ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ – Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς.

Η χριστοειδής καρδία του κόσμου

Και εδω σε μας δουλεύουν σκληρά μα δουλεύουν δίχως προσευχή. Και σε μας υπάρχει σκέψη μα σκέψη δίχως προσευχή. Φαίνεται πώς όλοι, συνειδητά και ασυνείδητα, πασχίζουν να αλλάξουν την από Χριστού δοσμένη οικονομία της εκκλησιαστικής ζωής, να την φτιάξουν κατ’ εικόνα και ομοίωση δική τους. Στην θέση της εικόνος του Χριστού ν’ αποτυπώσουν την δική τους εικόνα, να καταλάβουν το μέρος της ει­κόνος. Όλα αυτά όμως, λίγο ή πολύ, αγγίζουν τα όρια της ανταρσίας: απέρριψαν τον από Χριστού ορισμένο οικονόμο, την προσευχή, από τον οίκο της προσευ­χής και νευρικά εισήγαγαν τούς νομικούς και συνταγ­ματικούς και τούς επιστημοφιλοσοφικούς οικονό­μους, αυτούς τούς στερημένους από χάρη και προσευ­χή·

Είναι φοβερά και απελπιστικά πολλοί, πάμπολλοι εκείνοι πού εξυμνούν (θεοποιούν) το «πνεύμα των και­ρών», το ενθρονίζουν στην καθέδρα της διανοίας τους, το προσκυνούν ως βασιλέα και θεό τους, του προσφέρουν θυσίες νομίζοντας ότι προσφέρουν υπη­ρεσία στον Χριστό. Γι’ αυτούς δεν είναι το Αιώνιο κριτήριο για τον χρόνο, αλλά ό χρόνος για την αιωνιότητα. Δεν νιώθουν πώς ό χρόνος δίχως την Αιω­νιότητα είναι το πιο φρικιαστικό μεταφυσικό τέρας το όποιο σχεδιάζει κακοποιημένες φιγούρες της ζωής παρμένες από το φυσικό χώρο, πλάθει την ύλη σαν άλλο ζυμάρι και την καταβροχθίζει με λαιμαργία. Και ό Χριστός; Αυτός ό περίεργος Χριστός; – Για την χριστομάχο υψηλοφροσύνη δεν είναι παρά μία τελειωμέ­νη ιστορία στα μεθυσμένα στόματα της τραγωδίας πού έχει μεθύσει τον πλανήτη.

* Ό Χριστός, ή απτή Του παρουσία, το θελκτικό Του πρόσωπο, είναι για μένα ή αναγκαιότερη των α­ναγκαιοτήτων. Ποθώντας συνεχώς Εκείνον, πώς να μην αποκάμει ή ψυχή μου στην προσευχή; Μα μήπως μπορώ να Τον προσεγγίσω και αλλιώς παρά μονάχα με την προσευχή; Ποιος είμαι εγώ για να φιλοσοφή­σω, για να φιλοσοφώ περί Εκείνου δίχως προσευχή;

Ανθρωποφάγοι ή η αγάπη της αυτοθυσίας

* Σήμερα, λίγοι είναι οι άνθρωποι πού έχουν υγιή φιλοσοφική αίσθηση. Συνήθως, τα γεγονότα εκτιμώ­νται αποσπασματικά και πολύ σπάνια, μέσα στην ορ­γανική τους πληρότητα. Ή εγωιστική αυτοτύφλωση, ατομικού, εθνικού ή και ταξικού χαρακτήρα, φράζει τον νου του άνθρωπου προς κάθε κριτική προοπτική και έτσι αυτός βασανίζεται μέσα στην προσωπική του κόλαση. Δεν υπάρχει διέξοδος αφού δεν υπάρχει φι­λανθρωπία. Οι Ευρωπαίοι μεταλλάσσονται ραγδαία σε ανθρωποφάγους, επειδή με την αυτάρκεια τους, στέρησαν από τον εαυτό τους την ικανότητα για μια ζώσα αίσθηση της ευαγγελικής αγάπης. Γιατί μονάχα ή ευαγγελική και Χριστοειδής αγάπη υποτάσσει κάθε μορφή ανθρωπίνου εγωισμού και αυτάρκειας. Μια τέ­τοια αγάπη σημαίνει πάντοτε την αυτοθυσία. Δεν μπο­ρεί ό άνθρωπος να εξέλθει από αυτήν την δαιμονική τάση προς αμαρτία αν δεν μεταδώσει την ψυχή του στους άλλους μέσα από την άσκηση της αυτοθυσιαζομένης αγάπης, υπηρετώντας τους με ευαγγελική αφο­σίωση και ειλικρίνεια.

Μεγάλη χαρά μου προξενεί πάντοτε, όταν ανάμε­σα στους διανοούμενους συναντήσω κάποιαν ανθρώ­πινη ύπαρξη ή οποία κατά την ιστοριοσοφία της δεν εμπίπτει στο χώρο της ζωολογίας. Συγχωρήστε μου το παράδοξο της διαπίστωσης μα μου το επιβάλλει ή εμπειρία μου.

Το πιο εμφανές σημείο της χριστιανικής φιλίας είναι το ακόλουθο: να θυμάσαι τον φίλο σου στις κα­θημερινές σου προσευχές.

Ορθόδοξη πίστη – ό μέγιστος πλούτος

Αγαπητή αδελφή,

Ο μέγιστος των πλουσίων γράφει προς την μεγί­στη των πλουσίων, εγώ προς Εσάς. Αυτός ό αμέτρη­τος και ατελείωτος πλούτος μας είναι ή ορθόδοξη πί­στη μας. Μέσω αυτής, όλοι οι ουρανοί είναι δικοί μας, όλοι οι κόσμοι του Θεού δικοί μας. Και αυτό πού είναι το πολυτιμότερο όλων: ό ίδιος ό Πανηδύτατος Κύριος και Χριστός είναι δικός μας και μαζί Του δικά μας, ή κάθε αιώνια μακαριότητα και ή κάθε αιώνια χαρά….

Από τότε πού ό Κύριος και Χριστός φάνηκε στην γη, δεν υπάρχει χάσμα ανάμεσα στη γη και τον ουρα­νό, ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Ενώθηκε το Θείο με το ανθρώπινο, το ουράνιο με το γήινο, το αιώνιο με το πρόσκαιρο.

Ή Εκκλησία, ως το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, είναι το ουρανογήινο παλάτι όπου βιώνεται ή αιώνιος ζωή μέσω της ορθής, αληθούς, αποστολικής, θεανθρώπινης και αγιοπατερικής ορθοδόξου πίστεως στον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν υπάρχουν νεκροί στην Εκκλησία του Χριστού: όλοι είναι ζώντες και μάλιστα ζώντες αθανάτως, ήδη από την γη ζώντες την αθανασία. Και ύστερα από την μετάβαση στον άλλο κόσμο, είμαστε ακόμα πληρέστερα, ακόμα πιο έντονα, ακόμα πιο χειροπιαστά, ακόμα πιο αθάνατα αθάνατοι.

* Εδώ (στην Εκκλησία), σμίγουν οι Άγγελοι με τούς ανθρώπους, εδώ ή Χαρά αγκαλιάζει την Αλή­θεια, εδώ ό χρόνος περιβάλλει την Αιωνιότητα, εδώ ή πίστη αγκαλιάζει την Αθανασία και ό άνθρωπος βρί­σκεται ανάμεσα σε όλο αυτό το αγαλλίαμα, αθανατίζων και αιωνίζων, ζώντας διά των ιερών μυστηρίων του Χριστού και των αρετών Του. Επιστέγασμα όλων και πιο αθάνατη και από την ίδια την αθανασία είναι ή αγία ορθόδοξη, αποστολική και αγιοπατερική πί­στη. Το να πλουτίσει από την πίστη αυτή, είναι για την ανθρώπινη ύπαρξη ό μεγαλύτερος και αδιάφθορος πλούτος όλων των κόσμων.

Ο τύπος του γνήσιου ιερέα

* …τον γνήσιο ιερέα δεν θα πρέπει να σκανδαλί­ζουν μήτε οι κακοί ιερείς μα μήτε και οι κακοί αρχιε­ρείς. Αυτός πάντοτε ατενίζει πάνω από αυτούς, πάντο­τε προσβλέπει προς τούς αγίους ιερείς και αρχιερείς. Βλέπει τον ιερό Χρυσόστομο, τον άγιο Σάββα, τον ιερομάρτυρα διάκονο Αββακούμ και πλήθος άλλων α­γίων. Προς αυτούς αναφέρεται ολόψυχα, αυτούς θαυ­μάζει και από αυτούς χειραγωγείται. Και εκείνοι; Ε­κείνοι όλοι τους είναι ολοζώντανοι και σήμερα μέσα στην Εκκλησία, όπως ήταν χθες μα και πριν από χί­λια χρόνια.

Ζώντες όλοι οι άγιοι Απόστολοι, ζώντες όλοι οι άγιοι Μάρτυρες, ζώντες όλοι οι άγιοι Πατέρες, οι ά­γιοι Ομολογητές και καθημερινά συλλειτουργούν μα­ζί με μας τούς αναξίους λειτουργούς του Θεού στη Θεία Λειτουργία. Δεν είμαστε λοιπόν ισχυρότεροι και πιο δυνατοί από κάθε θάνατο, από κάθε κακό και από κάθε αμαρτία; Μπορούμε τάχα να βρούμε αφορμή για απογοήτευση μέσα στην ιερατική μας κλήση; Ακόμα και εκείνη ή διακονία των Αγγέλων, δεν είναι ανώτε­ρη από την διακονία των ιερέων! Ό ιερέας έχει θεϊκή εξουσία επί παραδείσου και κολάσεως, επί ζωής και θανάτου, επί αθανασίας και αιωνιότητος.

Εσύ, αγαπητέ μου, σαν να αμφέβαλες προς στιγ­μήν για όλα αυτά και το πνεύμα σου κλονίστηκε. Ψη­λά το κεφάλι! Γιατί κανένας μέσα στο ανθρώπινο γέ­νος δεν έχει αυτό πού ό ιερέας του Χριστού κατέχει. Το σημαντικό είναι: στερεώσου με πίστη, προσευχή και αγάπη στον θαυμαστό Κύριο, στον γλυκύτατο Κύριο και κάθε θάνατος θα φύγει μακριά σου, πολύ δε περισσότερο, ή απόγνωση και τα τέκνα εκείνης.

* Ή αιωνιότητα είναι φρικιαστική δίχως Θεάν­θρωπο, γιατί και ό άνθρωπος είναι φοβερός δίχως τον Θεάνθρωπο. Καθετί το ανθρώπινο, μονάχα στον Θεάν­θρωπο έχει την τελική και λογική του ερμηνεία. Δί­χως τον θαυμαστό Κύριο Ιησού Χριστό, όλα τα αν­θρώπινα μεταβάλλονται αναπόφευκτα σε χάος, σε φρί­κη, σε θάνατο, σε κόλαση: ή φρόνηση σε αφροσύνη, ή αίσθηση σε απόγνωση, ή επιθυμία σε αυτοδιάσπαση μέσα από την αυτοθέωση ή την αυτοεξουθένωση.

* Ή στάση μας έναντι των μη ορθοδόξων χριστια­νών: πρώτον, να μείνουμε ακλόνητοι, με την καρδιά, με την διάνοια και με την ζωή μας, στην Ορθοδοξία, στα ιερά της Μυστήρια και τις ιερές της αρετές. Με τον τρόπο αυτό θα καταστήσουμε τον εαυτό μας καθολικό, τον νου, την καρδιά και την ζωή μας. Να ζούμε συνεχώς «συν πάσι τοις αγίοις» (Έφ. 3, 18), επειδή μονάχα έτσι μπορούμε να γνωρίσουμε τα θεανθρώπινα βάθη, ύψη και πλάτη του Χριστού. Να ζούμε «συν πά­σι τοις αγίοις» θα πει να σκεφτόμαστε «συν πάσι τοις αγίοις», πού θα πει να αισθανόμαστε «συν πάσι τοις αγίοις», δηλαδή να προσευχόμαστε «συν πάσι τοις α­γίοις» και τέλος, να αγαπάμε «συν πάσι τοις αγίοις».

Μονάχα με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται το ιερό και αλάνθαστο μέτρο της Αληθείας, δηλ. της Εκκλη­σίας του Χριστού ή οποία πάντοτε αποτελεί την Υπο­στατική Αλήθεια του Θεανθρώπου Χριστού και όχι κάποιου άλλου προσώπου ή πράγματος.

Η Θεανθρώπινη εξέλιξη

* Ζητάς να σου απαντήσω στο ερώτημα, αν μπο­ρεί ή επιστημονική αντίληψη περί της εξελίξεως του κόσμου και του ανθρώπου να συνυπάρξει με την πα­ραδοσιακή ορθόδοξη αίσθηση και γνώση. Ακόμη, ρωτάς ποιά, το ποιά είναι στην περίπτωση αυτή ή στάση των Πατέρων και για το αν υπάρχει γενικώς ή ανάγκη για μια τέτοια συνύπαρξη. Με πολλή συντο­μία λοιπόν γράφω τα έξης:

Ή ανθρωπολογία της Καινής Διαθήκης στήκει και πίπτει επάνω στην ανθρωπολογία της Παλαιάς. Ό­λο το Ευαγγέλιο της Παλαιάς Διαθήκης: ό άνθρωπος – εικόνα του Θεού! Όλο το Ευαγγέλιο της Καινής Διαθήκης: ό Θεάνθρωπος – εικόνα του άνθρωπου. Ότι ουράνιο, θείο, αιώνιο, αθάνατο και αμετάβλητο στον άνθρωπο αποτελεί μέσα του την εικόνα του Θεού, το θεοειδές του ανθρώπου.

Αυτό το θεοειδές στον άνθρωπο κακοποιήθηκε με την εθελούσια αμαρτία εκείνου, με την σύμπραξη με τον διάβολο, μέσω της αμαρτίας και του θανάτου ως απόρροιας της παραβάσεως. Γι’ αυτό και ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να ανακαινίσει την εφθαρμένη από την αμαρτία εικόνα Του. Γι’ αυτό ενηνθρώπησε και έμεινε στον κόσμο των ανθρώπων ως Θεάνθρωπος, ως Εκκλησία, για να προσφέρει στην εικόνα του Θεού – τον άνθρωπο – όλα τα απαραίτητα μέσα ώστε αυτός ο παραμορφωμένος θεόμορφος άνθρωπος να μπορέσει μέσα στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας, με την βοήθεια των ιερών μυστηρίων και των αρετών, να ωριμάσει: «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 13). Αυτή είναι η θεανθρώπινη εξέλιξη του ανθρώπου, αυτή και η θεανθρώπινη ανθρωπολογία. Ο σκοπός του θεοειδούς όντος που λέγεται άνθρωπος είναι ένας: να γίνει σταδιακά τέλειος όπως ο Θεός Πατήρ, να γίνει θεός κατά χάριν, να επιτύχει την θέωση, την θεοποίηση, την Χριστοποίηση, την Τριαδοποίηση. Κατά τους Αγίους Πατέρες, «Θεός ενηνθρώπησε, ίνα ο
άνθρωπος Θεός γένηται» (Μέγας Αθανάσιος).

Όμως, οι αποκαλούμενες «επιστημονικές» ανθρω­πολογίες διόλου δεν αναγνωρίζουν το θεοειδές της ανθρώπινης υπάρξεως. Με αυτό, αρνούνται προκατα­βολικά την Θεανθρώπινη εξέλιξη του ανθρωπίνου όντος.

Αν ό άνθρωπος δεν αποτελεί την εικόνα του Θεού, τότε ό Θεάνθρωπος και το Ευαγγέλιο Του αποτελούν κάτι το αφύσικο για έναν τέτοιον άνθρωπο, κάτι το μηχανικό και απραγματοποίητο. Τότε, ο Θεάνθρω­πος Χριστός είναι ένα ρομπότ πού κατασκευάζει άλλα ρομπότ. Ό Θεάνθρωπος γίνεται ένας δυνάστης αφού θέλει από τον άνθρωπο, διά της βίας, να πλάσει ένα όν τέλειο όπως ό Θεός. Στην ουσία μιλάμε για μία δι­κανική ουτοπία, μια αυταπάτη και ένα απραγματοποί­ητο «ιδανικό». Στο τέλος – τέλος, πρόκειται για ένα μύθο, για μία αφήγηση.

Αν ό άνθρωπος λοιπόν, δεν είναι μια θεοειδής ύ­παρξη, τότε και ό ίδιος ό Θεάνθρωπος είναι περιττός αφού οι επιστημονικές θεωρίες περί εξέλιξης δεν δέ­χονται ούτε την αμαρτία αλλά ούτε και τον Σωτήρα της αμαρτίας. Στον επίγειο κόσμο της «εξέλιξης» τα πάντα είναι φυσικά και χώρος για αμαρτία δεν υπάρ­χει. Γι’ αυτό και είναι κωμικό να γίνεται λόγος περί Σωτήρος και σωτηρίας από την αμαρτία. Σε τελική α­νάλυση τα πάντα είναι φυσικά: ή αμαρτία, το κακό και ό θάνατος. Γιατί, αν όλα στον άνθρωπο συμβαί­νουν και δίδονται ως αποτέλεσμα της εξέλιξης, τότε δεν υπάρχει κάτι το όποιο χρειάζεται να σωθεί σε αυ­τόν αφού τίποτε αθάνατο και αμετάβλητο δεν έχει μέ­σα του παρά όλα του είναι γήινα και χοϊκά και σαν τέτοια είναι παροδικά, φθαρτά και θνητά.

Μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο της «εξέλιξης» δεν έ­χει θέση ούτε ή Εκκλησία ή οποία είναι το σώμα του Θεανθρώπου Χριστού. Ή θεολογία πάλι ή οποία θε­μελιώνει την ανθρωπολογία της επάνω στην «επι­στημονική» θεωρία της εξέλιξης δεν είναι τίποτε πε­ρισσότερο από μια αυτοαναίρεση. Πρόκειται στην ου­σία για θεολογία δίχως Θεό και ανθρωπολογία δίχως άνθρωπο. Αν ο άνθρωπος δεν είναι η αθάνατη, αιώνια και θεανθρώπινη εικόνα του Θεού, τότε όλες οι θεο­λογίες και όλες οι ανθρωπολογίες δεν είναι παρά μια ανόητη φάρσα, μια τραγική κωμωδία.

* Ή ορθόδοξη θεολογία και ή σχέση πού έχουμε με τούς Αγίους Πατέρες, είναι ή οδός και η ανάβαση μας προς την Θεανθρώπινη, την ορθόδοξη Παναλήθεια. Αυτό είναι κάτι πού θέλει ανάλυση, είναι για ό­σους ασχολούνται με τα ευαγγελικά ζητήματα επάνω στον πλανήτη. Όλα πάλι τα ευαγγελικά προβλήματα επικεντρώνονται ουσιαστικά στο πρόβλημα του αν­θρώπου. Και όλα τα προβλήματα του ανθρώπου επικε­ντρώνονται σε ένα μόνο πρόβλημα, εκείνο του Θεαν­θρώπου. Μονάχα ο Θεάνθρωπος αποτελεί την λύση στο καθολικό αίνιγμα που λέγεται άνθρωπος. Δίχως Θεάνθρωπο και έξω από τον Θεάνθρωπο, ο άνθρωπος πάντα -συνειδητά ή όχι- μεταλλάσσεται σε υπάνθρωπο, σε ομοίωμα ανθρώπου, σε υπεράνθρωπο, σε διαβολάνθρωπο. Απόδειξη και αποδείξεις για τούτο; Όλη ή ιστορία του ανθρωπίνου γένους.

* Εγώ πασχίζω πάντοτε να επιβεβαιώνω τις σκέψεις μου στα γραπτά των Αγίων Πατέρων. Παρακαλώ λοιπόν και εσάς, όσα λαμβάνετε από έμενα, να τα επαληθεύετε με αυστηρότητα επάνω στους Άγιους Πατέ­ρες. Μην τυχόν και ή ψυχή μου αμαρτήσει με την διάνοια, μην προσκολληθή ή διάνοια μου σε κάποιο αμάρτημα και αμαρτήσει στο ιερό μυστήριο της Α­γίας Τριάδος. Γι’ αυτό, μην πάψετε να εύχεστε για μέ­να ώστε πάντοτε ό νους μου να είναι ένας χαρούμενος δούλος της αγίας ταπεινοφροσύνης και της ιερής προ­σευχής, της αδιάλειπτης και ακούραστης.

* Τί σημαίνει το να είσαι Χριστιανός; Είμαι Χρι­στιανός σημαίνει είμαι αναμάρτητος. Αυτό σημαίνει, ότι είμαι όλος του Χριστού, εξ’ όλης της ψυχής, εξ’ ό­λης της καρδίας, εξ’ όλης της διανοίας και εξ’ όλης της βουλήσεως. Αυτό πάλι επιτυγχάνεται όταν με πίστη, αγάπη, προσευχή, ελπίδα και όλες τις ιερές αρετές πα­ραδώσουμε στον γλυκύτατο Κύριο και τον νου και την ψυχή και την καρδιά και την βούληση. Τότε Εκεί­νος τις επεξεργάζεται και τις μεταπλάθει σε καινή ψυ­χή, καινή καρδιά, καινό νου και καινή βούληση….

* Το μεγαλύτερο μυστήριο είναι αυτό πού βρίσκε­ται μέσα στον άνθρωπο παρά στους κόσμους πού πε­ριβάλλουν τον άνθρωπο. Γι’ αυτό οι άνθρωποι κατα­φεύγουν με μεγαλύτερη ευκολία στα πράγματα, σκαλί­ζουν ανάμεσα τους, ανακατεύονται με αυτά, τα ερω­τεύονται, τα λατρεύουν και τα θεοποιούν, και όλα αυ­τά τα είδωλα τους τα ονομάζουν με ένα συλλογικό ό­νομα κουλτούρα και πολιτισμό. Φεύγοντας μακριά από το εσωτερικό τους μυστικό, οι άνθρωποι καταφεύ­γουν στα πράγματα, αναμιγνύονται μαζί τους, μετα­μορφώνονται ακόμη σε αυτά. Σε αυτό συνίσταται ή μεγάλη τους πτώση και έκπτωση, σε αυτό και ή ουσία της ανθρώπινης τραγωδίας, ανέκαθεν και εις τούς αιώ­νες. Όλη ή αλήθεια περί αυτού εκφράζεται στην Α­γία Γραφή: «και εκρύβησαν ο τε Αδάμ και ή γυνή αυτού από προσώπου Κυρίου του Θεού εν μέσω του ξύ­λου του παραδείσου» (Γεν. 3, 8). Αυτό είναι κάτι πού συμβαίνει αδιάλειπτα: κρύβονται οι άνθρωποι ανάμε­σα στα πράγματα, φεύγοντας από τον Θεό, από τον ε­αυτό τους και τον κόσμο πού τούς περιβάλλει.

* Όταν ό άνθρωπος αποκολληθεί από την λατρεία των πραγμάτων και κοιτάξει με θάρρος μέσα του, βρί­σκει εντός του ένα τόσο ενδιαφέρον, ασυνήθιστο και θαυμαστό μυστήριο ώστε με χαρά πετάει στο χώμα ό­λα τα εξωτερικά είδωλα και με αποφασιστικότητα στρέφεται προς το μυστήριο του προσώπου του σαν σε κάτι το όποιο αξίζει περισσότερο και απ’ όλα τα πράγματα του κόσμου αυτού. Ένας τέτοιος άνθρωπος γίνεται μάρτυρας ενός μεγάλου και ιερού μυστηρίου. Για ένα τέτοιο μαρτύριο είναι που αξίζει να ζει κανείς σε αυτό το πολύπαθο κόσμο.

* Όταν ό άνθρωπος με ειλικρίνεια και υπομονή υ­ποφέρει το ιερό μυστήριο του προσώπου του, τότε του δίδονται ξεχωριστές στιγμές διόρασης. Σε αυτές τις στιγμές αγγίζει τα κατώτερα βάθη της προσωπικότη­τας του και ανακαλύπτει την πηγή της: το έλλογο. Από την πηγή εκείνη ρέει ύδωρ ζων το όποιο αρδεύει με αθανασία την ανθρώπινη ύπαρξη.

* Το να φονεύσεις άνθρωπο σημαίνει να του αρπάξεις τον χρόνο πού του έδωσε ό Θεός ώστε, με την επίγειο ζωή του μέσα στον χρόνο, να αποκτήσει την αιώνια ζωή. Σημαίνει ακόμη ότι απλώνεις το χέρι σου επάνω στο πολυτιμότερο δημιούργημα του Θεού μέσα στον ορατό κόσμο. Στο τέλος – τέλος σημαίνει ότι στρέφεσαι ενάντια σε αυτόν τον ίδιο τον Θεό αφού, ότι έχει ό άνθρωπος, από το Θεό προέρχεται, ή ψυχή και το σώμα.

Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”
ΑΒΒΑ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ (1894-1979) ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ
ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.