Κυριακή Μετά την Ύψωσιν: μνήμη των Αγίων Β’ και ΣΤ’ Οικουμενικών Συνόδων, ιστορικό, Ακολουθία.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ (Κυριακῇ μετὰ τὴν Ὕψωσιν), τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει δευτέραν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐορτάζομεν, τῶν ἁγίων ἑκατὸν πεντήκοντα Πατέρων, καὶ τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἕκτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, τῶν ἁγίων ἑκατὸν ἐβδομήκοντα Πατέρων.

Πόλου νοητοῦ ἀστέρες σελασφόροι,
Ἀκτῖσιν ὑμῶν φωτίσατε τὰς φρένας.

Η ΑΓΙΑ Β’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Η Αγία Β’ Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη το 381 στην Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη υπὸ του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου, μετά από προτροπή του Μελετίου Αντιοχείας το 381.

Μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, ανεφάνησαν στην Εκκλησία και νέοι αιρετικοί, όπως οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί, υπό τον αιρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οι Ημιαρειανοί, ο Απολινάριος Λαοδικείας, ο Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ο Μάρκελλος Αγκύρας, ο Φωτεινός Σιρμίου, ο Ευνόμιος Κυζίκου με το διδάσκαλό του Αέτιο, ο Ευδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ο Παύλος Σαμοσατεύς και άλλοι που προσείλκυαν πολλούς οπαδούς.

Το χριστολογικό ζήτημα τέθηκε εξ αιτίας της αιρέσεως του Απολιναρίου Λαοδικείας. Ο Απολινάριος, όπως και η λεγόμενη Αλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως την ενότητα στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, συχνά εις βάρος της πληρότητας του ανθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, ο οποίος είναι τέλειος Θεός και κατά την Ενανθρώπιση έλαβε μόνο σάρκα («Θεός σαρκοφόρος»), δηλαδή ανθρώπινο σώμα και άλογη ψυχή, όχι όμως και ανθρώπινο νου, γιατί αυτό θα σήμαινε την τελειότητα (ακεραιότητα) της ανθρώπινης φύσεως. Ο Απολινάριος θεωρούσε πως ο Χριστός για την σωτηρία του ανθρώπου είναι ανάγκη να είναι τέλειος Θεός. Για να είναι λοιπόν δυνατή η πλήρης ένωση στον Ένα Χριστό, δίδασκε ότι ο Λόγος του Θεού δεν έλαβε κατά την Ενανθρώπιση τέλεια ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο το ανθρώπινο σώμα εμψυχωμένο με ζωική (άλογη) ψυχή και όχι ανθρώπινο νου. Προτιμούσε να χρησιμοποιεί τον όρο «σαρξ», όχι όμως με την βιβλική του σημασία.

Επέμενε στη στενή ένωση Θεού και ανθρώπου στον Χριστό, αλλά η ανθρώπινη φύση Του δεν ήταν πλήρης. Την ένωση Λόγου και σαρκός σε μία φύση την χαρακτήριζε «ένωσιν ουσιώδη», «ένωσιν σύνθετον» και «ένωσιν φυσικήν». Η «κολοβωμένη» ανθρώπινη φύση μετά την ένωση πρέπει να θεωρηθεί ότι απορροφήθηκε και χάθηκε μέσα πιο κόλπους του Λόγου, έτσι ώστε ο Χριστός να μην είναι τέλειος άνθρωπος, αλλά μόνο τέλειος Θεός.

Οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί αρνούνταν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, θεωρώντας αυτό «κτίσμα και όχι Θεό, ούτε ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό». Κατά τον Μέγα Βασίλειο οι Πνευματομάχοι θεωρούνταν όχι μόνο ότι θεομαχούσαν κατά του Θεού και του Υιού και ότι χριστομαχούσαν, αλλά και ότι πνευματομαχούσαν.

Στη διδασκαλία του Απολιναρίου και του Μακεδονίου αντέδρασαν από πολύ νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας και τον καταδίκασαν πολλές φορές. Η οριστική όμως καταδίκη της αιρετικής τους κακοδοξίας έγινε από τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 381.

Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε από τον Μάιο μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 381 στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, προς επίλυση θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων. Οι εκατόν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, που συμμετείχαν σε αυτήν, προέρχονταν από περιοχές, οι οποίες πολιτικά υπάγονταν στη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα που τους συγκάλεσε. Επρόκειτο δηλαδή περί Μεγάλης Συνόδου των Επισκόπων του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, η δε αναγνώρισή της ως της Β’ Οικουμενικής έγινε από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα το 451, η οποία και αποδέχθηκε το Σύμβολον αυτής ως ισοδύναμο και ισόκυρο με αυτό της Νικαίας.

Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος απέκτησε μεγάλη σημασία για τον Χριστιανισμό, προ πάντων διότι συμπλήρωσε το ιερό Σύμβολον της Πίστεως, αφού δογμάτισε ιδίως την Πνευματολογία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ως και άλλα άρθρα της πίστεως, και έτσι αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέγα σταθμό ιδίως στο δογματικό καθορισμό της αρχαίας Εκκλησίας. Η σπουδαιότητα της παρούσης Συνόδου και του Συμβόλου αυτής έγκειται κυρίως στην ολοκλήρωση της διατυπώσεως του Τριαδικού δόγματος, δια της διακηρύξεως της Θεότητος και της «ἐκ τοῦ Πατρὸς» εκπορεύσεως του Πνεύματος, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραθεωρείται η σημασία της διδασκαλίας αυτής περί Εκκλησίας, βαπτίσματος, αναστάσεως νεκρών και ζωής αιωνίου.

Αυτή κατά πρώτο και κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα και ακριβέστερα το ιερό Σύμβολον της Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, το «Πιστεύω», επειδή τα μεν επτά πρώτα άρθρα συντάχθηκαν υπό της Α’ Οικουμενικής Συνόδου το 325, εναντίον της μεγάλης αιρέσεως του Αρειανισμού, που συντάραξε επί μακρόν την Εκκλησία, και η οποία αίρεση αρνιόταν τη Θεότητα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τα δε πέντε τελευταία από τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο, εναντίον της Πνευματομαχίας που αρνιόταν τη Θεότητα του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και των άλλων ως άνω αιρέσεων. το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως, το «Πιστεύω», απαγγέλεται και καθομολογείται από όλους τους Χριστιανούς ως ομολογία πίστεως, ως βαπτιστήριο και ως λειτουργικό κείμενο στη θεία λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία αναγνωρίζει και τιμά αυτό ως έργο των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων.

Εκείνο το οποίο υπογραμμίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στη Σύνοδο είναι ότι ο Ίδιος ο Κύριος επισυνάπτει το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό, δεδομένου ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της θείας φύσεως και είναι ζωοποιόν, άγιον, αΐδιον, σοφόν, ευθές, ηγεμονικόν. Αυτή η κοινότητα των Ονομάτων αποδεικνύει ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει στην ενέργεια μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Η ταυτότητα δε της ενέργειας αποδεικνύει το ηνωμένον της φύσεως. Ουδείς επομένως πρέπει να αρνηθεί την μία Θεότητα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Γι’ αυτό ο ιερός Πατέρας αναγράφει ότι «μία ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἡ διὰ τῆς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μὲν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη».

Στην ερώτηση των Πνευματομάχων πως είναι δυνατόν το Πνεύμα να είναι ισότιμο προς τον Πατέρα και τον Υιό, εφ’ όσον ο Πατέρας μεν είναι Δημιουργός, δι’ Υιού δε τα πάντα εδημιουργήθησαν, απαντά ότι πάντα εκτίσθησαν εν Αγίω Πνεύματι και εξαίρει το συναΐδιον και αχώριστον των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος και υπογραμμίζει ότι εκτός της κατά τάξιν και υπόστασιν διαφοράς «ἐν οὐδενὶ τὸ παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».

***

Η ΕΚΤΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Στις 14-ις Σεπτεμβρίου, ανήμερα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, η Εκκλησία μας εορτάζει και την μνήμη των Αγίων Πατέρων της Αγίας και Μεγάλης Έκτης Οικουμενικής Συνόδου.

Η Αγία Έκτη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη το έτος 680 μ.Χ. (Νοέμβριο) στο Παλάτι του Τρούλλου στην Κωνσταντινούπολι, υπήρξε η κατάληξι πεντηκονταετών θεολογικών και εκκλησιαστικών ερίδων (7ος αι.) περί το θέμα αν ο Θεάνθρωπος Χριστός, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, σε μία Υπόστασι (ένα πρόσωπο), έχει δύο ενέργειες και θελήσεις η μία. Η Σύνοδος των Αγίων Πατέρων κατεδίκασε τη χριστολογία των μονοθελητών, όσων δηλ. υπεστήριζαν, ότι ο Χριστός έχει μόνον μία θέλησι και ενέργεια, διότι αυτή η χριστολογία δεν ήταν παρά «μεταμφιεσμένη» επανεμφάνισι της ήδη απερριμμένης και καταδικασμένης αιρέσεως του μονοφυσιτισμού (στην Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, 451 μ.Χ.).

Η Έκτη Σύνοδος ουσιαστικώς δικαίωσε τη χριστολογία και τους αγώνες των Αγίων Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων και Μαξίμου του Ομολογητού κατά της αιρέσεως του μονοθελητισμού και εδογμάτισε, ότι επειδή ο Χριστός έχει τέλειες τις δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, έχει και δύο φυσικές θελήσεις και δύο ενέργειες (θεία και ανθρώπινη), όπως προκύπτει και από τις ίδιες τις Ευαγγελικές διηγήσεις.

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662), πρώτα Ηγούμενος της Μονής Χρυσουπόλεως κοντά στην Κωνσταντινούπολι, αγωνίσθηκε για πολλά χρόνια χωρίς «ανώτερη» εκκλησιαστική υποστήριξι, ενώ τα Πατριαρχεία της Ανατολής και η Ρώμη είχαν αποδεχθή την αίρεσι κάτω από επίδρασι του μονοθελήτου Αυτοκράτορος Κώνσταντος Β΄ (641-668). Ο Άγιος Μάξιμος περιήλθε γη και θάλασσα από την ΚΠολη μέχρι τη Ρώμη, όπου και βοήθησε στη Σύνοδο του Λατερανού (649 μ.Χ.) κατά του μονοθελητισμού, υπό τον ορθόδοξο Πάπα Μαρτίνο (649-655). Ο Άγιος Μάξιμος συνελήφθη και απέθανε στην εξορία στη Λαζική. Όταν σε ανάκρισι ο αιρετικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πέτρος του είπε να ενωθή με την καθολική (παγκόσμια) εκκλησία που είχε δεχθή την αίρεσι, ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Ο Θεός των όλων (Χριστός), μακαρίζοντας τον Πέτρο για όσα είπε, ομολογώντας Αυτόν καλώς, είπε ότι Καθολική Εκκλησία είναι η ορθή και σωτήριος ομολογία της πίστεως σ’ Αυτόν» (και όχι η ενότητα μέσα στην αίρεσι, μέσα στην ψευδή πίστι).

Οι αντίπαλοι της Ορθοδοξίας, αιρετικοί Πατριάρχαι ΚΠόλεως Σέργιος (610-638), Πύρρος (638-641, 654), Παύλος Β΄ (641-653) και Πέτρος (654-666), οι αιρετικοί Πατριάρχαι Αντιοχείας Μακάριος (650-585) και Αλεξανδρείας Κύρος (630-642), ο αιρετικός Πάπας Ρώμης Ονώριος (625-638) και οι Στέφανος, Πολυχρόνιος και Κωνσταντίνος αναθεματίσθηκαν από την Αγία ΣΤ΄ Σύνοδο.

Ο καταδικασμένος ως αιρετικός Πατριάρχης Σέργιος ήταν αυτός που πρωτύτερα, περιφέροντας την εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου γύρω από τα τείχη της Πόλεως, την είχε διασώσει από τους Αβάρους και Πέρσες, ενώ ο Αυτοκράτωρ Ηράκλειος ευρισκόταν σε εκστρατεία στην Περσία (626). Στην περίστασι αυτή συνετέθη και ο Ακάθιστος Ύμνος (οι Χαιρετισμοί) στη Θεοτόκο.

Ο Άγιος Μάξιμος, ένας εναντίον όλης της «επισήμου Εκκλησίας», υπήρξε κατά τη μαρτυρία των ιστορικών «μέγιστος θεολόγος, ο οποίος εσφράγισε με το αγωνιστικό του σθένος και την πλούσια συγγραφική του προσφορά τη θεολογική αναίρεση της μονοθελητικής αιρέσεως»· επίσης, «είναι δύσκολον να ευρεθή άλλος θεολόγος ο οποίος να επηρέασε περισσότερον την πορείαν της ελληνικής ορθοδόξου θεολογίας από αυτόν».

Σήμερα ο μονοθελητισμός και ο μονοενεργητισμός αποτελούν συστατικά της χριστολογίας των «μετριοπαθών» (σεβηριανών) μονοφυσιτών, δηλ. των μονοφυσιτών Κοπτών (της Αιγύπτου), των Αρμενίων, των Αιθιόπων, των Συροϊακωβιτών και των Ινδών του Μαλαμπάρ.

Η διακήρυξι του δόγματος περί δύο φυσικών θελήσεων και ενεργειών στο Χριστό από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ελέγχει επίσης και τους αιρετικούς Λατίνους (την παπική-ρωμαιοκαθολική «εκκλησία»), οι οποίοι μερικούς αιώνες αργότερα δια του στόματος των σχολαστικών τους μεσαιωνικών θεολόγων και κυρίως τον 14ον αι. δια των αντι-παλαμικών και αντι-ησυχαστών φιλοσόφων στην Ανατολή, αρνήθηκαν τη διάκρισι φύσεως και φυσικής ενεργείας στο Θεό, αντίθετα με τους Αγίους Πατέρες της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου και σύνολη την εκκλησιαστική διδασκαλία.

Η καταδίκη του Πάπα Ονωρίου από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, τρανώς αποδεικνύει ότι είναι εκκλησιολογικά ψευδής και απαράδεκτος ο θεολογικός μύθος των παπικών περί «αλαθήτου» του Πάπα.

Το νομοθετικό έργο (την έκδοσι ιερών Κανόνων) της ΣΤ’, καθώς και της προηγηθείσης Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου (553 μ.Χ.) συμπλήρωσε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (ΚΠολι, 691 μ.Χ.).

*Στο Τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης η μνήμη της Συνόδου ετελείτο μαζί με την μνήμη της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (τιμάται 14 Σεπτεμβρίου). Ως εισηγητής της διπλής αυτής εορτής και ποιητής της Ακολουθίας θεωρείται ο Συμεών Θεσσαλονίκης.

Κυριακή μετά την Ύψωσιν του τιμίου Σταυρού: Ακολουθία εις τιμήν και μνήμην των Αγίων Β’ και ΣΤ’ Οικουμενικών Συνόδων – Οσίου Συμεών Θεσσαλονίκης.zip

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.