Τί είναι πιό δύσκολο; – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Οι δέκα λεπροί άντρες, είδαν τον Κύριο να πλησιάζει στο χωριό, και στάθηκαν από μακρυά. Ήξεραν πως έτσι έπρεπε να κάνουν. Η αρρώστεια τους ήταν βαρειά, αλλά ακόμη πιο βαρύς ήταν ο φόβος της παράβασης του νόμου. Παρ’ όλον τον φόβο, το να τολμήσουν να μιλήσουν έστω κι από μακρυά, δεν τους ήταν τόσο δύσκολο.
Γνώριζαν τον Χριστό, κι από εκεί που στέκονταν, πάλι Τον αναγνώρισαν. Άλλην ελπίδα δεν είχαν. Με κίνδυνο να ντροπιαστούν, με κίνδυνο να τους διώξει ή ν’ απομακρυνθεί αδιαφορώντας, Του φώναξαν για βοήθεια. Μπροστά στην απελπισία τους, μπροστά στην μόνη πιθανή ελπίδα, η ντροπή, δεν τους ήταν τόσο δύσκολη.
Μπορεί και να μην περίμεναν την ίαση, αλλά μια απλή ελεημοσύνη. Μια ελεημοσύνη, τέτοια που ζητούσαν κι από τους ανθρώπους, φωνάζοντας από μακρυά, αποδεχόμενοι τον τρόμο και την αποστροφή τους. Μπροστά στην ανάγκη, ούτε την αδυναμία της αρρώστειας βρήκαν δύσκολο να ξεπεράσουν. Και «ήραν φωνήν».
Ο Χριστός τους είδε. Όχι γιατί Τον φώναξαν, αλλά γιατί βρέθηκε ειδικά εκεί, για να τους δεί. Μόνο τους είδε. Δεν τους ρώτησε τι ήθελαν, μην και Του ζητήσουν τίποτε ασήμαντο. Ένα «ελέησον ημάς» είπαν. Δεν είπαν με ποιόν τρόπο. Εκείνος ήθελε να τους προλάβει. Να τους προσφέρει το Μέγα Έλεος. Την ανέλπιστη ίαση, αλλά και κάτι παραπάνω: την αγάπη Του. Ο δισταγμός τους, δεν στάθηκε ικανός να Τον αναχαιτίσει. «Ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδίκους». Και τους έστειλε να παρουσιαστούν στους ιερείς.
Μπορεί να ξαφνιάστηκαν. Μπορεί ν’ αναρωτήθηκαν αν άκουσαν καλά. Χρειαζόταν πίστη για να κάνεις την στροφή. Ν’ αφήσεις πίσω σου τη ζωή του λεπρού, του διωγμένου, του αβοήθητου, πριν ακόμη δεις τα σημάδια να φεύγουν. Να πείς: «μου είπε πως τώρα είμαι καλά. Γι’ αυτό θα κάνω στροφή και θα ζήσω έτσι, μόνο και μόνο επειδή μου το είπε. Θα κάνω στροφή και θα πάω να το δείξω στους κριτές μου. Κι αυτό που ήμουν καταδικασμένος να ζω μέχρι τώρα, θα τελειώσει για πάντα. Αυτό είναι εμπιστοσύνη. Είναι πίστη. «Πίστις εστίνελπιζομένωνυπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Ούτε η πίστη τούς ήταν δύσκολη.
Για τους εννέα, οι δυνάμεις τους τελείωσαν εκεί. Οι εννέα ήταν ομοεθνείς, συντοπίτες πες. Έναν ενθουσιασμό, θα περίμενες να τον νοιώσουν. Ένα καμάρι που τους έκανε καλά, ο δικός τους ο Δάσκαλος, όχι κάποιος ξένος, από τον τόπο του «αιρετικού», του Σαμαρείτη που ανέχονταν δίπλα τους. Μια απορία ίσως, μια περιέργεια. Τώρα πια, δεν τους απαγορευόταν να προσεγγίσουν. «Δάσκαλε, πώς το ‘κανες;» θα μπορούσαν να ρωτήσουν. Όμως ήταν άρπαγες. Κλέφτες της υγείας. Την υγεία την άρπαξαν, κι έφυγαν μακρυά όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, σαν παράνομοι. Δεν την υποδέχτηκαν αρχοντικά. Έτσι μπορεί να άρπαζαν και ο,τιδήποτε βρισκόταν ανέλπιστα μπροστά τους. Στην προσφορά, υπάρχει ο δότης και ο δέκτης. Αν δεν αναγνωρίζεις δότη, τότε δεν δέχεσαι ότι σου δόθηκε προσφορά. Βρήκες κάτι και το άρπαξες. Για να αναγνωρίσεις τον δότη, χρειάζεται ψυχική διαύγεια και ευγένεια. Οι εννέα δεν την είχαν.
Ο δέκατος που γύρισε πίσω, δεν είχε ανάγκη να το κάνει. Δεν περίμενε κανείς κάτι απ’ αυτόν. Κινδύνευε και να εξευτελιστεί. Να τον διώξει ο Κύριος. Βλέπεις αυτός, δεν ήταν σαν τους άλλους που άρπαξαν την ίαση όπως θα άρπαζαν ένα κομμάτι ψωμί, επειδή θα νομιμοποιούνταν να χορτάσουν την πείνα τους. Το «ψωμί» εκείνο δεν ήταν κανονικά γι’ αυτόν. Διακινδύνευε γυρίζοντας πίσω, ακόμη και να του ζητηθεί πίσω ένα δώρο που δεν «ήταν γι’ αυτόν».
Για να γυρίσει πίσω, του χρειαζόταν και τόλμη, και παράκαμψη της ντροπής, και πίστη. Αλλά δεν ήταν αυτές οι αρετές που τον έκαναν να γυρίσει πίσω. Ήταν που είχε ταπείνωση κι ευγνωμοσύνη. Όταν κατάλαβε πως έγινε καλά, δεν ένοιωσε σαν δικαιούχος. Δεν ένοιωσε σαν δυνατός. Δεν ήταν κλέφτης της υγείας. Ήξερε πως Άλλος ήταν ο δυνατός. Άλλος ήταν ο δικαιούχος. Κι Αυτός ο παντοδύναμος δικαιούχος, δεν τον περιφρόνησε, εκείνον, τον Σαμαρείτη. Κι έτσι, έγειρε το κεφάλι με ταπείνωση. Χαμογέλασε με αγαλλίαση. Κατάλαβε. Γύρισε, και δόξασε τον Θεό με φωνή μεγάλη. Τόσο μεγάλη, όσο ίσως να μην είχε τολμήσει τότε που και οι δέκα μαζί παρακαλούσαν για βοήθεια. Τώρα δεν ένοιωθε απόβλητος, αλλά ευεργετημένος, τιμημένος.
Γύρισε πίσω, για να πάρει το μεγαλύτερο δώρο από όσα του έκανε ο Κύριος, κι οι άλλοι εννέα περιφρόνησαν. Την αγάπη Του. Έδωσε την ταπείνωση, και πήρε την αγάπη του Θεού.
Αυτό ήταν, τελικά, το πιο δύσκολο…
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών). Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.