Σαν το μικρό Δημοτικό της Κοκκινομηλιάς – Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Η «μισή» μου πατρίδα, αλλά η πιο αγαπημένη μου, είναι ένα μικρό «Πολίτικο» χωριό στην Βόρειο Εύβοια, μπροστά σχεδόν στον Παγασητικό. Είναι μια μικρή, ατόφια γωνιά της Ανατολής, φυτεμένη εδώ από το ’24, μετά την Μεγάλη Καταστροφή. «Ανταλλάξιμοι» λένε κάποιοι, λες κι αυτό δεν είναι ξερριζωμός. Ξερριζωμός, και σπαραγμός, και φτώχεια, και περιθώριο, κι ένας ατέλειωτος αγώνας επιβίωσης, με το χαμόγελο στα χείλη, με τους ανατολίτικους σκοπούς, τις ζουμερές ντομάτες, και τις βραδυνές κουβεντούλες κάτω από τις μουριές και τις κληματαριές. Το μόνο σπίτι που αξιώθηκα να χτίσουμε με τον άντρα μου, εδώ το χτίσαμε, πάνω σ’ αυτήν την μεγάλη ρίζα, να παίρνουμε ζωή απ’ αυτήν, εμείς και τα παιδιά μας, και τα παιδιά των παιδιών μας, στο διηνεκές.

Όποτε νοιώθω κουρασμένη, πιεσμένη, στενοχωρημένη, όποτε νοιώθω πως χρειάζομαι παρηγοριά ή δύναμη, αμέσως τρέχω στην αγκαλιά του, έστω και για ένα βράδυ μόνο, να δω «καπνόν θρώσκοντα» δίπλα στους θείους και τα ξαδέλφια μου, ένα ζεστό φαγάκι στο τραπέζι, έστω και για ένα πρωί, μια μόνο ν’ ανοίξω το παράθυρο να δώ το βουνό, κι ας ξαναφύγω.

Η διαδρομή που ακολουθώ είναι συνήθως από ξηράς, διασχίζοντας όλην την Βόρειο Εύβοια. Μ’ αρέσουν πολύ τα βουνά (πιο πολύ βουνίσια νοιώθω, παρά θαλασσινή), κι αυτά εδώ τα βουνά, είναι τα «δικά μου» βουνά, προσωπικά βουνά, γεμάτα αναμνήσεις. Μάλιστα προτιμώ την πιο «βουνίσια» διαδρομή, ξεκινώντας από Ιστιαία, Μονοκαρυά, Βουτά, Κοκκινομηλιά, Κερασιά, Αγιά Άννα, Προκόπι, Χαλκίδα. Λέω Προκόπι, γιατί σ’ αυτήν την διαδρομή, όσο και να βιάζομαι, ο Αη Γιάννης ο Ρώσος είναι απαραίτητος σταθμός. Μια γρήγορη αγκαλιά, ένα κερί, δυό λόγια με παράπονο ή ευχαριστία εκεί, στο αυτάκι του που ακούει, και συνεχίζουμε…

Η διαδρομή δεν κρατάει πάνω από τρείς, τρεισήμισι ώρες, αλλά εγώ την κάνω και τέσσερις, και πέντε, και παραπάνω καμμιά φορά. Σταματώ κάθε τόσο να θαυμάσω τα έλατα, ν’ ακούσω τα πουλιά, να νοιώσω τον κρύο αέρα, να δω τα άστρα στην ησυχία της νύχτας, να φωτογραφίσω το χιόνι στο απέραντο οροπέδιο της Κερασιάς, πώς φεγγρίζει κάτω από τα δέντρα, να χορτάσει το μάτι μου τις αλεπάλληλες πράσινες πλαγιές, με τα δέντρα τα γιγάντια. Νοιώθω, ένοιωθα, σαν μύστις σ’ ένα κρυφό μυστήριο, σαν μέτοχος μιας μυστικής ευωχίας, άγνωστης, άσημης, κι όμως τόσο πληθωρικής για όσους τους αποκαλύφθηκε. Ποτέ πια…

Θα συνεχίσω να περνώ, από αγάπη. Όπως ανάβεις το καντηλάκι στον τάφο του αγαπημένου σου νεκρού. Όπως κάνεις ανακομιδή λειψάνων. Ο σκοτωμένος μου τόπος, εξακολουθεί να είναι ο τόπος μου, κι εγώ θα συνεχίσω να του το λέω, μήπως και ξαναζωντανέψει. «Με τα λόγια», θα πείς; Αυτά έχω μόνο…

Θα συνεχίσω να περνώ από την Κερασιά και να ψάχνω βιαστικά με το μάτι ν’ αρπάξω μια ματιά απ’ την βαθειά χαράδρα όπου παγιδεύτηκαν οι τελευταίοι δεινόσαυροι πριν από εκατομμύρια χρόνια. Κοίτα να δείς! Και η χαράδρα είναι ακόμη εδώ. Ήταν… Και το μικρό μουσειάκι με τους σκελετούς, που έγινε τόσος κόπος να γίνει, κι είναι κλειστό εδώ και δέκα χρόνια, γιατί δεν είχαν, λέει, τις δυό δεκάρες που έδιναν στην γειτόνισσα, για να τ’ ανοίγει, για να είναι εκεί να το συντηρεί, και να κρατάει και ζωντανό το χωριό της…

Θα συνεχίσω να περνώ κι από την αγαπημένη μου Κοκκινομηλιά, σκαρφαλωμένη στην πιο απότομη πλαγιά, στην πιο πράσινη, με το καμπαναριό της εκκλησίας της να δεσπόζει. Αυτό το χωριό θυμίζει τα παλιά αναγνωστικά. Είναι σχεδόν ποιητικό. Λίγα σπιτάκια σκαρφαλωμένα στον γκρεμό σαν κατσίκια, στριμωγμένα σαν κλωσσόπουλα γύρω από την μάνα τους, την εκκλησία την κάτασπρη. Θα χτυπάει, λες, αυτή η καμπάνα, και θ’ αντηχεί όλο το βουνό. Τι νά γιναν οι μηλιές της, τα μελίσσια της, τα πρόβατα, τα κοτέτσια, όλη αυτή η ελληνική αυτάρκεια;

Θα σας πω, χωρίς να ξέρω ακόμη. Αλλά φοβάμαι. Φοβάμαι μην έγινε, μην γίνει, ό,τι και το παλιό της μικρό Δημοτικό σχολειάκι, που το φωτίζει ο ήλιος, εκεί σ’ ένα πλάτωμα του δρόμου, όπως ανεβαίνεις, αριστερά. Κι αυτό σαν τα παλιά αναγνωστικά. Μεγάλα ξύλινα παράθυρα, να χάσκουν σπασμένα, δυο αιθουσούλες, μια στέγη μισοπεσμένη. Κάποτε είχε μέσα παιδιά, ξύλινα θρανία, χάρτες στους τοίχους, άβακες, ξυλόσομπες. Ίσως οι πίνακες να κρέμονται ακόμη.

Από το σχολείο αυτό βγήκαν σπουδαίοι άνθρωποι. Άλλοι έγιναν άνθρωποι των γραμμάτων, κι άλλοι της φύσης. Άνθρωποι που κρατούσαν τον τόπο ζωντανό. Κι είχαν και δασκάλους γενναίους, κι όχι κάτι άψυχους σαν τους πολλούς σημερινούς. Έκλεισε μετά το σχολείο, ρήμαξε. Τα παίρνουν, λέει τα παιδιά στην Ιστιαία με λεωφορείο. Γίνεται να τ’ αγαπούν το ξένο σχολείο σαν κι αυτό του τόπου τους;

Όταν ξαναπεράσω από την Κοκκινομηλιά, δεν ξέρω αν θα το ξαναδώ όρθιο. Δεν με νοιάζει να το δω και καμμένο. Εδώ θα δω καμμένα τα χωριά. Όμως έχω μια ελπίδα…λέω, αν στέκεται, αν στέκονται, μήπως και ξαναζωντανέψουν μια μέρα! Όλα μαζί.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Κατηγορίες: Άρθρα, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.