Η ζωή και η δράση του Μεγάλου Κωνσταντίνου: Πορεία προς την μονοκρατορία (Α’) – Σαράντου Καργάκου.

Η ανακήρυξη του Κωνσταντίνου (ως ηγέτου της Γαλατίας) έγινε χωρίς τους νόμιμους τύπους, αλλά κατά τον τύπο των βαρβάρων στρατιωτών που αποτελούσαν τότε τον κορμό του κατ’ όνομα ρωμαϊκού στρατού. Τον ανέβασαν σε μία ασπίδα και τον περιέφεραν με αλαλαγμό (tulmutus) σε όλο το στρατόπεδο. Αυτό έγινε στις 25 Ιουλίου του 306, όταν ο Κωνσταντίνος ήταν 26 ετών, αν είχε γεννηθεί το 280. Φρονώ ότι ήταν ακόμη μεγαλύτερος, πιθανότερη χρονολογία γεννήσεως φαίνεται το 274, το οποίο προκρίνει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος(*5). Που σημαίνει ότι ανήλθε στο θρόνο σε μία ηλικία κατά την οποία ο άλλος μεγάλος της ιστορίας, ο Αλέξανδρος, βρισκόταν στο σύνορο του θανάτου.

Ο Κωνσταντίνος, συνετά φερόμενος, δεν κυριεύθηκε από ματαιοδοξία. Ανακοίνωσε την εκλογή του στο Γαλέριο και ζήτησε από αυτόν την επικύρωσή της. Ο Γαλέριος, volens-nolens, (=ο εκών ακών) αναγνώρισε τον Κωνσταντίνο μόνο στον τίτλο του καίσαρος και όχι του Αυγούστου και απένειμε τον τίτλο αυτό στον Σεβήρο, ο οποίος προσέθεσε στις υπάρχουσες κτίσεις του την Ιταλία, την Αφρική και την Ισπανία. Ήταν ο ισχυρός της στιγμής. Μετά την παραίτηση του Μαξιμιανού έμενε κενή μία θέση καίσαρος, την οποίο ο Γαλέριος δεν θέλησε να προσφέρει στον Μαξέντιο (γυιό του Μαξιμιανού), ο οποίος, κατά την μαρτυρία των τότε χρονογράφων, διήγε ακόλαστο βίο. Άφησε, λοιπόν, τις κτίσεις της Δύσης στο Σεβήρο.

Αλλά ο λαός της Ρώμης, που είχε μεταβληθεί από κυρίαρχος σε απλό παρακολουθητή των εξελίξεων, αφού τα κέντρα εξουσίας βρίσκονταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την αιώνια πόλη, αποφάσισε να εξεγερθεί και να ανεβάσει στον θρόνο τον Μαξέντιο, ο οποίος ζήτησε τη συνδρομή του πατέρα του, που είχε παραιτηθεί παρά τη θέλησή του από τη θέση του Αυγούστου. Και οι δύο ανακηρύχθηκαν από τη Σύγκλητο, το λαό και τους πραιτοριανούς αυτοκράτορες και με την ιδιότητα αυτή συνέλαβαν τον Σέβηρο και τον εκτέλεσαν (307). Ο Γαλέριος αποφάσισε να κάνει εκστρατεία κατά της Ιταλίας, αλλά φοβήθηκε και αποσύρθηκε στις ασφαλείς τότε περιοχείς του Δουνάβεως. Αλλά για να δημιουργήσει προβλήματα στους δύο-κατ’ αυτόν- σφετεριστές, ανακήρυξε Αύγουστο το 308 στη θέση του Μαξιμιανού τον φίλο και συμπολεμιστή του Λικίνιο.

Εν τω μεταξύ ο Μαξιμιανός, που κυβερνούσε ως καίσαρας την Αίγυπτο και τη Συρία, απαίτησε και αυτός από τον Γαλέριο τον τίτλου του Αυγούστου. Ο Γαλέριος ενέδωσε, αλλά την ίδια στιγμή ο στρατός της Αφρικής είχε δώσει τον θρόνο σ’ έναν Αλέξανδρο, στρατηγό του Μαξεντίου. Έτσι η Αυτοκρατορία παρουσίαζε το τραγικό θέαμα να κυβερνάται το 308 από επτά αλληλουποβλεπόμενα πρόσωπα. Τον Γαλέριο, τον Μαξιμιανό, τον Μαξέντιο, τον Μαξιμίνο, τον Κωνσταντίνο, τον Λικίνιο και τον Αλέξανδρο. Ουσιαστικά επρόκειτο για δύο αντιμαχόμενα κράτη: την Ανατολή, στην οποία «ψιλώ ονόματι» Αύγουστος ήταν ο Γαλέριος, προς τον οποίο ο Λικίνιος και ο Μαξιμίνος έδειχναν υποκριτική υπακοή και το ίδιο έπρατταν στη Δύση ο Κωνσταντίνος και ο Μαξέντιος έναντι του τυπικά Αυγούστου Μαξιμιανού. Ο θάνατος των δύο Αυγούστων, Γαλερίου και Μαξιμιανού, αντί να πραΰνει την κατάσταση, την όξυνε, διότι φούντωσαν νέες φιλοδοξίες στις ψυχές των διαδόχων, για το ποιος θα φορέσει την αυτοκρατορική πορφύρα.

Έτσι ξέσπασε ένας ενδοδυναστικός πόλεμος που κράτησε 17 χρόνια, από το 307 ως το 323, και ο οποίος συγκλόνισε την Αυτοκρατορία. Κι αυτή, για να θεραπεύσει τις ουλές της από την πολυαρχία, επανήλθε χάρη στον Κωνσταντίνο στη μονοκρατορία.

———————-

(*5) : Αναφέρεται επίσης και ως χρονολογία γεννήσεως το 288 (άποψη του Γερμανού ιστορικού Otto Seek)αλλά το έτος αυτό δεν φαίνεται πιθανό. Διότι αν δεχθούμε αυτό, πρέπει να υποθέσουμε ότι η στρατιωτική δράση του Κωνσταντίνου άρχισε από τα παιδικά του χρόνια, αφού το 306 θα ήταν μόλις 18 ετών.

Κωνσταντίνος και Μαξιμιανός- Φαύστα

Προτού όμως εμπλακούμε στους μαιάνδρους του εμφυλίου πολέμου, είναι σκόπιμο να εξετάσουμε τη δράση του Κωνσταντίνου στην επικράτειά του, για να έχουμε μία σφαιρική εικόνα της δράσης του και των πολιτικο-στρατιωτικών ικανοτήτων του. Εν πρώτοις, κατέπνιξε τα κινήματα των Αλαμαννών και των Φράγκων, που επωφελήθηκαν από τον θάνατο του πατέρα του και εξεγέρθηκαν. Οι αρχηγοί τους αιχμαλωτίστηκαν και εκτελέστηκαν. Ακολούθως, ενίσχυσε τον στόλο του Ρήνου και κατασκεύασε την περίφημη γέφυρα της Κολωνίας(*1). Αλλ’ ενώ ο Κωνσταντίνος σημείωνε τόσες επιτυχίες στον στρατιωτικό τομέα, στο συζυγικό του βίο υπήρξε ατυχής, διότι ανακάτεψε το συναίσθημα με την πολιτική. Για να ισχυροποιήσει, όπως νόμιζε, τη θέση του, νυμφεύθηκε την Φαύστα, θυγατέρα του Μαξιμιανού και αδερφή του Μαξιμιανού. Αλλ’ αυτό περιέπλεξε τις ενδοδυναστικές διαμάχες.

Διότι ο Μαξιμιανός, μετά ην τέλεση του γάμου, αφού επέστρεψε στη Ρώμη, θέλησε να αφαιρέσει την πορφύρα από τον γυιό του Μαξέντιο και να μείνει μόνος αυτός Αύγουστος με την στήριξη του γαμπρού του. Αλλ’ οι πραιτοριανοί αντέδρασαν και τότε ο γερασμένος Μαξιμιανός κατέφυγε στην Ιλλυρία. Διώχθηκε όμως από εκεί από τον Γαλέριο, που φοβόταν την ροπή του Μαξιμιανού προς τη συνωμοσία.

Ύστερα από αυτό ο Μαξιμιανός κατέφυγε στον Κωνσταντίνο, που του συμπεριφέρθηκε με φιλοφροσύνη, τον φιλοξένησε στο παλάτι του αλλά δεν δεσμεύθηκε με την υποχρέωση να τον αποκαταστήσει στο αξίωμά του. Ο Μαξιμιανός δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να οργανώσει τη δολοφονία του γαμπρού του, πιστεύοντας πως στην πράξη αυτή θα έχει συνεργό τη κόρη του. Για ένα διάστημα προσποιήθηκε προσήνεια αλλά κρυφά βυσσοδομούσε μέχρι να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, ώστε να πλήξει δολίως τον ανυποψίαστο γαμπρό του. Την ευκαιρία προσέφερε νέα προέλαση Αλαμαννών και Φράγκων προς τον Ρήνο. Ο Κωνσταντίνος έσπευσε και τους διασκόρπισε, αλλά κατά την απουσία του ο Μαξιμιανός διέσπειρε τη φήμη πως ο γαμπρός του σκοτώθηκε και άρχισε τη διανομή χρημάτων σε φρουρές για να τις προσελκύσει. Οι στρατιώτες, όμως, πιστοί στον Κωνσταντίνο, αρνήθηκαν να τον υπηρετήσουν. Δεν εδίστασε, μάλιστα, να συμφιλιωθεί με τον γυιό του Μαξέντιο και να τον καλέσει να εισβάλει στη Γαλατία.

Ο Κωνσταντίνος, πληγωμένος από το βαθύ τραύμα της προδοσίας, σπεύδει και πολιορκεί τον Μαξιμιανό, ο οποίος είχε κλειστεί στο φρούριο της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος ήθελε να προλάβει τις εξελίξεις προτού εισβάλει στη Γαλατία ο Μαξέντιος με στρατό προερχόμενο από την ίδια επαρχία. Οι στρατιώτες, όμως, της Μασσαλίας δεν είχαν καμία διάθεση να πολεμήσουν για τον Μαξιμιανό και τον παρέδωσαν στον Κωνσταντίνο, ο οποίος και πάλι του φέρθηκε μεγαλόψυχα και τον δέχτηκε στο παλάτι, όπου κάποιος άρχισε πάλι νέο γύρω συνομωσίας με όργανο τούτη τη φορά την κόρη του Φαύστα, την οποία προσπάθησε να πείσει να δολοφονήσει τον σύζυγό της. Η νεαρή κόρη δέχτηκε έτσι από τον γονιό της ότι για την άσκηση πολιτικής δεν πρέπει να μπαίνει εμπόδιο η ηθική. Ούτε το συναίσθημα. Εκείνη τη στιγμή όμως το συμφέρον της Φαύστας ήταν να παρασταθεί στον πανίσχυρο και ευσταθή σύζυγό της. Από τον πατέρα της διδάχθηκε την τεχνική της δολοπλοκίας την οποία εφάρμοσε εναντίον του.

Προσποιήθηκε ότι δέχεται τις εισηγήσεις του και σκηνοθέτησε μία πράξη δολοφονίας, ώστε να φανεί και να συλληφθεί ο Μαξιμιανός ως αρχιτέκτονας του εγχειρήματος. Κατόπιν τούτο ο πρώην Αύγουστος υποχρεώθηκε σε αυτοκτονία, χωρίς να αποκλείεται και η εκτέλεσή του.

———————–
(*1): Η γέφυρα αυτή υπεράσπιζε ένα ρωμαϊκό προγεφύρωμα που υπήρχε στη δεξιά όχθη του Ρήνου και έφερε την ονομασία του Divitia (=ευκαρπία). Τα ερείπια της πόλης ανιχνεύτηκαν, καθώς και όλο το ρυμοτομικό σχέδιό της στη νεότερη γερμανική πόλη Ντόυτς, που μάλλον είναι παραφθορά της λατινικής ονομασίας. Δυστυχώς, το σχέδιο αυτό που ανακαλύφθηκε κατά τις εκσκαφές του σιδηροδρομικού σταθμού, έχει πλέον καλυφθεί από τις εγκαταστάσεις του σιδηροδρομικού σταθμού. Ήταν ένας τετράγωνος χώρος που κάθε πλευρά είχε μήκος 159 μέτρα. Για την υπεράσπιση υπήρχε τείχος που προστατευόταν από 14 πύργους. Μέχρι τον 16ο αι. υπήρχε επιγραφή στην οποία αναφερόταν ότι το φρούριο αυτό «κατασκευάστηκε παρουσία του μεγαλειοτάτου, ευσεβεστάτου, παμμακαρίστου, αήττητου και σεπτού αυτοκράτορα Κωμσταντίνου από τους στρατιώτες της 22ης λεγεώνας». Σήμερα η επιγραφή αυτή έχει χαθεί.

Νέες περιπλοκές

Ο θάνατος του Μαξιμιανού επισυνέβη το 310. Το επόμενο έτος 311 πέθανε και ο Γαλέριος, οπότε ο Μαξιμίνος ο λεγόμενος Δαίας έλαβε αυτός τον τίτλο του Αυγούστου, μετέφερε την αυλή του στη Νικομήδεια και διεκδίκησε όλες τις κτίσεις του Γαλερίου στην Ασία. Αλλά το Ιλλυρικόν και η χερσόνησος του Αίμου έμεναν στην κυριαρχία του Λικινίου. Την ίδια χρονιά (311) ο Αλέξανδρος, πολεμώντας εναντίον στρατού που είχε στείλει κατ’ αυτού ο Μαξέντιος, έχασε και την εξουσία και την ζωή του. Έτσι η Αυτοκρατορία επανήλθε στο καθεστώς της Τετραρχίας: δύο άρχοντες, Κωνσταντίνος και Μαξέντιος στη Δύση, Λικίνιος και Μαξιμίνος στην Ανατολή.

Ο Κωνσταντίνος στο διάστημα αυτό έδειξε ικανότητες μεγάλου ηγέτη. Άπλωσε την εξουσία του σε Βρετανία, Γαλατία και Ισπανία και εγκατέστησε το παλάτι του στην Αρελάτη(*1) (Arles), πόλη στο δέλτα του Ροδανού. Οι αίθουσες του παλατιού ήσαν θολωτές και είχαν κοσμήσει με σπουδαία έργα τέχνης. Όλη μάλιστα η πόλη έγινε ένα τεράστιο εργαστήριο γλυπτικής. Ανακούφισε τους κατοίκους της επικρατείας του από τα φορολογικά βάρη, που λόγω των αλλεπάλληλων εσωτερικών πολέμων είχαν διογκωθεί. Φρόντισε επίσης για τη γεωργία και για τα γράμματα.

Αλλά ο νέος «εμφύλιος» πόλεμος δεν άργησε να ξεσπάσει. Στην Ανατολή διεκδικούσε την πρωτοκαθεδρία ο Μαξιμίνος και στην Δύση ο Μαξέντιος. Οι δύο άρχοντες συνέπηξαν άξονα στον οποίο υποχρεώθηκαν να απαντήσουν με δικό τους άξονα ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος. Για την ισχυροποίηση του άξονα αυτού ο Κωνσταντίνος έδωσε ως σύζυγο την αδερφή του στον Λικίνιο, ο οποίος, λόγω της επιρροής που ασκούσαν οι μάντεις πάνω σε αυτόν, πίστευε πως σαν διάδοχος των παλαιών αυτοκρατόρων(*2), δικαιούται να διεκδικήσει την μονοκρατορία.

Η έναρξη των συγκρούσεων έγινε στη Δύση. Ο Μαξέντιος, με την ακόλαστη ζωή του, έκανε ακόμη και τον προ πολλού διεφθαρμένο λαό της Ρώμης να απαυδήσει. Θέλοντας να έχει αυτός μόνον την εξουσία στην Δύση, παρουσιάστηκε ως εκδικητής του πατερά του και διέταξε την καταστροφή όλων των αγαλμάτων του Κωνσταντίνου. Παράλληλα, ο Μαξέντιος, χωρίς να τηρεί τους κανόνες ασφαλείας, άρχισε να συγκεντρώνει στρατό για να εισβάλει στα εδάφη της Γαλατίας. Αλλά ο Κωνσταντίνος τον αιφνιδίασε. Οι στρατιώτες του, Γερμανοί, Ίβηρες και Βρετανοί, απόλυτα αφοσιωμένοι στο πρόσωπό του, διότι χάρη σ’ αυτόν είχαν σημειώσει πολλές νίκες, προχώρησαν προς την Ιταλία. Από όσα γράφουν οι ιστορικοί της εποχής, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τον Κωνσταντίνο συνόδευαν 90.000 πεζοί και 8.000 ιππείς, ενώ ο Μαξέντιος διέθετε 170.000 πεζούς και 18.000 ιππείς.

Νεότεροι ιστορικοί περιορίζουν σε χαμηλότερο επίπεδο τις δυνάμεις του Κωνσταντίνου (περί τις 40.000) και στο διπλάσιο τις δυνάμεις του Μαξεντίου, μόνο που αυτός, μη γνωρίζοντας σε ποιο σημείο θα εμφανιστεί ο Κωνσταντίνος, είχε διασπείρει τις δυνάμεις του σε πολλά σημεία του Βορρά.

Ο Κωνσταντίνος κατά μήνα Σεπτέμβριο περνά τις Άλπεις, νικά τις εκεί αναμένουσες αντίπαλες δυνάμεις και καταλαμβάνει το Τουρίνο και τα Μεδιόλανα. Οι κάτοικοι της προς Β. του Πάδου περιοχής αναγνωρίζουν την δική του εξουσία και τον στηρίζουν με κάθε τρόπο και με συνέπεια στη συνέχεια της εκστρατείας. Δυσκολεύτηκε να γίνει κύριος της Βερόνας και να νικήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις της βενετικής επαρχίας, αλλ’ όταν τελικά έγινε κυρίως της Ακυληίας (*3) και της Μοδένας ολόκληρη η λοιπή Ιταλία ήταν ανοιχτλη στο πέρασμά του μέχρι που έφτασε στα πρόθυρα της Ρώμης. Εδώ τον ανέμενε ο Μαξέντιος με πολυπληθές στράτευμα, το όποιο ο Ζώσιμος υπολογίζει σε 188.000 άνδρες. Υποθέτω πως ο εθνικός ιστορικός υπολογίζει το σύνολο του στρατού του Μαξεντίου και όχι την δύναμη που παρατάχθηκε εναντίον του Κωνσταντίνου, η οποία πάντως ήταν κατά πολύ μικρότερη.

Η μάχη που σφράγισε οριστικά θα λέγαμε τη μοίρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έγινε στις 28 Οκτωβρίου του 312 σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την Ρώμη, σε μια περιοχή που έφερε την ονομασία Rubra Saxa (=Κόκκινοι βράχοι), παρά την Μουλβία γέφυρα στην δεξιά όχθη του Τίβερη.

Ο Κωνσταντίνος επιζητούσε τη διεξαγωγή μιας αποφασιστικής μάχης, διότι κατά την κάθοδό του είχε χάσει πολλούς άνδρες και επιπλέον διότι βρισκόταν μακριά από τις δικές του βάσεις ανεφοδιασμού. Μια πολιορκία της Ρώμης θα έφερνε πτώση του ηθικού και φθορά του στρατού, λόγω του επερχόμενου χειμώνα. Προτίμησε, λοιπόν, να σταματήσει την προέλαση στα στρατηγικής σημασίας υψώματα Rubra Saxa, απ’ όπου διέρχονται σημαντικές οδοί και στρατοπέδευσε εκεί. Ο Μαξέντιος διέπραξε το στρατηγικό σφάλμα να έλθει προς συνάντησή του στο σημείο αυτό, αντί να τον προσμένει νοτιότερα, όπου μία οδός 6 περίπου χιλιομέτρων, περιβαλλόμενη από λόφους, κατάλληλες από αιφνιδιαστικές επιθέσεις, θα μπορούσε να γίνει ο τάφος των ανδρών του Κωνσταντίνου. Φαίνεται πως οι κάτοικοι της ρώμης είχαν αναγκάσει τον Μαξέντιο να δώσει τη μάχη έξω από την πόλη, για να γλιτώσουν από τις συνέπειες που συνεπάγεται μία πολιορκία και μία σύγκρουση επί των τειχών και εντός αυτών. Ο Μαξέντιος κατασκεύασε με πλοία μία πλωτή, παράλληλη προς την
Μουλβία, γέφυρα και πέρασε πιο άνετα το στρατό του στην απέναντι πλευρά.

Ο Κωνσταντίνος επωφελήθηκε από την προσφερόμενη ευκαιρία και όρμησε από τα βράχια κατά της εμπροσθοφυλακής που την αποτελούσαν τα καλύτερα τμήματα του Μαξεντίου. Ο υπόλοιπος στρατός ήταν συρφετός ανδρών απρόθυμων να θυσιαστούν για έναν άνθρωπο που δεν εκτιμούσαν. Το γαλατικό ιππικό του Κωνσταντίνου απώθησε τους εκλεκτούς Νουμίδες και Μαυριτάνους ιππείς του Μαξεντίου, οι οποίοι κατά την οπισθοχώρηση άφησαν απροστάτευτο το πεζικό. Αλλά το μέγιστο λάθος του Μαξεντίου ήταν πως, βέβαιος για τη νίκη του, άφησε αφύλακτες τις γέφυρες του Τίβερη, καθώς και τους λόφους που καλύπτουν τις όχθες του. Ο Κωνσταντίνος με ειδικά αποσπάσματα είχε προνοητικά προβεί στην κατάληψή τους. Έτσι όταν έσπασε την αντίσταση των πραιτοριανών και άρχισε η υποχώρησή τους, όλο το λοιπό στράτευμα άρχισε να υποχωρεί κι αυτό άτακτα. Η φυγή μεταβλήθηκε σε ανηλεή σφαγή. Η οποία πήρε διαστάσεις ολέθρου, όταν οι φεύγοντες στρατιώτες βρήκαν την πλωτή γέφυρα χαλασμένη και την Μουλβία πιασμένη από το απόσπασμα του Κωνσταντίνου.

Τώρα βάλλονταν από παντού: από την γέφυρα, από τα νώτα, από τους πέριξ λόφους. Οι νεκροί ήσαν χιλιάδες. Χιλιάδες και οι πνιγμένοι στον Τίβερη. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο Μαξέντιος. Το πτώμα του βρέθηκε μετά την μάχη, μαζί με άλλα πτώματα που σχημάτιζαν σωρό. Μέσα σ’ ένα τόσο πλήθος νεκρών ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς το «τις εστιν βασιλεύς ή στρατιώτης».

—————————-
(*1): Η Αρελάτη (Άρλ) είναι η πόλη που γοήτευσε τον Βαν Γκόγκ. Σε αυτή ζωγράφισε τους καλύτερους πίνακές του.

(*2): Εμφανιζόταν ως διάδοχος του Κλαυδίου Β’ και του Αυρηλιανού.

(*3): Η Ακυληία ήταν η μαγιά για τον σχηματισμό της Βενατίας.

«Εν τούτω νίκα»

Η μάχη των Κόκκινων Βράχων και η σφαγή στην Μουλβία γέφυρα συνδέονται με κάποιο συμβάν, που κι αν ακόμη δεν το αποδεχτούμε ως θαύμα, είναι δύσκολο να αμφισβητήσουμε το λεχθέν από παλαιό Έλληνα ιστορικό ότι δηλαδή η μετέπειτα ιστορία του Κωνσταντίνου και της ΚΠόλεως στηρίζεται επί του φερομένου ως θαύματος. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κωνσταντίνος την παραμονή της μάχης, κατά το μέσον ή κατά τη δύση της ημέρας, είδε ένα εντυπωσιακό σημείο στον ουρανό: οι ακτίνες του ηλίου συνέκλιναν και σχημάτιζαν έναν φωτεινό σταυρό, γύρω από τον οποίο ήταν γραμμένη με φωτεινά γράμματα η εμβληματική φράση: “In hoc signo vinces(*1) (= εν τούτω νίκα).

Η φράση εσήμαινε ότι με έμβλημα το ουράνιο σημείο θα μπορούσε να νικήσει τον αντίπαλό του. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος θεώρησε το φωτεινό σημείο ως επιφάνεια (=φανέρωση) του χριστιανικού θεού και διέταξε να χαραχτεί πάνω στις ασπίδες των στρατιωτών του το «μονόγραμμα» του Ιησού Χριστού, με το «ιώτα» ολίγο αυξημένο προς τα πάνω. Αργότερα το «μονόγραμμα» μετασχηματίστηκε σε Χριστός. Λίγα χρόνια αργότερα, το 317, όταν έδωσε στους γυιούς του το αξίωμα του Καίσαρος κατασκεύασε για τους στρατιώτες του την πρώτη χριστιανική σημαία, το λεγόμενο «λάβαρο», που και αυτή είχε τα αρχικά γράμματα του ονόματος του Χριστού. Συνεπώς, μπορούμε να εικάσουμε ότι από τις 28 Οκτωβρίου του 312 αρχίζει ο μετασχηματισμός του ρωμαϊκού στρατού σε χριστιανικό και επειδή ο στρατός ήταν ο επί δύο αιώνες ρυθμιστής των πάντων, ο δικός του εκχριστιανισμός σηματοδοτεί την αφετηρία του εκχριστιανισμού της αυτοκρατορίας. Ο νέος στρατός είχε ως ηθική βάση τον Χριστιανισμό και ως έμβλημα του το ουράνιο σημείο.

Ο Κωνσταντίνος βέβαια δεν εισήλθε στην Ρώμη ως χριστιανός(*2), εισήλθε, όμως, υπό το έμβλημά του Σταυρού και –έστω για λόγους πολιτικούς- απέδωσε την νίκη του στον Σταυρό. Τούτο για τα τότε δεδομένα ήταν πρωτοφανές, είναι η πρώτη φορά που το σύμβολο του μαρτυρίου γίνεται «έμβλημα μάχης». Μετά την θριαμβευτική είσοδό του στην Ρώμη ο Κωνσταντίνος άρχισε να γίνεται υπέρμαχος της νέας θρησκείας. Όπως γράφει ο Ευσέβιος, ο σημαντικότερος βιογράφος του Κωνσταντίνου, δεν είχε κανένα δισταγμό στο να εκδηλώνει τη θρησκευτική του μεταστροφή: «Φωνή τε μεγάλη και στήλαις απασιν ανθρώποις το σωτήριον ανεκήρυττε σημείον». Δηλαδή δεν περιορίστηκε στο να αποδίδει τη νίκη και την σωτηρία του στο σημείο του Σταυρού, αλλά και το διαιώνιζε με αναθηματικές πλάκες. Σε ένα άγαλμα μάλιστα που υψώθηκε στο κέντρο της αιώνιας πόλεως, ο Κωνσταντίνος παριστάνεται να κρατεί σταυροφόρο λόγχη και στη βάση του αγάλματος υπήρχε στα Λατινικά η ακόλουθη επιγραφή: «Χάρη στο σωτήριο τούτο σήμα απελευθέρωσα την πόλη σας από τον τύραννο».

Ως ιστορικός δεν θα εξετάσω αν όντως ο Κωνσταντίνος είδε ή νόμισε πως είδε ή μήπως πολιτικότατα προέβη σ’ αυτό το επινόημα για να δώσει ένα θρησκευτικό υπόκαυμα στους στρατιώτες του. Απλώς, αφού υπενθυμίσουμε ότι το θαύμα ξεπερνά τις αιτίες που το προκαλούν, θα τονίσουμε ότι τα αποτελέσματά του ξεπερνούν τα χρονικά και τοπικά όρια μέσα στα οποία εμφανίστηκε. Συνεπώς, όσο κι αν αμφισβητεί, ως γενόμενο, το θαύμα ένας σκεπτικιστής ιστορικός, δεν μπορεί πάντως, αν είναι ευσυνείδητος ιστορικός, να αμφισβητήσει τις προεκτάσεις του που ξεπερνούν τα χωροχρονικά πλαίσιά του.

Πάντως, επειδή τα ερωτηματικά σχετικά με το «εν τούτω νίκα» δεν θα λείψουν ποτέ, είμαι υποχρεωμένος να τονίσω τούτο: Θέματα συνδεόμενα με το θρησκευτικό συναίσθημα δεν είναι αναγκαίο να προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε με λογικοφανή κριτήρια. Αυτά, ή τα πιστεύεις ή δεν τα πιστεύεις, όπως συμβαίνει και στην αλήθεια της τέχνης. Ούτε χρειάζεται να προσφεύγουμε στη μετεωρολογία ή στη φυσική και να παραπέμπουμε στο φαινόμενο που ονομάζεται άλως. Εξ άλλου, κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, δεν πρέπει με τα μεγέθη της δίκης των ανθρώπων παλαιότερων εποχών. Οράματα θρησκευτικά είχαν δει όλοι σχεδόν οι μεγάλοι εθνικοί στρατηλάτες. Π.χ. ο Αλέξανδρος. Εξ άλλου η οπτασία μπορεί να είναι μια προβολή προς τα έξω της εντός της συνειδήσεως σχηματισμένης εικόνας. Αλλ’ ακόμη κι αν θεωρήσουμε το «εν τούτω νίκα» ως ιστορικό μύθο, ούτε και τότε χάνει τη βαρύτητά του. Διότι και ως μύθος, έστω, επενέργησε και επενεργεί περισσότερο από το ιστορικό γεγονός.

—————–
(*1): Κατά τον Ευσέβιο «Αμφί μεσημβρινάς ηλίου ώρας, ήδη της ημέρας αποκλινούσης, αυτοίς οφθαλμοίς ιδεί νέφη εν τω ουρανώ υπερκείμενον του ηλίου σταυρού τρόπαιον εκ φωτός συνιστάμενον, γραφήν τ’ επ’ αυτώ συνηφθήναι λέγουσαν, “εν τούτω νίκα”» (Λόγος Α’, 29). Ο μετά τον Ευσέβιο εκκλησιαστικός συγγραφέας, ο Σωκράτης. Πανομοιότυπος γράφει: «Περί γαρ μεσημβρινάς ηλίου ώρας, ήδη της ημέρας αποκλινόούσης , είδεν εν τω ουρανώ στύλον φωτός σταυροειδή εν ω (= στον οποίο) γράμματα ην λέγοντα: “εν τούτω νίκα”» (Εκκλ. Ιστορ. 1, 2, P. C. 67.36). Τα ίδια περίπου αναφέρουν και μεταγενέστεροι άλλοι. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος απλώς προσθέτει το «γράμμασι ρωμαϊκοίς δι’ αστέρων ίσων εντυπωθείσιν». Μόνο ο Λακτάντιος δεν αναφέρεται στον φωτεινό σταυρό, λέγει ο απλώς ότι ο Κωνσταντίνος είδε στον ύπνο του ένα όνειρο που τον προέτρεπε να χαράξει πάνω στις ασπίδες των στρατιωτών του το ουράνιο σημείο. Ασφαλώς κάποιοι σκεπτικιστές ιστορικοί απορούν και ερωτούν, πως ήταν δυνατόν να φανεί φωτεινό σημείο στον ουρανό και να μην γίνει
αντιληπτό από το πλήθος των στρατιωτών; Αλλ’ αν πρόκειται για θεοσημία, τότε αυτή έχει προσωπικό χαρακτήρα. Το θεϊκό σημείο είναι ορατό μόνον από αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται. Μεταγενεστέρως, κάποιοι ορθολογιστές προσπάθησαν να εξηγήσουν την οπτασία του Κωνσταντίνου ως φυσικό φαινόμενο. Ο διάσημος μάλιστα βυζαντινολόγος Hans- Georg Beck στο τελευταίο μελέτημα της ζωής του «Αποχαιρετισμός στο Βυζάντιο» (εκδ. Περίπλους 1999), αναφερόμενος στο βιβλίο “Less than one” (=Λιγότερο από ένας) του νομπελίστα συγγραφέα Γιόζεφ Μπρόντσκι, γράφει πως ο τελευταίος σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου του, υπό τον τίτλο «Απόδραση από το Βυζάντιο», προσφέρει άλλη ερμηνεία: «Ο σταυρός με το νικητήριο σύνθημα “in hoc signo vinces”, θα πρέπει να ερμηνευτεί διαφορετικά απ’ ό, τι μέχρι τώρα. Ίσως ο Κωνσταντίνος να μην είδε τον χριστιανικό σταυρό. Ίσως να ονειρεύτηκε έναν απλό σταυρό της ρυμοτομίας, ένα σταυροδρόμι δηλαδή, που αποτελούσε το βασικό στοιχείο των ρωμαϊκών στρατοπέδων και πόλεων, που δείχνει προς όλα τα σημεία του
ορίζοντα απ’ όπου αναμενόταν ρωμαϊκή νίκη. Αν λοιπόν επρόκειτο για νικητήριο οραματισμό, αυτός θα αφορούσε σε μια διασταύρωση, η οποία υποσχόταν μία ιδιαίτερη, μα βέβαιη νίκη. Έτσι ο Κωνσταντίνος πήρε το δρόμο και βρήκε το σταυρό στο νοτιοανατολικό μέρος της Ευρώπης, στο αρχαίο Βυζάντιο, που το ανοικοδόμησε ως δεύτερη Ρώμη» (σ σ. 22-23). Θαρρώ πως πολλοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν και αρνήθηκαν το φωτεινό σημείο του Κωνσταντίνου, είδαν πολύ περισσότερους οπτασιασμούς από αυτόν. Και όχι πάντα «ποιητική αδεία».

(*2): Ο Κωνσταντίνος, όταν ξεκίνησε από τη Γαλατία ήταν ακόμη ειδωλολάτρης. Βέβαια, από αντίθεση προς τον Μαξέντιο που ανήγε την καταγωγή του στον Ηρακλή, κάτι που είχε δεχθεί και ο πατέρας του, είχε απορρίψει τη λατρεία του μυθικού ήρωα. Παρέμενε όμως πιστός στη λατρεία του ήλιου(ηλιολάτρης). Οπωσδήποτε υπήρχε, και λόγω της μητρικής επιρροής, μια ευμενής προδιάθεση προς τον Χριστιανισμό που μετά τη μάχη αυξήθηκε.

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΟΥ ΠΟΛΕΩΣ (Από την Αγία Σοφία του Κωνσταντίνου στην Αγία Σοφία του Ιουστινιανού)
Τόμος Α’ Εκδόσεις, ΣΙΔΕΡΗΣ Ι. Αθήνα, Απρίλιος του 2012.

Παράβαλε και:
Μαξέντιος, ο κουνιάδος του μεγάλου Κωνσταντίνου – Κωνσταντίνου Καραστάθη.
Λικίνιος, ο πρώτος γαμπρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου – Κωνσταντίνου Καραστάθη.
Περί της ιστορικότητος του οράματος (Εν Τούτω νίκα) του Μεγάλου Κωνσταντίνου – Κωνσταντίνου Καραστάθη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.