάλιστα και σε κατωκημένες περιοχές, γι’ αυτό ο αναχωρητισμός ή ασκητισμός θεωρήθηκε η παλαιότερη μορφή του μοναχικού βίου. Ο αναχωρητισμός φάνηκε πρώτα – πρώτα στις ερήμους της Θηβαΐδος στην Αίγυπτο. Εκεί σιγά – σιγά, η φήμη πολλών τέτοιων ασκητών που θεωρήθηκαν πρότυπα ασκήσεως και αγιότητας στο βίο τους παρακίνησε και άλλους Χριστιανούς ώστε να μένουν γύρω – γύρω στο αναχωρητήριο του θαυμαζομένου ασκητού για να επωφελούνται από το παράδειγμά του και από τους λόγους του.
Τα ωργανωμένα μοναστήρια παρουσιάσθηκαν με την εισαγωγή του κοινοβιακού συστήματος από τον Παχώμιο. Γύρω στα 320 μ. ΧΣ. «ο Παχώμιος ειδωλολάτρης στρατιωτικός προσχωρήσας εις τον χριστιανισμόν και διάσημος ασκητής της Θηβαΐδος ωργάνωσε τους περί αυτόν ερημίτας εις κοινοβιακήν ζωήν. Το πρώτον κοινόβιον ιδρύθη επί των Ταβεννών, νησίδος του Νείλου κατά την άνω Αίγυπτον. Απετελείτοεκ πολλών χωριστών κτιρίων με σαράντα περίπου μοναχούς υπό την διοίκησιν ενός τούτων. Οι μοναχοί ώφειλαν απόλυτον υπακοήν εις τον προϊστάμενόν των υπεχρεούντο εις πιστήν εφαρμογήν καθημερινού προγράμματος, το οποίον προέβλεπε κοινήν προσευχήν και λειτουργίαν, ασκήσεις περισυλλογής και συγκεντρώσεως, κοινόν λιτόν φαγητόν, επί πλέον όμως και διαφόρους χειρωνατικάς εργασίας… Είχε επιτυχίαν ο νεωτερισμός του Παχωμίου. Κατά το 348 μ. Χ. έτος του θανάτου του, το ιδρυθέν κοινόβιον ήταν ολόκληρη μοναχική πολιτεία με ένδεκα κτίρια, ως ων δύο γυναικών με τρεις χιλιάδας μοναχούς και μοναχάς. Η «κατ’ Αίγυπτον των μοναχών ιστορία» γραφείσα περί το 400 μ. Χ. αναφέρει τεράστιους αριθμούς μοναχών. Μόνον δια την πόλιν Οξύρρυγχον μετά των περιχώρων της αναφέρει περί τας τριάκοντα χιλιάδας μοναχών αμφοτέρων των φύλων» (Ι. Καραγιαννόπουλου, ιστορ. Του βυζ. κράτους, τόμ. Α’, σελ. 79).
Οι μελετητές εντοπίζουν διαφορετική εξέλιξη στο μοναχισμό της Παλαιστίνης, όπου αναπτύχθηκε μία άλλη μορφή ασκητικής ζωής, η λεγόμενη Λαύρα. Εκεί ομάδα ερημιτών ζούσε σε χωριστά κελλιά ο καθένας, έχοντας έναν ηγούμενον. Ένα κτίριο αποτελούσε το κέντρο της Λαύρας, όπου συγκεντρώνονταν οι ερημίτες κάθε Σάββατο και κάθε Κυριακή. Εκεί έμεναν – στο στάδιο της δοκιμασίας τους – οι υποψήφιοι νέοι μοναχοί. Γνωστότεροι εκπρόσωποι είναι οι άγιοι Ευθύμιος, Σάββας, Θεοδόσιος και ο Συμεών ο Στυλίτης, που διακρίθηκαν για το εξαιρετικά αυστηρό πνεύμα και τη μέχρις υπερβολής προσπάθεια προς «νέκρωσιν των παθών του σώματος».
Οι ιστορικοί επισημαίνουν διαφορές ανάμεσα στο μοναχικό βίο της Αιγύπτου και της Συρίας – Παλαιστίνης: «ο Αιγυπτιακός ασκητισμός κυριαρχούνταν από πνεύμα μετριοπαθείας, που υπελόγιζε τους πειρασμούς της ανθρώπινης αντοχής… Στη Συρία ο ασκητισμός κατά καιρούς ήταν βίαιος και άμετρος» ( Baynes – Moss, βυζ. σελ. 215). Και ακόμη: «Η εκκλησία μπορεί να αποδοκίμαζε τον εξτρεμιστικό ασκητισμό ενός Στυλίτου αγίου˙ άλλ’ αυτός ο ασκητισμός ξεσήκωνε το λαϊκό ενθουσιασμό και κατά συνέπεια η εκκλησία υποχωρούσε» (Baynes – Moss, βυζ. σελ. 31).
Μπορείς να κάνεις λόγο και για μικρασιατικό Μοναχισμό, ειδικώτερα της Βιθυνίας, Γαλατίας, Καππαδοκίας του Πόντου και της Αρμενίας. Ο μέγας Βασίλειος θεωρείται ρυθμιστής και νομοθέτης του μοναχικού βίου. Συγκεκριμένα μετά από περιοδείες στην Αίγυπτο, Παλαιστίνη και Συρία, ο Μ. Βασίλειος εγκαταστάθηκε στον Πόντο, όπου προσπάθησε σ’ ένα μοναχικό βίο νέας μορφής να συγκεράσει τον ασκητικό και τον κοινοβιακό βίο, για να απαλειφθούν τα ελαττώματα και της μιας και της άλλης κατευθύνσεως. Για το Μέγα Βασίλειο ο κοινοβιακός βίος σε μικρά μοναστήρια είναι προτιμητέος του κατά μόνας ασκητισμού και των πολυπληθών κοινοβίων του Παχωμίου. Επί πλέον για το Μ. Βασίλειο ο κοινοβιακός βίος να είναι ρυθμισμένος σ’ όλες τις λεπτομέρειες και να είναι με ακρίβεια καθωρισμένες οι ώρες μελέτης, προσευχής, εργασίας, φαγητού και ύπνου καθώς και ο τρόπος ενδυμασίας. Είναι γεγονός ότι ο μετρημένος τρόπος του μοναχικού βίου κατά τον Μ. Βασίλειο έγινε ευνοϊκά δεκτός σ’ ανατολή και δύση και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Η εισαγωγή του μοναχικού βίου στην Κων/πολη έγινε πιθανώτερα επί Μ. Κων/νου, αλλά ξαπλώθηκε κυρίως στα τέλη του 4ου αι., για να φθάσει στα μέσα του 6ου αι. στα (110) εκατόν δέκα μοναστήρια στην Κων/πολη και στη Χαλκηδόνα. Τότε ο Ιουστινιανός έδωκε αληθινό κώδικα μοναχικής νομοθεσίας με σειρά νεαρών που αφορούσαν το μοναχικό βίο. Έτσι διέπλασε «όλες τις μορφές της μοναστικής ζωής σε οριστικό και ομοιόμορφο πλαίσιο, έθεσε το μοναχισμό υπό τον έλεγχο της πολιτικής διοικήσεως» (Βaynes – Moss, βυζ. σελ. 245).
Ονομαστότερη και αξιολογώτερη μονή στην Κων/πολη, αναδείχθηκε η του Στουδίου. «Ένα μέλος της συγκλήτου της πρεσβυτέρας Ρώμης, ύπατος το 454 μ. Χ. , ο Στούδιος, που μετά την κατάληψη της Ρώμης από τους Βανδάλους το 455 μ. Χ. είχε καταφύγει στην Κων/πολη, ίδρυσε το 462 πάνω στο λεγόμενο Ξηρόλοφο μονή αφιερωμένη στον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Η μονή αυτή, που θα είναι γνωστή στο εξής ως μονή του Στουδίου θα γίνει κέντρο ευσέβειας, αλλά και μεγάλης μορφωτικής κινήσεως» (Εκδ. Αθηνών, ιστ. Ελλην. Έθνους, τόμ. Ζ’, σελ. 125). Ο αριθμός των Στουδιτών μοναχών ανερχόταν σε χίλιους και κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας οι καταδιώξεις και πιέσεις ήταν αφάνταστες. Οι Στουδίται μοναχοί όμως παρά τους διωγμούς αντιστάθηκαν και προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις που εξύψωσαν το μοναχικό βίο. Την εποχή της εικονομαχίας ιδιαίτερα πρόβαλε και υπεράσπισε την ανεξαρτησία της εκκλησίας απέναντι στο Κράτος. Μετά την εικονομαχία ήλθε νέα εποχή αίγλης για τα μοναστήρια, καθώς επικράτησε και η συνήθεια, ο ιδρυτής της μονής με το τυπικόν, δηλαδή τον ιδρυτικό καταστατικό χάρτη να ρυθμίζει τις λεπτομέρειες της εσωτερικής ζωής του νέου μοναστηριού.
Την τελευταία περίοδο της βυζαντινής ιστορίας έγινε περισσότερο έκδηλη η τάση της αποκεντρώσεως για τη μοναστηριακή διοίκηση, καθόσον ιδρύονται περισσότερα μοναστήρια που επιδιώκουν να μην υπόκεινται στην αρμοδιότητα του επισκόπου της περιοχής: «Είναι αι σταυροπηγιακαί μοναί, αι εξαρτώμεναι απ’ ευθείας από τον Πατριάρχην, αι αυτοδέσποτοι, ιδρυόμεναι υπό του αυτοκράτορος ή άλλων ηγεμόνων, τέλος αι πράγματι αυτόνομοι μοναί, των οποίων οι ιδρυταί δια του τυπικού ή της διατάξεώς των απαγορεύουν την εις αυτάς ανάμειξιν οιασδήποτε κρατικής ή εκκλησιαστικής αρχής… Διασπαστικαί τάσεις αναφαίνονται και εντός των μονών δια της εμφανίσεως της ιδιορρυθμίας τ. έ. της αυτονομίας των μοναχών έναντι της διοικήσεως της μονής» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου, ιστορ. Βυζ. κράτ., τ. Α’, σελ. 83 – 84).
Πρέπει να σημειώσεις ότι «κανένας εθνικός διαχωρισμός δεν υπήρχε. Έλληνες, Σύριοι, Γεωργιανοί, Αιγύπτιοι, Αρμένιοι, Σέρβοι, Ρώσοι… η πόρτα ήταν ανοικτή για όλους. Ούτε κοινωνική διάκριση υπήρχε» (Ζ. Βάλτερ, η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, σελ. 119). Και ότι η παράδοση ήταν να υπάγεται ο μοναχισμός στην εκκλησιαστική αρχή, καθόσον «η έγκριση του τοπικού επισκόπου ήταν συνήθως απαραίτητη για την ίδρυση ενός νέου μοναστηριού» (Παν/μίου Καίμπριτζ, ιστορία της βυζ. αυτοκρ. Τόμ. Β’, σελ. 744). Αλλά και η Δ’ Οικουμενική σύνοδος (451 μ. Χ.) ασχολήθηκε με την οργάνωση του μοναχικού βίου.
Και θα σου είναι αρκετά εύστοχες οι παρατηρήσεις του Φαίδ. Κουκουλέ για το χώρο και τη μορφή ενός μοναστηριού: «Μακράν τύρβης του κόσμου και εν χώρω ερημικώ πλησίον φαράγγων ή και επί κορυφής λόφων» όπου ευκρασία του αέρα και εύυδρον, ιδρύετο η μονή… Τετραγωνικός περίβολος, υψηλότερος πέριξ γυναικείων μοναστηρίων, πύργοι ως τέσσαρες, διο και η μονή φρούριον εκαλείτο. Εντός περιβόλου το καθολικόν, διάφορα παρεκκλήσια, η βιβλιοθήκη, η τράπεζα, η φιάλη και πηγή εν αυλή… Εκτός του περιβόλου βορδοναρεία (=σταθμοί των υποζυγίων) σιτώνες, πιθώνες, εργαστήρια, μαγκιπεία κ.ά…. Εντός ή πολλάκις εκτός περιβόλου και το λουτρόν, όπου, παρά την επικρατούσαν εσφαλμένην γνώμην, συχνά ελούοντο οι μοναχοί. (Εις τυπικά αναγινώσκωμεν ότι οι μοναχοί έπρεπε να λούωνται δωδεκάκις του έτους, εις άλλα άπαξ της εβδομάδος). Εις την μονήν έχουσαν μίαν ή δύο το πολύ εισόδους εισήρχετό τις δι’ εξωτέρας κυρίας πύλης, πόρτας, πυλώνος ή πυλεώνος, εν η ίστατο ο πορτάρι(ο)ς ή πυλεωνάρι(ο)ς η οστάριος, όστις δεν επέτρεπε άνευ ανάγκης να εξέρχωνται οι μοναχοί και εις το υπέρθυρον ετίθετο εικών προστάτις η της Παναγίας Πορταΐτισσας. Μετά στενός διάδρομος, το διαβατικόν, όστις ωδήγει εις εσωτερικήν πύλην, μετά την οποίαν ο ιερός περίβολος. Κατά τας τέσσαρας πλευράς εις δύο ή τέσσαρα πατώματα, τα κελλία, ένθα διέμεναν οι μοναχοί ανά εις ή ανά δύο (πρεσβύτερος μετά νεωτέρου)…» (Φαίδ. Κουκουλέ, βυζ. βίος και πολιστισμός, τόμ. ΣΤ’, σελ. 76 – 78 κ.ε.).
Οι ονομαστότεροι μοναχοί υπήρξαν εξαιρετικά ηρωϊκοί. Λ. χ. για το Θεόδωρο το Στουδίτη οι ιστορικοί σημειώνουν: «Αρνήθηκε να υποταχθεί στο διάταγμα που επέβαλε σιωπή στους μοναχούς σε ζητήματα πίστεως και ωργάνωσε δημόσια αντίσταση. Κατά την Κυριακή των Βαΐων μια μεγάλη πορεία μοναχών βαστώντας τις απαγορευμένες εικόνες φάνηκε να ξεκινά από το μοναστήρι. Κατά διαταγή του αυτοκράτορος ο Θεόδωρος εστάλη εξορία. Δώδεκα χρόνια διήρκησε η εξορία και με επιστολές, κατηχήσεις και μηνύματα δεν έπαυσε να ενθαρρύνει τη μοναστική αντίσταση και συνέχισε να είναι το κινούν πνεύμα στην αντιπολίτευση κατά του (εικονομάχου) αυτοκράτορος. Υπέφερε μαρτύρια, φυλάκιση, μαστίγωση και βασανιστήρια… Καταδικάστηκε σε εκατό μαστιγώσεις. Εγκαταλείφθηκε στο έδαφος, ανίκανος να κινηθεί, να φάγει ή να κοιμηθεί. Με την φροντίδα του μαθητού του Νικολάου σιγά – σιγά επανήλθε στη ζωή, αφού χρειάσθηκαν τέσσαρες μήνες για να επανακτήσει τη δύναμή του» (Baynes – Moss, Βυζ. σελ. 242).
Ο μοναχισμός έκανε ιερά τα βουνά της επικράτειας του βυζαντίου, όπως τον Άγιο Αυξέντιο στη Βιθυνία, τον Όλυμπο επίσης στη Βιθυνία, το Θαυμαστό στη Σελεύκεια της Συρίας, το όρος Λάτμο –Λάτρος στη Μίλητο, τους ασβεστολιθικούς κώνους της Καππαδοκίας, το Γαλλήσιο όρος στην Έφεσο, το όρος Κυμίνας στην Παφλαγονία, το όρος Γάνος στη Θράκη, το Σινά, τα Μετέωρα στη Θεσσαλία, το άγιον Όρος στον Άθωνα της Χαλκιδικής κ.ά. Αλλά και με τα μετόχια, μικρά μοναχικά οικήματα που χρησίμευαν σαν βάση για τη διαχείριση ενός μακρυνού κτήματος ή για διεξαγωγή κάποιου νόμιμου εμπορίου και βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του κεντρικού μοναστηριού, διέτρεχαν ολόκληρη την επικράτεια του Βυζαντίου.
Κυρίως όμως – χωρίς υπερβολή – ενδοξότερο κέντρο του μοναχισμού αναδείχθηκε το Άγιον Όρος: «Τα μοναστήρια του Άθω ήρξαντο κατά μικρόν να συνδέωνται προς άλληλα. Επί των χρόνων του Ιωάννου Τσιμισκή είχον ταχθή πάντα υπό τον πρώτον του Όρους, ήτοι τον πρώτον ηγούμενον. Νυν και το μοναχικόν σύστημα του αγίου Όρους μετεσχηματίζετο διηνεκώς εις ελευθέραν μοναστικήν κοινότητα, εις δημοκρατίαν μοναχών τοιούτων, ώστε πάσα ιδιαιτέρα μονή έμενεν εν τη κοινότητι ταύτη αυτοτελής ως προς την κτήσιν και την περιουσίαν και μόνον εν τισί ζητήμασιν υπέκειτο εις την υπερτέραν διοίκησιν» (Hertsberg, η ιστορία της Ελλάδος, τ. Α’, σελ. 489). Όταν κατέρρεε η βυζαντινή αυτοκρατορία και ο Ελληνικός λαός υπερασπιζόταν με μεγαλύτερη θέρμη την ορθόδοξη πίστη του, οι μοναχοί του αγίου Όρους αναδείχθηκαν για το λαό του βυζαντίου πρωταγωνιστές των δικαίων του και των προσδοκιών του. Αλλά και ο μοναχισμός ανανεώθηκε στο άγιο Όρος με τη διδασκαλία – αποκαλείται από μερικούς ολόκληρη θεολογία – του Γρηγορίου του Παλαμά.
Και αν μπορεί να υπάρχει σήμερα στην ανθρωπότητα ένα «κομμάτι από το βυζάντιο», το άγιον Όρος θα θεωρούσες τέτοιο κομμάτι: «Ο αγιορείτης μοναχός ζων και κινούμενος εις το υποβλητικόν περιβάλλον των βυζαντινών πύρων και επάλξεων, βλέπων καθ’ ημέραν περί εαυτόν τας ολοσώμους τοιχογραφίας των βυζαντινών αυτοκρατόρων και ακούων πρωί και εσπέρας μνημονευόμενα τα ονόματα των ευσεβεστάτων βασιλέων ημών Νικηφόρου, Ιωάννου, Βασιλείου, Ανδρονίκου, Κων/νου και άλλων μεταποιείται ψυχικώς και μεταφέρεται και ζη εις την σφαίραν της ευκλεούς εκείνης εποχής και θεωρεί οικείον και προσφιλές παν πράγμα και πρόσωπον ασχολούμενον με αυτήν… Εκεί εις τας εκπάγλους καλλονάς του φυσικού περιβάλλοντος της Χερσονύσου, εκεί, εις τας πλουσίας βιβλιοθήκας των ιερών μονών της, εκεί, εις το απέραντον μουσείον της καλλιτεχνίας της πολλαπλής θέλετε αισθανθή εν εαυτοίς εναργεστέραν την επίδρασιν του βυζαντινού πνεύματος… Βυζαντινά μουσεία υπάρχουν και αλλαχού, και εις την Κων/πολιν και εις την Ραβένναν και εις την Καστοριάν και εις την Θεσσαλονίκην. Ζωντανόν όμως κομμάτι του βυζαντίου, κομμάτι ανέπαφον από εξελίξεις, κομμάτι ανεπηρέαστον από μεταπολιτεύσεις, ένα και μόνον και μοναδικόν υπάρχει εις ολόκληρον τον κόσμον, το άγιον Όρος» (Πρακτικά Θ’ Βυζαντινολογικού συνεδρίου, σελ. 60).

Συνεχίζεται. …

Από το βιβλίο: Ιστορικές γραμμές, του Φιλολόγου – Ιστορικού, Εκπαιδευτικού Μ.Ε., Ιωάννου Ν. Παπαϊωάννου.
Τόμος Β’. Λάρισα 1979

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.