«Εσένα, θα σε λέω ΚΥΡΙΑΚΗ…»

Ηταν ομιλητικός ο πεντάχρονος πιτσιρίκος που καθόταν δίπλα μου στο αεροπλάνο κι έπιανε εύκολα κουβέντα με τούς μεγάλους.

—« Εσύ μόνη σου ταξιδεύεις; δεν παίρνεις μαζί σου το παιδάκι σου;» με ρώτησε με επικοινωνιακή άνεση, στον ενικό της απλότητας — τον αντίποδα του πληθυντικού της μεγαλοπρέπειας. Καποια στιγμή, ανταποκρινόμενος στις ευγενικές περιποιήσεις της ευπρεπούς αεροσυνοδού της είπε•

— Εσένα θα σε λέω Κυριακή.

—Και γιατί να με λες Κυριακή και όχι Σαββατο; ρώτησε παιχνιδιάρικα η αεροσυνοδός.

— Ε, γιατί την Κυριακή πάμε στην εκκλησία.

Η κυρία δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη.

— Ε, και τι που πάτε στην εκκλησία; ρώτησε.

— Ε, στην εκκλησία έχει πολλά αγγελάκια• κι εσύ είσαι όμορφη και καλή σαν κι αυτά!

Αιφνιδιάστηκα. Σαν να εξερράγη απρόσμενα η κρούστα της καθημερινής, τετριμμένης ομιλίας και να ανέβλυσε ένας πίδακας αρχαίο γάργαρο νερό λόγου• από τις ρίζες της ποίησης• κάποιος δίπλα μου ασκούσε το αρχέγονο αξίωμα του ανθρώπου να δίνει ονόματα στον κόσμο. Ζηλεψα• ήταν αυτό που και εγώ από καιρό ήθελα να κάνω και δεν ήξερα πως. Ηταν αυτό που και εγώ ήθελα να πω και δεν έβρισκα τις λέξεις. Οταν χάϊδευα το σγουρόμαλλο κεφάλι του βασιλικού, βγαίνοντας από την εκκλησία, κι ανάδινε το άρωμά του, υπόμνηση οσμής ευωδίας πνευματικής που οσμιστήκαμε αναστρεφόμενοι μ ἁγίους κι αγγέλους, ήθελα να σκύψω και μαζί με το χάδι να του πω• «εσένα θα σε λέω Κυριακή».

Οταν, μετά τη μικρή νηστεία του πρωινού και τον κόπο της Λειτουργίας, ανακάλυπτα εκ νέου τη γλύκα του ψωμιού στο αντίδωρο, στο βάλσαμο του καφέ και στη στιλπνότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας, ήθελα να πω σ αὐτή τη γλύκα• «εσένα θα σε λέω Κυριακή».

Οταν, μετά από μακροχρόνια απουσία ξαναβρισκόμουν στο οικογενειακό τραπέζι της μάνας μου και ρουφούσα τη ζεστασιά, όχι μόνο του φροντισμένου φαγητού, αλλά και της έγνοιας• «για όλον τον κόσμο και για μας» —όπως «υπέρ νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων, υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης…»—, ήθελα να πω σ αὐτή τη ζεστασιά• «εσένα θα σε λέω Κυριακή».

Η Κυριακή μετά τη Λειτουργία είναι όλη φως. Γιατί «είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή».

Κοίταξα τον μικρό δίπλα μου να χαμογελάει αναπαυτικά πάνω στις δάφνες της απρόσμενης ρήσης του κι ύστερα έρριξα το βλέμμα έξω από το παράθυρο του αεροπλάνου. Μολις που βγαίναμε από ένα παχύ άσπρο στρώμα βαμβακιού και κυνηγούσαμε λίγα ξεφτίδια σύννεφο. Από κάτω μας έλαμπαν η θάλασσα, τα νησιά μ ὅλα τα χρώματα και σχήματα σε μια διαύγεια πρωτοφανέρωτη• λουσμένος ο κόσμος μέσα σε τόσο άπλετο φως! Πως να μη του το πω• «εσένα θα σε λέω Κυριακή. Επειδή είσαι όμορφος και καλός, όπως όταν βγαίνουμε από τα χέρια του Δημιουργού από την Λειτουργία, θα σε λέω Κυριακή. Δεν εννοώ την Κυριακή του συνωστισμού στούς μεγάλους δρόμους για μια εκδρομική απόδραση ούτε του διαγκωνισμού και της τύρβης σε εμπορικά κέντρα η λαϊκές αγορές. Θα σε λέω Κυριακή, πρόγευση της Βασιλείας».

Καθώς δέναμε τις ζώνες για την προσγείωση κοιταχτήκαμε με τον μικρό του διπλανού καθίσματος. Νομίζω κατάλαβε πως ήθελα, κλείνοντας το μάτι, να του ψιθυρίσω• εσένα θα σε λέω Κυριακή. Καταλαβαινόμαστε. Λαβαμε επίγνωση του ύψιστου σημείου αναφοράς μας. Βρήκαμε μέτρο ομορφιάς για να εκμετρήσουμε το «ζην».

Αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες.

Λ. Ν.

Από το περιοδικό: «Η δράσις μας», τεύχος Απριλίου 2006

Κατηγορίες: Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.