Η νεότητά μου – Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας.

«Ἡ νύχτα θά εἶναι πολύ μεγάλη καί πολύ σκοτεινή», δήλωσε ὁ πατριάρχης τῆς ρωσικῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας Τύχων, τό 1925, λίγο πρό τοῦ θανάτου του. Προφητικός λόγος. Ἡ σκοτεινή βασιλεία τῆς ἄθεης «κουμμουνιστικῆς» ἐξουσίας ἐπρόκειτο πράγματι νά εἶναι ὄχι μόνο μακριά σέ διάρκεια, ἀλλά τρομερή σέ φρίκη, σέ ἀδικία, σέ παραλογισμό καί σέ πόνο. Νύχτα αἵματος καί δακρύων.

Ἡ ἱστορία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὑπό τό σοβιετικό καθεστώς εἶναι ἱστορία ἑνός Γολγοθᾶ. Οὐδέποτε ἱστορικά οἱ χριστιανοί γνώρισαν τέτοιο διωγμό: 400 ἐπίσκοποι ἐκδιώχθηκαν, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 250 ἐκτελέστηκαν, 500.000 κληρικοί φυλακίστηκαν ἤ ἐξορίστηκαν, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 200.000 ἐκτελέστηκαν, 40.000 περίπου ἐκκλησίες καταστράφηκαν. Στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ’30, λίγο περισσότερες ἀπό 1.000 ἐκκλησίες ἀπογράφηκαν σέ ΕΣΣΔ –ἀπό τίς ὁποῖες καμιά ἑκατοστή λειτουργοῦσαν πραγματικά- ἔναντι 55.000 πρίν ἀπό τήν ἐπανάσταση τῶν μπολεσεβίκων. Ὡστόσο ἡ ρωσική ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας ἐπέζησε, ἀποκαλύπτοντας τήν πλάνη τοῦ μαρκιστικοῦ ὁράματος καί διαψεύοδοντας τή θεωρία τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ ὡς πρός τήν θρησκεία. Ἀντί νά ὑποκύψει στίς ὁλέθριες ἐπιθέσεις τοῦ στραυτευμένου ἀθεϊσμοῦ, ἡ πίστη διατηρήθηκε καί μεταδόθηκε, πέρα ἀπό κάθε προσδοκία. Σάν ἄσβεστη φλόγα μέσα στόν πάγο καί τό ἀτσάλι.

Ἀληθινό θαῦμα, κατέστη δυνατό ἐξαιτίας τῆς προσεῦχῆς, τῆς ἐγκαρτέρησης καί τοῦ θάρρους χιλιάδων μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, λαϊκῶν καί κληρικῶν, ὁμολογητῶν καί πνευματικῶν πατέρων1. Ἄλλοι πέθαναν στίς φυλακές καί τά στρατόπεδα, ἄλλοι ξέφυγαν ἀπό τό μαρτύριο, ὅλοι ὅμως συνετέλεσαν νά παραμείνουν ζωντανές ἡ πίστη καί ἡ ὀρθόδοξη παράδοση, νά καλλιεργηθοῦν μέ αὐθεντικότητα τό χριστιανικό πνεῦμα καί ἡ εὐαγγελική στάση ζωῆς, σπέρνοντας στή ρωσική γῆ τούς σπόρους τῆς σημερινῆς ἄνθησης2.

Εἶναι ὁλοφάνερο πώς ὁ Σεβασμιώτατος Λουκᾶς Συμφερουπόλεως –Βαλεντίν Φελίξοβιτς Βόινο- Γιασενέτσκι 3(1877-1861), ἀποτελεῖ ἕναν ἀπο αὐτούς πού ἔδωσαν μαρτυρία τοῦ Φωτός μέσα στό σκότος καί πού ἡ μνήμη καί ἡ πνευματική κληρονομιά του παραμένουν πηγή ἔμπνευσης γιά τίς σύγχρονες γενιές. Μιά μορφή στή κυριολεξία ἐξαιρετική ὅπως τήν ἀποκαλύπτει τό Ταξιδεύοντας μέσα στόν πόνο. Δύσκολο, πράγματι, νά σκεφτεῖ κανείς προσωπικότητα περισσότερο μοναδική καί παράδοξη, κι ἐπίσης πιό ἀνένταχτη, διότι πάντοτε βρισκόταν πέρα ἀπό τίς προκαταλήψεις μας καί τούς ἐκκλησιαστικούς τύπους καί τίς συμβατικότητες.

Ανακηρύχτηκε τοπικός ἅγιος τῆς ἐπισκοπῆς τῆς Κριμαίας τό 1995 καί τῆς ρωσικῆς ἐν γένει Ἐκκλησίας τόν Αὔγουστο τοῦ 2000. Σημαδεύτηκε πνευματικά ἀπό τή βαθιά εὐλάβεια καί τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τοῦ πατέρα του, καθολικοῦ πολωνικῆς καταγωγῆς. Γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας, μέ ἕλξη πρός τή ζωγραφική καί προορισμένος γιά καλλιτεχνική καριέρα, θέλησε νά γίνει ἀγροτικός γιατρός καί γιατρός τῶν φτωχῶν. Ἀφοῦ ἔχασε τή σύζυγό του, χειροτονεῖται κληρικός, ἐνῶ μάλιστα μία ἄλλη γυναίκα ἦρθε νά ζήσει κάτω ἀπό τή στέγη του γιά ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τά τέσσερα παιδιά του. Γενόμενος ἐπίσκοπος, συνεχίζει ν’ ἀσκεῖ ὄχι μόνο τή χειρουργική, ἀλλά καί τήν παθολογική ἀνατομία, τή ἐργασία πάνω σέ πτώματα. Ἀναγορευθεῖς σέ ἀρχιεπίσκοπο, ἔλαβε τό 1946 τό βραβεῖο Στάλιν πρώτης κατηγορίας -20.000 ρούβλια- γιά τό ἔργο του Χειρουργική πυωδῶν τραυμάτων πού μπόρεσε νά γράψει στά ἕντεκα χρόνια ἐξορίας καί στρατοπέδων.

Τό βιβλίο «Ταξιδεύοντας μέσα στόν πόνο» εἶναι ἡ αὐτοβιογραφία του Σεβασμιωτάτου Λουκᾶ τή ἐποχή τοῦ μεγάλου σοβιετικοῦ διωγμοῦ. Τήν ὑπαγόρευσε στή γραμματέα του στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἐνῶ εἶχε τελείως τυφλωθεῖ, τό 1955, ἐκεῖνος πού εἶχε γιατρέψει τόσους ἀσθενεῖς στά μάτια. Τό κείμενο πρωτοεκδόθηκε –σέ ἀτελῆ μορφή καί μέ ἐπαναλήψεις- στή Γερμανία τό 1978, στό τρίτο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ Ναντέζντα· ἐπαναδημοσιεύτηκε – σέ τελική μορφή- στή Μόσχα τό 1998 ἀπό τήν ἀδελφότητα ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ. Μ’ ἕνα ὕφος ἁπλό καί λιτό, ὁ συγγραφέας φανερώνει ἐδῶ τίς «ἐνδότερες ἀναμνήσεις» του, ἀναμειγνύοντας μέ διαρκῆ ἐπιδεξιότητα τήν ἱστορία μέ τό παρασκήνιο, τίς σημαντικές ἱστορικές ἰδιαιτερότητες μέ τό στοχασμό, τό ἀτομικό μέ τό συλλογικό, τό ἐνδόμυχο μέ τό πολιτικό, τό πνευματικό μέ τό κοσμικό.

Εφάρμοσε στή δική του διήγηση τή συμβουλή πού ἔδωσε στόν μελλοντικό βιογράφο του, Μάρκ Ποπόφσκι: «Ἅν γράψετε τή ζωή μου μήν προσπαθήσετε νά ξεχωρίσετε τόν χειρουργό ἀπό τόν ἐπίσκοπο. Μιά προσωπογραφία μοιρασμένη στά δύο, θά εἶναι ψεύτικη».

Ο ἀγώνας τῆς κομμουνιστικῆς ἐξουσίας ἐνάντια στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία- πού τήν ταύτιζε μέ τόν τσαρικό θεσμό- ἄρχισε ἀμέσως ἀπό τήν ἑπομένη τῆς μπολσεβίκικης ἐπανάστασης. Γνώρισε πολλές διακυμάνσεις5. Στίς 20 Ἰανουαρίου 1918, ἕνα διάταγμα τοῦ Λένιν στερεῖ τήν Ἐκκλησία ἀπό ὅλα της τά ἀγαθά –ναούς, φιλανθρωπικά ἤ ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα- πού γίνονται ἰδιοκτησία τοῦ Κράτους. Στό ἑξῆς, τό σοβιετικό καθεστώς θά ἀκολουθήσει δύο στόχους: νά καταστρέψει τήν θρησκεία καί νά προπαγανδίσει τήν ἀθεΐα. Μέ ὅλα τά μέσα, ἀπό τίς συστηματικές καταδόσεις μέχρι βασανιστήρια, χωρίς νά ἐξαιροῦνται καί οἱ βεβηλώσεις καί λεηλασίες ἁγίων τόπων. Μέσα λοιπόν σ’ αὐτό τό πλαίσιο θέσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐκτός νόμου καί δήμευσης τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀγαθῶν, ὁ Σεβασμιώτατος Λουκᾶς γίνεται ἱερέας τό 1920.

Η πρώτη του ἐξορία ἐπέρχεται στά πλαίσια τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας», σχισματικῆς κινήσεως κατευθυνόμενης ἀπό τήν ἐξουσία, γιά νά διαιρέσει καί ἀποδυναμώσει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔσω. Λαϊκός ἀκόμη, ὁ Σεβασμιώτατος ἔγινε ἀντιληπτός ἀπό τούς παθιασμέους λιβέλους του ἐναντίον τῶν ὀπαδῶν αὐτῆς φατρίας τοῦ κοσμικοῦ κλήρου τήν ὁποία ὑποστήριζε ἡ GPU (μυστική ἀστυνομία). Στή συνέχεια, ἄλλωστε, μιᾶς ἀπό τίς φλογερές του παρεμβάσεις, ὁ ἐπίσκοπος Τασκένδης, πού ἐκεῖνο τόν καιρό εἶχε δεχτεῖ βίαια ἐπίθεση, πρόκειται νά τόν καλέσει στήν ἱερωσύνη.

Στό στόχαστρο τῶν ἀρχῶν ἐξαιτίας τῆς ἀδιαλαξίας του, ὁ Σεβασμιώτατος Λουκᾶς συλλαμβάνεται γιά πρώτη φορά τό 1923, λίγο μετά τή μυστική του χειροτονία σέ ἐπίσκοπο. Μία σύλληψη «διοικητική», χωρίς δίκη, πού συνοδεύτηκε ἀπό τριετῆ ἐξορία στή Σιβηρία,ὅπως προέβλεπε ἡ σοβιετική νομοθεσία. Διώχτηκε καί στάλθηκε σ’ ἕνα χωριουδάκι χαμένο στόν βόρειο πολικό κύκλο. Θά ἐλευθερωθεῖ τό 1926.

Η δεύτερη ἐξορία συνέβη τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1930. Ὁ Σεβασμιώτατος φυλακίστηκε ἀπό τή μυστική ἀστυνομία στό Ἀρχαγγέλσκ. Παρά τή δήλωση ὑπακοῆς στήν ἐξουσία (1927) τοῦ πατριάρχη Σέργιου, ὁ ὁποίος διαδέχτηκε τόν Τύχωνα, οἱ διωγμοί ἄρχισαν πάλι ἐντονότεροι τό 1929. Καινούργιος νόμος υἱοθετήθηκε, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε κάθε θρησκευτική ἔκφραση ἐκτός λειτουργικοῦ προγράμματος καί τοῦ αὐστηρῶς καθορισμένου περίβολου τῶν τόπων λατρείας πού εἶχαν ἀπογραφεῖ. Οἱ ἐπιθέσεις ἐνάντια στήν Ἐκκλησία, εἶναι μέρος τῆς ἐκστρατείας ἐξολόθρευσης τῶν κουλάκων, σχετικά εὐκατάστατων ἀγροτῶν οἱ ὁποῖοι βοηθοῦν ὑλικά τόν ἐπαρχιακό κλῆρο. Ἐξουθενωμένοι ἀπό τούς ὑπεβολικούς φόρους, ἀνίκανοι ν’ ἀντεπεξέλθουν στίς φορολογικές τους ὑποχρεώσεις, οἱ κληρικοί φέρονται συνεχῶς κατηγορούμενοι γιά σαμποτάζ στό «πενταετές σχέδιο», συλλαμβάνονται καί μάλιστα ἐξορίζονται ὡς «δημόσιοι ἐχθροί». Ὁ Σεβασμιώτατος θά ἐπιστρέψει στή Σιβηρία τό 1933, μερικούς μήνες μετά τόν ξεριζωμό τῶν τελευταίων μοναστηριῶν καί τῶν ἐκεῖ διαβιούντων.

Υποκινημένος ἀπό τόν Σύνδεσμο τῶν Ἀθέων πού ἐπωφελοῦνται ἀπό τό νέο σύνταγμα τοῦ Στάλιν γιά νά προκαλέσουν νέο κύμα καταστολῶν, ὁ διωγμός κατά τῆς Ἐκκλησίας φτάνει στό ἀπόγειό του τήν περίοδο 1937-1938. Ὁ τύπος τώρα βρίθει πληροφοριῶν γιά ὑποτιθέμενη ἀνάμειξη τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου σέ ξένα δίκτυα κατασκοπίας. Σχεδόν 200.000 ἐπίσκοποι καί κληρικοί πρόκειται νά συλληφθοῦν καί νά ἐξοριστοῦν – ἐκ τῶν ὁποίων καί ὁ Σεβασμιώτατος Λουκᾶς: οἱ μισοί θά δολοφωνηθοῦν. Τό 1939 τέσσερις μόνον ἐπίσκοποι ἀσκοῦν ἀκόμη τά καθήκοντά τους στήν ΕΣΣΔ. Τό 1941 ὁ Χίτλερ ἐπιτίθεται στή χώρα τοῦ Στάλιν. Μία πραγματική στρατιωτική καί ἰδεολογική καταστροφή γιά τή σοβιετική ἐξουσία ἡ ὁποία τώρα ὀφείλει ν’ ἀλλάξει γνώμη. Παίζοντας ὅσο γίνεται τό ἐθνικιστικό παιχνίδι, ἐκμεταλλευόμενη ὅλη τή πατριωτική ἐνεργητικότητα τοῦ πληθυσμοῦ γιά νά τόν κινητοποιήσει, χαλαρώνει τήν πίεση ἐνάντια στήν Ἐκκλησία.

Σέ ἀντάλλαγμα τῆς συμμετοχῆς της στόν πολεμικό ἀγώνα, ἐπιτρέπει τή σύγκληση μιᾶς συνόδου ἡ ὁποία ἐπανεγκαθιστᾶ τό πατριαρχεῖο καί ἐπιτρέπει τήν ἐπαναλειτουργία ἀρκετῶν χιλιάδων ναῶν. Πασίγνωστος γιά τίς ἱατρικές του ἱκανότητες, ὁ Σεβασμιώτατος ἐπωφελεῖται. Τό θέρος τοῦ 1941 διορίζεται ἐπικεφαλῆς χειρουργός ἑνός νοσοκομείου ἐκκένωσης στό Κρασνογιάρσκ πού δέχεται τραυματίες πολέμου. Σέ ἀνταπόδοση κι εὐχαριστία τῶν καλῶν καί τίμιων ὑπηρεσιῶν του, θά λάβει τό 1943 τιμητικό δίπλωμα ἐκ μέρους τοῦ στρατιωτικοῦ τομέα τῆς δυτικῆς Σιβηρίας. Στό τέλος τῶν ἐχθροπραξιῶν, θά τοῦ ἀπονεμηθεῖ τό μετάλλιο «γιά τό ἀνδρεῖο ἔργο τό κατά τό Μέγαλο πατριωτικό πόλεμο τῶν ἐτῶν 1941-1945».

Ὅταν μεταφέρθηκε τό Μάιο τοῦ 1946 στήν ἀρχιεπισκοπική ἕδρα τῆς Συμφερούπολης στήν Κριμαία, τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ὁ Σεβασμιώτατος Λουκᾶς, ἐπωφελεῖται τῆς σχετικῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας πού δόθηκε στήν Ἐκκλησία τή μεταπολεμική περίοδο, παρά τήν ἐπανάληψη τῆς ἄθεης προπαγάνδας. Ἀναμφίβολα λίγο ἀφελής, πιστεύοντας σέ μία πιθανή ἀλλαγή, συνεργάζεται στό περιοδικό τοῦ πατριαρχείου Μόσχας γράφοντας μερικά ἄρθρα σοβιετικῆς ἰδεολογικῆς γραμμῆς σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τοῦ καθεστῶτος. Πέθανε τό 1961 δύο χρόνια μετά τήν ἔναρξη τῆς φαρμακερῆς ἀντιθρησκευτικῆς ἐκστρατείας τοῦ Χρουτσώφ.

Πῶς καί γιατί ὁ Σεβασμιώτατος ἐπιβίωσε ἐκεῖ πού τόσοι ἄλλοι ὑπέκυψαν; Μπορεῖ κανείς νά κάνει μνεία δύο εἰδῶν λόγων εξήγηση, πολύ παράδοξων καί ἀλληλοεπικαλυπτόμενων γιά νά ἐκφέρει μέ σιγουριά κάποια κρίση. Ἀπό τή μία μεριά ἡ ἐπίσημη ἄρνησή του τό 1933 νά ὑπηρετήσει ὡς ἐπίσκοπος –χωρίς ὡστόσο νά ἐγκαταλείψει τίτλο καί βαθμό- ἡ ἄρνησή του γιά πολλά χρόνια νά ἀποδεχθεῖ πολλές κενές ἐπισκοπικές ἕδρες. Μία ἐπιλογή ἡ ὁποία δίχως ἀμφιβολία ἔπαιζε κατά κάποιο τρόπο τό παιχνίδι τῆς ἐξουσίας, ἀλλά πού δέν ἦταν καρπός δειλίας ἤ ἐγωιστικοῦ ὑπολογισμοῦ. Ὅπως κι ὁ ἴδιος ἀναγνωρίζει, ἐνέδωσε στό πάθος τῆς χειρουργικῆς καί τῆς ἀνατομικῆς ἔρευνας. Μιά συμπεριφορά ἀξεχώριστη ἀπό ἕνα εἶδος πνευματικῆς ψευδαίσθησης τήν ὁποία στήν αὐτοβιογραφία του θεωρεῖ μεγάλη ἁμαρτία καί γιά τήν ὁποία θά μετανοεῖ γιά καιρό. Ὑπακούοντας στήν προτροπή τῆς συνειδήσεώς του καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀναλαμβάνει ἐκ νέου τά ἐπισκοπικά του καθήκοντα ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν ἐξορία τό 1943.

Ο δεύτερος λόγος εἶναι πολύ σημαντικός. Ἄν ὁ Σεβασμιώτατος διώχτηκε ἐξαιτίας τῆς πίστης του στό Χριστό, προστατεύτηκε ἐπίσης ἀπό αὐτήν, ἀκριβέστερα ἀπό τίς πράξεις ἐλεημοσύνης πού αὐτή τοῦ ἐνέπνευσε. Ἐλεημοσύνη πού ἐνσαρκωνόταν κυρίως στίς ἐξαιρετικές ἱατρικές ἐπεμβάσεις, μιᾶς ποιότητας ἀνάλογης πρός τό πάθος του γιά τή χειρουργική. Πράγματι, πέρα ἀπό τά ἐνδεχόμενα «σφάλματά» του, ὁ Σεβασμιώτατος Λουκᾶς δέ λησμόνησε ποτέ μέσα του τήν κλήση τοῦ Εὐαγγελίου νά γίνει «θεριστής τοῦ Χριστοῦ». Ἀψηφώντας τίς ἀπαγορεύσεις τῶν ἀρχῶν, παραδίδει μαθήματα στό Πανεπιστήμιο μέ ράσο κι ἐπιστήθιο σταυρό· τόν Ἰανουάριο τοῦ 1946 ἀντίστέκεται στό Κόμμα πού τοῦ ἀρνεῖται νά μιλάει μέ ράσο σέ ἐπιστημονικό ἀκροατίριο. Τό 1920-21 παλεύει γιά νά παραμείνει μία ἐκόνα τῆς Θεοτόκου στό χειρουργεῖο. Τό 1930 σκέφτεται σοβαρά νά θυσιαστεῖ στή φωτιά πάνω σ’ ἕνα σωρό ἀπό εἰκόνες γιά ν’ ἀντισταθεῖ στό γκρέμισμα τῆς ἐκκλησίας.

Ὅπου κι ἄν βρισκόταν, στό νοσοκομεῖο, στήν ἐξορία ἤ ἀλλοῦ ὁ Σεβασμιώτατος δέν ἀρνιόταν τήν εὐλογία του σέ κανέναν, συνέχιζε δέ νά χρησιμοποιεῖ τήν ἔκφραση «ὁ δοῦλος ἤ ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ» ὅταν ἀπευθυνόταν στούς ἀσθενεῖς του. Προικισμένος ἱεροκήρυκας, δέν ἔχανε εὐκαιρία νά ἐπαναφέρει τούς ὀπαδούς τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» στήν ὀρθοδοξία. Πεπεισμένος μάλιστα ὅτι ἤθελαν νά τόν ἐξαναγκάσουν νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἱερωσύνη, κάνει δύο ἀπεργίες πείνας γιά νά διαμαρτυρηθεῖ.

Τό ἔργο τοῦ Σεβασμιωτάτου μᾶς δείχνει καθαρά τά ὅρια τῆς ἄθεης προπαγάνδας. Μᾶς κάνει ν’ ἀνακαλύπτουμε τήν πίστη τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων βαθιά στίς ὑπαίθρους τῆς Σιβηρίας πού παρέμενε ζωντανή, τήν ἀλληλεγγύη τους στή δοκιμασία, τόν σεβασμό τους γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς ἱεράρχες τους. Παντοῦ ἀπ’ ὅπου κι ἄν πέρναγε στίς δύο πρῶτες του ἐξορίες, ὁ Σεβασμιώτατος ὀργανωνόταν γιά νά τελέσει τή Λειτουργία, νά κηρύξει, νά κείρει μοναχούς ἤ γιά νά προβεῖ σέ χειροτονίες. Σ’ ἕνα χωριουδάκι μάλιστα, τέλεσε μία βάπτιση δίχως ἄμφια οὔτε λειτουργικά βιβλία, μόνο μέ μία παλιά πετσέτα σάν πετραχήλι, προσευχές δικῆς του ἐπινόησης, τή ἐπιβολή χειρῶν καί τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀντί γιά Χρίσμα. Ἄν στήν πρώτη του ἀναχώρηση γιά τήν ἐξορία τό τρένο δέ μπορεῖ νά ξεκινήσει γιατί οἱ ἄνθρωποι ξαπλώνουν πάνω στίς σιδηροτροχιές, κατά τήν ἐπιστροφή του τά πλήθη σπρώχνονται κατά μῆκος τοῦ ποταμοῦ γιά νά τόν χαιρετήσουν καί οἱ καμπάνες ἠχοῦν παντοῦ ὅπου ἐκκλησίες στέκουν ἀκόμη ὄρθές.

Γιά ὅλ’ αὐτά, ἀπειλήθηκε, καταδόθηκε, διώχτηκε, ἐξορίστηκε. Εἴτε ὅμως αὐτό συμβαίνει στή φυλακή ἀνάμεσα σέ κάθε εἴδους κακοποιούς, εἴτε στά πιό ἀπομακρυσμένα χωριά τῆς Σιβηρίας καί μάλιστα μέσα στά γραφεῖα τῆς πολιτοφυλακῆς, κάθε φορά διαφυλάσσεται καί σώζεται λόγω τῆς εὐαγγελικῆς του στάσης, τῶν πράξεων συμπάθειας πρός τούς συγκρατουμένους, τῆς προσοχῆς του στόν πόνο τοῦ πλησίον, τῆς μεγαλόψυχης προσήλωσής του στούς ἀσθενεῖς. «Τό σημαντικό στή ζωή εἶναι πάντα νά κάνεις καλό στούς ἀνθρώπους. Ἄν δέν μπορεῖς νά φέρεις σέ πέρας κάποιο μεγάλο καλό, προσπάθησε τουλάχιστον νά κάνεις ἕνα μικρό», ἔλεγε σ’ ἕνα κοριτσάκι τότε πού ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Τασκένδης. Ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ ἀτέλειες τοῦ χαρακτήρα του, ὁ Σεβασμιώτατος δέν ἀποστασιοποιήθηκε ποτέ ἀπ’ αὐτές τίς ἀρχές. Παντοῦ, ὑπό οἱεσδήποτε καταστάσεις, βρίσκει τά μέσα νά κάνει ἐπεμβάσεις, πολλές φορές πολύπλοκες καί λεπτές, ὅπως οἱ ἐπεμβάσεις καταρράκτη.

Ἄν χρειάζεται, δέ διστάζει νά χρησιμοποιήσει τανάλια κλειδαρᾶ γιά νά βγάλει κάποιο ὀστό ἤ νά ἐκτελέσει τραχειοτομή μέ σουγιά ἤ φτερό χήνας! Δέν εἶχε, ὄντως, ἐκ νεότητος -ἀληθινή κλήση-ἐπιθυμήσει νά μελετήσει ἱατρική γιά νά βοηθήσει τους φτωχούς;

Ὁ Σεβασμιώτατος Λουκᾶς –τό προαισθανόμαστε στήν αὐτοβιογραφία του-δέν ἦταν «εὔκολος». Εἶχε ἕνα πολύ σκληραγωγημένο χαρακτήρα, μία ἰδιοσυγκρασία ἡ ὁποία – ἀνεξάρτητα ἀπό τή μεγάλη του καλωσύνη καί μεγαλοψυχία- ἦταν ἱκανή νά τόν κάνει τραχύ. Κάποιοι τόν εἶπαν ὑπερήφανο. Χωρίς ἀμφιβολία, μ’ ὅλες τίς ἐπιτυχίες καί τίς ἀνταμοιβές πού σημάδεψαν τήν καριέρα του ὡς γιατροῦ, εἶχε συνείδηση τῆς ἀξίας του. Ταυτόχρονα ὅμως, πολλές ἀνέκδοτες ἱστορίες – ἀπό τόν Μάρκ Ποπόφσκι- φανερώνουν τήν ταπείνωσή του. Ἔτσι κατά τή διάρκεια μιᾶς ἀκολουθίας στό Ταμπώφ -ὅπου διορίστηκε ἀρχιεπίσκοπος μετά τόν πόλεμο- θύμωσε μέ κάποιον ἐνορίτη πού διάβαζε ἄσχημα κάνοντας πολλαπλά λάθη στά σλαβονικά. Τοῦ ἅρπαξε τό βιβλίο ἀπό τό χέρι καί τόν ἔσπρωξε. Θιγμένος στό πιό εὐαίσθητο σημεῖο, ὁ πιστός δηλώνει μεγαλόφωνα ὅτι ὁ ἐπίσκοπος τόν χτύπησε καί ὅτι δέν θά ξαναπατήσει σέ ἐκκλησία.

Λίγο ἀργότερα, φορώντας τό σταυροεγκόλπιό του, ὁ Σεβασμιώτατος διασχίζει ὁλόκληρη τήν πόλη γιά νά πάει νά ζητήσει συγγνώμη ἀπ’αὐτόν τόν ἐνορίτη. Καθώς αὐτός ἀρνεῖται νά τή δεχτεῖ, ὁ Σεβασμιώτατος ἔρχεται καί δεύτερη φορά. Δίχως ἐπιτυχία καί πάλι: ὁ πιστός δέ θά δεχτεῖ νά τόν συγχωρέσει παρά μόνον ὅταν ἐγκαταλείψει τό Ταμπώφ.

Ακόμη μία ἐποικοδομητική ἱστορία: τό 1944 σ’ ἕνα κήρυγμά του, ὁ Σεβασμιώτατος θυμίζει τή «γνωστή σκληρότητα τοῦ γερμανικοῦ λαοῦ». Μία ἀπό τίς πνευματικές του θυγατέρες, πού καταγόταν ἀπό τίς Βαλτικές χῶρες, αἰσθάνεται βαθιά πληγωμένη ἀπό τά λόγια του. Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, πλησιάζοντας τόν ἐπίσκοπο τοῦ λέει ὅτι ἀνάμεσα στούς Γερμανούς, ὅπως καί στούς Ρώσους ἄλλωστε, ὑπάρχει κάθε εἶδος ἀνθρώπων καί ὅτι δέ μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά γερμανικό «πνεῦμα σκληρότητας». Ὁ Σεβασμιώτατος τήν ἀκούει προσεκτικά. Ἀρκετές μέρες μετά, μπροστά σ’ ἕνα πολυπληθές ἀκροατήριο, ἐπαναλαμβάνει τά λόγια του καί δηλώνει ὅτι στό προηγούμενο κήρυγμά του διέπραξε ἕνα σοβαρό καί ἀπαράδεκτο σφάλμα μιλώντας γενικά γιά τόν γερμανικό χαρακτήρα. Ζητάει συγγνώνη ἀπό ὅλους ἐκείνους πού πλήγωσε καί ὑπόσχεται στό μέλλον νά προσέχει περισσότερο στίς ὁμιλίες του.

Μακριά ἀπό κάθε αὐτολατρεία, ὁ Σεβασμιώτατος δέν κρύβει τίποτε ἀπό τήν τραγική διάσταση τῆς πνευματικῆς του ὑπόστασης , τόν ἐσωτερικό του διχασμό ἀνάμεσα -ἀπο τή μιά μεριά- στήν ἀκατανίκητη ἕλξη γιά τή χειρουργική καί τή μελέτη τῆς ἀνατομίας, καί ἀπό τήν ἄλλη, στήν κλήση του σάν ποιμένα τήν ὁποία νομίζει ὅτι θυσιάζει. Πάντοτε ὅμως, στίς διάφορες στιγμές κρίσης καί στίς δοκιμασίες πού περνάει, αἰσθάνεται καί δείχνει τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τίς ἐκδηλώσεις τῆς Θείας Πρόνοιας, εἴτε αὐτό ἀφορᾶ προφητικά ὄνειρα, εἴτε συναντήσεις μέ ὄντα καί κείμενα. Ἔτσι, ἐνῶ ἀκόμη εἶναι λαϊκός καί ζεῖ μᾶλλον ἐκτός Ἐκκλησίας, «συλλαμβάνει» τήν παράδοξη ἰδέα – πού πλέον δέ θά τόν ἐγκαταλείψει- ὅτι τά δοκίμιά του πάνω στή χειρουργική τῶν πυωδῶν τραυμάτων θά ἔχουν γιά συγγραφέα ἕναν ἐπίσκοπο. Ἀργότερα, ὁ Θεός μέσα ἀπό ἕναν ψαλμό, τοῦ ὑποδεικνύει μία «μητέρα» γιά τά παιδιά του. Τοῦ μιλάει ἄλλωστε κατ’ ἐπανάληψη μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, δίνοντάς του ἀπαντήσεις στά βάσανα καί τά ἐρωτηματικά του.

Σήμερα, ὁ Σεβασμιώτατος Λουκᾶς ἔχει γίνει ἕνας ἀπό τούς ἁγίους πρός τούς ὁποίους οἱ Ρῶσοι ὀρθόδοξοι στρέφονται κατά φυσικό λόγο γιά νά ἐπικαλεσθοῦν τόν θεῖον ἔλεος. Τιμᾶται πολύ στήν Κριμαία, ὅπου ἡ εἰκόνα του ὑπάρχει σέ κάθε ἐκκλησία καί ἀντίγραφό της σχεδον σέ κάθε περίπτερο. Ὁ τάφος του στόν καθεδρικό τῆς Συμφερούπολης προσελκύει πολυάριθμους προσκυνητές. Στό Κρασνογιάρσκ, μία πλάκα μέ τό πορτρέτο του ἀνάγλυφο, τοποθετήθηκε στόν τοῖχο τοῦ νοσοκομεῖου ὅπου ὑπηρέτησε σάν χειρουργός· διηγοῦνται ὅτι θαυματουργικές θεραπεῖες πραγματοποιοῦνται ἐδῶ. Τή δεκαετία τοῦ 1990, δύο τουλάχιστον φίλμ γυρίστηκαν μέ θέμα τή ζωή καί τήν προσωπικότητά του. Πολλά ἀπό τά ἔργα του ἐκδόθηκαν, κυρίως δύο συλλογές ὁμιλιῶν κι ἕνα μικρό ἔργο πάνω στό πνεῦμα, τήν ψυχή καί τό σῶμα. Στό ἐπιστημονικό πεδίο, τό βιβλίο του πάνω στή χειρουργική τῶν πυωδῶν τραυμάτων παραμένει σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τό ἱατρικό σῶμα καί τούς φοιτητές ἰατρικῆς.

Ωστόσο, πρό πάντων μέ τή ζωή του παρά μέ τά κείμενά του, ὁ Σεβασμιώτατος Λουκᾶς ἀποτελεῖ πηγή ἀνάπαυσης καί οἰκοδομῆς.

Η ΝΕΟΤΗΤΑ ΜΟΥ

«Ο πατέρας μου, Φελίξ Βόινο-Γιασενέτσκι, ἦταν ἄνθρωπος βαθιᾶς εὐλάβειας. Δέν ἔχανε ποτέ τή Λειτουργία καί ἔμενε πολλές ὧρες στήν πιό βαθιά μόνωση καί σιωπή. Εἶχε ξεχωριστή ἁγνότητα στήν ψυχή του καί ἐνῶ τό ἐπάγγελμά του (ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ φαρμακοποιοῦ στήν πόλη Κέρτς κοντά στό ὁμώνυμο στενό πού ἑνώνει τόν Εὔξεινο Πόντο μέ τή Ἀζοφική θάλασσα) τόν ἔφερνε σέ ἐπαφή μέ ἀρκετούς ἀπατεῶνες, ἐκεῖνος δέν ἔβλεπε κακό σέ κανέναν καί πάντα ἔδειχνε ἐμπιστοσύνη. Καθολικός στό θρήσκευμα, ἦταν κάπως ἀπομονωμένος μέσα στήν ὀρθόδοξη οἰκογένειά μας. (Σύμφωνα μέ τούς νόμους τῆς Ρωσικῆς αὐτοκρατορίας, τά παιδιά ἑνός μικτοῦ γάμου ἔπρεπε νά μεγαλώνουν μέ τόν ὀρθόδοξο τρόπο).

Οἱ δύο νομικοί, τά ἀδέλφια μου, δέν ἔδειχναν κανένα σημάδι εὐσεβείας. Πήγαιναν, ὡστόσο, κάθε χρόνο στή ἀκολουθία τῆς ἀποκαθήλωσης γιά νά προσκυνήσουν τόν ἐπιτάφιο τοῦ Χριστοῦ, καί δέν ἔλειπαν οὔτε ἀπό τόν ὄρθρο τοῦ Πάσχα.

Η πρωτότοκη ἀδελφή μου, φοιτήτρια, εἶχε λάβει μέρος στό φρικτό στρίμωγμα, τῆς μεγάλης πλατείας τοῦ Χοντύνσκ*. Ἀνέπτυξε ψυχικά ἐνοχλήματα καί ρίχτηκε ἀπό ἕνα παράθυρο τοῦ δεύτερου πατώματος. Πέφτοντας, ὑπέστη κάταγμα στόν γοφό καί στήν κλείδα· ἔπαθε διάρρηξη στό ἕνα νεφρό, ὅπου ἐπρόκειοτ ἀργότερα νά σχηματιστοῦν πέτρες, αἰτία θανάτου στά εἰκοσιπέντε της μόλις χρόνια.

Η δευτερότοκη ἀδελφή μου, πού εἶναι ἐν ζωῇ** εἶναι μιά γυναίκα θαυμάσια καί πολύ εὐλαβής.

Ποτέ δέν ἔλαβα θρησκευτική μόρφωση στήν οἰκογένειά μου. Ἄν μπορεῖ κανείς νά μιλήσει γιά κληρονομική θρησκευτικότητα, τότε κρατῶ ἀπό τόν πατέρα μου πού ἦταν πολύ εὐλαβής.

——————————————————

*Κατά στή στέψη τοῦ Νικολάου Β΄ τό 1896 στή Μόσχα, μετά ἀπό σοβαρές ἀμέλειες στήν ὀργάνωση, αὐτό τό στρίμωγμα, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα πολλούς νεκρούς καί χιλιάδες τραυματίες πού ποδοπατήθηκαν ἀπ’ τό πλῆθος. Ἡ βασιλεία τοῦ τελευταίου τσάρου προοιωνιζόταν δύσκολη.
**Ἡ Βικτώρια Φελίξοβνα πέθανε τό 1973 στή περιοχή τοῦ Κιέβου σύμφωνα μέ τό βιογράφο τοῦ Σεβασμιωτάτου Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος ἐργάστηκε στή σοβιετική περίοδο καί μπόρεσε νά ρωτήσει πλῆθος μαρτύρων:Mark Popovskij, Jizn’ i Voïno-Yasenetskogo, archiepiskopa ;I Khirurga, Paris, YMCA- Presse, 1979, p.492. Τό βιβλίο του γιά ἀρκετό καιρό κυκλοφοροῦσε κρυφά καί δημοσιεύτηκε στή Ρωσία μετά τήν περεστρόικα.

Από το βιβλίο: Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο: Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, του Αγίου Λουκά (Αρχιεπ. Συμφερουπόλεως και Κριμαίας).
Εκδότης «ΕΝ ΠΛΩ». Ιούλιος 2021. Επιμέλεια, ΜΠΟΥΓΑ ΣΟΦΙΑ

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.