Η ταπείνωσις του Ιεομ. Αθανασίου Χαμακιώτη – Νεκταρίου, Μητροπ. Αργολίδος.

«Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται»

Ο γέροντας φοβόταν πάντα τη ρίζα όλων των αμαρτιών, την υπερηφάνεια. Αγωνιζόταν να ζει ταπεινά. Απέφευγε τους επαίνους με βδελυγμία. Πολλές φορές η γερόντισσα, αλλά και οι μοναχές, μιλούσαν μ’ ενθουσιασμό για το γέροντα. Ο ίδιος λυπόταν και τις παρατηρούσε.
-Γερόντισσα, μην ομορφαίνεις το κάθε πράγμα. Σε βλέπω και σε παρακολουθώ. Τα ομορφαίνεις για να είναι ωραία, αλλά προσθέτεις και αφαιρείς. Υπερβάλλεις…
Κάποια μέρα καθόταν στο παρεκκλήσι του Αγ. Γεωργίου και ψιθύριζε την ευχή του Ιησού. Μπήκε χωρίς να την δει μια μοναχή, τον άκουσε και του είπε:
-Γέροντα, εσείς περάσατε και τον προσκυνητή στην ευχή.
Ο γέροντας ταράχτηκε.
-Εγώ παιδί; Φτου σου, Αθανάσιε!
Σηκώθηκε και κλείστηκε στο κελλί του.

Η κ. Π. Λ. αναφέρει: «Ο γέροντας ήταν αυστηρός στον εαυτό του και επιεικής με μας. Εγώ ήμουν φιλάσθενη και πάντα με οικονομούσε. Κάποτε ήθελα να κοινωνήσω, αλλά δεν είχα νηστέψει. Όταν τον ρώτησα μου είπε:
-Να κοινωνήσεις. Δεν πειράζει, αρρωστούλα είσαι εσύ.
Μια Μεγάλη Παρασκευή με συγκίνησε με την ταπείνωση και αυτομεμψία του. Μετά την Αποκαθήλωση, ζήτησε και του πήγα ένα παξιμάδι. Με ρώτησε:
-Εσύ έφαγες;
-Όχι παππούλη, είμαι καλά.
Τότε έβαλε τα κλάματα. Αισθάνθηκε άσχημα που θα έτρωγε τέτοια μέρα ένα… παξιμάδι και μου είπε:
-Φάε και συ, παιδί! Φάε για να δικαιολογηθώ κι εγώ που είμαι καλόγερος και καταλύω τέτοια μέρα!».
Καμιά ανθρώπινη φιλοδοξία δεν είχε θέση στην καρδιά του. Έλεγε χαρακτηριστικά:
-Μια μόνο φροντίδα και έννοια χρειάζεται να έχουμε: Τη δόξα του Θεού. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιζόμαστε συνεχώς. Τις δικές μας φιλοδοξίες αμέσως θα πρέπει να τις καταπατούμε.
Ούτε τα αξιώματα τον συγκινούσαν. Ο π. Αθανάσιος παρέμεινε ιερομόναχος, χωρίς κανένα οφφίκιο. Όταν γινόταν η ρασοφορία των πρώτων μοναζουσών, οι ιερείς – πνευματικά του παιδιά βρήκαν την ευκαιρία να παρακαλέσουν το Μητροπολίτη Ιάκωβο, που παρευρισκόταν εκεί, να προχειρήσει τον γέροντα σε αρχιμανδρίτη. Μίλησε πρώτα στον Πρωτοσύγκελλο για να μεσολαβήσει. Όμως κάτι έπιασε το αυτί του γέροντα. Υποψιάστηκε τι πάει να γίνει.
-Τί είναι; Τί είναι; Ρώτησε με αγωνία.
Ο π. Ε. είχε ετοιμάσει το σταυρό, κι επειδή γνώριζαν ότι θα αρνιόταν, θα τον έφερναν προ τετελεσμένου γεγονότος. Όμως εφόσον το κατάλαβε, προσπάθησαν να τον πείσουν.
-Γέροντα, μια που είναι ο δεσπότης εδώ…
Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν. Τους διέκοψε απότομα.
-Όχι, όχι, όχι! Πατέρες, παρακαλώ. Όχι!
Έτσι η «επιχείρηση» σταμάτησε εκεί. Ο γέροντας παρέμεινε ως το τέλος με τον τίτλο που του άρεσε:
«Ιερομόναχος Αθανάσιος».

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.