Ἡ Πασχαλιὰ τῆς λευτεριᾶς – Χρήστου Χρηστοβασίλη.

Τελείωνε ἡ ἐκκλησιά. Ὁ παπὰς στεκόταν μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη κι ἀντί «Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν…» ἔλεγε «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ…»

Ὅλο τὸ χωριὸ σταυροκοπιόταν καὶ διπλὴ χαρὰ ζωγραφιζόταν στὸ πρόσωπό του. Τέτοια χαρούμενη Λαμπρὴ δὲ θυμόταν κανεὶς νὰ ἔχει δεῖ ἐκεῖ πέρα. Τελειώνοντας ὁ παπὰς τὸ τελευταῖο του «Χριστὸς Ἀνέστη», εἶπε:

-Χριστὸς Ἀνέστη, χωριανοί! Καὶ τοῦ χρόνου νὰ εἴμαστε καλά. Κι ὁ Μεγαλοδύναμος νὰ μᾶς φέρει καλὰ τ’ ἀδέρφια μας, ποὺ πολεμοῦν στὸ γεφύρι τῆς Πλάκας[1], στὸν Λοῦρο[2], στὴν Πρέβεζα[3] καὶ στὰ Πέντε Πηγάδια[4]…

Τὴν τελευταία του φράση τὴν πρόφερε μὲ δάκρυα· κι ὅλο τὸ χωριό, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἔκλαψαν μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ἔκλαψαν ἀπὸ χαρὰ κι ἀπὸ ἀγαλλίαση[5], καὶ φιλιόνταν ἐγκάρδια ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση, ποὺ νόμιζαν, τῆς σκλαβωμένης Πατρίδας.

Ὁ παπὰς ξαναμπῆκε στὸ Ἱερὸ γιὰ νὰ ἀποτελειώσει τὴ λειτουργία καὶ τὸ χωριὸ ἄρχισε νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ φαμίλιες[6] φαμίλιες. Πρῶτα ἔβγαιναν οἱ μεγαλύτερες οἱ φαμίλιες κι ὕστερα οἱ μικρότερες, κι ἀπὸ τὶς φαμίλιες πάλι πρῶτοι ἔβγαιναν οἱ γέροντες μὲ τὶς γριὲς καὶ παραπίσω οἱ νιοὶ καὶ οἱ νιὲς καὶ τὰ παιδιά.

Πρῶτος πρῶτος βγῆκε ὁ προεστός[7] τοῦ χωριοῦ, ὁ γερό-Λιόλιος , γέρος μ’ ἑβδομήντα πέντε χρόνια καὶ παραπάνω στὴ ράχη του καὶ μὲ κάτασπρα μαλλιὰ καὶ μὲ κάτασπρα μακριὰ μουστάκια, κρατώντας μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι τὴν ἄσπρη του λαμπάδα κι ἀκουμπώντας μὲ τὸ ἄλλο σὲ μία ροζιάρικη[8] καὶ χοντρὴ πατερίτσα.

Ἀπὸ πίσω ἔρχονταν δυὸ παιδιά του, πάνω ἀπὸ σαράντα ἢ σαράντα πέντε χρόνων τὸ καθένα, δυὸ παντρεμένα ἐγγόνια, ἑφτὰ νυφάδες[9] ἀπὸ παιδιὰ καὶ δυὸ ἐγγονονύφες[10], καὶ καμιὰ εἰκοσαριὰ ἐγγόνια ἀπὸ εἴκοσι χρόνων καὶ κάτω. Ἀπ’ τὰ ὑπόλοιπα πέντε παιδιὰ τοῦ γερό-προεστοῦ, ποὺ δὲν ἤτανε στὴν ἐκκλησιά, δυὸ ἦταν πεθαμένα καὶ τρία ξενιτεμένα, κι ἀπὸ τὰ τρία πάλι τὸ ἕνα ἦταν ἐθελοντὴς στὸν ἑλληνικὸ στρατό.

Τραβοῦσε μπροστὰ ὁ γερό-προεστός, σὰν ἀρχηγὸς κοπαδιοῦ, κι ἐρχόταν ὅλο τὸ χωριὸ κοντά του, μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια ἀναμμένα. Ἤτανε νύχτα βαθιὰ κι ὁ αὐγερινός[11] δὲν εἶχε ξεπροβάλει ἀκόμα ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῶν Τζουμέρκων[12]. Ἀλλὰ μία φωτεινὴ αὐλακιὰ, ἁπλωμένη ἀπὸ τὸ κορφοβούνι τοῦ Περιστεριοῦ[13] ὡς ἀπάνω στὰ Γιάννενα[14], ἔδειχνε πὼς τ’ ἀστέρι αὐτό, ποὺ τ’ ὀνομάζουν οἱ πιὸ πολλοὶ «λαμπρό», δὲν θ’ ἀργοῦσε νὰ βγεῖ.

Ανάμεσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὸ χωριὸ εἶναι ἕνα μεγάλο δεντρόφυτο πλάτωμα. Ἐκεῖ σταμάτησαν ὅλοι κι ἔκαμαν ἕνα μεγάλο κύκλο νὰ μιλήσουν γιὰ τὸν πόλεμο. Ἕνα ψιλὸ ἀεράκι, ποὺ τραβοῦσε ἀπ’ τὸ χωριό, ἔφερνε τὴ μοσχομυρωδιὰ τῶν ἀρνιῶν ποὺ ψήνονταν στὶς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν.

-Τὰ μάθατε;

-Τί καινούργια;

-Ἀληθινὰ πῶς τοὺς τσάκισαν τ’ ἀδέλφια μας τοὺς Τούρκους;…..

-Ὅλο καὶ καλά. Νικήθηκαν οἱ Τοῦρκοι στῆς Ἄρτας τὸ γεφύρι[15]. Τοὺς τσάκισε ὁ Κίτσος ὁ Μπότσαρης[16].

-Τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες πόλεμο…

-Καημένο Σούλι, νὰ μὴν πεθάνεις ποτὲ μὲ τὰ παλικάρια ποὺ βγάζεις!… Ἐσὺ στὰ παλιὰ χρόνια, ἐσὺ καὶ τώρα!

-Πόσοι ἀρχηγοὶ ἤτανε στὴν Ἄρτα;

-Δυό. Ὁ Κίτσος ὁ Μπότσαρης κι ὁ Κώστας ὁ Σέχος[17].

Ὁ Μπότσαρης κλείστηκε στὴν Ἄρτα, κι ὁ Σέχος πέρασε τὸ ποτάμι καὶ πῆρε τὰ πλευρὰ τῶν Τούρκων. Τότε, οἱ Τοῦρκοι βάρεσαν μ’ ὅλα τους τὰ δυνατὰ νὰ πάρουν τὴν Ἄρτα, γιὰ νὰ κλείσουν τὸν Σέχο μέσα στὸ τούρκικο, ἀλλὰ τοὺς τσάκισε τὸ Μποτσαράκι, κι ἔτσι σκόρπισαν, κι ὅπου φύγει φύγει… Τότε ὁ δικός μας ὁ στρατὸς πέρασε τὸ γεφύρι τῆς Ἄρτας κι ἔπιασε τὰ Λέχοβα[18], τὴν Κανέτα[19] καὶ τὰ Πέντε Πηγάδια.

-Σκοτώθηκαν πολλοὶ Τοῦρκοι;

-Σὰν πόσοι ἔπεσαν ἀπ’ τοὺς δικούς μας;

Μετριοῦνται οἱ Τοῦρκοι τρεῖς φορὲς καὶ λείπουν τρεῖς χιλιάδες,

μετριοῦνται τὰ Ἑλληνόπουλα καὶ λείπουν τρεῖς λεβέντες!

-Σὰν τί ἄνθρωποι νά’ ναι ὁ Κίτσος ὁ Μπότσαρης κι ὁ Κώστας ὁ Σέχος;

-Ὁ ἕνας μία πιθαμὴ ἄνθρωπος, μικρὸς μὰ θαυμαστός, κι ὁ ἄλλος θεριὸ σωστό: δυὸ Τούρκους μπορεῖς νὰ κρεμάσεις ἀπὸ τὰ μουστάκια του!

-Χαρὰ στὶς μάνες ποὺ τοὺς ἔκαμαν!

Ο γερο-προεστός, ποὺ εἶχε σταθεῖ κι ἀφουγκραζόταν[20] τί ἔλεγαν οἱ χωριανοί, φώναξε:

-Ὠρὲ παιδιά! Ποιός σᾶς τὶς ἔφερε τὶς κουβέντες; Μὴ μιλᾶτε, μωρὲ παιδιά μου, ὅπως θέλει ἡ καρδιά σας, καὶ σᾶς δοκιμάσει ὁ Θεός!

-Εἶναι ἀλήθεια, μπάρμπα, αὐτὰ ποὺ λέμε! Εἶναι ἀλήθεια! Ἦταν κάτι Τσάμηδες[21] στὴν Ἄρτα, καὶ μὲ τὴν καταστροφὴ τῶν Τούρκων πέρασαν κι αὐτοὶ δώθε χωρὶς διαβατήρια καὶ τράβηξαν γιὰ τὰ χωριά τους!

-Τοὺς εἶδες μὲ τὰ μάτια σου ἐσύ; τὸν ρώτησε ὁ γερο-προεστὸς μὲ δυσπιστία.

-Τοὺς εἶδα καὶ μίλησα μαζί τους καὶ μοῦ τὰ εἶπαν ὅλα!

-Ποιὰ μέρα φύγαν ἀπὸ τὴν Ἄρτα οἱ Τσάμηδες;

-Τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Ἦρθαν ἀπὸ τὰ Λακκοχώρια[22], πέρασαν ἀπὸ τὸν Καλαμά[23] χτὲς τὸ σουρούπωμα καὶ τράβηξαν νύχτα γιὰ τὰ χωριά τους…

-Ὠρέ, δὲν ἔχει κανένας ἀπό σᾶς ἅρματα; βροντοφώνησε ὁ γερο-προεστὸς πνιγμένος ἀπὸ τὴ χαρά του. Ἡ Πασχαλιὰ θέλει ἀρνιά, ὁ Ἀϊ-Γιώργης κατσίκια, ὁ γάμος κριάρια κι ἡ λευτεριὰ ντουφέκια! Δὲν ἔχει κανένας ἀπό σᾶς ἅρματα, γιὰ νὰ ρίξουμε καὶ νὰ χαιρετίσουμε τὴ λευτεριά; Πεντακόσια χρόνια δοῦλοι, ὠρὲ παιδιά, καὶ νὰ μὴν ἔχουμε σήμερα ἕνα ντουφέκι, νὰ ρίξουμε καὶ νὰ καλωσορίσουμε τὴ λευτεριά μας;

-Ἂμ τί ρωτᾶς; τοῦ ἀπολογήθηκε[24] ἕνας. Δὲν μᾶς τὰ μάζεψαν ὅλα τ’ ἅρματα οἱ Τοῦρκοι; Ποιανοῦ ἄφησαν ντουφέκι ἢ πιστόλα; ξαναρώτησε.

-Ὠρέ, δὲν ἔχει κανένας ἕνα παλιοντούφεκο, μία παλιοπιστόλα; ξαναρώτησε.

-Ἂμ τώρα, γερο-μπάρμπα, τοῦ εἶπε ἕνας, θὰ πλακώσουν ντουφέκια, ὅσα θέλεις! Ὄρεξη νὰ ‘χεις νὰ ντουφεκᾶς. Ντουφέκια καὶ φισέκια[25] χάρισμα.

-Μωρέ, ἐγὼ τὸ θέλω αὐτὴ τὴ στιγμή, δὲν τὸ θέλω ὕστερα! Τί νὰ τὸ κάμω ὕστερα; Ἄχ, ἀνάθεμά τους τοὺς ἀντίχριστους, πού μᾶς τὰ μάζεψαν ὅλα τ’ ἅρματα! Ἀνάθεμά τους καὶ τρισανάθεμά τους, τοὺς ἀντίχριστους! Ἔχει, ὠρέ, κανένας σας κανένα παλιοντούφεκο, γιὰ μία φορᾶ, καὶ τοῦ τὸ γυρίζω πίσω! Ἕνα ἀρνὶ διαλεχτὸ δίνω γιὰ ἕνα παλιοντούφεκο γεμάτο.

-Δίνεις τ’ ἀρνί;

-Μωρ’ ἔχεις ἄρματο, γερο-Τόλαινα;

-Μὰ τὸ ξύλο ποὺ ‘χω φάει ἀπ’ τοὺς ἀντίχριστους, γιὰ νὰ μὴν τοὺς τὸ μαρτυρήσω!

-Ντουφέκι εἶναι;

-Ναί, ντουφέκι τοῦ μακαρίτη[26]!

Καὶ ἡ γριὰ ἄρχισε νὰ κλαίει τὸν μακαρίτη της.

-Ἄφησε τὰ κλάματα, γριά, καὶ σύρε νὰ μοῦ φέρεις τὸ ντουφέκι στὸ σπίτι, νὰ σοῦ δώσω τ’ ἀρνί….

Ὅλο τὸ χωριὸ ἦταν τρελὸ ἀπὸ τὴ χαρά του. Ἀπὸ τὰ λόγια, ἀπὸ τὰ φερσίματα, ἀπὸ τὸ περπάτημα, νόμιζε κανεὶς, πὼς ὅλος ἐκεῖνος ὁ κόσμος εἶχε φάει τὸ ζουρλόχορτο. Ὡς κι αὐτὰ τὰ λιανοπαίδια[27], ποὺ δὲν μπορούσανε νὰ καταλάβουν καλὰ καλὰ τί θὰ πεῖ λευτεριά, φώναζαν ψαλμωδικά:

-Ἔγινε ρωμαίικο[28]! Καλημέρα σας! Ἔγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας!

-Μωρέ, Πασχαλιά μᾶς τὴν ἔστειλε ὁ Μεγαλοδύναμος τὴ χαρὰ τῆς λευτεριᾶς μας, ἔλεγε ὁ ἕνας.

-Τέτοιο καλὸ δὲν μποροῦσε νὰ ‘ρθει ἄλλη μέρα παρὰ Πασχαλιά, ἀπαντοῦσε ὁ ἄλλος.

-Δυὸ Πασχαλιές!

-Ἀλήθεια, δυὸ Πασχαλιές. Ἡ μία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἄλλη τῆς σκλαβωμένης Πατρίδας!

-Τί μεγάλη μέρα!

-Δοξασμένος νὰ ‘ναι ὁ Κύριος!

Μὲ τέτοιες κουβέντες, ὁ κόσμος ὅλος μπῆκε στὸ χωριό καὶ κάθε φαμίλια πήγαινε στὸ σπίτι της. Οἱ αὐλὲς τῶν σπιτιῶν φεγγοβολοῦσαν ἀπὸ τὶς ψησταριὲς τῶν ἀρνιῶν, ποὺ στριφογύριζαν πάνω στὴ θράκα[29].

Ὅταν ὁ γερο-προεστὸς ἔφτασε στὸ σπίτι του, βρῆκε στὴν αὐλόθυρα τὴ γριὰ μὲ τὸ ντουφέκι στὰ χέρια νὰ περιμένει. Μόλις τὴν εἶδε, ρίχτηκε πάνω της νὰ τῆς τὸ πάρει.

-Τ’ ἀρνὶ πρῶτα! τοῦ φωνάζει ἡ γριά.

-Μωρέ, ἕνα ἀρνὶ μονάχα γυρεύεις, κουτή, τῆς λέει ὁ προεστός. Ἐγὼ τέτοια μέρα σφάζω ὅλο τὸ κοπάδι καὶ καίω καὶ τὸ σπίτι μου ἀκόμα!

Καί, σὰν νὰ προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τῆς γριᾶς, ἔκραξε[30] ἕνα ἐγγόνι του ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ στὸ σπίτι:

-Ὠρέ, Κίτσο! Κίτσο, ὠρέ!

-Ὅρισε, παππού! τοῦ ἀπολογήθηκε τὸ παιδί, παλικάρι ὡς δεκατεσσάρων -δεκαπέντε χρόνων.

-Νὰ πεταχτεῖς, ὠρέ, στὴ στάνη καὶ νὰ ξεκόψεις[31] δεκαπέντε ὡς εἴκοσι ἀρνιὰ καλά. Γρήγορα! Ἀκόμα ἐδῶ εἶσαι;

Τὸ παιδὶ λάκισε[32] σὰν ἐλάφι στὴ στάνη ἀλλὰ ὁ γερο-προεστός, θέλοντας νὰ δείξει ὅλη τὴ χαρὰ τῆς καρδιᾶς του, φώναξε τὸν διαλαλητή[33] τοῦ χωριοῦ:

-Ὠωωωρὲ Νάσο! Νάσο ὠρεεεέ!

***** Ἔφτασα, μπάρμπα, ἀπολογήθηκε μία φωνὴ ἐκεῖ γύρω ἀπὸ τὰ σπίτια.

***** Νὰ βγεῖς, ὠρέ, στὴ ράχη καὶ νὰ διαλαλήσεις στὸ χωριὸ, πὼς ὅποιος δὲν ἔχει ἀρνί, να ‘ρθεῖ στὸ σπίτι μου νὰ πάρει!…

Ἡ γριὰ ὅμως, μ’ ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονταν, κρατοῦσε τὸ ντουφέκι μὲ τὰ δυό της χέρια καὶ δὲν τὸ ‘δινε πρὶν τῆς φέρουν πρῶτα τ’ ἀρνί.

-Δὲ τὸ δίνω ἀκόμα, ἔλεγε, θέλω τ’ ἀρνὶ πρῶτα!

Τοῦ Νάσου ἡ φωνὴ ξεχύθηκε σ’ ὅλο τὸ χωριὸ σὰν δυνατὸς βοριὰς, κι ὅσοι δὲν εἶχαν ἀρνὶ ἔτρεξαν στὸ σπίτι τοῦ προεστοῦ. Ἔτρεξαν ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν, ὄχι γιὰ νὰ ζητήσουν κι αὐτοί ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦν μὲ τὰ μάτια τους τὸ ψυχικό[34] τοῦ προεστοῦ.

Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καί, νὰ σου, ἔφτασε κι ὁ Κίτσος μ’ ἕνα κοπάδι ἀρνιά.

-Τὸ καλύτερό τῆς γριᾶς! φώναξε ὁ προεστός καὶ, στὴ στιγμὴ, ὁ πιστικός[35] ποὺ ἐρχόταν μαζὶ μὲ τὸν Κίτσο ἅρπαξε ἀπ’ τὸν λαιμὸ ἕνα μαῦρο ἀρνὶ μὲ μία βούλα ἄσπρη στὸ μέτωπο σὰν τὸν αὐγερινό, ποὺ ἦταν μία ὀργιά[36] βγαλμένος ἐκείνη τὴν ὥρα.

Ἡ γριὰ μὲ τὸ ἕνα χέρι ἅρπαξε τ’ ἀρνὶ καὶ μὲ τ’ ἄλλο τρεμάμενο ἔδινε τὸ ντουφέκι στοῦ προεστοῦ τὰ χέρια, ἀπὸ φόβο μὴν ἤτανε ψέμα τὸ τάξιμο. Ὓστερ’ ἀπὸ τὴ γριὰ, πῆραν ἀπὸ ἕνα ἀρνὶ ὅσοι δὲν εἶχαν, κι ὁ προεστός, παίρνοντας τὸ ντουφέκι στὸ χέρι του, εἶπε στὴ γριά:

-Γεμάτο εἶν’, ὠρή;

-Γεμάτο! ὅπως τὸ ‘χει ἀφήσει ὁ μακαρίτης.

-Μωρέ, εἶν’ ἀκέρια[37] πέντε χρόνια ἀπὸ τότε. Φοβᾶμαι, μὴ δὲν πάρει φωτιὰ καὶ ντροπιαστῶ!

Σηκώνει τὸ λύκο[38] καὶ λέει:

-Χριστός Ανεστη, ὠρ’ ἀδέρφια! Χριστὸς Ἀνέστη! Καλῶς μᾶς ἦρθε ἡ λευτεριά!

Τὸ παλιοντούφεκο βρόντηξε καὶ τράνταξε τὸ χωριό. Καὶ μὲ τὸ βρόντημά του σωριάστηκε ὁ προεστὸς ἄψυχος!

Ρίχνονται ἀπάνω του οἱ δικοὶ καὶ ξένοι, φέρνουν ἀναμμένα δαδιά[39], τοῦ ρίχνουν νερό, τίποτε. Εἶχε ξεψυχήσει. Τὸν εἶχε σκοτώσει ἡ χαρά.

[1] γεφύρι τῆς Πλάκας = πετρόχτιστο γεφύρι, ποὺ συνέδεε τοὺς νομοὺς Ἰωαννίνων καὶ Ἄρτας. Ὑπῆρξε τὸ μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι τῶν Βαλκανίων. Χτίστηκε τὸ 1866 καὶ κατέρρευσε τὸ 2015, μετὰ ἀπὸ ἰσχυρὴ βροχόπτωση.

[2] ὁ Λοῦρος = ποταμὸς τῆς Ἠπείρου ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ ὄρος Τόμαρος, διαρρέει τὸν νομὸ Πρέβεζας καὶ ἐκβάλλει στὸν Ἀμβρακικὸ κόλπο.

[3] ἡ Πρέβεζα = πόλη καὶ λιμάνι τῆς Ἠπείρου, πρωτεύουσα τοῦ ὁμώνυμου νομοῦ, στὸν Ἀμβρακικὸ κόλπο. Ἡ πόλη ἱδρύθηκε τὸ 1292 μ.Χ., γνώρισε πολλοὺς κατακτητὲς καὶ ἐντάχθηκε στὸ νέο ἑλληνικὸ κράτος στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1012.

[4] τὰ Πέντε Πηγάδια = κάστρο ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Κλεισούρας στὸν νομὸ Πρέβεζας.

[5] ἡ ἀγαλλίαση = ἡ ἀνακούφιση, ἡ εὐχαρίστηση.

[6] ἡ φαμίλια (λατινικά familia) = ἡ οἰκογένεια.

[7] ὁ προεστὸς = ὁ ἄρχοντας τῆς κοινότητας τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας.

[8] ροζιάρικος = αὐτὸς ποὺ ἔχει ρόζους, ἐξογκώματα.

[9] οἱ νυφάδες = οἱ σύζυγοι τῶν ἀδελφῶν κάποιου.

[10] οἱ ἐγγονονύφες = οἱ σύζυγοι τῶν ἐγγονῶν.

[11] ὁ αὐγερινὸς = ὁ πλανήτης Ἀφροδίτη, ὅταν ἀνατέλλει τὴν αὐγή.

[12] τὰ Τζουμέρκα = τὰ Ἀθαμανικὰ ὅρη στὴ δυτικὴ Ἑλλάδα.

[13] τὸ Περιστέρι = τὸ βουνὸ, ποὺ βρίσκεται μεταξὺ τῶν νομῶν Τρικάλων καὶ Ἰωαννίνων. Ὀνομάζεται καὶ Λάκμος.

[14] τὰ Γιάννενα = ἡ πρωτεύουσα τῶν νομοῦ Ἰωαννίνων καὶ ἡ μεγαλύτερη πόλη τῆς Ἠπείρου. Ἡ πόλη ἱδρύθηκε τὸν 6ο αιώνα μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό. Γνώρισε πολλοὺς κατακτητὲς καὶ τελικῶς ἐνσωματώθηκε στὸ ἑλληνικὸ κράτος στὶς 21 Φεβρουαρίου 1913, στὴ διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων.

[15] Τῆς Ἄρτας τὸ γεφύρι = πετρόχτιστο γεφύρι τοῦ 17ου αιώνα στὸν ποταμὸ Ἄραχθο τῆς Ἠπείρου, ποὺ ἔγινε πασίγνωστο ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι – θρύλο τῆς θυσίας τῆς γυναίκας τοῦ πρωτομάστορα γιὰ νὰ στεριώσει.

[16] Κίτσος Μπότσαρης (1754-1813) = ὁπλαρχηγὸς ἀπὸ τὸ Σούλι, συμμετεῖχε σὲ πολλὲς μάχες γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ τόπου του ἀλλὰ δολοφονήθηκε μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, τὸ 1813, ἀπὸ τὸν Γῶγο Μπακόλα.

[17] Κώστας Σέχος = ὁπλαρχηγὸς μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὸ Σούλι, συμπολεμιστὴς τοῦ Κίτσου Μπότσαρη.

[18] τὰ Λέχοβα = χωριὸ τῆς Ἠπείρου, μᾶλλον στὸν νομὸ Θεσπρωτίας.

[19] ἡ Κανέτα = λίμνη τῆς Ἠπείρου.

[20] ἀφουγκράζομαι = ἀκούω μία συζήτηση ἀπὸ ἀπόσταση.

[21] οἱ Τσάμηδες = ἀλβανόφωνοι μουσουλμάνοι ποὺ κατοικοῦσαν στὴν περιοχὴ τῆς Θεσπρωτίας (Τσαμουριᾶς), στὸ πρῶτο μισό τοῦ 20ου αιώνα. Ἡ λέξη «τσάμης» προέρχεται πιθανότατα ἀπὸ παραφθορὰ τοῦ ποταμοῦ Θύαμι.

[22] τὰ Λακκοχώρια = τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς Λάκκα στὸ Σούλι.

[23] ὁ Καλαμᾶς (ἢ Θύαμις) = ὁ μεγαλύτερος σὲ μῆκος ποταμὸς τῆς Ἠπείρου. Οἱ πηγὲς του βρίσκονται στὸ ὅρος Δοῦσκο, διασχίζει τοὺς νομοὺς Ἰωαννίνων καὶ Θεσπρωτίας καὶ ἐκβάλλει στὸ Ἰόνιο πέλαγος.

[24] ἀπολογοῦμαι = ἀπαντῶ.

[25] τὰ φισέκια (τούρκικα fisek) = τὰ φυσίγγια, οἱ σφαῖρες.

[26] ὁ μακαρίτης = ὁ πεθαμένος.

[27] τὰ λιανοπαίδια = τὰ πολὺ μικρὰ παιδιά.

[28] τὸ ρωμαίικο = τὸ νέο ἑλληνικὸ κράτος.

[29] ἡ θράκα = τὰ ἀναμμένα κάρβουνα.

[30] κράζω = φωνάζω, καλῶ.

[31] ξεκόβω = ἀπομακρύνω, ξεχωρίζω.

[32] λακίζω = φεύγω τρέχοντας.

[33] ὁ διαλαλητὴς = ὁ κήρυκας, αὐτὸς ποὺ ἀνακοινώνει κάτι.

[34] τὸ ψυχικὸ = ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ καλὴ πράξη γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς.

[35] ὁ πιστικὸς = ὁ βοσκὸς ποὺ πληρώνεται γιὰ τὴ φύλαξη τοῦ κοπαδιοῦ.

[36] ἡ ὀργιὰ = μονάδα μέτρησης τοῦ μήκους ἴση μὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν χεριῶν τοῦ ἀνθρώπου.

[37] ἀκέριος = ὁλόκληρος.

[38] ὁ λύκος = ὁ ἐπικρουστήρας γιὰ τὴν ἀνάφλεξη τοῦ ὅπλου, ὁ κόκορας.

[39] τὸ δαδὶ = μικρὸ κομμάτι ξύλου μὲ ρετσίνι (συνήθως πεύκου), ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ προσάναμμα.

Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αγία Ζώνη.gr: 04 Μαϊου 2022

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.