Ασματικές ακολουθίες – Ιωάννου Φουντούλη.

Στην σειρά των θεμάτων, που είχαν ως θέμα τις ακολουθίες του νυχθημέρου της Εκκλησίας μας, εφάνηκε καθαρά ότι όλες αυτές οι ακολουθίες που τελούνται σήμερα στους ναούς μας, προέρχονται από τα μοναστήρια. Είδαμε ότι πατρίδα των είναι τα Ιεροσόλυμα και ιδιατέρως η Μονή του αγίου Σάββα και από εκεί διεδόθησαν στα μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως και όλης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από την εποχή της εικονομαχίας, από τον Θ΄δηλαδή αιώνα, διεδόθησαν και στους ενοριακούς ναούς και σήμερα σ’ όλους τους ορθοδόξους ναούς, μοναστηριακούς και ενοριακούς, τελούνται οι ακολουθίες αυτές κατά το Τυπικό του αγίου Σάββα. Η διαφορά μεταξύ των σημερινών ακολουθιών των μονών και των ενοριακών ναών συνίσταται στο ότι στις ενορίες δεν τελούνται όλες αυτές οι ακολουθίες παρά μόνο κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, τις άλλες δε ημέρες συνήθως μόνο ο εσπερινός και ο όρθρος. Αλλά και αυτές οι δύο μεγάλες ακολουθίες του εσπερινού και του όρθρου δεν τελούνται ολόκληρες στις ενορίες, αλλά μόνο μία επιτομή των , και κυρίως τα τροπάρια και μέρος μόνο από τους ψαλμούς, που αποτελούν το βασικό και αρχαϊκό στοιχείο των ακολουθιών αυτών.
Εύλογα γεννάται το ερώτημα: Πρίν από τον Θ’ αιώνα και μετά από αυτόν μέχρις ότου τελείως επικρατήσουν οι μοναστηριακές ακολουθίες, τί είδους ακολουθίες ετελούντο στους ενοριακούς ναούς; Στο ερώτημα αυτό μας απαντούν οι μαρτυρίες των παλαιών Πατέρων και πολλά χειρόγραφα. Οι ενοριακοί ναοί του βυζαντινού κράτους είχαν ιδικού των τύπου ακολουθίες τις λεγόμενες ασματικές ή κοσμικές. Και αυτές είχαν θετή πατρίδα την Κωνσταντινούπολι. Είχαν γεννηθή στην Αντιόχεια, την μεγάλη ελληνική πόλι της Συρίας. Στην Κωνσταντινούπολι πήραν την τελική διαμόρφωσι και διεδόθησαν σ΄όλους τους ενοριακούς ναούς του βυζαντινού κράτους. Διέφεραν δε από τις μοναστηριακές και ως προς τον αριθμό των ακολουθιών και ως προς την εσωτερική των διάταξι.
Κατ’ αρχήν δεν ήσαν επτά ή και περισσότερες, όπως είδαμε στις ακολουθίες των μονών. Ήσαν μόνο δύο, ο εσπερινός και ο όρθρος. Κατά τις μεγάλες εορτές και την περίοδο της Τεσσαρακοστής προσετίθετο σ’ αυτές και μία νυκτερινή ακολουθία, η παννυχίς. Κατά δε την περίοδο της Τεσσαρακοστής κατά τις ημέρες που δεν επετρέπετο η τέλεσις της θείας λειτουργίας, προσετίθετο και μία Τετάρτη ακολουθία, η τριθέκτη. Έτσι έχομε ανώτατο όριο ακολουθιών, τέσσαρες κατά την Τεσσαρακοστή και δύο καθ’ όλες τις ημέρες του υπολοίπου έτους. Είναι ευνόητο γιατί έχομε τόσο μικρό αριθμό ακολουθιών εν συγκρίσει προς τα μοναστήρια. Στις ενορίες οι ακολουθίες απέβλεπαν στον λαό που ζούσε στον κόσμο. Αυτός δεν ήταν δυνατόν να προσέρχεται στον ναό και να προσεύχεται παρά μόνο στις ώρες που του επέτρεπαν τα βιοτικά του έργα, δηλαδή το πρωί, πριν από την έναρξι της εργασίας του, και το βράδυ μετά από την λήξι της. Δεν έχομε μεσονυκτικό, γιατί τα μεσάνυκτα δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν οι άνθρωποι τα σπίτια και την ανάπαυσί των και να τρέξουν στους ναούς. Ούτε ακολουθίες ωρών, γιατί πάλι θα ήσαν αδύνατο στους εργαζομένους ανθρώπους να αφήσουν τα επαγγέλματά των και να προστρέχουν ανά τρίωρον στους ναούς. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, λόγω του ειδικού χαρακτήρος της, απαιτούσε μία εντατικωτέρα προσευχή. Η ανάγκη αυτή εκαλύπτετο με την νυκτερινή ακολουθία της παννυχίδος και την μεσημβρινή της τριθέκτης.
Αλλά και στην εσωτερική των διάταξι διέφεραν οι ασματικές ακολουθίες από τις αντίστοιχες μοναστηριακές. Είχαν βέβαια πολλά κοινά στοιχεία, όπως ήταν επόμενο, γιατί είχαν τα ίδια θέματα, γιατί αντλούσαν από κοινή ιουδαϊκή λειτουργική παράδοσι και γιατί ανεπτύχθησαν μέσα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Έξ άλλου η επί πολλούς αιώνες συνύπαρξίς των είχε ως αποτέλεσμα αμοιβαία δάνεια και επιδράσεις. Άλλο όμως διάγραμμα είχε ο ενοριακός και άλλο ο μοναχικός εσπερινός˙ άλλο ο ενοριακός και άλλο ο μοναχικός όρθρος. Άλλα στοιχεία απήρτιζαν τις μεν και άλλα τις δε. Διαφοριτικός ήταν και ο τρόπος της κατανομής των ψαλμών του Ψαλτηρίου και διαφοριτικός ο τρόπος της ψαλμωδίας των. Το Ψαλτήριο ήταν διηρημένο σε αντίφωνα και τα αντίφωνα εψάλλοντο με ένα σύντομο εφύμνιο, όπως το «Αλληλούϊα», το «Ελέησόν με, Κύριε», «Φύλαξόν με, Κύριε» ή ένα σύντομο τροπάριο. Το εφύμνιο ή το τροπάριο επανελαμβάνοντο σε κάθε στίχο του ψαλμού από όλο τον λαό. Ήσαν εύκολα στην μελωδία και η διαρκής των επανάληψις τα έκαμε πολύ γνωστά και στον απλούστερο ακόμη λαό. Τέτοια παραδείγματα έχομε και στις σημερινές ακολουθίες μας, όπως το «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου…» και το «Σώσον ημάς, Υιέ Θεού…» στην λειτουργία και το «Χριστός ανέστη…» στις ακολουθίες του Πάσχα. Αυτή ακριβώς η πανηγυρική ψαλμωδία έδωσε και το όνομα «ασματικός» στις ενοριακές ακολουθίες. Οι μοναχικές αντιθέτως ήσαν κατανυκτικές ακολουθίες, κατά τις οποίες οι ψαλμοί υπεψάλλοντο ή και ανεγινώσκοντο, κάπως εμμελώς, χωρίς εφύμνια. Αργότερα από τους μοναχούς, που επεδόθησαν με ζήλο και πολύ επιτυχία στην εκκλησιαστική ποίησι και μουσική, οι μοναχικές ακολουθίες έγιναν και αυτές ασματικές, γιατί διεκοσμήθησαν με ένα εξαιριτικά μεγάλον αριθμό τροπαρίων. Οι ενοριακές έμειναν πιστές στην αρχαϊκή των μορφή. Αυτό ακριβώς έκαμε τις μοναχικές προσφυλέστερες στον λαό, που εντρυφούσε στην ψαλμωδία των τροπαρίων και στα εγκώμια των αγίων˙ και των εορτών που περιείχοντο σ’ αυτά. Ήταν και αυτός ένας από τους λόγους που συνετέλεσε στο να προτιμηθούν σιγά – σιγά οι μοναχικές ακολουθίες και στις ενορίες. Ένας άλλος λόγος ήταν και η μετά την εικονομαχία μεγάλη ανάπτυξις των μονών και η αύξησις της επιδράσεως των μοναχών στον εκκλησιαστικό βίο. Τέλος η παρακμή της αυτοκρατορίας και οι βαρβαρικές επιδρομές, που είχαν ως αποτέλεσμα την παρακμή και τον μαρασμό των μεγάλων ενοριακών ναών και την έλλειψι του καταλλήλου και καλώς ωργανωμένου προσωπικού των ναών.
Έτσι βαθμηδόν εγκαταλείφθη ο ασματικός ενοριακός τύπος των ακολουθιών και επεκράτησαν και στις ενορίες οι μοναχικές ακολουθίες. Στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινουπόλεως μετά από την Φραγκοκρατία η ασματική ακολουθία ετελείτο μόνο τρεις φορές το έτος˙ κατά την εορτή της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), την μνήμη του Χρυσοστόμου (13 Νοεμβρίου) και την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου). Τελευταίο προπύργιό των ήταν η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, όπου οι ασματικές ακολουθίες ετελούντο συνεχώς μέχρι το 1430, το έτος της αλώσεως της πόλεως από τους Τούρκους.

Θα φέρωμε τέσσαρα παραδείγματα ασματικής ψαλμωδίας. Το πρώτο είναι από την ακολουθία της τριθέκτης. Στην αρχή της εψάλλετο ο 90ος ψαλμός με εφύμνιο το «Φύλαξόν με, Κύριε»:
«Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου,
εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται.
Φύλαξόν με, Κύριε.
Ερεί τω Κυρίω˙ Αντιλήπτωρ μου εί
και καταφυγή μου, ο Θεός μου, και ελπιώ επ’ αυτόν.
Φύλαξόν με, Κύριε.
Ότι αυτός ρύσεταί σε εκ παγίδος θηρευτών
και από λόγου ταραχώδους.
Φύλαξόν με, Κύριε.
Εν τοις μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι
και υπό τας πτέρυγας αυτού ελπιείς˙
όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού.
Φύλαξόν με, Κύριε».

Καθ’ όμοιο τρόπο εσυνεχίζετο η ψαλμωδία του ψαλμού με το εφύμνιό του κατά στίχον.
Το διπλούν «Αλληλούϊα» ήτο εφύμνιο του 23ου ψαλμού στο α’ αντίφωνο στην ακολουθία εις ιερέα τελευτήσαντα:

«Του Κυρίου η γη κα το πλήρωμα αυτής,
η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή.
Αλληλούϊα, Αλληλούϊα.
Αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν
και επί ποταμών ητοίμασεν αυτήν.
Αλληλούϊα, Αλληλούϊα.
Τις αναβήσεται εις το όρος του Κυρίου;
Ή τις στήσεται εν τόπω αγίω αυτού;
Αλληλούϊα, Αλληλούϊα.
Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία,
ός ούκ έλαβεν επί ματαίω την ψυχήν αυτού
και ούκ ώμοσεν επί δόλω τω πλησίον αυτού.
Αλληλούϊα, Αλληλούϊα.

Εις την ακολουθία εις διαφόρους λιτάς, δηλαδή λιτανείας, έχομε αντίφωνα με εφύμνια σύντομα κατανυκτικά τροπάρια. Πρώτο αντίφωνο ήταν ο 6ος ψαλμός και εφύμνιο το τροπάριο «Εύσπλαγχνε, μακρόθυμε και πανοικτίρμων Κύριε, κατάπεμψον το έλεός σου επί τον λαόν σου» εις ήχον πλ. β’ :

«Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με,
μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με».
«Εύσπλαγχνε, μακρόθυμε
και πανοικτίρμων Κύριε,
κατάπεμψον το έλεός σου
επί τον λαόν σου».
«Ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμι˙
ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου.
«Εύσπλαγχνε, μακρόθυμε…».
«Και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα˙
και συ, Κύριε, έως πότε;»
«Εύσπλαγχνε, μακρόθυμε…».
«Επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου˙
σώσόν με ένεκεν του ελέους σου».
«Εύσπλαγχνε, μακρόθυμε…».

Της ιδίας ακολουθίας δεύτερο αντίφωνο ήτο ο 101ος ψαλμός που εψάλλετο σε ήχο πλ. β’ με εφύμνιο το «Ελεήμων ελέησον, ελέησον, ελέησον ημάς Κύριε»:

«Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου
και η κραυγή μου προς σε ελθέτω».
«Ελεήμων ελέησον, ελέησον,
ελέησον ημάς Κύριε».
«Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου επ’ εμού˙
εν η αν ημέρα θλίβωμαι
κλίνον προς με το ούς σου».
«Ελεήμων ελέησον, ελέησον…».
«Εν ή αν ημέρα επικαλέσωμαί σε
ταχύ επάκουσόν μου».
«Ελεήμων ελέησον, ελέησον…».
«Ότι εξέλιπον ωσεί καπνός αι ημέραι μου
και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν».
«Ελεήμων ελέησον, ελέησον…».

(28 Νοεμβρίου 1970).

(Από το βιβλίο “Λογική Λατρεία”, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984).

Κατηγορίες: Θεία Λειτουργία (πρωτότυπο ή Νεοελληνικό κείμενο), Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.