Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσιος Χαμακιώτης εκπληρώνοντας το «Καλών έργων προΐστασθαι εις τας αναγκαίας χρείας» – Μητροπ. Αργολίδος Νεκταρίου.

Ο γέροντας ενδιαφερόταν για όλες τις ανάγκες και τα προβλήματα των πνευματικών του παιδιών, όχι μόνο για τα πνευματικά, αλλά και τα υλικά, και θα λέγαμε τα πολύ πεζά, που σε άλλους προκαλούν αποστροφή. Με άλλα λόγια ενδιαφερόταν για τον «όλον άνθρωπον» ως γνήσιος ορθόδοξος ποιμένας.
Μια Κυριακή, μεταξύ των εκκλησιαζομένων στη Νερατζιώτισσα, είναι ο Ι. Δ., ένα από τα πνευματικά του παιδιά. Είναι λυπημένος. Την προηγούμενη μέρα ήρθε ένα χαρτί από την εφορία για να πληρώσει ένα συγκεκριμένο ποσό. Τα χρήματα δεν υπάρχουν και βρίσκεται σε αμηχανία. Ο γέροντας τον παρατήρησε και κατάλαβε ότι κάτι του συμβαίνει. Μετά τη θεία Λειτουργία τον κάλεσε:
-Τί έχεις, παιδί;
-Να, πάτερ, μου ήρθε ένας λογαριασμός απ’ την εφορία και δεν έχω να πληρώσω.
– Μη στενοχωριέσαι, παιδί, θα βρούμε λύση. Περίμενε λίγο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και μια κυρία έδωσε ένα φακελάκι στο γέροντα. Δεν το άνοιξε καν, αλλά φώναξε αμέσως τον κ. Ι. Δ., του παρέδωσε το φακελάκι, και αυτός ευχαρίστησε και έφυγε. Όταν άνοιξε το φακελάκι, κατάπληκτος διαπίστωσε ότι περιείχε ακριβώς το ποσό που του ζητούσε η εφορία.

Ο κ. Τ. Ρ. διηγείται:
«Κάποτε βρέθηκα στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου. Χρειαζόμουν άμεσα κάποια χρήματα. Απευθύνθηκα σ’ ένα φίλο μου και του ζήτησα δανεικά. Αυτός φοβήθηκε και αρνήθηκε. Πήγα τότε στον π. Αθανάσιο. Του ανέφερα το πρόβλημά μου και την άρνηση του φίλου μου. Ο π. Αθανάσιος τον φώναξε και μπροστά μου του είπε:
-Άκουσε παιδί. Ο αδελφός μας έχει ανάγκη από χρήματα. Εγώ δεν έχω να του δώσω. Δος τα εσύ και θα σου τα επιστρέψει. Μπαίνω εγώ εγγυητής! Κι αν δεν σου τα δώσει, θα σου τα δώσω εγώ.
Ο φίλος μου πείσθηκε. Ποιός θα μπορούσε να παρακούσει τον παππούλη; Μου έδωσε τα χρήματα, και αργότερα του τα επέστρεψα. Όταν το ανέφερα στον «εγγυητή» – π. Αθανάσιο χάρηκε.
-Μπράβο παιδί, καλά έκανες για να έχω και εγώ και εσύ πρόσωπο και να μπορούμε να ξαναζητήσουμε και για άλλον».

Μια γυναίκα εξομολογήθηκε στον π. Αθανάσιο. Μεταξύ των άλλων τη ρώτησε:
-Παιδί, γιατί δεν έρχεται ο άνδρας σου στην εκκλησία;
-Πάτερ, είμαστε φτωχοί, δεν έχει ρούχα να φορέσει, και ντρέπεται.
Ο γέροντας έβγαλε από την τσέπη του κάποια χρήματα λέγοντάς της:
-Πάρτα, να του αγοράσεις ένα κουστούμι!
Και ο άνθρωπος αυτός έγινε τακτικός εκκλησιαζόμενος και μόνον απ’ την αγάπη του γέροντα.

Η Γ. Τ. πνευματικό του παιδί, αρρώστησε και επισκέφτηκε ένα γιατρό. Η θεραπεία που της έδωσε δεν ήταν αποτελεσματική. Κατέβηκε στον π. Αθανάσιο και διηγήθηκε το πρόβλημά της. Ο γέροντας σαν στοργικός πατέρας τη μάλωσε:
-Γιατί, παιδί, πήγες εκεί και δεν με ρώτησες; Θα σε στείλω εγώ σε καλό γιατρό και τίμιο. Αυτός θα σε γιατρέψει.
Όπως και πράγματι έγινε.

Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνά του για τις ανάγκες των νέων. Τους βοηθούσε ποικιλότροπα, τους έβρισκε δουλειές, τους έστελνε να μάθουν κάποια τέχνη κ.λπ. Στο αναλόγιο της Νερατζιώτισσας συνήθως έψελναν νέοι άνθρωποι, εργαζόμενοι ή φοιτητές. Θυμούνται με ευγνωμοσύνη την τόσο διακριτική αλλά και τόσο σημαντική βοήθεια του γέροντα.

Ο κ. Κ. Γ. δικηγόρος, διηγείται:
«Περνούσα τότε δύσκολες μέρες. Ήμουν μόνος και άνεργος, σπούδαζα και είχα πολλές ανάγκες. Χωρίς να του ζητήσω, ο π. Αθανάσιος με βοηθούσε. Κάθε μήνα έβλεπα στο αναλόγιο ένα φακελάκι με χρήματα. Απ’ έξω έγραφε το όνομά μου. Αλλά και αν στα μέσα της εβδομάδος είχε κάποιο μυστήριο, που λόγω σπουδών δεν μπορούσα να παρευρεθώ, ο γέροντας έβαζε το μερίδιό μου πάλι σε φακελάκι και το άφηνε στο αναλόγιο. Ήταν για μένα μια σημαντική βοήθεια. Μετά από χρόνια άρχισα να εργάζομαι και τακτοποιήθηκα οικονομικά. Έτσι, όταν μια Κυριακή βρήκα το καθιερωμένο φακελάκι στο αναλόγιο, δίχως να το ανοίξω, πήγα κατευθείαν στο ιερό, του το παρέδωσα και του είπα:
-π. Αθανάσιε, σας ευχαριστώ πολύ για ό,τι κάνατε μέχρι τώρα. Εργάζομαι πλέον και από εδώ και πέρα να το δίνετε στα υπόλοιπα παιδιά που το έχουν ανάγκη.
Ο π. Αθανάσιος ενθουσιάστηκε. Με ασπάστηκε και μου είπε:
-Κ. παιδί μου, ήξερα ότι κάποτε θα μου το πεις αυτό, όταν θάρθει η ώρα. Και ήρθε η ώρα».

Παρόμοια βοηθήματα έπαιρνε και ο κ. Γ., νυν στρατηγός ε.α., που διακονούσε και αυτός στο αναλόγιο.
-Δεν μπορώ να ξεχάσω, λέει, το πατρικό του ενδιαφέρον. Χάρη σ’ αυτό το βοήθημα εγώ μπόρεσα να σπουδάσω, και ό,τι έγινα σ’ αυτόν το οφείλω. Τον θυμάμαι πάντα και τον ευγνωμονώ.

Το ενδιαφέρον του γέροντα στρεφόταν ακόμη και σε θέματα γάμου. Ειδικά για τα φτωχά κορίτσια, που εύκολα μπορούν να πέσουν θύματα. Τον ενδιέφερε να πάρουν ένα σωστό και πιστό άνθρωπο.

Η Ε. Α. διηγείται:
«Είμαστε φτωχή και πολυμελής οικογένεια και είχαμε πολλές δυσκολίες. Κάποτε μου πρότειναν κάποιον. Δεν τον γνώριζα και δίσταζα. Πήγα να συμβουλευτώ τον π. Αθανάσιο που είχαμε σαν πατέρα. Ήταν ο άνθρωπος που του εμπιστευόμασταν τα πάντα. Ενδιαφέρθηκε πολύ. Δεν έμεινε μόνο στα λόγια και τις συμβουλές. Μου είπε χαρακτηριστικά:
-Περίμενε, παιδί, να μάθουμε τι άνθρωπος είναι.
Την άλλη μέρα πήγε ο ίδιος στα Μελίσσια, ερεύνησε, ρώτησε ανθρώπους που τον ήξεραν. Απ’ όλους άκουσε καλά λόγια, και χάρηκε ιδίως όταν άκουσε ότι ήταν ψάλτης. Με κάλεσε και μου είπε:
-Παιδί, να τον παντρευτείς. Είναι καλό παιδί και μάλιστα είναι και ιεροψάλτης!»

Ο π. Αθανάσιος είχε δώσει εντολή στους κατά καιρούς νεωκόρους όταν βλέπουν κάποιον άνθρωπο στενοχωρημένο, προβληματισμένο κ.λπ. να τον ειδοποιούν αμέσως, έστω και αν είναι μεσάνυχτα. Πράγματι, κάποιο βράδυ ο νεωκόρος είδε ένα νέο σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Τον πλησίασε, του μίλησε και έτρεξε να ειδοποιήσει το γέροντα:
-Πάτερ, είναι ένας νέος και βρίσκεται σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Θέλει να πέσει στις γραμμές του τρένου και να αυτοκτονήσει.
-Αμέσως να τον φέρεις μέσα.
Μπήκε ο νέος με δάκρυα στα μάτια.
-Τί σου συμβαίνει, παιδί;
-Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα και αποφάσισα να τερματίσω τη ζωή μου.
-Ε! όχι, παιδί, δεν είναι σωστό αυτό! Να δώσεις την ψυχή σου στο σατανά; Τί ακριβώς σου συμβαίνει;
-Είμαι τριάντα χρονών και αγαπώ μια κοπέλα. Η μητέρα μου αντιδρά. «Όχι, δεν είναι κατάλληλη για σένα». «Θα πάω να αυτοκτονήσω» της λέω. Κι αυτή μου απαντάει: «Καλύτερα να αυτοκτονήσεις παρά να την πάρεις!» Καταλαβαίνεται την κατάστασή μου.
Συνηθισμένο το περιστατικό στα ελληνικά δεδομένα και όχι μόνο! Ο γέροντας σκέφθηκε λίγο και με ρωμαλέο τρόπο προχώρησε σε δυναμική λύση. Παρόλο που σε άλλες περιπτώσεις ζητούσε από τα παιδιά να έχουν την ευχή και συγκατάθεση των γονέων, στην προκειμένη περίπτωση ενήργησε διαφορετικά, δηλ. με διάκριση, γιατί κατάλαβε ότι το λάθος βρισκόταν στη μητέρα.
-Άκουσε, παιδί! Κατ’ εντολή δική μου, δηλαδή του Κυρίου, δεν θα ακούσεις τη μητέρα σου, γιατί δεν έχει δίκιο. Να νυμφευθείς την κοπέλα. Πήγαινε να βγάλεις άδεια, να φέρεις τα στέφανα και ένα κερί να ανάψουμε, τίποτ’ άλλο. Και θα έρθετε, αν γίνεται και αύριο κιόλας για να σας στεφανώσω εγώ!
Ο νέος το φίλησε πολλές φορές το χέρι. Τακτοποίησε τα χαρτιά του και ο γέροντας τέλεσε το μυστήριο. Έκανε μάλιστα και πολύ καλή οικογένεια.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.