Η λιτότις και η ακτημοσύνη του Μακαριστού Ιερομ. Αθανασίου Χαμακιώτου – Νεκταρίου, Μητροπ. Αργολίδος.

«Ουδείς εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον
είναι, άλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά»

Όπως και στο παρελθόν του, έτσι κι εδώ ο γέροντας ζούσε απλά και λιτά. Δεν ήθελε πολυτέλειες. Αισθανόταν μοναχός και οτιδήποτε μπορούσε να τον ξεστρατίσει απ’ το μοναχικό δρόμο, το απέφευγε επιμελώς. Το κελλάκι του μικρό, λιτό, απέριττο. Παρόλο που στο νέο κτίριο του έφτιαξαν καλύτερο κελλί, δεν θέλησε να μετακομίσει. Παρέμεινε στο ίδιο, νιώθοντας, ότι είναι «πάροικος και παρεπίδημος», μουσαφίρης, προσωρινός. Έξω από το κελλί του ένα κέντημα σε κάδρο του το θύμιζε: «Ωραίον μου κελλίον, σήμερον εμού και αύριον ετέρου˙ ουδέποτε τινός». Άλλοτε του έκαναν δώρο μια ωραία κουβέρτα. Δεν ήθελε να την κρατήσει. Το θεωρούσε πολυτέλεια.
Κάποια μέρα μια μοναχή τακτοποιούσε το μικρό μπαούλο του, με τα λιγοστά ρούχα του. Ο γέροντας, όπως σημειώσαμε, φορούσε φανέλες και είχε όλες κι όλες έξι, τρεις καλοκαιρινές και τρεις χειμωνιάτικες. Όταν η μοναχή του το είπε, ρώτησε ανήσυχος.
-Πόσες φανέλες έχω;
-Έξι.
-Τί; Εγώ ο καλόγηρος έχω έξι φανέλες;
Η μοναχή τάχασε.
-Επιτέλους γέροντα. Δώστε τις κι αυτές ελεημοσύνη να δούμε τι θα φορέσετε! Αφού ιδρώνετε. Ώσπου να αλλάξετε τη μία χρειάζεστε την άλλη.
Ο γέροντας δεν μίλησε. Αν δεν αντιδρούσε η μοναχή, ήταν έτοιμος να τις δώσει ελεημοσύνη. Ελεγχόταν, πιστεύοντας ότι παραβαίνει τον κανόνα της ακτημοσύνης!
Η αρετή της ακτημοσύνης ήταν ένα απ’ τα στολίδια και «οφφίκιά» του. Στο μοναστήρι είναι «άπαντα κοινά». Γι’ αυτό δεν κρατούσε ποτέ χρήματα. Όταν τα πνευματικά του παιδιά του άφηναν κάποια χρήματα, έσπευσε να τα παραδώσει στη γερόντισσα. Ήταν συνηθισμένος ο διάλογος:
-Γερόντισσα, αυτά τα χρήματα μου τα έδωσαν. Κράτησέ τα εσύ.
-Μα, γέροντα, κρατήστε νάχετε και σεις κάτί.
-Όχι, απαντούσε με απλότητα. Εγώ είμαι υποτακτικός. Είμαι στο κοινόβιο και θα μου τα καταλογίσει ο Θεός, εάν τα κρατήσω.
Ούτε ελεημοσύνη δεν έδινε, αν δεν ενημέρωνε τη γερόντισσα.
-Εδώ αρχηγός είναι η γερόντισσα, έλεγε.
Της παρέδιδε τα χρήματα και όταν χρειαζόταν να δώσει ελεημοσύνη, τη ρωτούσε:
-Παιδί, μπορούμε να βοηθήσουμε αυτό τον άνθρωπο;
Έστω κι αν του είχαν δώσει χρήματα πριν λίγο, πρώτα τα παρέδιδε στη γερόντισσα και μετά τα ζητούσε!

Από το βιβλίο: Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, 1891-1967. Του Αρχιμ. (και νυν Μητροπ. Αργολίδος) Νεκταρίου Αντωνοπούλου.
Εκδόσεις, Ακρίτας. Αθήναι 1998.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.