Ο μοναχός Χριστοφόρος.

Όταν βρισκόμασταν στην Αλεξάνδρεια, συναντήσαμε τον αββά Θεόδουλο, που βρισκόταν στον ναό της αγίας Σοφίας, στον Φάρο, και μας διηγήθηκε τα εξής: «Εγώ υποτάχθηκα στον άγιο Θεοδόσιο, που ασκήτευε στην έρημο της αγίας πόλης Ιερουσαλήμ. Εκεί βρήκα κάποιον μέγα στην αρετή γέροντα, που τον έλεγαν Χριστοφόρο με καταγωγή από την Ρώμη, στον οποίο μία ημέρα, αφού του έβαλα μετάνοια, του είπα: «Κάνε αγάπη και πες μου την ζωή που έκανες στην νεότητά σου». Και επειδή πολύ τον παρακάλεσα και καταλαβαίνοντας αυτός ότι για ωφέλεια τον ρωτούσα, μου διηγήθηκε τα εξής: «Όταν αρνήθηκα τον κόσμο, είχα πολλή θέρμη και προθυμία στην άσκηση και την ημέρα καταγινόμουνα με την τάξη και τον κανόνα του κοινοβίου, ενώ την νύκτα πήγαινα στο σπήλαιο που ενταφίαζαν τους αδελφούς και για κάθε σκαλοπάτι που κατέβαινα έκανα εκατό μετάνοιες και τα σκαλοπάτια ήταν δεκαοκτώ. Όταν τέλειωνα τις μετάνοιες μέχρι την ώρα που χτυπούσε το ξύλο της σύναξης, όπου πήγαινα στην κοινή ακολουθία με τους πατέρες.

Ζώντας έντεκα χρόνια με τέτοιο τρόπο, δηλαδή με πολλές νηστείες, εγκράτεια και υπακοή, μία νύκτα που κατέβηκα στο σπήλαιο, αφού τέλειωσα τις μετάνοιες της σκάλας και πάτησα το έδαφος του σπηλαίου, ήλθα σε έκσταση και είδα το έδαφος του σπηλαίου να είναι γεμάτο από καντήλια, τα οποία άλλα ήταν αναμμένα και άλλα σβησμένα και δύο άντρες ντυμένοι με χλαίνη, αστραποβολώντας, συγκέντρωναν τα καντήλια. Και εγώ είπα σε αυτούς: «Γιατί βάλατε αυτά τα καντήλια εδώ και δεν με αφήνετε να κατέβω να προσευχηθώ;». Αυτοί μου απάντησαν: «Αυτά τα καντήλια είναι των πατέρων». Και εγώ τους ξαναείπα: «και γιατί άλλα ανάβουν και άλλα είναι σβηστά;» Εκείνοι μου αποκρίθηκαν ότι όσοι ήθελαν τα άναψαν, ενώ όσοι δεν ήθελαν τα άφησαν σβηστά. «Κάνετε αγάπη, τους είπα πάλι εγώ, και πείτε μου, ανάβει το δικό μου καντήλι ή όχι;» Και εκείνοι απάντησαν: «Αγωνίσου στην προσευχή και το ανάβουμε». Τότε εγώ είπα στον εαυτό μου: «Ακόμη να προσευχηθώ; Μα τι έκανα μέχρι τώρα;»

Με τον λόγο αυτό όμως επανήλθα στον εαυτό μου και σκέφτηκα: «Ταπεινέ Χριστοφόρε, έχεις ανάγκη από περισσότερο κόπο». Έτσι το πρωί αναχώρησα από το μοναστήρι και πήγα στο Σιναίο όρος χωρίς να βαστώ τίποτε παρά μόνο εκείνα που φορούσα. Αφού έκανα πενήντα χρόνια εκεί, ήλθε μία φωνή που έλεγε: «Χριστοφόρε πήγαινε στο κοινόβιο της μετάνοιάς σου όπου αγωνίσθηκες καλά, για να φτάσεις στο τέλος με τους πατέρες σου». Μετά από λίγο καιρό που μου διηγήθηκε αυτά, κοιμήθηκε ο αείμνηστος εν Κυρίω.

Από το βιβλίο: Λειμωνάριον το παλαιόν – ιωάννου Μόσχου. Ητοι, Τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Διηγήματα των Οσίων πατέρων. βιβλίον ψυχωφελέστατον Ιωάννου Ευκρατά και Σωφρονίου του σοφιστού.
Εκδότης, Η Αγία Αννα, Φεβρουάριος 2005

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.