Ο Μακαριστός Αρχιμ. Αθανάσιος Χαμακιώτης ως ποιμένας ψυχών – Μητροπ. Αργολιδος Νεκταρίου Αντωνοπούλου.

«Ο ποιμήν ο καλός»

Σε σύντομο χρονικό διάστημα η Νερατζιώτισσα έγινε το πνευματικό κέντρο του Μαρουσιού και όχι μόνο. Μια υπέρ – ενορία, ένα μοναστήρι μέσα στον κόσμο.
Έγραφε ο π. Χρυσόστομος Μουστάκας το 1954 στο περιοδικό Κιβωτός:
«Ολίγον νοιτώτερον της άνω πλατείας του προαστίου Αμαρουσίου, υπάρχει ένα παρεκκλήσιον του ΤΑΚΕ, τιμώμενον επ’ ονόματι του Γενεσίου της Θεοτόκου και καλούμενον Παναγία η Νερατζιώτισσα. Το ναΰδριον τούτο, ως φαίνεται, είναι παλαιόν, έχει δε σχήμα θολωτόν και τοιχώματα παχέα, ομοιάζοντα προς οικοδομήν κάστρου. Εσωτερικώς είναι ιστορημένον με θεοπρεπείς βυζαντινάς αγιογραφίας, αίτινες καθιστώσι το ιερόν τούτο κατασκήνωμα θείον αληθώς και ουράνιον ενδιαίτημα.
Εις την άνω πρόσοψιν του πρόναου είναι ζωγραφισμένη η εικών της Θεομήτορος με πορφυράν εσθήτα και με τοιαύτην γλυκυτάτην μητρικήν μοφρήν, ώστε καθυποβάλλει τον εισερχόμενον προσκυνητήν εις συντριβήν και εις δάκρυα, εις μετάνοιαν και εις θείον έρωτα.
Εις τον μυστικοπαθή τούτον Ιερόν Ναόν εφημερεύει ο γνωστός Γέρων και έμπειρος πνευματικός πατήρ Αθανάσιος. Ούτος είναι 63 ετών, λευκόθριξ, μετρίου αναστήματος, πράος, μειλίχιος, αδιάχυτος, μελετημένος και ηγεμονικός εις τε το θεωρητικόν και εις το πρακτικόν μυστικόν πνεύμα, προέρχεται δε από την Ιεράν Μονήν Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Πλησίον του εξωκλησίου υπάρχει το κελλίον, εντός του οποίου ο πατήρ Αθανάσιος εξομολογεί αναριθμήτους ψυχάς, οδηγών αυτάς εις την αληθή θεογνωσίαν, εις την ευθείαν οδόν και εις την αιωνίαν εν Χριστώ απολύτρωσιν και ζωήν».
Όλοι γνώριζαν ότι εκεί υπάρχει ένας άγιος άνθρωπος, ένας αληθινός ποιμένας, ένας πνευματικός που ξέρει να ακούει τα βάσανα και τα προβλήματα των ανθρώπων με αγάπη και υπομονή, με προσευχή, με πνεύμα Θεού, με βαθιά κατανόηση. Ένας γνήσιος μαθητής του Ιησού Χριστού, που φρονούσε θεϊκά και πατερικά και δρούσε διακριτικά και γενναιόκαρδα. Ήταν για όλους μια ελπίδα, μια κατάπαυση για κάθε ταλαιπωρημένο άνθρωπο. Και, όπως όλοι οι γνήσιοι μαθητές και ποιμένες, αγάπησε με την ίδια δύναμη και τον αμαρτωλό (κυρίως αυτόν) και τον ευσεβή, γιατί ήταν ένας στοργικός πατέρας με ανοιχτή την αγκαλιά. Όπως πολύ ωραία τον περιγράφει ο Ντοστογιέβσκι: «Οι γέροντες (στάρετς) βάζουν στην καρδιά τους εκείνον ακριβώς που είναι πιο αμαρτωλός κι αγαπάνε περισσότερο απ’ όλους εκείνον που αμάρτησε περισσότερο». Στα χειρόγραφά του διαβάζουμε μια ωραιότατη προσευχή, που δείχνει την εσωτερική του διάθεση και τον αγώνα του να υπηρετήσει τον άνθρωπο.
«Κύριε ο Θεός μου, η άπειρος προς εμέ ευσπλαχνίας, εις σε προσπίπτω, δια της μεσιτείας του αγαπητού Σου Υιού, του Κυρίου Ιησού Χριστού, και Σε καθικετεύω να μου δώσης δια της χάριτός Σου πράξεις ελεημοσύνης. Δος μοι να δεικνύω με επιμέλειαν προς όλους τρόπον επιεικείας. Δος μοι να πάσχω και εγώ εξ αγάπης μαζί με τους θλιβομένους, να συμβουλεύω τα πρέποντα εις όσους η αμαρτία εξαπατά και παρασύρει εις το κακόν, να έρχωμαι βοηθός εις τους κακοπαθούντας και πάσχοντας, να συντρέχω τους ευρισκομένους εις ανάγκας και στερήσεις, να ανακουφίζω τους στενοχωρημένους και υποφέροντας, να παρηγορώ τους πτωχούς, να διασκεδάζω τους χύνοντας δάκρυα».
Στις σελίδες που ακολουθούν, θα στρέψουμε την προσοχή μας στην ποιμαντική του γέροντα, να δούμε πως εργαζόταν και καλλιεργούσε τις ψυχές. Σε κάποιον ιερομόναχο, πνευματικό του παιδί, όταν τον συμβούλευε για το πώς θα εργάζεται μέσα στον αμπελώνα του Κυρίου, τόνιζε με έμφαση:
-Θα είσαι κυνηγός! Κυνηγός ψυχών! Οι ψυχές έρχονται και φεύγουν. Να είσαι σαν τον κυνηγό˙ να τις πιάνεις τις ψυχές. Όλες! Να μη σου φεύγουν!
Αυτές οι απλές λέξεις δείχνουν σίγουρα και τη δική τους στάση. Ο ίδιος ήταν όχι απλώς κυνηγός, αλλά αρχικυνηγός. Όχι απλώς ενδιαφερόταν για τα πρόβατα του Χριστού, αλλά αγωνιούσε, έπασχε και πολλές φορές έβγαινε κυριολεκτικά στο κυνήγι! Πάντα βέβαια με διάκριση και καλοσύνη.
Ομολογούν κάποια πνευματικά του παιδιά, πως πολλές φορές αμελούσαν, ή δια διάφορους λόγους απέφευγαν ή ντρέπονταν να τον επισκεφθούν. Και τότε έβγαινε στις γειτονιές να τα βρει. «Τυχαία» τα συναντούσε στο δρόμο και με πολλή αγάπη και αγωνία ρωτούσε:
-Πού είσαι, παιδί;
Οι καρδιές ράγιζαν σ’ αυτήν τη γεμάτη αγάπη ερώτηση.
-Θάρθω, πάτερ, θάρθω, απανούσαν.
– Σε περιμένω, παιδί!
Κάποτε περνούσε από ένα σπίτι, στο οποίο έμεναν πνευματικά του παιδιά και είχαν αρκετά προβλήματα. Περπατούσε αργά, σχεδόν σημειωτόν. Η μία από τις αδελφές τον είδε από το παράθυρο. Γυρίζει και λέει στην αδελφή της.
-Περνάει ο π. Αθανάσιος. Πήγαινε, εσύ πού τον ξέρεις καλύτερα, να του πεις να περάσει απ’ το σπίτι.
-Πώς να το πώ; Ντρέπομαι.
– Μα πες του, είναι ευκαιρία.
-Δεν μπορώ, δυσκολεύομαι.
Κάθησαν στο παράθυρο και τον κοίταζαν. Συνέχιζε να περπατάει πολύ αργά. Υποψιάστηκαν μήπως κάτι έχει. Μόλις προχώρησε αρκετά, είδαν ότι επιτάχυνε το βήμα του. Την επόμενη μέρα τον επισκέφθηκα η μία από τις δύο αδελφές. Του είπε τον διαμειφθέντα διάλογο και ο γέροντας αποκαλύφθηκε.
-Εγώ για σας πέρασα, παιδί, αλλά δεν μπορούσα να μπω σπίτι σας αν δεν μου το λέγατε εσείς!

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.