Ἡ τρίτη σύλληψη του Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας.

Τήν ἑπόμενη χρονιά, τό 1937, ἀρχηγός τῆς GPU τῆς Μόσχας ἐξελέγη ὁ Γιέζοφ1. Ἄρχισε τότε μία τρομερή περίοδος γιά τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία. Πολλαπλασιάστηκαν οἱ συλλήψεις κληρικῶν καί κάθε προσώπου, ὕποπτου γιά ἐχθρότητα πρός τή σοβιετική ἐξουσία. Συνέλαβαν κι ἐμένα, βεβαίως. Τό καθεστώς τοῦ Γιέζοφ ἦταν πραγματικά φοβερό. Οἱ φυλακισμένοι βασανίζονταν. Ἐπινόησαν μία πρακτική πού ὀνόμαζαν ἁλυσιδωτή ἀνάκριση: οἱ τσεκιστές πού ἔκαναν τίς ἐρωτήσεις στόν ἴδιο φυλακισμένο ἐναλλάσσονταν διαδοχικά, ὥστε αὐτός νά μή μπορεῖ νά κοιμηθεῖ οὔτε τή μέρα οὔτε τή νύχτα. Δύο φορές κι ἐγώ πέρασα τήν τρομερή αὐτή ἁλυσίδα πού δέ σταματοῦσε ποτέ.
Ξανάκανα ἀπεργία πείνας, πού διήρκησε ἀρκετές μέρες. Παρά ταῦτα μέ ἀνάγκαζαν νά στέκομαι σέ μία γωνία, ἀλλά γρήγορα ἔπεφτα καταγῆς, ἐξαντλημένος. Ἄρχισα νά ἔχω παραισθήσεις, ἁπτικές καί ὀπτικές, πού διαδέχονταν ἡ μία τήν ἄλλη. Ἄλλοτε ἔβλεπα κίτρινα κλωσσόπουλα νά τρέχουν μέσα στό δωμάτιο, πού προσπαθοῦσα νά τά πιάσω. Ἄλλοτε ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου ὄρθιο στήν ἄκρη ἑνός φοβεροῦ γκρεμοῦ, μέσα στόν ὁποῖο βρισκόταν ὁλόκληρη πόλη πού φωτιζόταν ἀπό ἠλεκτρικούς πολυελαίους. Αἰσθανόμουν, ἔντονα, ἑρπετά νά κινοῦνται στήν πλάτη μου, κάτω ἀπό τό πουκάμισό μου.
Ἀδιάκοπα, ἀπαιτοῦσαν ἀπό μένα νά ὁμολογῶ ὅτι εἶμαι κατάσκοπος, ἀλλά κάθε φορά ἀνταπαντοῦσα ζωηρά ζητώντας νά μοῦ ὑποδείξουν γιά λογαριασμό ποιᾶς χώρας κατασκόπευα. Κι ἐδῶ, πραγματικά, δέ μποροῦσαν νά ἀπαντήσουν. Οἱ ἁλυσιδωτές ἀνακρίσεις κράτησαν δεκατρία μερόνυχτα. Συχνά μέ ὁδηγοῦσαν κάτω ἀπ’ τή βρύση γιά νά δροσίσουν τό κεφάλι μου μέ κρύο νερό. Μή βλέποντας τέλος στίς ἀνακρίσεις, προσπάθησα νά ἐκφοβίσω τούς τσεκιστές. Ζήτησα νά φωνάξουν τόν ἀρχηγό τοῦ μυστικοῦ τομέα. Ὅταν ἔφτασε, δήλωσα ὅτι ἤμουν ἕτοιμος νά ὑπογράψω ὅ,τι ἤθελε, ἐκτός ἀπό ἀπόπειρα κατά τοῦ Στάλιν. Δήλωσα ὅτι σταματοῦσα τήν ἀπεργία πείνας καί ζήτησα νά μοῦ δώσουν νά φάω.
Ἡ ἰδέα μου ἦταν νά κόψω τήν κροταφική μου ἀρτηρία μέ τή βοήθεια ἑνός μαχαιριοῦ, φέρνοντάς τό στό κρόταφο καί χτυπώντας πολύ δυνατά πάνω στό κόκαλο. Μιᾶς καί δέν μπορεῖ νά σταματήσει μία τέτοιου εἴδους αἱμορραγία παρά μόνο δένοντας τήν κροταφική ἀρτηρία –πράγμα ἀδύνατο στή GPU- θά ἔπρεπε νά μέ μεταφέρουν σέ νοσοκομεῖο ἤ χειρουργική κλινική. Αὐτό τό γεγονός θά ἀποτελοῦσε μεγάλο σκάνδαλο στήν Τασκένδη. Ὁ τσεκιστής πού εἶχε ὑπηρεσία καθόταν στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ. Μόλις ἔφεραν τό γεῦμα, ψηλάφισα διακριτικά τή λάμα τοῦ τραπεζομάχαιρου, ἀλλά κατάλαβα ὅτι δέν μποροῦσα νά κόψω τήν κροταφική μου ἀρτηρία. Ἀναπήδησα κι ἔτρεξα τότε στή μέση τοῦ δωματίου καί ἄρχισα νά χαρακώνω τό δέρμα μου.
Ὁ τσεκιστής ρίχτηκε πάνω μου σά γάτα· μου πῆρε τό μαχαίρι ἀπό τά χέρια καί μοῦ ἔδωσε μιά γροθιά καταμεσῆς στό στῆθος. Μέ μετέφεραν τότε σ’ ἕνα ἄλλο δωμάτιο καί μέ ἄφησαν νά κοιμηθῶ γιά λίγο πάνω σ’ ἕνα τραπέζι, μ’ ἕνα πακέτο ἐφημερίδες κάτω ἀπό τό κεφάλι μου γιά μαξιλάρι. Παρά τό σοβαρό σόκ πού εἶχα ὑποστεῖ, ἀποκοιμήθηκα- δέ θυμᾶμαι πλέον γιά πόσον χρόνο.
Ὁ ἀρχηγός τῆς μυστικῆς ὑπηρεσίας μέ περίμενε ἤδη γιά νά ὑπογράψω τά ψέματα πού εἶχαν κατασκευάσει. Ἐγώ ὅμως διέψευσα τίς προσδοκίες του.
Οἱ τσεκιστές, βλέποντας ὅτι μία ἀνάκριση σχεδόν δύο ἑβδομάδων κατέληξε σέ ὁλοκληρωτικό φιάσκο, μέ ἔστειλαν πίσω στό ὑπόγειο τῆς GPU. Τελείως ἐξαντλημένος ἀπό τήν ἀπεργία πείνας καί τίς ἁλυσιδωτές ἀνακρίσεις, λιποθύμησα κι ἔπεσα πάνω στό λερωμένο καί βρόμικο πάτωμα, ὅταν μᾶς ἔβγαλαν γιά νά πᾶμε στήν τουαλέτα. Χρειάστηκε νά μέ μεταφέρουν στό κελλί μου. Τήν ἄλλη μέρα μέ ἄδειασαν στό «μαῦρο κοράκι» τῆς GPU γιά τήν κεντρική φυλακή τῆς περιοχῆς. Πέρασα ἐκεῖ ὀκτώ περίπου μῆνες σέ συνθῆκες πολύ δύσκολες.
Τό μεγάλο κελλί, πραγματικά, ἦταν γεμάτο «τοῦ σκασμοῦ» ἀπό κρατούμενους πού κοιμόντουσαν σέ τριώροφους σκελετούς κρεβατιῶν καθώς καί πάνω στό πέτρινο πάτωμα. Γιά νά πάω στήν τουαλέτα κοντά στήν πόρτα τῆς εἰσόδου, ἔπρεπε νά διασχίζω μέ ἐπιτηδειότητα ὅλο τό κελί. Σκόνταφτα ἀδιάκοπα πάνω σέ ἀνθρώπους ξαπλωμένους καταγῆς κι ἔπεφτα πάνω τους.
Τά ταχυδρομικά δέματα ἦταν ἀπαγορευμένα καί ἡ τροφή ἀπαίσια. Ἀκόμα καί σήμερα θυμᾶμαι τό γεῦμα πού πήραμε τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ· ἕνα μεγάλο δοχεῖο μέ ζεστό νερό, ὅπου εἶχαν διαλύσει ἐλάχιστο σιμιγδάλι φαγόπυρου2.
Δέ θυμᾶμαι πιά γιά ποιό λόγο «προσγειώθηκα» στό νοσοκομεῖο τῆς φυλακῆς. Ἐκεῖ, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶχα τήν εὐκαιρία νά σώσω τή ζωή ἑνός νεαροῦ κλεφτάκου πού ἦταν πολύ ἄρρωστος. Βλέποντας ὅτι ὁ καινούργιος γιατρός τῆς φυλακῆς δέν καταλάβαινε τίποτε ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ μικροῦ κλέφτη, τόν ἐξέτασα ὁ ἴδιος καί ἐντόπισα ἕνα ἀπόστημα στήν σπλήνα του. Πέτυχαν νά συμφωνήσει καί ὁ γιατρός νά στείλω τόν ἀσθενῆ στήν κλινική ὅπου ἐργαζόταν ὁ μαθητής μου, ὁ γιατρός Ρότεμπεργκ. Τοῦ ἔγραψα τί θά ἔβρισκε καί πῶς θά προχωροῦσε στή διαδικασία τῆς ἐπέμβασης. Ὁ Ρότεμπεργκ μοῦ ἔγραψε στή συνέχεια ὅτι ὅλα ὅσα τοῦ εἶχα ἀναφέρει στό γράμμα εἶχαν ἐπιβεβαιωθεῖ. Σώθηκε ἡ ζωή τοῦ ληστῆ. Ἀρκετά μετά, στούς περιπάτους στήν αὐλή τῆς φυλακῆς, οἱ κοινοί ἐγκληματίες μέ χαιρετοῦσαν μεγαλόφωνα ἀπό τόν δεύτερο ὄροφο καί μ’ εὐχαριστοῦσαν πού εἶχα σώσει τή ζωή τοῦ μικροῦ ληστῆ.
Δυστυχῶς, πολλά ἀπ’ ὅσα ἔζησα στήν ἐπαρχιακή αὐτή φυλακή τά λησμόνησα. Θυμᾶμαι μόνο τίς νέες ἀνακρίσεις τῆς GPU ὅπου προσπαθοῦσαν νά μέ κάνουν νά ὁμολογήσω ὅτι ἥμουν κατάσκοπος. Πέρασα πάλι ἀπό ἁλυσιδωτή ἀνάκριση καί στήν διάρκειά της ὁ τσεκιστής ἀποκοιμήθηκε. Ὁ ἀρχηγός τοῦ μυστικοῦ τομέα μπῆκε καί τόν ξύπνησε. Μετά ἀπό αὐτή τήν ἀτυχία του, ὁ τσεκιστής, ὁ ἄλλοτε τόσο εὐγενικός μαζί μου, ἄρχισε νά μοῦ ρίχνει κλοτσιές στά πόδια, μέ τίς δερμάτινες μπότες του. Λίγο μετά, καθιστός, μέ χαμηλά τό κεφάλι, ἐξαντλημένος ἀπό τίς ἁλυσιδωτές ἀνακρίσεις, εἶδα τρεῖς ἀρχηγούς τσεκιστές ἀπέναντί μου, νά μέ παρατηροῦν. Μέ διαταγή τους, ὁδηγήθηκα στό ὑπόγειο τῆς GPU, μέσα σ’ ἕνα πολύ στενό μπουντρούμι. Οἱ στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς πού μοῦ ἄλλαζαν ροῦχα μέ ρώτησαν ἀπό ποῦ προέρχονταν οἱ πολύ μεγάλες μελανιές στά πόδια. Τούς ἀπάντησα ὅτι ἕνα τσεκιστής μέ εἶχε χτυπήσει. Μέσα στό ὑπόγειο, στό μπουντρούμι, μέ βασάνισαν πολλές μέρες, κάτω ἀπό σκληρές συνθῆκες. Ἔμαθα ἀργότερα ὅτι τά ἀποτελέσματα τῆς πρώτης μου ἀνάκρισης περί κατασκοπείας, πού κοινοποιήθηκε στήν GPU τῆς Μόσχας, θεωρήθηκαν ἀνεπαρκῆ καί ὅτι εἶχε διαταχθεῖ νέα ἔρευνα. Αὐτός, φαινομενικά, ἦταν ὁ λόγος τῆς μακρᾶς μου διαμονῆς μέσα στήν ἐπαρχιακή φυλακή καί τῆς δεύτερης ἁλυσιδωτῆς ἀνάκρισής μου.
Ἡ ἔρευνα αὐτή δέν ἔφερε καλύτερο ἀποτέλεσμα ἀπό τίς ἄλλες, ἀλλά ὡστόσο στάλθηκα ἐξόριστος στή Σιβηρία γιά τρίτη φορά καί γιά τρία χρόνια.
Αὐτή τή φορά μ’ ἔστειλαν ἐκεῖ ὄχι ἀπό τή Μόσχα ἀλλά ἀπό τήν Ἄλμα Ἄτα καί τό Νοβοσιμπίρσκ. Στή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ, μία ὁμάδα ληστῶν, μέ ποταπό τρόπο, μοῦ ἔκλεψε τίς βαλίτσες. Κάτω ἀπό τά βλέμματα ὅλων τῶν κρατουμένων, ἕνας νεαρός λωποδύτης –γιός εἰσαγγελέα ἀπό τό Λένιγκραντ- ἦρθε κι ἔκατσε κοντά μου. Τράβηξε γιά πολύ τήν προσοχή μου ἐνῶ, πίσω ἀπό τήν πλάτη του, ἄλλοι δύο, ἄδειαζαν τή βαλίτσα μου.
Στό Κρασνογιάρσκ, μᾶς κράτησαν λίγο σέ διαμετακομιστική φυλακή, στήν ἄκρη τῆς πόλης. Ἀπό κεῖ, μᾶς ὁδήγησαν στό χωριό Μπολσάγια Μούρτα, 130 βέρστια ἀπό τό Κρασνογιάρσκ. Ἀρχικά ἤμουν πολύ ἄσχημα ἐκεῖ χωρίς σταθερή διαμονή, ἀλλά ἀρκετά γρηγορα μοῦ ἔδωσαν δωμάτιο στό περιφερειακό νοσοκομεῖο. Μοῦ πρόσφεραν δουλειά, μαζί μέ ἕναν γιατρό. Αὐτοί μοῦ εἶπαν ἔπειτα, ὅτι κατά τήν ἄφιξή μου, μετά πολλοῦ καί μεγάλου κόπου μόλις βάδιζα, – τόσο ἀποδυναμωμένος ἤμουν ἀπό τήν πολύ κακή τροφή στή φυλακή τῆς Τασκένδης- καί ὅτι μέ εἶχαν περάσει γιά ἕναν γεροκαχεκτικό. Ὅμως ἀρκετά γρήγορα ἀνέλαβα δυνάμεις καί δραστηριοποιήθηκα πολύ σάν χειρουργός στό νοσοκομεῖο τῆς Μούρτα.
Τό νοσοκομεῖο τῆς Τασκένδης μοῦ ἔστειλε ἀρκετούς φακέλους ἱατρικούς γιά πυώδη τραύματα, πράγμα πού μοῦ ἐπέτρεψε νά συντάξω πολλά κεφάλαια τῶν Δοκιμίων χειρουργικῆς πυοδῶν τραυμάτων.
Ἦταν μεγάλη ἔκπληξη νά προσαχθῶ στή GPU τῆς Μούρτα καί νά ἀκούσω νά μοῦ λένε ὅτι εἶχα ἄδεια νά πάω στό Τόμσκ γιά νά ἐργαστῶν στήν πλούσια βιβλιοθήκη τῆς ἰατρικῆς σχολῆς. Ἴσως ἦταν τό ἀποτέλεσμα μιᾶς αἴτησης πού εἶχα ἀπευθύνει ἀπό τή φυλακή τῆς Τασκένδης στόν στρατάρχη Κλίμεντ Βοροσίλοφ, παρακαλώντας τόν νά μοῦ δώσει τή δυνατότητα νά τελειώσω τό βιβλίο μου, τόσο ἀπαραίτητο στή χειρουργική ἐκστρατείας.
Στό Τόμσκ, ἐγκαταστάθηκα θαυμάσια σ’ ἕνα διαμέρισμα πού ἔθεσε στή διάθεσή μου μιά βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα. Σέ δύο μῆνες, εἶχα τό χρόνο νά διαβάσω ὅλες τίς πρόσφατες ἐκδόσεις πάνω στή χειρουργική πυοδῶν τραυμάτων στά γερμανικά, γαλλικά καί ἀγγλικά καί νά πάρω ἐκτεταμένες σημειώσεις. Γυρνώντας στή Μπολσάγια Μούρτα, μπόρεσα νά βάλω τελεία καί παύλα στή μεγάλη μου πραγματεία.
Ἔφτασε τό καλοκαίρι τοῦ 1941. Οἱ χιτλερικές ὀρδές, ἀφοῦ τέλειωσαν μέ τίς χῶρες τῆς Δύσης, ὅρμησαν στή Σοβιετική Ἕνωση3. Στό τέλος τοῦ Ἰουλίου, ὁ προϊστάμενος χειρουργός τῆς περιοχῆς τοῦ Κρασνογιάρσκ ἀποβιβάστηκε στή Μπολσάγια Μούρτα. Μέ παρακάλεσε νά ξαναπάρω μαζί του τό ἀεροπλάνο γιά τό Κρασνογιάρσκ ὅπου εἶχα διοριστεῖ προϊστάμενος χειρουργός τοῦ νοσοκομείου διακομίσεως τραυματιῶν «15-15», μέσα σ’ ἕνα τεράστιο κτίριο τριῶν ὀρόφων πού φιλοξενοῦσε πρίν ἕνα σχολεῖο. Ἐργάστηκα ἐκεῖ λιγότερο ἀπό δύο χρόνια. Κρατῶ μέσα μου ἀναμνήσεις εὐτυχισμένες καί χαρούμενες.
Οἱ τραυματίες, ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες, μέ ἀγαποῦσαν πολύ. Ὅταν τό πρωί γυρνοῦσα τίς αἴθουσες, οἱ πληγωμένοι μέ ὑποδέχονταν μέ χαρά. Κάποιοι ἀνάμεσά τους, πού τούς εἶχα γιατρέψει ἀπό ἀποτυχημένες ἐγχειρήσεις (πού εἴχαν γίνει) σέ ἄλλα νοσοκομεῖα, μέ χαιρετοῦσαν μέ τεντωμένα τά πόδια, κρεμασμένα πολύ ψηλά.
Κατά τήν ἐπίσκεψή του, ὁ καθηγητής Πριόροφ, ἐπιθεωρητής τῶν νοσοκομείων διακομέσεως τραυματιῶν, δήλωσε ὅτι πουθενά ἀλλοῦ δέν εἶχε παρατηρήσει τόσο λαμπρά ἀποτελέσματα στή θεραπεία μολυσμένων ἀρθρώσεων.
Στό τέλος τοῦ πολέμου, ἔγραψα ἕνα μικρό βιβλίο γιά τίς Ὕστερες ἐκτομές σέ μολυσμένα τραύματα τῶν κυρίων ἀρθρώσεων, τό ὁποῖο παρουσίασα μαζί μέ τά Δοκίμια χειρουργικῆς πυοδῶν τραυμάτων ὡς ὑποψήφια γιά τό βραβεῖο Στάλιν.
Στό τέλος τῆς ἐργασίας μου στό νοσοκομεῖο διακομίσεως τραυματιῶν «15-15», ἔλαβα ἕνα δίπλωμα ἀπό τό στρατιωτικό τομέα τῆς Σιβηρίας πού μέ εὐχαριστοῦσε γιά τίς ὑπηρεσίες μου· στό τέλος τοῦ πολέμου, τιμήθηκα μέ τό μετάλλιο «Γιά γενναία ἐργασία κατά τόν μεγάλο πατριωτικό πόλεμο 1941-1945».
Θεωρώντας τίς ἰατρικές μου ὑπηρεσίες ἰσότιμες μέ τήν ἐπισκοπική μου διακονία, ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπί μητροπολίτου Σεργίου, ἐπιτρόπου τῆς πατριαρχικῆς Ἕδρας, μέ ἀνύψωσε σέ ἀρχιεπίσκοπο.
Στό Κρασνογιάρσκ φρόντιζα τούς τραυματίες καί ὑπηρετοῦσα ὡς ἐπαρχιακός ἐπίσκοπος. Κυριακές καί γιορτές, πήγαινα μακριά ἀπό τήν πόλη, στό κοιμητηριακό παρεκκλήσι, διότι δέν ὑπῆρχε ἄλλη ἀνοιχτή ἐκκλησία. Ἔπρεπε νά βαδίζω σέ τέτοια λάσπη, ὥστε μιά μέρα, στή μέση τῆς διαδρομῆς, ἔπεσα, κόλλησα καί ἔπρεπε νά γυρίσω πίσω.
Μή ἔχοντας κανένα νά μέ βοηθήσει, μέ ἐξαίρεση ἕναν γέροντα ἱερέα, βρισκόμουν σέ ἀδυναμία νά τελέσω ἀρχιερατική Λειτουργία περιορίστηκα λοιπόν σέ ἐπιμελημένο κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Μετά τό τέλος τῆς ἐξορίας μου, τό 1943, ἐπέστρεψα στή Μόσχα. Διορίστηκα στό Ταμπόφ. Σ’ αὐτή τή περιφέρεια, ὑπῆρχαν πρίν τήν ἐπανάσταση ἑκατόν δέκα ναοί· ὅταν ἔφτασα ἐδῶ, δέ βρῆκα παρά μόνο δύο: ἕναν στό Ταμπόφ καί ἕναν στόν Μιτσουρίνσκ. Καθώς εἶχα χρόνο ἐλεύθερο στή διάθεσή μου, διακονοῦσα στήν ἐκκλησία καί ἐργαζόμουν ταυτόχρονα στά νοσοκομεῖα τοῦ Ταμπόφ στήν ὑπηρεσία τῶν τραυματιῶν, γιά δύο χρόνια.
Τό 1946 μέ βράβευσαν μέ τό βραβεῖο Στάλιν πρώτης κατηγορίας γιά τά Δοκίμια χειρουργικῆς πυοδῶν τραυμάτων τῶν κυρίων ἀρθρώσεων.
Τό Μάϊο τοῦ 1946, μεταφέρθηκα στήν ἀρχιεπισκοπική ἕδρα τῆς Συμφερουπόλεως καί τῆς Κριμαίας. Ἡ φοιτητική νεολαία ἦρθε νά μέ ὑποδεχτεῖ στόν σταθμό μέ λουλούδια, ἀλλά ἔφτασα ἀεροπορικῶς. Ἦταν 26 Μαΐου 1946.

———————————————————–
1.Ὁ Νικολάι Ἰβάνοβιτς Γιέζοφ ἦταν ὁ ἀρχηγός τῆς μυστικῆς ἀστυνομίας τά πιό σκληρά χρόνια (1937-1939) τῆς σταλινικῆς τρομοκρατίας ἐνάντια στήν Ἐκκλησία.
2.Γένος δικοτυλήδονων φυτῶν μέ σαράντα περίπου εἴδη. Πολυτελής πόα μέ χαμηλό καί πολύκλαδο βλαστό. Ἀπαντάει στή μεσογειακή Ἀφρική, τήν Καλιφόρνια καί τή Χιλή. (Σ.τ. Μ.).
3. Στίς 22 Ἰουλίου 1941, 4 ἡ ὥρα τό πρωί, τά χιτλερικά στρατεύματα παραβίασαν τή σοβιετική μεθόριο, ἀρχίζοντας μία εἰσβολή πού ἐπρόκειτο νά τούς φέρει 9 χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τή Μόσχα, γύρω ἀπό τό Λένιγκραντ, στήν Οὐκρανία, τόν Καύκασο. Ὁ πόλεμος θά ἄφηνε πίσω του εἴκοσι ἑκατομμύρια νεκρούς στήν ΕΣΣΔ.

Ἐπιλογικό σημείωμα

Ἐδῶ σταματοῦσαν οἱ ἀναμνήσεις πού ὁ ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς, ὄντας τελείως τυφλός, ὑπαγόρευσε τό 1958 στή Συμφερούπολη, στή γραμματέα του Ἕλαν Πάβλοβα Λάικφελντ. Ὁ ἀρχιεπίσκοπός Λουκᾶς ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω στίς 11 Ἰουνίου 1961. Ἀναπαύεται στόν καθεδρικό ναό τῆς Συμφερούπολης, ὅπου ἀρχιεπισκόπευσε δεκαπέντε χρόνια.
Ἡ κηδεία του, πρός ζημίαν τῆς κομμουνιστικῆς ἐξουσίας, κινητοποίησε ὅλη τήν πόλη τῆς Συμφερούπολης πού ἦρθε ν’ ἀποχαιρετήσει τόν ἀρχιεπίσκοπό της.
Ἡ οὐκρανική Ἐκκλησία ἀποφάσισε νά τόν ἁγιοποιήσει ὡς τοπικό ἅγιο τῆς περιφέρειας τῆς Κριμαίας στίς 22 Νοεμβριου 1995. Ὁ Σεβασμιώτατος Λουκᾶς ἁγιοποιήθηκε ἀπό τήν ὁλομέλεια τῆς συνόδου τῆς ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πού συγκλήθηκε ἀπό 13ης ἕως 16ης Αὐγούστου 2000.
Ὅσιε πάτερ Λουκᾶ, πρέσβευε ὑπερ ἡμῶν!

Από το βιβλίο: Ταξιδεύοντας μέσα στον πόνο: Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, του Αγίου Λουκά (Αρχιεπ. Συμφερουπόλεως και Κριμαίας).
Εκδότης «ΕΝ ΠΛΩ». Ιούλιος 2021. Επιμέλεια, ΜΠΟΥΓΑ ΣΟΦΙΑ

Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.