Ο Μακαριστός Ιερομ. Αθανάσιος Χαμακιώτης ως Πόλις επάνω όρους κειμένη – Μητροπ. Αργολίδος Νεκταρίου.

Ο π. Αθανάσιος ήταν πράγματι «πόλις επάνω όρους κειμένη». Ακτινοβολούσε με την αγία ζωή του, τις άγιες αρετές του, την αγία μορφή του, μια μορφή λευκή, φωτεινή, πάνω στην οποία ήταν καλλιτεχνικά ζωγραφισμένη η αγάπη, η ταπείνωση, η ευγένεια, η γλυκύτητα, η απλότητα.
«Έστι γαρ και πρόσωπα χάριτος γέμοντα πνευματικής, επέραστα τοις ποθούσιν είναι», τονίζει ο άγιος Ι. Χρυσόστομος. Δηλαδή:
Υπάρχουν, λοιπόν, πράγματι υπάρχουν και άνθρωποι, οι οποίοι πλημμυρίζουν από χάρη πνευματική και γίνονται αξιαγάπητοι σ’ αυτούς που επιθυμούν τη δύσκολη οδό της αρετής.
Την αίσθηση της αγιότητός του την είχαν όλοι στο Μαρούσι. Κάθε τόσο, απ’ όλες τις πλευρές άκουγε κανείς φωναχτά ή ψιθυριστά, επίσημα ή ανεπίσημα μια φράση που τα έλεγε όλα: «Ο π. Αθανάσιος είναι άγιος». «Ο π. Αθανάσιος περνάει», έλεγαν οι Μαρουσιώτες και σηκώνονταν από τις καρέκλες δείχνοντας την αγάπη και το σεβασμό τους, ή έτρεχαν να πάρουν την ευχή του. Η επίδραση που ασκούσε ήταν τεράστια. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι δεν μετεστράφησαν χάρη σ’ αυτόν. Όλες οι αντιστάσεις και τα λογικά επιχειρήματα έπεφταν, με το που τον πλησίαζε κανείς. Η ψυχή του ανθρώπου διψάει το Θεό, θέλει να πιστέψει, αλλά χρειάζεται ο κατάλληλος άνθρωπος. Έλεγε πολύ χαριτωμένα ο έτερος άγιος των ημερών μας ο π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης: «Ο λαός πιστεύει, αλλά θέλει και μερακλή τσοπάνο. Αυτό κατάλαβα εγώ».
Όχι μόνον οι απλοί άνθρωποι, αλλά και άνθρωποι ου διακρίνονταν για τη μόρφωσή τους, αναγνώριζαν την αγιότητα του γέροντα. Παρ’ όλη την ταπείνωσή του και την προσπάθειά του να μείνει στην αφάνεια, η ζωή του και η διακονία του ήταν όπως το φως που διαχέεται παντού, γι’ αυτό και έγινε ευρύτερα γνωστός και η αναγνώριση ήταν καθολική. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μητροπολίτης Αττικής Ιάκωβος δεν τον άφηνε να του φιλήσει το χέρι. Μια χρονιά μάλιστα που είχε έλθει στο μοναστήρι της Νερατζιώτισσας, βγήκε ο π. Αθανάσιος να τον υποδεχθεί. Ο γέροντας έσκυψε να του φιλήσει το χέρι. Και ο Μητροπολίτης Ιάκωβος τον σήκωσε όρθιο, τον ασπάσθηκε και του είπε:
-Αθανάσιε, εγώ πρέπει να σου φιλώ το χέρι!
Περιττό να επαναλάβουμε το πόσοι μητροπολίτες εξομολογούντο σ’ αυτόν, υπουργοί, καθηγητές πανεπιστημίου, λογοτέχνες κ.λπ. Ακόμη, οι μακαριστοί γέροντες π. Φιλόθεος Ζερβάκος, που τον είχε πνευματικό, ο π. Αμφιλόχιος Μακρής κ.ά. όταν έρχονταν στην Αθήνα θα περνούσαν απαραιτήτως να τον δουν και να συζητήσουν μαζί του.
Αλλά και άνθρωποι άσχετοι, αδιάφοροι, που αντιμάχονταν την πίστη, στέκονταν με σεβασμό μπροστά του. Οι Μαρουσιώτες μας διέσωσαν δύο περιστατικά που δείχνουν πόσο επιδρούσε η μορφή του, αλλά φανερώνουν και την ανδρεία και γενναιότητα της ψυχής του. Στη γερμανική κατοχή, όταν οι κατακτητές έκαναν ό,τι ήθελαν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, ο γέροντας ήλθε αντιμέτωπος μαζί τους. Μπροστά από τη Νερατζιώτισσα περνούσε η παλιά σιδηροδρομική γραμμή Πειραιώς – Κηφισιάς. Πριν τον πόλεμο αποφάσισαν να εκσυχρονίσουν το δίκτυο, μετατρέποντάς το σε ηλεκτρικό. Οι παλιές σιδηροτροχιές κόπηκαν σε κομμάτια κι έγιναν γεροί πάσαλοι για να περιφραχθεί η νέα σιδηροδρομική γραμμή. Όμως ο πόλεμος σταμάτησε τα έργα κι έμεινε η περίφραξη. Οι Γερμανοί παρατήρησαν πως οι σιδερένιοι πάσαλοι ήταν πολύ καλό σίδηρο και πολύτιμο για τη σιδηροβιομηχανία τους. Αποφάσισαν λοιπόν να τους ξηλώσουν όλους. Ποιος θα τολμούσε να αντιδράσει; Κάποια μέρα το συνεργείο έφτασε στην αυλή της Νερατζιώτισσας. Ο π. Αθανάσιος δεν το άντεξε. Δεν ήθελε να χαλάσουν την αυλή της εκκλησίας. Κάθε τι άλλωστε εκεί το θεωρούσε ιερό. Πλησιάζει αποφασιστικά τους Γερμανούς και τους ρωτάει μέσω του διερμηνέα.
-Πού είναι ο αξιωματικός σας;
Εκείνοι ειδοποίησαν τον αξιωματικό και όταν εμφανίστηκε, ο γέροντας του μίλησε με θάρρος.
-Κύριε αξιωματικέ, θα ήθελα να σας παρακαλέσω τα σίδερα αυτά να μην τα βγάλετε. Ο χώρος αυτός, και οτιδήποτε υπάρχει γύρω του, ανήκουν στο Θεό, είναι ιερά. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τα πάρετε.
Ο αξιωματικός τάχασε. Θαύμασε τη γενναιότητα του. Αλλά και η μορφή του γέροντα του έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν είχε άλλη επιλογή. Γύρισε στους Γερμανούς στρατιώτες και έδωσε αμέσως διαταγή να αφήσουν αυτές τις σιδηροτροχιές. Αναχωρώντας ο π. Αθανάσιος έδωσε και μια ευχή όλο νόημα.
-Εύχομαι να σας βοηθήσει ο Θεός να γυρίσετε γρήγορα με το καλό στην πατρίδα σας!
Ο προσκυνητής που σήμερα θα επισκεφθεί τη Νερατζιώτισσα, θα δει στο δυτικό μέρος του ναού τις παλιές αυτές σιδηροτροχιές να προστατεύουν την αυλή της εκκλησίας. Αυτές οι λίγες ήταν οι μόνες που σώθηκαν, απ’ όλη τη γραμμή, χάρη στην αποφασιστική στάση του γέροντα. Η μορφή του επέδρασε τόσο έντονα ακόμη και στις σκληρές καρδιές των κατακτητών.
Στα Δεκεμβριανά ο π. Αθανάσιος είχε μπει στο στόχαστρο των ανταρτών. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα συνταρασσόταν από τις αντεκδικήσεις. Η κατάσταση ανεξέλεγκτη. Μια υποψία μόνο ήταν ικανή να οδηγήσει κάποιον στη «λίστα» και να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες. Κάποια φτωχή γυναίκα, πνευματικό παιδί του γέροντα, μπήκε κι αυτή στο στόχαστρο των ανταρτών. Αποφάσισαν να την εκτελέσουν και άρχισαν να την αναζητούν. Όταν το έμαθε ήλθε σε δεινή θέση. Κατέφυγε στον π. Αθανάσιο. Κι αυτός με κίνδυνο της ζωής του, την έκρυψε μέσα στην Εκκλησία. Η χάρη του Θεού φύλαξε και τη γυναίκα και το γέροντα και οι αντάρτες έφυγαν άπρακτοι.
Ο π. Αθανάσιος θλιβόταν γι’ αυτά τα γεγονότα. Με τα πύρινα κηρύγματά του έλεγχε αυτή την κατάσταση κι εμψύχωνε τον κόσμο. Τα κηρύγματά του ενόχλησαν. Ο γέροντας μπήκε και αυτός στο στόχο και στη λίστα των μελλοθανάτων. Στη σύσκεψη όμως που έκαναν δια διάβαζαν τα ονόματα, όταν έφθασαν στο όνομα του γέροντα όλοι διαμαρτυρήθηκαν:
-Έ όχι, βρε παιδιά, να σκοτώσουμε και τον π. Αθανάσιο!
Αργότερα, μερικοί πιο φανατισμένοι αποφάσισαν να πάνε στην εκκλησία και να τον σκοτώσουν την ώρα που θα έβγαινε στην Ωραία Πύλη να μιλήσει και να ελέγξει τις βάρβαρες ενέργειές τους. Κάποιοι πρόσωπο, που άκουσε τυχαία τη συζήτηση, έτρεξε και ειδοποίησε νύχτα το γέροντα. Τον συμβούλεψαν να μην εμφανιστεί και να κρυφτεί κάπου.
Ο γέροντας το πρωί λειτούργησε κανονικά. Απέφυγε όμως να κηρύξει για να μην προκαλέσει τους αντάρτες που ήλθαν στην εκκλησία και περίμεναν να τους δώσει την αφορμή. Κι εκείνοι, εντυπωσιασμένοι απ’ την ταπεινή μορφή του, κάθισαν μέχρι το τέλος της λειτουργίας και έφυγαν ήσυχα. Τόσο πολύ επιδρούσε αυτός ο ταπεινός, ο πράος, ο άοπλος, ο αδύνατος, αλλά πανίσχυρος.
Πόσο επίκαιρο είναι το κείμενο του αββά Ισαάκ που μιλάει για τον ταπεινόφρονα άνθρωπο. Νομίζει κανείς ότι σκιαγραφεί τον π. Αθανάσιο.
«Δια τούτο πάντα άνθρωπον, τον τούτο το ομοίωμα ενδεδυμένον, θεωρούσα η κτίσις η λογική και σιωπητική κατά τον Δεσπότην προσκυνεί αυτώ δια την τιμήν του εαυτής Δεσπότου, ον εθεάσατο ενδεδυμένον αυτήν, και συναναστρεφόμενος εν αυτή. Ποία γαρ κτίσις ούκ αιδείται την θεωρίαν του ταπεινόφρονος: Όμως δε έως αν απεκαλύφθη η δόξα της ταπεινοφροσύνης τοις πάσιν, ευκαταφρόνητος ην η θεωρία εκείνη, η πλήρης αγιότητος. Νυν δε ανέτειλεν η μεγαλωσύνη αυτής τοις οφθαλμοίς του κόσμου, και πας άνθρωπος τιμά την ομοιότητα ταύτην εν παντί τόπω ορωμένην, και εν τούτω τω μεσίτη ηξιώθη η κτίσις δέξασθαι την όρασιν του κτίστου εαυτής και δημιουργού. Δια τούτο ουδέν παρά τοις εχθροίς της αληθείας εστίν ευκαταφρόνητος, ει και ενδεής εστί πάσης της κτίσεως, ο ταύτην κτησάμενος, άλλ’ ως εν στεφάνω και πορφύρα τιμάται εν αυτή ο μαθών αυτήν.
Τον ταπεινόφρονα άνθρωπος ποτέ ου μισεί, ου πλήττει εν λόγω ου καταφρονεί. Διότι γαρ αγαπά αυτόν ο εαυτού Δεσπότης, υπό πάντων αγαπάται. Αγαπά τους πάντας, και οι πάντες αγαπώσιν αυτόν. Πάντες επιθμούσιν αυτόν, και εις πάντα τόπον, όπου πλησιάζει, ως Άγγελον φωτός ορώσιν αυτόν και την τιμήν αυτώ αφορίζουσι. Καν λαλήση ο σοφός και ο διδάσκαλος, κατασιγασθήσονται. Διότι τω ταπεινόφρονι διδούσι τόπον του λαλείν. Οι οφθαλμοί πάντων τω στόματι αυτού προσέχουσιν, οποίος λόγος εξέρχεται εξ αυτού, και πας άνθρωπος τους λόγους αυτού προσδοκά ώσπερ λόγους του Θεού. Η βραχυλογία αυτού, ως οι λόγοι των σοφιστών, οι εξετάζοντες τα νοήματα αυτών. Οι λόγοι αυτού ηδείς τη ακοή των σοφών πλέον κηρίου και μέλιτος τω φάρυγγι. Και πάσιν ως Θεός ψηφίζεται, καν και ιδιώτης τω εαυτού λόγω η, εξουδενωμένος τε και ευτελής τη εαυτού θεωρία.
Ο καταφρονητικώς λαλών κατά του ταπεινόφρονος και ου ψηφίζων αυτόν ως ζώντα, ως ανοίξας εστί το στόμα αυτού κατά του Θεού. Και όσον καταφρονείται εν οφθαλμοίς αυτού υπό πάσης της κτίσεως, η τιμή αυτού διαμένει».
Δηλαδή:
Γι’ αυτό η λογική και σιωπηλή κτίσις κάθε άνθρωπο, που βλέπει ενδεδυμένο με αυτό το ομοίωμα, τον προσκυνεί σαν το Δεσπότη, προς τιμήν του Δεσπότη της, τον οποίον είδε ενδεδυμένον με αυτήν και συναναστρεφόμενον με αυτήν. Πράγματι, ποία κτίσις δεν σέβεται τη θέα του ταπεινόφρονος; Εκείνη η γεμάτη αγιότητα θεωρία ήταν καταφρονημένη, μέχρι που αποκαλύφθηκε σε όλους η δόξα της ταπεινοφροσύνης. Τώρα όμως ανέτειλε στους οφθαλμούς του κόσμου η μεγαλοσύνη της, και ο καθένας τιμά αυτό το ομοίωμα βλεπόμενο σε κάθε τόπο, και με αυτόν το μεσίτη αξιώθηκε η κτίσις να δεχθεί τη θέα του κτίστη της και Δημιουργού. Γι’ αυτό εκείνος που την απέκτησε δεν καταφρονείται ούτε από τους εχθρούς της αλήθειας, ακόμη και αν είναι υποδεέστερος όλης της κτίσεως άλλ’ αντιθέτως αυτός τιμάται με αυτήν σαν να φορεί στέμμα και πορφύρα.
Ποτέ δεν μισεί ο άνθρωπος τον ταπεινόφρονα, ούτε τον προσβάλλει με λόγο, ούτε τον καταφρονεί. Αντιθέτως αφού τον αγαπά ο Δεσπότης του, αγαπάται από όλους˙ αγαπά τους πάντες και οι πάντες τον αγαπούν. Όλοι τον επιθυμούν, και όπου και αν πλησιάσει τον βλέπουν σαν Άγγελο φωτός και το απονέμουν την τιμητική θέση. Αν ομιλεί ο σοφός και ο διδάσκαλος, θα κατασιγήσουν όλοι˙ διότι δίνουν τον λόγο στον ταπεινόφρονα. Οι οφθαλμοί όλων προσέχουν στο στόμα του, σαν λόγους του Θεού. Η βραχυλογία του είναι ευχάριστη σαν τους λόγους των σοφιστών που αναπτύσσουν τις σκέψεις των. Οι λόγοι του είναι γλυκείς στην ακοή των σοφών περισσότερο από ό,τι είναι στον φάρυγγα η κηρήθρα και το μέλι. Και σε όλους θεωρείται σαν Θεός, έστω και αν είναι απαίδευτος στο λόγο, εξουθενωμένος και ευτελής στην εμφάνισή του.
Όποιος ομιλεί περιφρονητικώς κατά του ταπεινόφρονος και δεν τον υπολογίζει ως ζωντανό, είναι σαν να άνοιξε το στόμα του κατά του Θεού. Όσον και αν καταφρονηθεί από ολόκληρη την κτίση, η τιμή του παραμένει.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.