Η θεία Ανάληψη – Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιεροθέου.

Σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή Του ο Χριστός αναλήφθηκε στους ουρανούς, όπου ήταν προηγουμένως, κατά τον λόγο του Ιδίου προς τους Μαθητάς, πριν από το Πάθος Του: «τούτο υμάς σκανδαλίζει; Εάν ουν θεωρήτε τον Υιόν του ανθρώπου αναβαίνοντα όπου ην το πρότερον;» (Ιω. στ’, 62). Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε ο Χριστός, ως Θεός, στους Ουρανούς κατά τον καιρό της ενανθρωπήσεώς Του, αλλά ότι θα ανέβαινε και με την ανθρώπινη σάρκα. Άλλωστε, η κατάβασή Του από τους ουρανούς εννοείται ως συγκατάβαση θεϊκή και όχι ως μετάβαση τοπική.
Στο διάστημα μεταξύ της Αναστάσεως και της Αναλήψεώς Του εμφανιζόταν πολλές φορές στους Μαθητάς, στους οποίους αποκάλυπτε τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, κατά τον λόγο του Ευαγγελιστού Λουκά: «Οις και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίςκαι λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού» (Πράξ. α’, 3).
Η δεσποτική εορτή της Αναλήψεως έχει μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα για την χριστιανική και πνευματική ζωή, γιατί συνδέεται με την θέωση κάθε ανθρώπου. Στην συνέχεια, παρουσιάζοντας τα κεντρικά χριστολογικά σημεία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής εορτής, θα διαπιστώσουμε και την μεγάλη της αξία.
α’
Κατ’ αρχάς πρέπει να δούμε τι ακριβώς λέγει η Αγία Γραφή για την θεία Ανάληψη. Γι’ αυτό το μεγάλο Δεσποτικό γεγονός προφητεύει η Παλαιά Διαθήκη, και το παρουσιάζει η Καινή Διαθήκη. Δεν πρόκειται να παρατεθούν όλα τα χωρία, αλλά τα πιο ενδεικτικά, γιατί στην ανάλυση που ακολουθεί θα δούμε και άλλα χωρία, που κάνουν λόγο για την Ανάληψη του Χριστού.
Όπως για όλα τα Δεσποτικά γεγονότα έχουμε προφητείες στην Παλαιά Διαθήκη, το ίδιο συμβαίνει και με την θεία Ανάληψη. Ο Προφήτης Ιεζεκιήλ είδε όραμα, που ασφαλώς αναφέρεται στην Ανάληψη του Χριστού: «Και εξήλθε δόξα Κυρίου από του οίκου και επέβη επί τα Χερουβίμ, και ανέλαβον τα Χερουβίμ τας πτέρυγας αυτών και εμετεωρίσθησαν από της γης ενώπιον εμού εν τω εξελθείν αυτά, και οι τροχοί εχόμενοι αυτών» (Ιεζ. ι’, 19).
Κυρίως η προφητεία που αναφέρεται στο μεγάλο αυτό Δεσποτικό γεγονός φαίνεται στους ψαλμούς του Δαυίδ. Σε έναν από αυτούς λέγεται: «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος» (Ψαλμ. μστ’, 6). Και σε άλλον ψαλμό λέγεται: «Και έκλεινεν ουρανός και κατέβη, και γνόφος υπό τους πόδας αυτού. και επέβη επί Χερουβίμ και επετάσθη, επετάσθη επί πτερύγων ανέμων» (Ψαλμ. ιζ’, 10-11).
Είναι γνωστόν, πράγμα το οποίο είπαμε και σε άλλες αναλύσεις, ότι οι αποκαλύψεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι αποκαλύψεις του ασάρκου Λόγου. Αυτό που προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη πραγματοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη με την ενσάρκωση του Λόγου του Θεού. Έτσι, πολλές φορές στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για την Ανάληψη του Χριστού. Θα το δούμε αυτό σε τρία συγκεκριμένα σημεία.
Πρώτον, στην διδασκαλία του Ίδιου του Χριστού. Σε ομιλία Του προς τους Μαθητάς, πριν από το Πάθος, είπε τα ακόλουθα: «Εξήλθον παρά του πατρός και ελήλυθα εις τον κόσμον˙ πάλιν αφίημι τον κόσμον και πορεύομαι προς τον πατέρα» (Ιω. ιστ’, 28). Και σε άλλη περίπτωση ο Χριστός διαβεβαίωσε: «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ» (Ιω. γ’, 13).
Δεύτερον, την Ανάληψη την βλέπουμε στις διηγήσεις των Ευαγγελιστών, που αναφέρονται στο γεγονός αυτό. Συγκεκριμένα αναφέρεται από τον Ευαγγελιστή Μάρκο (Μάρκ. ιστ’, 19) και από τον Ευαγγελιστή Λουκά, τόσο στο Ευαγγέλιό του (Λουκ. κδ’, 50-53), όσο και στις Πράξεις των Αποστόλων, που αυτός συνέγραψε: (Πράξ. α’, 3 και 9-11). Οι λεπτομέρειες του γεγονότος της Αναλήψεως και του τρόπου που έγινε περιγράφονται στο Βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, που θα δούμε στην συνέχεια.
Τρίτον, υπάρχουν πολλά αποστολικά χωρία στα οποία φαίνεται η βεβαιότητα των Αποστόλων για το γεγονός αυτό. Μάλιστα, η Ανάληψη αποτελούσε στην αρχαία Εκκλησία ένα από τα χαρακτηριστικά σημεία των βαπτιστηρίων Συμβόλων, δηλαδή συμπεριλαμβανόταν στην ομολογία πίστεως προ του Βαπτίσματος. Ο Απόστολος Παύλος, αναφέροντας τα κεντρικά σημεία του απολυτρωτικού έργου του Χριστού, του έργου της θείας Οικονομίας, συμπεριλαμβάνει και την Ανάληψη: «Θεός εφανερώθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α’ Τιμ. γ’, 16). Αναφερόμενος στην δύναμη του Πατρός, λέγει ότι αυτή «ενήργησεν εν τω Χριστώ εγείρας αυτόν εκ νεκρών, και εκάθισεν εν δεξιά αυτού εν τοις επουρανίοις» (Εφ. α’, 20). Βέβαια, αλλού είπαμε ότι η δύναμη του Πατρός είναι δύναμη και του Υιού. Ο Χριστός, αφού μας καθάρισε από τις αμαρτίες «εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς» (Εβρ. α’, 3), και μάλιστα ο Χριστός έδωσε την υπόσχεση σε όσους ενωθούν μαζί Του ότι θα καθήσουν και αυτοί στον θρόνο του Πατρός Του: «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του πατρός μου εν τω θρόνω αυτού» (Αποκ. γ’, 21).
Από τα χωρία αυτά που παρετέθησαν φαίνεται πολύ καλά ότι η Εκκλησία δίνει μεγάλη σημασία στο γεγονός της θείας Αναλήψεως, γιατί, όπως θα δούμε πιο κάτω, η Ανάληψη του Χριστού εκφράζει το βαθύτερο νόημα της πνευματικής ζωής.
β’
Πριν προχωρήσουμε στην θεολογία της Αναλήψεως πρέπει να δούμε λίγο το γιατί ο Χριστός αναλήφθηκε σε σαράντα ημέρες από την Ανάστασή Του, επειδή ό,τι έγινε στην ζωή του Χριστού δεν είναι χωρίς λόγο. Όλα έχουν τον λόγο και τον σκοπό τους.
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, επικαλούμενος την μαρτυρία του Μακαρίου Χρυσοκεφάλου και του Γρηγορίου των Ακραγαντίνων, λέγει ότι ο Χριστός κατά την ανθρώπινη φύση έλαβε τρεις γεννήσεις, δηλαδή την πρώτη από την Παρθένο Μαρία, την δεύτερη από το Βάπτισμα και την τρίτη από την Ανάσταση. Και από τις τρεις αυτές γεννήσεις ονομάστηκε πρωτότοκος, αφού από την πρώτη είναι πρωτότοκος εν «πολλοίς αδελφοίς» κατά την κοινωνία της σαρκός, από την δεύτερη ονομάστηκε πρωτότοκος της καινής κτίσεως, και κατά την τρίτη, πρωτότοκος των νεκρών. Αν προσέξουμε θα διαπιστώσουμε ότι σαράντα ημέρες μετά από τις τρεις αυτές γεννήσεις, μετά από τα τρία αυτά Δεσποτικά γεγονότα ακολούθησε ένα σημαντικό γεγονός. Δηλαδή, σαράντα ημέρες μετά την γέννηση προσφέρθηκε στον Ναό, και έχουμε την εορτή της Υπαπαντής. Σαράντα ημέρες μετά την Βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό νίκησε τον διάβολο στους τρεις εκείνους πειρασμούς. Και σαράντα ημέρες μετά από την Ανάστασή Του ανέβηκε στους Ουρανούς και πρόσφερε στον Πατέρα Του την απαρχή της δικής μας φύσεως.
Βέβαια, θα μπορούσε ο Χριστός να ανεβάση την ανθρώπινη φύση στον Ουρανό αμέσως μετά από την Ανάστασή Του, αλλά δεν το έκανε, για να μη φανή ότι η Ανάσταση ήταν φαντασία. Ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του φανέρωσε τον Εαυτό Του στους Μαθητάς, έκανε θαύματα και στερέωσε έτσι την πίστη τους, ώστε τους κατέστησε μάρτυρες της Αναστάσεώς Του. Με αυτόν τον τρόπο, αφού έλυσε την υποψία της φαντασίας και ανέφερε τα σχετικά με την έλευση του Παναγίου Πνεύματος και την Ανάληψή Του, στο τέλος τους κατέστησε θεατές της Αναλήψεώς Του (Μ. Αθανάσιος). Με αυτόν τον τρόπο έχουμε μια αψευδή μαρτυρία του θεσπεσίου αυτού γεγονότος.
Τελικά, ο Χριστός από μεγάλη φιλανθρωπία και αγάπη ταπεινώνεται και δέχεται την αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως. Όπως προσέλαβε όλα τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, έτσι και δέχεται την αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως κα κάνει τα πάντα, κενώνεται, προκειμένου να σώση τον άνθρωπο.
γ’
Τα Δεσποτικά γεγονότα δεν χωρίζονται μεταξύ τους, ούτε και αξιολογούνται. Όλες οι Δεσποτικές εορτές είναι σωτήρια γεγονότα της θείας Οικονομίας, αφού δι’ αυτών ωκονόμησε ο Χριστός την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ο Χριστός ενανθρώπησε, δίδαξε, έπαθε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε. Υπάρχει μια θαυμαστή ενότητα μεταξύ αυτών. Η Ανάληψη είναι η τελευταία Δεσποτική εορτή, δηλαδή η κατάληξη του Ευαγγελισμού και της Γεννήσεως.
Ωστόσο στους Πατέρες γίνεται μια ελαφρά, κατ’ οικονομίαν, σύγκριση μεταξύ των εορτών. Λέμε κατ’ οικονομίαν, γιατί αν ο Χριστός δεν ενανθρώπηζε, δεν θα γινόταν η Ανάσταση και η Ανάληψη. Και αν δεν ανασταινόταν, θα φαινόταν ματαία η ενανθρώπηση.
Ο άγιος Επιφάνιος Επίσκοπος Κύπρου, αναλύοντας το μέγεθος και την αξία της εορτής της Αναλήψεως, λέγει ότι πολλοί άνθρωποι, επειδή αγνοούν το μέγεθος της εορτής αυτής, την θεωρούν κατώτερη από τις άλλες. Όμως, όπως η κεφαλή είναι κόσμημα του σώματος, έτσι και η εορτή της Αναλήψεως είναι στόλισμα όλων των εορτών, είναι το πλήρωμα όλων των Δεσποτικών εορτών. Πρώτη εορτή είναι η φρικτή και θαυμαστή κατά σάρκα Γέννηση του Χριστού. Δεύτερη είναι η εορτή των Θεοφανείων, που έχει μεγαλύτερη θεωρία από την πρώτη. τρίτη εορτή είναι η Ανάσταση, που αναδείχθηκε ενδοξότερη από τις προηγούμενες, γιατί νικήθηκε ο θάνατος, αλλά και αυτή δεν είχε την πληρότητα της χαράς, διότι ακόμη ο Χριστός βρισκόταν στην γη. Όμως, η εορτή της Αναλήψεως έχει γεμίσει τα πάντα με ευφροσύνη, γιατί ο Χριστός, αφού άνοιξε τους ουρανούς, μας έδειξε παράξενο θέαμα, δηλαδή «την ημετέραν σάρκα επί θρόνου βασιλικού επηρμένην». Επομένως, η αξία της Αναλήψεως βρίσκεται στο ότι η ανθρώπινη σάρκα, που θεώθηκε με την ένωσή της με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου, κάθεται στον βασιλικό θρόνο, εκ δεξιών του Θεού Πατρός.
Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του θέωσε την ανθρώπινη φύση, αλλά όμως οι άνθρωποι δεν είχαν μεγάλη γνώση του μεγαλείου της δόξης Του, γι’ αυτό και τον παραγνώριζαν, τον συκοφαντούσαν και τελικά τον σταύρωσαν. Όταν, όμως, ο Χριστός αναλήφθηκε στους ουρανούς, τότε οι άνθρωποι απέκτησαν τελεία γνώση του Χριστού. Έτσι η ενανθρώπηση, με την Ανάληψη που επακολούθησε, επλήρωσε τον κόσμο με την γνώση του Θεού (άγ. Διάδοχος Φωτικής).
Αλά και ο Μ. Αθανάσιος, αναφερόμενος στις δύο Δεσποτικές εορτές, δηλαδή την Ανάσταση και την Ανάληψη, λέγει ότι η εορτή της Αναστάσεως χαρίζει τους ανθρώπους τα νικητήρια εναντίον του θανάτου, ενώ η Ανάληψη του Χριστού ανάγει τον άνθρωπο στον ουρανό, και αφού αλλάζει την διαγωγή του ανθρώπου στην γη, κάνει βατό τον ουρανό γι’ αυτόν. Επομένως, άλλο είναι η νίκη εναντίον του θανάτου, και άλλο είναι η άνοδος της ανθρωπίνης φύσεως στον θρόνο του Θεού. Γι’ αυτό ακριβώς και μπορεί κανείς να δη την ανωτερότητα της Αναλήψεως, ή για να εκφραστούμε καλύτερα, την τελειότητα και το πλήρωμα της θείας Οικονομίας με το γεγονός αυτό.
Μια άλλη διαφορά μεταξύ της Αναστάσεως και της Αναλήψεως είναι ότι οι Μαθηταί δεν είδεν την αρχή της Αναστάσεως, αλλά μόνο το τέλος, αφού κανείς δεν είδε τον Χριστό την ώρα που εξερχόταν από το μνημείο, τον είδαν όμως μετά, όταν εμφανίσθηκε σε αυτούς. Αντίθετα, κατά το γεγονός της Αναλήψεως, οι Μαθητές είδαν την αρχή της, δηλαδή τον είδαν να αναλαμβάνεται στους ουρανούς, και έβλεπαν προς τον ουρανό για να πληροφορηθούν το τέλος της (Μακάριος Φιλαδελφείας).
Βέβαια, και πάλι πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όλα τα Δεσποτικά γεγονότα είναι ενιαία και δεν μπορεί κανείς να αξιολογήση το ένα καλύτερα από το άλλο. Όμως, ανάλογα με την μέθεξή τους από τον άνθρωπο βλέπουμε κάποια διαφορά. Γιατί, κατά την πρόοδο στην πνευματική ζωή, και κατά τον βαθμό της μιμήσεως του Χριστού υπάρχει μια ανοδική πορεία. Πρώτα γεννιόμαστε κατά Χριστόν, έπειτα πάσχουμε μαζί με τον Χριστό, στην συνέχεια νικούμε το κράτος του διαβόλου και ανασταινόμαστε, και τέλος μπορούμε να ζήσουμε και την θέωση. Ακριβώς και η εορτή της Αναλήψεως συνδέεται από τους Πατέρας με την θέωση του ανθρώπου.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι η Ανάσταση συνδέεται με όλους τους ανθρώπους, ενώ η Ανάληψη μόνο με τους αγίους. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι με την Ανάστασή Του ο Χριστός νίκησε τον θάνατο και έδωσε σε όλους το δώρο της Αναστάσεως. Όλοι θα αναστηθούν κατά την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, και δίκαιοι και αμαρτωλοί, αλλά όμως δεν θα αναληφθούν όλοι. Μόνον οι δίκαιοι, οι θεούμενοι, θα αξιωθούν αυτής της μεγάλης εμπειρίας. Ο Απόστολος Παύλος ομολογεί: «Και οι νεκροί αναστήσονται πρώτον, έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα» (Α’ Θεσ’. δ’, 16-17).
Έτσι, όλοι θα αναστηθούν, αλλά μόνον οι δίκαιοι θα αναληφθούν, θα αρπαγούν μέσα στις νεφέλες για να προϋπαντήσουν τον Χριστό ερχόμενο από τους Ουρανούς. Αυτό δείχνει μεγαλύτερη κοινωνία και ενότητα μαζί Του. Γι’ αυτό και από σωτηριολογικής απόψεως η Ανάληψη θεωρείται μεγαλύτερη εορτή, ακριβώς γιατί αυτός που μετέχει της Αναλήψεως μετέχει της θεώσεως.
Από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων που παραθέσαμε προηγουμένως φαίνεται καθαρά ότι η ουσία και το νόημα της εορτής δεν είναι μόνο χριστολογικό, αλλά και ανθρωπολογικό. Ο Χριστός με την Ανάληψή Του στους Ουρανούς ανύψωσε την δική μας ανθρώπινη φύση.
Άλλωστε, όλος ο σκοπός και το έργο της θείας Οικονομίας έγκειται στο «να μη μας αφήση κάτω εις την γην, αλλά να μας αναβιβάση εις τον Ουρανόν˙ εκεί γαρ εστίν η αληθής ημών σωτηρία, και εκεί θέλαμεν απολαμβάνει την γλυκυτάτην θεωρίαν του παμφιλτάτου ημών Δεσπότου» (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).
Μιλώντας για κατάβαση του Θεού από τον Ουρανό στην γη, δεν εννοούμε την τοπική Του μετάβαση, αλλά την θεϊκή συγκατάβαση, χωρίς βέβαια να αφήση τον θρόνο Του και την συμπαρεδρία με τον Θεό Πατέρα Του. Τώρα με την Ανάληψή Του δεν ανεβάζει την θεότητα, αφού πάντοτε ήταν ενωμένος με τον Θεό Πατέρα Του, αλλά ενθρονίζει άνω την δική μας φύση που προσέλαβε (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Οπότε με την εορτή της Αναλήψεως εορτάζουμε την ενθρόνιση της φύσεώς μας στους ουρανούς. Με την Ανάσταση και Ανάληψη της ανθρωπίνης φύσεως ταυτόχρονα εορτάζουμε και την αρχή της αναστάσεως και αναλήψεως κάθε πιστού. Γι’ αυτό, όταν μετέχη κανείς της Αναλήψεως του Χριστού δεν είναι πλέον άνθρωπος χοϊκός, από την γη, όπως ο πρώτος άνθρωπος, αλλά άνθρωπος από τον ουρανό, όπως ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Χριστός (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).
Η φράση ότι ο Χριστός, αφού ανελήφθη στον ουρανό, «εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού» (Μάρκ. ιστ’, 19) προέρχεται από την συμβολική θεολογία και θέλει να φανερώση την θεότητα του Λόγου του Θεού, ότι ο Χριστός ως Θεός πάντοτε ήταν ομοούσιος με τον Πατέρα Του, αλά και ως Θεάνθρωπος ανύψωσε την ανθρώπινη φύση στον ουρανό και την κατέστησε ομόθεη. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η φράση δεξιά του Πατρός σημαίνει την δόξα και την τιμή της θεότητος. Δηλαδή, ο Υιός έχει την δόξα της θεότητος που έχει και ο Πατέρας, αλλά μετά την σάρκωση του Υιού και την ανάληψη της ανθρωπίνης φύσεως, και αυτή (η ανθρώπινη φύση) μετέχει της δόξης της θεότητος και ο Χριστός προσκυνείται ως Θεάνθρωπος από όλη την κτίση. Έτσι, η δεξιά του Πατρός είναι η κατ’ ουσίαν ενότητα του Υιού με τον Πατέρα, αφού ο Υιός έχει την ίδια ουσία ή φύση με τον Πατέρα.
Έχει μεγάλη σημασία το ρήμα που χρησιμοποιείται, δηλαδή το «εκάθισεν». Με το ρήμα αυτό, που δηλώνει στάση και εγκαθίδρυση, εννοείται, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, το πάγιο της φύσεως και το στάσιμό της. Δηλαδή, ο Χριστός έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα, χωρίς να υποστή καμμιά τροπή ή αλλοίωση. Παραμένει Θεός στον αιώνα. Έτσι το «εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού» δηλώνει «το της αξίας ομότιμον».
Η ουσία και το νόημα της εορτής είναι πάρα πολύ μεγάλο και υψηλό. Εάν με την Ανάσταση νικήθηκε το κράτος του θανάτου και του διαβόλου, με την Ανάληψη η φύση μας ανέβηκε στον θρόνο του Θεού και μας δόθηκε η δυνατότητα να φθάσουμε και εμείς στην βίωση της Αναλήψεως, που είναι η θέωση.
ε’
Η λέξη ανάληψη προέρχεται από το ρήμα αναλαμβάνω –ομαι, που μεταξύ των άλλων έχει και την έννοια ανέρχεται κάτι – κάποιος προς τα άνω. Με αυτήν την λέξη δηλώνεται η άνοδος του Θεανθρώπου στον ουρανό και η συμπαρεδρία με τον Θεό Πατέρα. Πάντοτε ήταν σύνθρονος με τον Πατέρα Του, αλλά τώρα είναι σύνθρονος ενσαρκωμένος. Παρατηρώντας την Ανάληψη του Χριστού στον ουρανό, βλέπουμε ένα «παράδοξον ιπποδρόμιον», αφού ο δημιουργός της κτίσεως ανέρχεται εποχούμενος σε ανθρώπινο άρμα (άγ. Επιφάνιος Κύπρου).
Εκτός από την λέξη ανάληψη χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή και η λέξη άνοδος. «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ». Ωστόσο όμως υπάρχει μια διαφορά μεταξύ της αναλήψεως και της ανόδου, που δείχνει το μυστήριο του γεγονότος αυτού. Κυρίως χρησιμοποιείται το ρήμα «ανέβη» για να δηλώση την θεότητα, το δε ρήμα «επαίρεται» και «αναλαμβάνεται» για να δηλώση την ανθρώπινη φύση, το ανθρώπινο σώμα. Γι’ αυτό, άλλοτε χρησιμοποιείται το «επαρθέντα», άλλοτε το «αναβάντα», ώστε να πιστεύσουμε ότι ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος, σε μια υπόσταση. Δηλαδή, με αυτές τις διαφορετικές λέξεις δηλώνεται το μυστήριο του Θεανθρώπου (άγ. Διάδοχος Φωτικής).
Ο Χριστός είναι ο πρώτος και μοναδικός που ανέβηκε στον Ουρανό με το σώμα που προσέλαβε από την Παναγία. Γι’ αυτό το θέμα έχουμε την διαβεβαίωση από τον Ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος είπε: «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανώ (Ιω. γ’, 13). Η λέξη «ουδείς» δεν επιδέχεται καμμιά αμφισβήτηση, αφού ελέχθη από το αδιάψευστο στόμα του Κυρίου. Βέβαια, κατά την ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας, και η Παναγία ανέβηκε με το σώμα της στον ουρανό, αλλά αυτό έγινε μετά την Ανάληψη του Χριστού, ακριβώς επειδή από το σώμα της σαρκώθηκε ο Χριστός. Αλλά, όμως, και σε αυτήν την περίπτωση το σώμα της Παναγίας πάσχει την θέωση, ενώ το Σώμα του Χριστού είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος.
Η διαβεβαίωση του Χριστού ότι κανείς άλλος δεν ανέβηκε στους ουρανούς εκτός από Αυτόν τον Ίδιο φαίνεται σαν να έρχεται σε αντίθεση με την μαρτυρία της Αγίας Γραφής ότι και ο Προφήτης Ηλίας αναλήφθηκε στους ουρανούς. Αν προσέξουμε, όμως, τόσο το κείμενο της Αγίας Γραφής όσο και τις ερμηνείες των αγίων Πατέρων, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχει καμμία αντίφαση.
Για την άνοδο του Προφήτου Ηλία λέγεται στην Γραφή: «Και ιδού άρμα πυρός και ίπποι πυρός και διέστειλαν ανά μέσον αμφοτέρων και ανελήφθη Ηλίας εν συσσεισμώ ως εις τον ουρανόν» (Βασ’. β’, 11). Για την Ανάληψη όμως του Χριστού λέγεται: «Ο μεν ουν Κύριος μετά το λαλήσαι αυτοίς ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού» (Μάρκ. ιστ’, 19). Όπως, λοιπόν, φαίνεται στην περίπτωση του Προφήτου Ηλία χρησιμοποιείται η φράση «ως εις τον ουρανόν» ενώ στην περίπτωση του Χριστού «εις τον ουρανόν».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας σημειώνοντας αυτήν την διαφορά λέγουν ότι δεν πρόκειται μόνο για διαφορά εκφράσεως, αλλά για θεολογική διαφορά. Το «ως εις ουρανόν» έχει την αμφίβολη έννοια, ενώ το «εις τον ουρανόν» έχει την αλήθεια (άγ. Επιφάνιος ). Δεν πρόκειται, επομένως, για το ίδιο πράγμα. Η άνοδος του Χριστού στον ουρανό δεν μπορεί καθόλου να αμφισβητηθή, αφού η φράση είναι καθαρή.
Πέρα από αυτήν την διαφορά φαίνεται ότι υπάρχει και άλλη μεγαλύτερη. Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας ο Προφήτης Ηλίας, καίτοι αναλήφθηκε με το σώμα του, εν τούτοις δεν ανέβηκε στον Ουρανό, όπου είναι ο Θεός, αλλά σε άλλο «χώρο». Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο Προφήτης Ηλίας τώρα ευρίσκεται στον επίγειο Παράδεισο, από όπου εξέπεσε ο Αδάμ με την παρακοή και την παράβαση της εντολής του Θεού. Ο όσιος Νείλος ισχυρίζεται ότι ευρίσκεται στον αιθέρα, ο οποίος είναι ανώτερος από τον αέρα, αλλά κατώτερος από τον ουρανό.
Αναλυτικότερος είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος με την θεολογική του διεισδυτικότητα δίνει πολλές προεκτάσεις αυτού του γεγονότος. Λέγει ότι, όπως υπήρχαν και πολλές αναστάσεις προ Χριστού, έτσι συνέβησαν και πολλές αναλήψεις πριν από την δική Του Ανάληψη. Στην Παλαιά Διαθήκη λέγεται ότι πνεύμα ανέλαβε τον Προφήτη Ιερεμία, άγγελος τον Αββακούμ, περισσότερο όμως από όλους ο Προφήτης Ηλίας αναλήφθηκε με πύρινο άρμα. Η ανάληψη όλων αυτών ήταν «οίον τις μετάθεσις», δηλαδή κατά κάποιον τρόπο, μια μετάθεση που τους ανύψωσε από την γη, αλλά δεν τους εξήγαγε έξω από αυτήν. Δηλαδή, κανείς από αυτούς δεν ξεπέρασε την περίγεια ατμόσφαιρα. Επίσης, όσοι αναστήθηκαν και επέστρεψαν στην γη, πάλι μετά από λίγο πέθαναν. Όμως ο Χριστός αναστήθηκε και ο θάνατος δεν έχει κυριαρχία επάνω Του, και αφού αναλήφθηκε στους ουρανούς κάθε ύψωμα είναι κατώτερο από Αυτόν.
Από αυτόν τον πατερικό λόγο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Ανάληψη του Προφήτου Ηλία με πύρινο άρμα ήταν σαν μετάσταση, ένα είδος θανάτου, που δείχνει πως περίπου θα έφευγαν οι άνθρωποι, εάν δεν είχε αμαρτήσει ο Αδάμ και δεν είχε εισέλθει στην κτίση ο θάνατος. Πάντως, όλα αυτά επιβεβαιώνουν ότι κανείς δεν ανέβηκε στους ουρανούς, εκτός από τον Χριστό.
στ’΄
Στην Αγία Γραφή φαίνεται σαφώς ότι ο Χριστός ανέβηκε στους Ουρανούς με το Σώμα, αφού, όπως γνωρίζουμε από την διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η θεία με την ανθρώπινη φύση δεν χωρίστηκαν ποτέ.
Ο Προφητάναξ Δαυίδ γράφει σε έναν ψαλμό του: «εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού˙ και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού, αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν αυτού» (Ψαλμ. ιη’, 6). Η ερμηνεία του χωρίου αυτού είναι ότι ο Θεός έκανε ιδιαίτερο ενδιαίτημά του τον ήλιο. Τον διατάζει να βγαίνη σαν νυμφίος από τον νυμφικό του θάλαμο και σαν γίγας να διατρέχη κάθε ημέρα την οδό του από ανατολών έως δυσμών. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι, ό,τι είναι ο ήλιος για τον αισθητό κόσμο, αυτό είναι ο Θεός για τον νοητό κόσμο. Ο κτιστός ήλιος φωτίζει τον ορώμενο κόσμο, ενώ ο άκτιστος ήλιος φωτίζει τον αόρατο κόσμο.
Οι Μανιχαίοι, αρχαίοι αιρετικοί, καθώς επίσης και ο Ωριγένης, παρερμηνεύοντας αυτό το ψαλμικό χωρίο, ισχυρίζονται ότι ο Χριστός ανερχόμενος στον Ουρανό για να αναπαυθή στους κόλπους του Ουρανίου Πατρός, απέρριψε την ανθρωπότητα σαν κάποιο βάρος, την έβαλε μέσα στον δίσκο του ηλίου, και έτσι με γυμνή την θεότητα ανέβηκε και κάθισε εκ δεξιών του Θεού Πατρός. Αντίθετα με αυτούς, οι Μονοφυσίτες πίστευαν ότι η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε από την θεία φύση, και έτσι η φύση του ανθρώπου μετατράπηκε σε θεότητα.
Όμως οι δύο αυτές αντίθετες απόψεις δεν μπορούν να σταθούν από ορθοδόξου πλευράς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι εκείνος που πιστεύει ότι το Σώμα του Χριστού αποβλήθηκε και τοποθετήθηκε στον ήλιο, και έτσι ανέβηκε μόνο η γυμνή θεότητα, ουσιαστικά δεν πιστεύει ότι υπάρχει και θα έλθη ο Κύριος με το Σώμα κατά την δόξα της Παρουσίας Του. Στην πραγματικότητα, όποιος πιστεύει κάτι τέτοιοι δεν θα δη την δόξα της Παρουσίας. Γιατί πώς μπορεί αυτό να γίνη, όταν το Σώμα του Χριστού χάθηκε και διαλύθηκε στα στοιχεία της φύσεως;
Τέτοιες αντιλήψεις όμως έχουν σοβαρές συνέπειες και για τον άνθρωπο. Είναι γνωστόν ότι οι Μανιχαίοι περιφρονούσαν το ανθρώπινο σώμα. Αυτό το βλέπουμε και στους Μονοφυσίτες με άλλη, βέβαια, έννοια και σημασία.
Επομένως, η διδασκαλία της Εκκλησίας ότι ο Χριστός αναλήφθηκε με ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και το ανθρώπινο σώμα, συνδέεται στενώτατα με την θέωση του δικού μας σώματος, με την αξία του ανθρωπίνου σώματος. Δεν το αποβάλλουμε, δεν το θεωρούμε κακό, το σώμα δεν είναι η φυλακή της ψυχής που πρέπει να αποβληθή, να καταστραφή, ώστε να απαλλαγή και ελευθερωθή η ψυχή του ανθρώπου.
ζ’
Ο Προφητάναξ Δαυίδ λέγει: «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος» (Ψαλμ. μστ’, 6). Σαφώς πρόκειται για προφητεία που πραγματοποιήθηκε και επαληθεύτηκε με την Ανάληψη του Χριστού στους ουρανούς. Γι’ αυτό και ο ψαλμικός αυτός στίχος ψάλλεται ως εισοδικό στην θεία Λειτουργία της εορτής της Αναλήψεως του Χριστού.
Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας αυτό το ψαλμικό χωρίο, λέγει ότι χρησιμοποιείται το «ανέβη» και όχι το «ανεβιβάσθη» για να δείξη ότι ο Χριστός δεν αναβιβάστηκε με την βοήθεια κάποιου άλλου, αλλά με την δική του δύναμη, ως Θεός. Ο Χριστός ανέβηκε με την δική του εξουσία, ενώ ο Προφήτης Ηλίας με άλλη δύναμη. Το «εν αλαλαγμώ» και το «εν φωνή σάλπιγγος» δείχνει την λαμπρά νίκη εναντίον του θανάτου. Ο όσιος Νικήτας, ερμηνεύοντας αυτό το χωρίο, λέγει ότι με τις φράσεις «εν αλαλαγμώ» και «εν φωνή σάλπιγγος», δηλούται ο επινίκιος ύμνος των αγγελικών τάξεων, επειδή με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος έβλεπαν ότι αυτός που φαινόταν ως άνθρωπος ήταν Θεός.
Από ερμηνείες των Πατέρων φαίνεται ότι «εν αλαλαγμώ» αναφέρεται στους αγγέλους, το δε «εν φωνή σάλπιγγος» στους Αποστόλους, οι οποίοι σάλπιζαν τα νικητήρια του θριάμβου και της νίκης.
Η Ανάληψη του Χριστού έγινε με ησυχία, αφού μόνον οι Μαθητές ήταν παρόντες, αλλά παρά ταύτα έγινε γνωστή σε όλα τα πέρατα της οικουμένης. Κανείς δεν την αγνοεί (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Αυτό δείχνει ότι όλα τα μεγάλα γεγονότα γίνονται μέσα σε ησυχία και σιωπή. Ενώ η αναγέννηση του ανθρώπου φαίνεται ότι είναι αθέατη από τους οφθαλμούς των κοσμικών ανθρώπων, εν τούτοις προξενεί την μεγαλύτερη βροντή σε ολόκληρη την οικουμένη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη της υπάρξεως του Θεού από την ζωή των αγίων. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν άγνωστοι στον κόσμο, αλλά όμως η Χάρη του Θεού τους κατέστησε γνωστούς σε όλη την οικουμένη και σε όλους τους αιώνες.
η’
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας δίνει μια λεπτομέρεια που είναι χαρακτηριστική, γιατί δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός ανήλθε στους ουρανούς. Αφού οδήγησε τους Μαθητάς Του έως την Βηθανία, «επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν (Λουκ. κδ’, 50-51).
Η ευλογία στην Αγία Γραφή είναι αντίθετη με την κατάρα, και αφ’ ενός συνδέεται με το πρόσωπο που προσφέρει δια λόγων ή δια πράξεων κάτι, αφ’ ετέρου δε είναι προσφορά Χάριτος και ενεργείας. Είναι γνωστόν ότι στην Αγία Γραφή η μετάδοση της ευλογίας του Θεού στον άνθρωπο γίνεται με διάφορες ενέργειες. Μετά την δημιουργία του πρώτου ανδρογύνου ο Θεός το ευλόγησε (Γέν. α’, 28). Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ευλόγησε ο Πατριάρχης Ιακώβ τα παιδιά του Ιωσήφ. Τοποθέτησε την δεξιά του χείρα στην κεφαλή του Εφραίμ και την αριστερά στην κεφαλή του Μανασσή «και ευλόγησεν αυτούς» (Γέν. μη’, 13-15). Επίσης, ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ πριν τον θάνατό του (Γέν. κζ’, 23-29). Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε συνήθεια όχι μόνο να δίνουν ευλογία κατά την διάρκεια της ζωής τους, αλλά και όταν θα έφευγαν από τον κόσμο αυτόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο Ελισσαιέ έλαβε την ευλογία του Προφήτου Ηλιού κπου αναλαμβανόταν στον ουρανό, ώστε όλοι να καταλάβουν ότι είχε αναπαυθή το πνεύμα του Ηλιού πάνω σε αυτόν. Γι’ αυτό, αφού ήλθαν να τον συναντήσουν, τον προσεκύνησαν μέχρι την γη (Δ’ Βασ’. β’, 15). Υπήρχε στην Παλαιά Διαθήκη εντύπωση ότι με την ευλογία ο Προφήτης ή ο Πατριάρχης μεταδίδει την ζωή, την Χάρη του Θεού.
Στα Ευαγγέλια βλέπουμε πολλές φορές τον Χριστό να ευλογή τους ανθρώπους. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ευλογία που έδωσε στα παιδιά. γράφεται: «Και εναγκαλισάμενος αυτά κατηυλόγει τιθείς τας χείρας επ’ αυτά» (Μάρκ. ι’, 16). Με αυτήν την έννοια όλα τα θαύματα που έκανε ο Χριστός έχουν το στοιχείο της ευλογίας, κυρίως όμως εκείνα τα οποία έκανε ακουμπώντας το χέρι Του στα μέλη του σώματός τους, όπως κατά την θεραπεία της πεθεράς του Πέτρου, όταν «ήψατο της χειρός αυτής, και αφήκεν αυτήν ο πυρετός» (Ματθ. η’, 15).
Έτσι, όταν ο Χριστός ανερχόταν στον ουρανό, ευλογούσε τους Μαθητάς, αποστέλλοντας σε αυτούς την Χάρη Του. Είναι χαρακτηριστικό να υπογραμμισθή ότι δεν τους ευλόγησε και στην συνέχεια ανερχόταν στον ουρανό, αλλά τους ευλογούσε ανερχόμενος. «Εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν». Δηλαδή, άρχισε να τους ευλογή και ευλογώντας τους Μαθητάς ανερχόταν στον ουρανό, δίνοντας σε αυτούς δύναμη για την κατόρθωση της εργασίας των εντολών. Με αυτό έδειξε ότι θα παραμείνη δια παντός ευλογώντας τους δικούς Του, χορηγώντας σε αυτούς την άφθονη και αόριστη Χάρη (Μακάριος Χρυσοκέφαλος).
Αυτή η εικόνα παρουσιάζεται στην ιερά αγιογραφία με τον Χριστό ένθρονο να ευλογή τους ανθρώπους. Ουσιαστικά πρόκειται για την αλήθεια ότι ο Χριστός είναι ο Βασιλεύς και ο Κύριος του ουρανού και της γης, είναι εκείνος που στέλλει την Χάρη και ευλογία στους ανθρώπους, είναι ο μόνος ευλογητός, ο Οποίος δια της ευλογίας Του, ενισχύει και καθιστά τους αξίους της ευλογίας ευλογημένους. Ο Προφητάναξ Δαυίδ λέγει: «ανοίξαντός σου την χείρα τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» (Ψαλμ. ργ’, 28).
Πέρα από αυτές τις ερμηνείες το ότι ο Χριστός αναλαμβανόταν στον Ουρανό, ευλογώντας τους Μαθητάς Του, έχει και την έννοια ότι Αυτός θα είναι πάντα μαζί τους. Ο Ίδιος έδωσε την διαβεβαίωση: «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’, 20).
θ’
Η εικόνα της Αναλήψεως του Χριστού είναι μεγαλοπρεπής. Οι Μαθητές εξεπλάγησαν και παρακολουθούσαν με χαρά και απορία την Ανάληψή Του στους ουρανούς. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει σχετικά: «Και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη… και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού…» (Πράξ. α’, 9-10).
Κατά τον Μ. Αθανάσιο οι Μαθητές δεν έβλεπαν αυτόν ανερχόμενο στον Ουρανό, αλλά ήταν διαρκώς ατενίζοντες, πράγμα το οποίο σημαίνει, ότι το «σύντονον όμμα προς το παντέφορον εστήριζον όμμα». Πρόκειται ουσιαστικά για διαρκή ενατένιση. Έβλεπαν καθηλωμένοι, θα λέγαμε, τον Χριστό, αναλαμβανόμενον στους ουρανούς.
Αυτή η στάση, εκτός από την αίσθηση του μεγαλείου της εικόνας του αναλαμβανομένου Χριστού έχει και την έννοια ότι οι Χριστιανοί έχουν στραμμένο τον οφθαλμό της ψυχής, τον νου, στον ουρανό. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε την λειτουργική προτροπή του ιερέως «άνω σχώμεν τας καρδίας» ή κατά την θεία Λειτουργία του αδελφοθέου Ιακώβου, «άνω σχώμεν τον νουν και τας καρδίας». Και αυτό είναι σημαντικό, γιατί το πολίτευμά μας δεν βρίσκεται στην γη, αλλά στον ουρανό. «Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν» (Φιλ. γ’, 20). Και αλλού ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει: «τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης» (Κολ. γ’, 2). Αυτή η ενατένιση του Χριστού και η ανύψωση του νου στον Χριστό, δεν είναι ανεξάρτητα από την νοερά ησυχία, την ησυχαστική ζωή, όταν ο νους αποσπάται από κάθε γήινη επιθυμία και αναφέρεται μόνο στον Χριστό. Βέβαια, εδώ υπονοείται, σύμφωνα με την ησυχαστική νηπτική θεολογία, η επιστροφή του νου εν Χριστώ στην καρδιά και δι’ αυτής η άνοδός του στον Θεό. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια έκσταση του νοός, αλλά για την κάθαρση και τον φωτισμό του νοός.
Κατά την διάρκεια της ενατενίσεως των Μαθητών στους ουρανούς οι άγγελοι, για τους οποίους θα πούμε τα δέοντα πιο κάτω, είπαν ότι ο Χριστός, όπως ανέρχεται στους ουρανούς, έτσι και θα κατέλθη: (ούτος ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Πράξ. α’, 11). Αυτό σημαίνει ότι οι Μαθητές, και τότε ακριβώς που δεν έβλεπαν τον Χριστό, ήταν στραμμένοι στον ουρανό εκστατικοί και έκθαμβοι.
Ο Μ. Αθανάσιος, αναλύοντας περισσότερο τον αγγελικό αυτόν λόγο, λέγει ότι οι Άγγελοι στην πραγματικότητα γνωστοποιούσαν στους Μαθητάς ότι ο Χριστός, αφού παραμένει Θεάνθρωπος στους αιώνες, θα έλθη πάλι με το ίδιο Του το Σώμα. Γιατί, δεν έλαβε από την Παναγία σώμα για απλή χρήση, αλλά για απέραντη κτήση. Δεν «σεσωμάτωται» προς καιρόν, αλλά διαρκώς «σεσάρκωται». Ο Χριστός παραμένει Θεάνθρωπος εις τους αιώνας.
Ο αρχαγγελικός λόγος αναφέρεται στην Δευτέρα ένδοξη Έλευση του Χριστού για να κρίνη τους ανθρώπους. Ο Ίδιος ο Χριστός, αναφερόμενος στην Δευτέρα Του Παρουσία, είπε: «όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγγελοι μετ’ αυτού…» (Ματθ. κε’, 31). Άλλωστε, η διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου ότι οι άγιοι θα παραληφθούν και θα αναληφθούν για να υποδεχθούν τον Χριστό που θα έρχεται με δόξα πολλή έχει αναφορά στο σημείο αυτό. Γι’ αυτό, στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε: «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης».
Ο λόγος των αγγέλων που αναφέρεται στην Δευτέρα έλευση του Χριστού, προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Προφήτης Δανιήλ θα πη: «εθεώρουν εν οράματι της νυκτός και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών έφθασε και ενώπιον αυτού προσηνέχθη» (Δαν. ζ’, 13). Σ’ αυτήν ακριβώς την έλευση αναφέρεται και ο λόγος του Χριστού: «και όψονται τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής» (Ματθ. κδ’, 30).
Μεταξύ του χρόνου της Αναλήψεως και της εκ νέου ελεύσεως του Χριστού δεν υπάρχει κανένα κενό, αφού υπάρχει η Εκκλησία μέσα στην οποία γινόμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού και κοινωνούμε Αυτού. Άλλωστε, κατά τον βαθμό που είναι κανείς οργανικό μέλος της Εκκλησίας και αληθινό μέλος του Σώματος του Χριστού, μπορεί να ζήση και την Ανάληψη Αυτού, όπως επίσης να συμμετάσχη και στην δόξα της ελεύσεώς Του.
ι’
Ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, δηλαδή αληθινός Θεάνθρωπος. Επειδή με την ενανθρώπησή Του δεν έχασε την θεότητα και την συμπαρεδρία με τον Πατέρα Του, γι’ αυτό και πάντοτε τον ακολουθούσαν οι άγγελοι. Σ’ όλα τα Δεσποτικά γεγονότα έχουμε την εμφάνιση και παρουσία των Αγγέλων. Άγγελοι ύμνησαν την ενανθρώπησή Του, άγγελοι μετά την νίκη Του εναντίον του διαβόλου στην έρημο τον διακόνησαν, άγγελοι κατά την προσευχή στην Γεθσημανή τον ενίσχυσαν, άγγελοι διεμήνυσαν στις Μυροφόρες γυναίκες την Ανάστασή Του, άγγελοι παρευρέθηκαν και κατά την άνοδο του Χριστού στους Ουρανούς.
Κατά το γεγονός της Αναλήψεως λέγεται ότι, ενώ οι Μαθητές έβλεπαν τον Χριστό ανερχόμενο στους Ουρανούς, «νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών». Στην συνέχεια στάθηκαν κοντά τους δύο άνδρες «εν εσθήτι λευκή» και τους είπαν ότι κατά τον ίδιο τρόπο θα έλθη ξανά ο Χριστός (Πράξ. α’, 9-11). Έτσι, λοιπόν, έχουμε πληθώρα αγγέλων κατά την Ανάληψη του Χριστού, και με τον τύπο και την μορφή της νεφέλης, αλλά και με τον τύπο των ανδρών που φορούσαν λευκά ενδύματα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι αυτό είναι φυσικό, γιατί αν όλος ο αέρας είναι γεμάτος από αγγέλους, πολύ περισσότερο θα ήταν γεμάτος από τις αγγελικές δυνάμεις την ημέρα που ο Χριστός αναλαμβανόταν στους ουρανούς.
Οι άγγελοι είναι πνεύματα κτιστά, που δημιουργήθηκαν από τον Θεό και έχουν διπλό έργο. Το πρώτο, να δοξάζουν τον Θεό ακαταπαύστως, όπως το βλέπουμε σε πολλά κείμενα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, και το δεύτερο, να υπηρετούν την σωτηρία του ανθρώπου. Η λέξη άγγελος προέρχεται από το αγγέλλω και δείχνει αυτούς που αναγγέλλουν κάτι, που μεταφέρουν το μήνυμα της σωτηρίας του ανθρώπου.
Η παρουσία των αγγέλων στην Ανάληψη του Χριστού προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Προφήτης Ιεζεκιήλ είδε μεγαλοπρεπή όραση: «και ανέλαβον τα Χερουβίμ τας πτέρυγας αυτών και εμετεωρίσθησαν από της γης ενώπιον εμού εν τω εξελθείν αυτά, και οι τροχοί εχόμενοι αυτών» (Ιεζ. ι’, 19). Και ο Προφητάναξ Δαυίδ γράφει: «Και επέβη επί Χερουβίμ και επετάσθη, επετάσθη επί πτερύγων ανέμων» (Ψαλμ. ιζ’, 11).
Δεν είναι διαφορετικές προφητείες, αλλά αναφέρονται στο ίδιο γεγονός, καίτοι στην μία γίνεται λόγος για Χερουβίμ, και στην άλλη για Χερουβίμ και για πτέρυγες ανέμων. Πρόκειται για το ίδιο γεγονός, αφού οι πτέρυγες των ανέμων είναι τα Χερουβίμ, των οποίων έργο είναι, όπως φαίνεται στην Παλαιά Διαθήκη, να μεταφέρουν τον θρόνο του Θεού. Η νεφέλη που παρουσιάσθηκε κατά το γεγονός της Αναλήψεως και απέκρυψε τον Χριστό από τα μάτια των Μαθητών είναι τα Χερουβίμ που μορφώθηκα σε αισθητή νεφέλη. Πραγματικά, «εσχημάτισται ουν τα Χερουβίμ εις νεφέλην δια τους θεωμένους» (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Άλλωστε, οι αισθητές νεφέλες είναι σύμβολο του ουρανού, γι’ αυτό και ο Χριστός αναλαμβάνεται με νεφέλες και δείχνει το σύμβολο της θείας δυνάμεως (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος). Πέρα από αυτές τις ερμηνείες υπάρχει και μια αλληγορική, σύμφωνα με την οποία η λέξη Χερουβίμ σημαίνει «πλήθος γνώσεως ή χύσις σοφίας». Αυτό δείχνει ότι ο Θεός κάθεται και αναπαύεται σε αυτόν που έχει γνώση και σοφία (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).
Εκτός από τα Χερουβίμ που μορφώθηκαν σε νεφέλη και μετέφεραν τον Χριστό, εμφανίσθηκαν και δύο άνδρες με ενδύματα λευκά. Γιατί όμως εμφανίσθηκαν οι άγγελοι ως άνδρες; Βεβαίως, οι άγγελοι δεν έχουν ανθρώπινο σώμα, αλλά είναι αιθέρια όντα. Εμφανίσθηκαν, όμως σε σχήμα ανθρώπου, ώστε να μη φοβηθούν οι Μαθητές (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Το ότι φορούσαν ενδύματα λαμπρά, «εν εσθήτι λευκή», δηλούται «το καθαρόν εαυτών… και περίβλεπτον εις αγνότητα». Ακόμη σημαίνει και την ηδονή, αφού το λαμπρό των ενδυμάτων κηρύττει το περιχαρές των αγγέλων (Μακάριος Χρυσοκέφαλος). Πραγματικά, οι άγγελοι είναι δεύτερα φώτα, που λαμβάνουν φως από τον Θεό. Τα λευκά ενδύματα δηλώνουν την Χάρη του Θεού με την οποία περιβάλλονται.
Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι οι δύο άγγελοι παρουσιάσθηκαν και είπαν στους Μαθητάς ό,τι αναφέραμε προηγουμένως για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, για να παρηγορήσουν τους θλιμένους Μαθητάς από τον χωρισμό. Άλλωστε, σε αυτήν την προοπτική εντάσσεται και το ότι είπαν ότι ο Χριστός θα έλθη πάλι. Δεύτερον, για να διδάξουν ότι ο Χριστός ανέβηκε στον Ουρανό, και αυτό επειδή το διάστημα του ουρανού είναι υψηλότατο και οι οφθαλμοί των Μαθητών δεν μπορούσαν να το διαπεράσουν και να δουν που αποκαθίσταται. Επί πλέον για να μη νομίσουν οι Μαθητές ότι ανέβηκε «ως εις τον ουρανόν», όπως ο Προφήτης Ηλίας, αλλά «εις τον ουρανόν».
ια’
Έχει αναφερθή και σε άλλη ανάλυση ο ψαλμός του Δαυίδ, στον οποίο παρουσιάζονται κάποιοι να προστάζουν τους άρχοντες να ανοίξουν τις Πύλες, και μάλιστα το επαναλαμβάνουν δύο φορές. Η προσταγή είναι: «άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης». Οι άρχοντες ερωτούν: «τίς εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;» Και η απάντηση είναι, την μεν πρώτη φορά, «Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω», την δε δεύτερη φορά, «Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστίν ο βασιλεύς της δόξης» (Ψαλμ. κγ’, 7-10).
Όταν αναπτύξαμε τα σχετικά με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, είδαμε τις ερμηνείες των αγίων Πατέρων που αναφέρουν ότι ο αρχάγγελος Γαβριήλ, και γενικά οι άγγελοι που συνόδευαν τον Χριστό, διέταξαν τους άρχοντες του Άδου να ανοίξουν τις πύλες, για να εισέλθη με θριαμβευτική δύναμη ο νικητής του θανάτου. Παράλληλα, οι άγιοι Πατέρες προσαρμόζουν αυτόν τον ψαλμό και για τον καιρό της Αναλήψεως λέγοντας ότι είναι και προφητεία, που αναφέρεται στο μεγάλο Δεσποτικό γεγονός της Αναλήψεως του Χριστού.
Για να γίνη κατανοητότερη η ερμηνεία αυτή πρέπει να πούμε ότι σύμφωνα με αρχαία εκκλησιαστική παράδοση οι άγγελοι, που είναι νοερά πνεύματα, είναι χωρισμένα σε τρεις τριάδες, από τις οποίες, η πρώτη τριάδα βρίσκεται πλησίον του θρόνου του Θεού, η τελευταία τριάδα βρίσκεται στην γη και διακονεί τους ανθρώπους και η μεσαία τριάδα βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή οι κατώτεροι άγγελοι βρίσκονται στην γη, οι άγγελοι που ήταν ανώτεροι από τους πρώτους βρίσκονται στον δεύτερο ουρανό, το λεγόμενο στερέωμα, και οι άλλοι άγγελοι, που είναι ανώτεροι από όλους τους προηγουμένους, βρίσκονται στον πρώτο ουρανό, όπου βρίσκεται ο Θεός.
Ανερχόμενες οι τάξεις των αγγέλων που διακονούσαν τον Χριστό στην γη, πρόσταξαν τους ανωτέρους αγγέλους, τους άρχοντες του στερεώματος, του δευτέρου ουρανού, να ανοίξουν τις πύλες για να εισέλθη ο Βασιλεύς της δόξης. Πύλες είναι οι αγγελικές φυλακές, που είναι αιώνιες και δεν είχαν ανοίξει ποτέ. Και όταν ακόμη κατέβηκε ο Χριστός ήταν κλειστές. Γι’ αυτό, το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού ήταν άγνωστο και στους αγγέλους (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος). Οι άγγελοι του στερεώματος ρωτούσαν να μάθουν ποιός είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης. Η ερώτηση αυτή έγινε για το σώμα και τα σύμβολα του πάθους, δηλαδή για τις πληγές του Σταυρού (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Απορούσαν, δηλαδή, για την παρουσία του Βασιλέως της δόξης με σώμα και πληγές. Στην συνέχεια οι άγγελοι του στερεώματος (του δευτέρου ουρανού), πρόσταξαν τους άρχοντες – αγγέλους του πρώτου ουρανού, να ανοίξουν τις πύλες για να εισέλθη ο Βασιλεύς της δόξης. Και στην ανάλογη ερώτηση και των αγγέλων αυτών, η απάντηση ήταν ότι ο Χριστός είναι ο Κύριος των δυνάμεων, ο βασιλεύς της δόξης.
Δεν πρέπει κανείς να νομίση ότι η ερώτηση των αγγέλων «τίς εστίν ο βασιλεύς της δόξης» είναι παράδοξη και δεν ευσταθεί. Είναι αληθινή για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος, γιατί οι άγγελοι, επειδή είναι κτιστά όντα, δεν προγνωρίζουν, αλλά ούτε και γνωρίζουν τα πάντα. Αυτήν την γνώση την έχει μόνον ο Θεός, και εκείνοι στους οποίους ο Θεός θέλει να την αποκαλύψη. Οι άγγελοι, όπως και οι άγιοι, γνωρίζουν μόνον εκείνα που διδάσκονται (Θεοδώρητος). Δεύτερον, η απορία των αγγέλων, όπως είπαμε, οφειλόταν στην ενότητα θείας και ανθρωπίνης φύσεως, στο Πάθος του Χριστού και στο πως ο Χριστός έφερε επάνω στο αναστημένο Σώμα Του τις πληγές του Σταυρού. Ο φόβος στην ψυχή γεννιέται από το παρά φύσιν του πράγματος. Όπως ο άνθρωπος όταν βλέπη άγγελο φοβάται, γι’ αυτό γονατίζει κλπ., έτσι και τα τάγματα των ασωμάτων βλέποντας σώμα να βρίσκεται επάνω σε νεφέλη, μαζί με τον φόβο είχαν και απορία (Μ. Αθανάσιος). Επίσης, ο θαυμασμός των αγγέλων οφείλεται στο πως ο Χριστός θέωσε το πρόσλημμα, πώς ύψωσε στους ουρανούς το γήινο σώμα, πώς την έκπτωτη φύση την τοποθέτησε εκ δεξιών του πατρικού θρόνου, πώς έκανε μια Εκκλησία από αγγέλους και ανθρώπους, και γενικά πώς θέωσε τον άνθρωπο και τον επανέφερε στην προηγούμενη δόξα (Μακάριος Χρυσοκέφαλος).
ιβ’
Η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού προξένησε μεγάλο θαυμασμό στους αγγέλους, γι’ αυτό την ημέρα της Γεννήσεως ύμνησαν μεγαλοπρεπώς την δόξα του Θεού. «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β’, 11). Και αυτό, γιατί η ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο Πρόσωπο του Λόγου είναι μέγα μυστήριο, που δεν μπορεί να χωρέση ανθρώπινος και αγγελικός νους.
Το ίδιο, όμως, και περισσότερο θαυμασμό και απορία προκαλεί και το γεγονός του Πάθους του Χριστού, αλλά και της Αναλήψεώς Του με το σώμα, το οποίο έχει πάνω του τα στίγματα και τις πληγές του Σταυρού. Οι άγγελοι θαύμασαν βλέποντας αυτά τα μεγάλα γεγονότα, να εγκαθιδρύεται το ανθρώπινο σώμα που είχε προσληφθή από τον Χριστό στα δεξιά του Πατρός.
Ο Προφήτης Ησαΐας σε ένα θαυμάσιο χωρίο του παρουσιάζει αυτόν τον θαυμασμό των αγγέλων. Είπαν οι άγγελοι με απορία: «Τίς ούτος ο παραγενόμενος εξ Εδώμ, ερύθημα ιματίων εκ Βοσόρ, ούτως ωραίος εν στολή βία μετά ισχύος;.. διατί σου ερυθρά τα ιμάτια και τα ενδύματά σου ως από πατητού ληνούς;» (Ησ’. ξγ’, 1-2).
Οι άγγελοι έβλεπαν τον Χριστό ανερχόμενο στους ουρανούς και εξέφραζαν την απορία τους. Εδώμ είναι τα γήινα. Βοσόρ σημαίνει την σάρκα, και μαζί με το ερύθημα των ιματίων δηλούται το βαμμένο κόκκινο ιμάτιο. Εδώ με το ένδυμα δηλούται η ανθρωπότητα του Χριστού, το ερύθημα είναι το χώμα του αίματος το οποίο έρρευσε από την πλευρά του Χριστού. Με το Πάθος του Χριστού καλλωπίστηκε το Σώμα Του. Έτσι, το Σώμα του Χριστού είναι κόκκινο σαν τα ιμάτια εκείνου που πατάει σταφύλια στο πατητήρι (όσιος Νικήτας). Σαφώς, λοιπόν, εδώ γίνεται αναφορά στο Πάθος του Χριστού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναφερόμενος στην Ανάληψη του Χριστού και ερμηνεύοντας αυτό το χωρίο του Προφήτου Ησαΐου, λέγει: «προβαλού το ωραίον της στολής του πεπονθότος σώματος, τω πάθει καλλωπισθέντος και τη θεότητι λαμπρυνθέντος, ης ουδέν ερασμιώτερον και ωραιότερον». Το σώμα που προσέλαβε ο Χριστός ωραΐστηκε λαμπρύνθηκε και καλλωπίστηκε από το Πάθος και την Ανάστασή Του.
Ο Χριστός κατά την Ανάληψή Του κράτησε επάνω στο Σώμα του τις πληγές του Σταυρού και με αυτές βρίσκεται στον θρόνο του Πατρός. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης συνέλεξε πατερικά χωρία, στα οποία φαίνεται γιατί ο Χριστός μετά την Ανάστασή Του άφησε στο Σώμα Του τις τρύπες που δημιουργήθηκαν από τα καρφιά και την λόγχη, ενώ θα μπορούσε να τα θεραπεύση. Εκθέτει, λοιπόν, πέντε αιτίες. Πρώτον, για τον καλλωπισμό και την ωραιότητα του σώματος. Όπως τα παράθυρα στα σπίτια είναι στολισμένα, επειδή μεταφέρουν το φως του ηλίου, το ίδιο συμβαίνει και με το Σώμα του Χριστού (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Δεύτερον, άφησε ανοικτές τις πληγές για να τις ψηλαφίση ο Θωμάς και να θεολογήση για την Ανάσταση, να ομολογήση ότι Αυτός είναι Θεός και άνθρωπος. Τρίτον, για να δείξη την μεγάλη αγάπη που έχει για τον άνθρωπο, αφού έπαθε και μάλιστα καυχάται για τα στίγματα αυτά του Σταυρού. Τέταρτον, άφησε ανοικτές τις τρύπες για να καταφεύγουμε σε αυτές σε καιρό πειρασμού και να σκεπαζόμαστε, όπως κάνει το περιστέρι, που όταν καταδιώκεται από το γεράκι τρέχει στην φωλιά του. Πέμπτον, άφησε τα στίγματα για να δουν οι Ιουδαίοι κατά την ημέρα της κρίσεως και να τον αναγνωρίσουν. Λέγεται χαρακτηριστικά στην Αποκάλυψη: «Και ιδού έρχεται μετά νεφελών και όψεται αυτόν πας οφθαλμός και οίτινες αυτόν εξεκέντησαν» (Αποκ. α’, 7)
Στην ερώτηση αυτή των αγγέλων ο Χριστός απαντά: «εγώ διαλέγομαι δικαιοσύνην και κρίσιν σωτηρίου… πλήρης καταπεπατημένης, και των εθνών ουκ εστίν ανήρ μετ’ εμού, και κατεπάτησα αυτούς εν θυμώ μου και κατέθλασα αυτούς ως γην και κατήγαγον το αίμα αυτών εις γην» (Ησ’. ξγ’, 1-3).
Η δικαιοσύνη είναι το κήρυγμα του Ευαγγελίου και η κρίση σωτηρίου είναι ο τρόπος σωτηρίας. Ο Χριστός ακόμη διαβεβαιώνει τους αγγέλους ότι Αυτός μόνος νίκησε το κράτος του θανάτου και του διαβόλου, χωρίς την βοήθεια κανενός άλλου. Σαφώς εδώ δηλούται, μεταξύ άλλων, και η θεότητα του Χριστού αφού ως Θεός συνέτριψε τον θάνατο και έδωσε το αίμα Του ζωή στους ανθρώπους.
ιγ’
Ο Χριστός κατά την διάρκεια της ζωής Του, απαντώντας στους Γραμματείς και Φαρισαίους που εγόγγυζαν γιατί δεχόταν τους αμαρτωλούς και έτρωγε μαζί τους, είπε ότι αυτό κάνει και ο καλός ποιμήν ο οποίος, όταν χάση ένα πρόβατο, αφήνει τα άλλα ενενήντα εννέα στην έρημο και πηγαίνει στα όρη να αναζητήση το χαμένο πρόβατο. Και όταν το βρη το βάζει στους ώμους του και χαίρεται. Στην συνέχεια έρχεται στο σπίτι του και προσκαλώντας όλους τους φίλους του, τους προτρέπει να χαρούν μαζί του, γιατί βρήκε το απολωλός πρόβατο (Λουκ. ιε’, 4-6).
Αυτήν την ωραία σωτηριολογική εικόνα χρησιμοποιεί ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου στον λόγο του στην Ανάληψη του Χριστού για να δείξη το έργο το οποίο Εκείνος επιτέλεσε στην γη. Και μάλιστα παρουσιάζει τον Χριστό να λέγη στον Πατέρα Του, όταν ανέβηκε στον ουρανό: «εύρον, πάτερ, το πρόβατον το πλανώμενον, όπερ ο απατεών όφις δολοτρόποις τεχνάσμασιν ηπάτησε, και κακίας οδούς υπέδειξε, πηλώ δε της πολυθεΐας την καθαρότητα της θεογνωσίας εμόλυνε».
Στην συνέχεια παρουσιάζει τον Χριστό να λέγη στον Πατέρα Του ότι βρήκε το πρόβατο αυτό να πνίγεται μέσα στον βόρβορο του βίου και, αφού το ήρπασε με την δεξιά της θεότητός Του, το έπλυνε στα νερά του Ιορδάνου, το γέμισε με την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, και δια της Αναστάσεώς Του, ήλθε, προσφέροντας αυτό το λογικό πρόβατο ως δώρο άξιο στην θεότητά Του.
Ο άγιος Επιφάνιος μετά την παρουσίαση της προσφοράς του λογικού απολωλότος προβάτου από τον Χριστό, στον Πατέρα Του, παρουσιάζει και τον θρήνο του διαβόλου, επειδή ηττήθηκε από τον Χριστό, ο οποίος «ως ιέραξ οξυπετής» άρπαξε όλους εκείνους που κρατούσε αιχμαλώτους, και ακόμη επειδή έβλεπε το δικό μας σώμα να ανέρχεται στους ουρανούς και την αμαρτία δια της Αναλήψεως του Χριστού να διαλύεται ως καπνός. Θρηνεί και οδύρεται ομολογώντας ότι τον ηπάτησε ο υιός της Μαρίας. Αυτός έκανε τα πάντα για να εξαφανίση τον Χριστό, με συκοφαντίες, διωγμούς, ακόμη και με Σταυρό, αλλά τελικά αυτό έγινε σε βάρος του. Τώρα τον βλέπει να ανέρχεται με δόξα στον ουρανό, ενώ αυτός έπεσε με αισχύνη και ντροπή.
Η οδύνη του διαβόλου είναι μεγάλη, όπως την παρουσιάζει ο άγιος Επιφάνιος, γιατί καθώς ομολογεί, όταν ως Εωσφόρος αμάρτησε στον ουρανό τον εξεσφενδόνισε σαν λίθο στην γη. Κρύφθηκε μέσα στα νερά, αλλά Εκείνος ήλθε στην γη και αφού τον βρήκε κρυπτόμενο μέσα στα ρείθρα του Ιορδάνου, τον κράτησε και τον μαστίγωσε σαν δράκοντας. Θέλει να εξουσιάση στην γη, αλλά ακούει την φωνή˙ «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή».
Από τον λόγο αυτό φαίνεται ότι με την Ανάληψη του Χριστού καταργήθηκε τελείως το κράτος του διαβόλου, αφού ο πονηρός δαίμονας είδε την τελική νίκη του Χριστού, και διαψεύστηκαν και οι ελάχιστες ελπίδες του, όταν είδε αναλαμβανομένη την ανθρώπινη φύση του Χριστού στους Ουρανούς και την τοποθέτησή της στα δεξιά του θρόνου του Θεού. Γι’ αυτό, η εορτή της Αναλήψεως είναι το πλήρωμα των Δεσποτικών εορτών.
ιδ’
Κάθε άνθρωπος όταν φεύγη από τον κόσμο αυτό συνηθίζει αφ’ ενός μεν να συμβουλεύη τα αγαπητά του πρόσωπα, αφ’ ετέρου δε να δίνη την ευλογία του. Αυτό ακριβώς βλέπουμε και στον Χριστό. Τους έδωσε μια σαφή υπόσχεση και εντολή, αλλά και τους ευλόγησε. Για την ευλογία είπαμε προηγουμένως τα δέοντα. Τώρα πρέπει να δούμε την εντολή που έλαβαν, την οποία βέβαια τήρησαν οι Μαθητές και έλαβαν την επαγγελία.
Μεταξύ των άλλων τους είπε: «Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς˙ υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. κδ’, 48-49). Την ίδια πληροφορία βλέπουμε και στις Πράξεις των Αποστόλων: «αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς, και έσεσθε μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης» (Πράξ. α’, 8). Επίσης, τους έδωσε εντολή, «από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του πατρός» (Πράξ. α’, 4).
Από αυτά φαίνεται καθαρά ότι έλαβαν την εντολή μετά την Ανάληψή Του να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα, να μη φύγουν από εκεί, έως ότου λάβουν το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής. Αφού πληρωθούν από την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, να κηρύξουν σε ολόκληρη την κτίση και να γίνουν μάρτυρές Του.
Οι Μαθητές υπήκουσαν την εντολή του Χριστού και, αφού προσεκύνησαν, «υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης, και ήσαν δια παντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (Λουκ. κδ’, 52). Μάλιστα, όπως λέγεται στις Πράξεις των Αποστόλων, ανέβηκαν στο υπερώο και «ήσαν προσκαρτερούντες ομοθημαδόν τη προσευχή και τη δεήσει συν γυναιξί και Μαρία τη μητρί του Ιησού και συν τοις αδελφοίς αυτού» (Πράξ. α’, 12-14).
Ερμηνεύοντας αυτά τα χωρία, στα οποία φαίνεται τόσο η εντολή του Χριστού όσο και η υπακοή των Μαθητών σε αυτήν, μπορούμε να παρατηρήσουμε μερικά ενδιαφέροντα σημεία.
Πρώτον. Οι Μαθητές έφυγαν από το όρος των Ελαιών με μεγάλη χαρά. Καίτοι στερήθηκαν τον Χριστό, χάρηκαν υπερβολικά, ακριβώς γιατί απέκτησαν την βεβαιότητα ότι θα λάβουν το Πνεύμα το Άγιον, και τότε θα γίνουν μέλη του Σώματός Του. Πραγματικά, η κατά σάρκα στέρηση του Χριστού υπήρξε ευλογία, γιατί απέκτησαν μια άλλη κοινωνία και ενότητα μαζί Του. Άλλωστε, ο Χριστός τους διαβεβαίωσε: «καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιω. ιβ’, 32). Έτσι, η χαρά των Μαθητών προέρχονταν από δύο αίτια. Το ένα από την ελπίδα της μεθέξεως του Αγίου Πνεύματος και το άλλο από το ότι αξιώθηκαν να γίνουν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες τόσων μεγάλων μυστηρίων.
Δεύτερον. Μεταξύ της Αναλήψεως και της Πεντηκοστής παρεμβάλλεται περίοδος προσευχής, δεήσεως και ησυχίας, τόσο σωματικής όσο και ψυχικής. Δεν μπορεί κανείς να μεθέξη του Αγίου Πνεύματος, αν δεν βρίσκεται σε κατάσταση προσευχής και εσωτερικής νήψεως. Άλλωστε, η πρακτική ζωή, δηλαδή η τήρηση των εντολών του Χριστού, προετοιμάζει το έδαφος για να έλθη η λεγομένη καθαρά προσευχή, και η προσευχή είναι η βασική προϋπόθεση αποκτήσεως και μεθέξεως της δωρεάς του Παναγίου Πνεύματος.
Τρίτον. Οι Μαθητές βρίσκονται σε μια διαρκή σύναξη, προσκαρτερούν έχοντας στο μέσον την Παναγία, την Μητέρα του Χριστού. Αυτό δείχνει την αξία της λατρείας της Εκκλησίας, αφού στο κέντρο της υπάρχει το πιο αγαπητό πρόσωπο στον Χριστό και στους Χριστιανούς, δηλαδή η Παναγία. Η Θεοτόκος δεν διεκδίκησε καμμιά εξουσία και καμμιά διακονία μέσα στην Εκκλησία, αλλά ήταν στο κέντρο της λατρείας, ο πιο πολύτιμος θησαυρός που είχε και έχει η Εκκλησία.
Τέταρτον. Πρέπει πάντοτε να υπακούουμε στις εντολές του Χριστού, γιατί έχουν καλή και αγία κατάληξη. Αν οι Μαθητές δεν επέστρεφαν στα Ιεροσόλυμα, αλλά θλιμμένοι καθώς ήταν αποχωρούσαν ο καθένας στα σπίτια τους, τότε δεν θα αξιώνονταν της μεγάλης δωρεάς, να λάβουν το Άγιον Πνεύμα και να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού. Έτσι, δεν φύλαξαν απλώς την εντολή, αλλά φυλάχτηκαν από αυτήν.
ιε’
Ό,τι έγινε στην ζωή του Χριστού πρέπει να γίνη και στην ζωή των Χριστιανών. Άλλωστε, η μίμηση του Χριστού δεν είναι απλώς μια εξωτερική συμμόρφωση σε μερικά παραγγέλματα και μερικές εξωτερικές εντολές, αλλά μέθεξη του Χριστού. Στην ζωή μας πρέπει να ζούμε το Πάθος, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού.
Αυτό ισχύει και για την Ανάληψή Του. Ο Απόστολος Παύλος σαφώς ομιλεί για την μέθεξη της Αναλήψεως του Χριστού, όταν λέγη: «ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ’ ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον, έπειτα ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα, και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α’ Θεσ’. δ’, 16-17).
Βέβαια, στο χωρίο αυτό ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για τους ανθρώπους που θα ζουν εκείνο τον καιρό κατά τον οποίο θα έλθη ο Χριστός με δόξα πολλή, αλλά η ερμηνεία των αγίων Πατέρων, όπως την είδαμε και σε προηγούμενες αναλύσεις, αναφέρεται και στους αγίους που θα αναληφθούν για να προϋπαντήσουν τον ερχόμενο Χριστό, γιατί αυτοί θα βρίσκωνται σε μεγάλη πνευματική κατάσταση.
Ο άγιος Διάδοχος Φωτικής λέγει ότι αυτό που έγινε στον Χριστό με την Ανάληψή Του θα γίνη και στους αγίους. Ο Χριστός προσέλαβε το ανθρώπινο σώμα και το θέωσε, έτσι και οι άνθρωποι μπορούν να θεωθούν με τον πλούτο της Χάριτος του Θεού. «Ο γαρ αρμόττει τω σαρκωθέντι Θεώ δια το σώμα, τούτο και τοις θεωθησομένοις δια τον πλούτον της χάριτος αυτού, θεούς τους ανθρώπους ποιήσαι, φιλοτιμησαμένου Θεού. Και οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν θεοί, ένεκα του πλούτου του φιλοτιμησαμένου Θεού.
Πρέπει να ανεβούμε εκεί που είναι ο Χριστός και να απολαύσουμε την Ανάληψή Του, χρησιμοποιώντας την πράξη και την θεωρία. Η πράξη είναι η κάθαρση της καρδιάς δια της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών, και η θεωρία είναι η έλλαμψη του νοός και η ανάληψή του σε πνευματικές θεωρίες.
Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι, όπως ο Προφήτης Ηλίας έρριψε την μηλωτή του κάτω και έτσι ανέβηκε «ως τον ουρανόν», έτσι και εμείς, ακολουθώντας την πράξη, πρέπει να εκδυθούμε την φιληδονία, την φιλοδοξία και την φιλαργυρία και γενικώς κάθε προσπάθεια της ζωής αυτής, δηλαδή κάθε προσκόλληση σε πράγματα αυτού του βίου.
Η βίωση της θεωρίας είναι η έλλαμψη του νοός, ο φωτισμός της καρδίας και η θέα του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναλύοντας την σκέψη του Αποστόλου Παύλου, λέγει ότι πρέπει να βλέπουμε προς τον άνω γεννήτορα. Γιατί τώρα δεν προερχόμαστε απλώς από τον πρώτο άνθρωπο, τον χοϊκό, αλλά από τον δεύτερο άνθρωπο, τον Κύριο του Ουρανού. Επουράνιος ο Θεός και εμείς πρέπει να γίνουμε επουράνιοι. Και όπως φορέσαμε την εικόνα του χοϊκού, έτσι πρέπει να φορέσουμε και την εικόνα του επουράνιου. Αφού αποβάλλουμε την σχέση μας με τους δερμάτινους χιτώνες, πρέπει να σταθούμε στην γη την αγία, αποδεικνύοντας ο καθένας την δική του γη αγία, με την αρετή και την ακλόνητη νεύση προς τον Θεό. Η καρδιά μας πρέπει να στρέφεται προς τα άνω, βλέποντας το μεγάλο θέαμα, δηλαδή την φύση μας να συνδιαιωνίζεται με το πυρ της θεότητος.
Επομένως, με την πράξη και την θεωρία είναι δυνατόν να ζήση κανείς την Ανάληψη του Χριστού στην προσωπική του ζωή, δηλαδή να αναληφθή με τον Χριστό και να εφαρμόση τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Καν εις Ουρανούς ανίη (ο Χριστός) συνάνελθε».
ιστ’
Η θεολογία της εορτής της Αναλήψεως δεν μπορεί να παραμείνη σε ένα θεωρητικό και διανοητικό επίπεδο, αλλά πρέπει να προχωρήση σε πρακτικές εφαρμογές. Άλλωστε, μια θεολογία που είναι αποδεσμευμένη από την άσκηση είναι δαιμονική (άγ. Μάξιμος Ομολογητής). Έτσι, από την οικονομία πρέπει να προχωρούμε στην θεολογία. Αυτό σημαίνει ότι, όταν βιώνουμε στην προσωπική μας ζωή τον Σταυρό και το Πάθος του Χριστού, ό,τι έκανε και έπαθε για μας ο Χριστός με το μυστήριο της θείας Οικονομίας, τότε μπορούμε να βιώσουμε και το μυστήριο της θεολογίας, δηλαδή της θεώσεως.
Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε την διδασκαλία των Πατέρων ότι για να βιώσουμε την Ανάληψη του Χριστού και να κατανοήσουμε, όσο είναι δυνατόν, το μυστήριό της, πρέπει να φυλάξουμε τις ζωοποιές εντολές του Θεού, να αποκτήσουμε τις θεουργές αρετές, ιδιαιτέρως την ταπείνωση και την αγάπη, ώστε να υπομένουμε κάθε θλίψη και πειρασμό που θα συμβή λόγω του ότι είμαστε Χριστιανοί, αλλά να έχουμε ακόμη και την επιθυμία του μαρτυρίου για την δόξα του ονόματος του Χριστού (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).
Επειδή είμαστε μέλη της Εκκλησίας στην οποία βιώνεται όλο το έργο της θείας Οικονομίας έχουμε υποχρεώσεις. Ως πολίτες των ασωμάτων πρέπει να απομακρυνόμαστε από σαρκικές επιθυμίες. Ως μέλη της αγίας ανθρωπότητος και ναοί του Θεού πρέπει να ζούμε με αγιωσύνη. Επειδή ο Θεός μας χάρισε τα βασίλεια αντί της κολάσεως, πρέπει να ειρηνεύουμε με τον Θεό (Πρόκλος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως).
Χρειάζεται να εξασκήση κανείς την σωματική και ψυχική καθαρότητα. Πρέπει ο άνθρωπος να διατηρή ως φύλακα άγρυπνο τον οφθαλμό της ψυχής, ώστε όταν έλθη ο ληστής διάβολος για να τον μολύνη με τα σαρκικά αμαρτήματα, να είναι έτοιμος να του πη: «Δεσποτικού κτήματος προδότης ου γίνομαι, διάβολε» (άγ. Επιφάνιος). Δηλαδή, δεν γίνομαι προδότης κτήματος που ανήκει στον Δεσπότη Χριστό.
Οι Μαθητές του Χριστού, αφού πέρασαν από όλες τις δοκιμασίες, από την κάθαρση, την βίωση του Σταυρού, στην συνέχεια παρέμειναν στο υπερώο και με αυτόν τον τρόπο έλαβαν το Άγιον Πνεύμα. Και εμείς, αφού προσκυνήσουμε τον Χριστό, πρέπει να επιστρέψουμε στην Ιερουσαλήμ, που σημαίνει ειρήνη. Να ειρηνεύσουμε με τον εαυτό μας και τους άλλους. Και όχι μόνο να επιστρέψουμε στην Ιερουσαλήμ, αλλά να παραμένουμε στο υπερώο, που είναι ο νους μας, όπου θα προσευχόμαστε διαρκώς και θα φροντίζουμε να καθαρίζουμε τους εαυτούς μας από εμπαθείς και χαμαίζηλους λογισμούς. Με αυτόν τον τρόπο θα επιτύχουμε την επιδημία του Παρακλήτου και θα προσκυνήσουμε εν αληθεία τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Η Ανάληψη του Χριστού εορτάζεται με ύμνους και ωδές πνευματικές, αλλά ταυτόχρονα με πράξη και θεωρία, δηλαδή με καθαρότητα και έλλαμψη του νοός. Μέσα από αυτόν τον αγώνα και την έλλαμψη ο άνθρωπος χαίρεται από το μεγάλο νόημα και βαθύτατο περιεχόμενο της εορτής. Τότε μπορεί να χαίρεται υπερβολικά για την Δεσποτική αυτή εορτή.
Η χαρά αυτή, που δεν είναι ένα συναίσθημα, αλλά προέρχεται από την βίωση της οικονομίας και της θεολογίας, έχει δύο βασικά αίτια. Το πρώτο είναι ότι ο Χριστός με την Ανάληψή Του «όπου ην το πρότερον» έδειξε ότι δεν είναι ψιλός (απλός) άνθρωπος ούτε υιός του τέκτονος Ιωσήφ, αλλά Υιός του Θεού (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Και το δεύτερο ότι η χαρά προέρχεται από την ανύψωση και ανάληψη της φύσεώς μας (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Αυτό βέβαια συνδέεται στενώτατα και με την ανάληψη κάθε ανθρώπου που πιστεύει και συνδέεται με τον Χριστό. Έτσι, η Κεφαλή του σώματός μας βρίσκεται στον θρόνο του Θεού. Οπότε και τα δικά μας μέλη μπορούν να εγερθούν από τον ύπνο της αμαρτίας και να θεωθούν.
Η Ανάληψη του Χριστού είναι το κόσμημα όλων των Δεσποτικών εορτών, η τελείωση όλων όσων έκανε ο Χριστός για μας, με το έργο της θείας Οικονομίας. Η τελεία αυτή εορτή μας καλεί σε πνευματική τελείωση και ολοκλήρωση, στην μέθεξη της Αναλήψεως του Χριστού και την βίωση της δικής μας αναλήψεως.

Οκτώβριος 1994

Από το βιβλίο: Οι Δεσποτικές εορτές. Εισοδικό στο δωδεκάορτο και την ορθόδοξη χριστολογία. Ιεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου.
Εκδότης:Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας). 2008.

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.