Είναι δύο η ώρα το μεσημέρι, βρίσκομαι στα Καμίνια. Μια κυρία με μια κοπέλα με σταματούν.
-Πού πηγαίνετε;
-Γλυφάδα!
Η κοπέλα κάθισε μπροστά και η κυρία πίσω. Οι δρόμοι ασφυκτικά γεμάτοι.
-Μπορώ να καπνίσω; με ρώτησε η κοπέλα.
Την κοίταξα και κατάλαβα πως είχε πολλή ανάγκη να καπνίσει.
-Μπορείς, κορίτσι μου.
-Μαμμά, δώσε μου τα τσιγάρα μου. Της τα έδωσε. Με την άκρη του ματιού μου είδα πως τα χέρια της έτρεμαν.
-Γιατί τρέμεις; τόσο ανάγκη είχες το τσιγάρο;
-Ναι, και να ήταν μόνο αυτό;
-Τι άλλο είναι;
-Ας το, καλύτερα, εσύ δεν ξέρεις από τέτοια.
-Πώς κατάλαβες ότι εγώ δεν ξέρω από τέτοια;
-Φαίνεσαι από την φάτσα, είσαι από την καλή πάστα εσύ.
-Α! τώρα μου κέντρισες την περιέργεια να μάθω. Λοιπόν, κουκλίτσα μου, η διαδρομή μας είναι μεγάλη και εγώ έχω όλη την καλή διάθεση να σ’ ακούσω…
Ακολούθησαν αρκετά λεπτά σιωπής. Με την άκρη των ματιών μου παρακολουθούσα κάθε της κίνηση. Οι κινήσεις της νευρικές. Προσπαθούσα να καταλάβω τι μπορεί να έχει αυτό το κορίτσι. Μου πέρασε από τη σκέψη πως μπορεί να παίρνει ναρκωτικά, γι’ αυτό τρέμει, της λείπει η δόση της. Κοίταξα από τον καθρέφτη πίσω τη μητέρα της. Κοιτούσε έξω αδιάφορα. Με προβλημάτισαν πολύ και οι δύο. Έσπασα τη σιωπή.
-Λοιπόν, κουκλίτσα μου, περιμένω…
Γύρισε το βλέμμα της σε μένα και, αφού με κοίταξε αρκετή ώρα, άρχισε να λύνεται η γλώσσα της.
-Είμαι ναρκομανής, μου λέει κοφτά. Μου απλώνει τα χέρια της. Κοιτάξτε πώς τρέμουν τα χέρια μου, έχω αργήσει να πάρω τη δόση μου και έχω αρχίσει να τρέμω. Σε λίγο θα αρχίσει ο πόνος• γι’ αυτό κάντε πιο γρήγορα, σας παρακαλώ!
-Γιατί, καρδούλα μου, παίρνεις ναρκωτικά;
-Πέστε μου ένα λόγο για να μην παίρνω, όταν όλα γύρω μας είναι ερείπια, όταν όλα γύρω μας είναι ένα ψέμα, όταν οι γονείς μας αδιαφορούν για μας, όταν μέσα στην ψυχή μας έχει φωλιάσει ο πόνος και η μοναξιά. Αυτό που κάνουμε όλοι, όσοι είμαστε στις ουσίες, είναι μια κραυγή απελπισίας, είναι μια δυνατή φωνή προς τους γονείς: Ακούστε μας!
-Κοριτσάκι μου, όλα αυτά είναι πολύ σωστά. Όμως εσύ υποφέρεις πιο πολύ από όλους, γιατί έχεις την απόρριψη της κοινωνίας, έχεις την απόρριψη των φίλων, άρα η μοναξιά σου και ο πόνος σου μεγαλώνει. Με αποτέλεσμα να καταστρέφεις το μέλλον σου και να οδηγείσαι με μαθηματική βεβαιότητα στο θάνατο!
-Ξέρετε, με μεγάλωσε η γιαγιά μου, που υπεραγαπούσα- όμως πέθανε και ο θάνατος της ήταν και δικός μου θάνατος!
-Μετά το θάνατο της γιαγιάς σου άρχισες να παίρνεις ναρκωτικά;
-Όχι, από πριν έπαιρνα, έπαιρνα μόνο χασίσι.
-Κι αυτό γιατί το ‘παιρνες;
-Δεν ξέρω!
-Δεν μπορεί να μη ξέρεις! Εγώ, πίσω απ’ αυτά που μου λες, διακρίνω ένα πολύ καλό και δυναμικό κορίτσι. Τι είναι αυτό που σε γονάτισε τόσο πολύ και δεν το άντεξες;
-Μου έλειψε η αγάπη και το ενδιαφέρον των γονιών μου!
Τα μάτια μου ξανακοίταξαν από τον καθρέφτη τη μητέρα της. Η ίδια στάση, κοιτούσε έξω αδιάφορη. Από εκείνη την ώρα την παρακολουθούσα συνέχεια, ήθελα να δω κάποια αντίδραση στα λεγόμενα του παιδιού της. Το κορίτσι κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο.
-Πού βρίσκεις χρήματα, για να παίρνεις τη δόση σου;
-Η γιαγιά μου μου άφησε κάποια περιουσία.
-Δηλαδή, τι σου άφησε;
-Μου άφησε κάποια εκατομμύρια σε μετρητά, μου άφησε τρία σπίτια, ένα οικόπεδο μεγάλο, αυτά.
-Αρκετά για ένα κορίτσι είκοσι τριών ετών. Σου εξασφάλισε, λοιπόν, το μέλλον σου. Και εσύ, αντί να κόψεις το χασίσι, έπεσες στα βαριά ναρκωτικά; Γιατί δεν κοίταξες να βρεις ένα καλό παλληκάρι, να παντρευτείς και να κάνεις οικογένεια; Και να δώσεις στα παιδιά σου αυτό, που σου έλειψε εσένα; Να τους δώσεις την αγάπη, τη στοργή, την τρυφερότητα; γιατί δεν το έκανες αυτό; είναι πιο εύκολος ο δρόμος που διάλεξες; Γιατί, απ’ ότι ακούω, αυτός ο δρόμος δεν έχει εύκολη επιστροφή.
-Το ξέρω! Εδώ που έχω φτάσει, περιμένω τον θάνατο, δεν υπάρχει επιστροφή!
-Καρδούλα μου, είσαι πολύ μικρή, πάλεψε το, κι’ αν θέλεις βοήθεια, είμαι εδώ, να σε βοηθήσω. Σε παρακαλώ, κορίτσι μου, άφησε με να σε βοηθήσω!
-Ήρθες αργά στο δρόμο μου!!!
Οι πόνοι εν τω μεταξύ ξεκίνησαν κι άρχισε να κλαίει. Κοίταξα τη μητέρα της- στην ίδια στάση κοιτούσε έξω αδιάφορα. Το μέχρι τώρα αθόρυβο κλάμα της έγινε ουρλιαχτό, λυπήθηκα πολύ αυτό το παιδί: «Θεέ μου, βοήθησε το παιδί σου!»
Απευθύνομαι στη μητέρα της:
-Κυρία μου, ελάτε πιο αριστερά στο κάθισμα.
Αμίλητη έρχεται πίσω από μένα.
-Κορίτσι μου, ρίξε το κάθισμα πίσω και ξάπλωσε.
Από τους πόνους κουλουριάστηκε πάνω στο κάθισμα. Ανάβω αλάρμ και, με το χέρι πατώντας συνεχώς την κόρνα, αρχίζω να τρέχω σαν τρελή στην παραλιακή. Παράλληλα η ματιά μου έπεφτε και στη μητέρα της• ίδια στάση- ακίνητη και αδιάφορη κοιτούσε έξω. Δεν άντεξα και της είπα:
-Δεν πονάτε, που το παιδί σας υποφέρει;
Καμιά απάντηση! Τότε μου λέει η κοπέλα μέσα από τα ουρλιαχτά της:
-Τι να τη νοιάζει αυτήν; Την ένοιαξε ποτέ για μένα; Μ’ αγάπησε ποτέ της; Από τριών ετών μ’ έστειλε να με μεγαλώσει η γιαγιά μου. Γιατί με γέννησε αυτή η τρελή, δεν ξέρω. Άντε να μην πω καμιά βαριά κουβέντα τώρα. Να έχει χάρη που ντρέπομαι εσάς, αλλιώς θα της έβγαζα στη φόρα τις βρομιές της. Ωχ! δεν αντέχω, κάντε πιο γρήγορα, πεθαίνω, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, πιο γρήγορα!!!
Πρώτη φορά είδα τι πόνο προκαλούν στο κορμί τα ναρκωτικά.
Φτάσαμε στη Γλυφάδα. Κατέβηκαν. Με δυσκολία συνέχισα τη δουλειά μου. Η καρδιά μου είχε γίνει κομμάτια από το μαρτύριο αυτής της κοπέλας. Και να ‘ταν μόνο αυτή!
Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της Μακαριστής μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.