Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης, Μητροπολίτης Δράμας (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Από τα τέλη του 19ου και κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα η Μακεδονία ήταν μια από τις πιο ταραχώδεις περιοχές στη Βαλκανική χερσόνησο. Την περίοδο αυτή, οι κάτοικοι της Μακεδονίας αποτελούσαν ένα εθνολογικά πολυσύνθετο ανθρώπινο μωσαϊκό, στο οποίο ήταν κυρίαρχες δύο ανομοιογενείς κατά τα άλλα εθνοθρησκευτικές ομάδες. Η πρώτη περιελάμβανε ελληνόφωνους, σλαβόφωνους, βλαχόφωνους και αλβανόφωνους χριστιανικούς πληθυσμούς, ενώ η δεύτερη αποτελείτο από μεγάλες ισλαμικές κοινότητες Τούρκων, Αλβανών, Πομάκων, και Αθίγγανων. Μέχρι την αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού στην τουρκοκρατούμενη τότε Μακεδονία, οι χριστιανοί συμβίωναν αρμονικά με τους Μουσουλμάνους, όπως και με την πολυάριθμη εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης.1 Ωστόσο, η έξαρση του εθνικισμού στα Βαλκάνια είχε διαβρώσει τη συνοχή όλων αυτών των πολυεθνοτικών σχημάτων, μετατρέποντας την περιφέρεια της Μακεδονίας σε μια περιοχή έντονων εθνικών ανταγωνισμών και σκληρών εδαφικών διεκδικήσεων.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας, που αποτελούσαν σε πολλές πόλεις και χωριά την πλειοψηφία των κατοίκων, βρίσκονταν μεν υπό τουρκικό ζυγό, κυρίως όμως αντιμετώπιζαν τον βουλγαρικό εθνικισμό και επεκτατισμό στα εδάφη της. Ο αγώνας των Βουλγάρων στη Μακεδονία ξεκίνησε ως εκκλησιαστικός με το σχίσμα του 1870 και τη δημιουργία της Εξαρχίας, ενώ γρήγορα έλαβε εθνικές στρατιωτικές και πολιτικές προεκτάσεις.2
Παράλληλα, επιχειρήθηκε η «κατάκτηση» της Μακεδονίας μέσω της εκπαίδευσης. Στόχος του βουλγαρικού αλυτρωτισμού ήταν η εθνική αλλοίωση των ελληνικών πληθυσμών με την ίδρυση και λειτουργία βουλγαρόφωνων σχολείων, πρακτικά όμως που δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αφ’ ενός διότι τα βουλγαρικά σχολεία στην ευρύτερη περιοχή ήταν περιορισμένα και αφ’ ετέρου διότι οι απόφοιτοι των σχολείων της Εξαρχίας είχαν ελάχιστες ευκαιρίες στη μετέπειτα ζωή τους, καθώς τα περισσότερα επαγγέλματα στη Μακεδονία και η άσκηση του εμπορίου βρίσκονταν στα χέρια των Ελλήνων, Βλάχων και Εβραίων εμπόρων. Έτσι, οι απόφοιτοι των σχολείων αυτών αναγκάζονταν είτε να επιστρέφουν στη Βουλγαρία, είτε να μεταναστεύουν σε άλλες χώρες.3
Ακολούθησε η τρομοκρατία και τα εγκλήματα των κομιτατζήδων (ένοπλα βουλγαρικά αντάρτικα σώματα) κατά των ελληνικών πληθυσμών, ώστε να εξαναγκαστούν να προσχωρήσουν στην Εξαρχία και να δηλώσουν βουλγαρικό εθνικό φρόνημα. Τους σκοπούς αυτούς εξυπηρετούσαν επαναστατικές οργανώσεις (κομιτάτα), με κυριότερες την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (1893), η οποία επεδίωκε την αυτονόμηση και μακροπρόθεσμα στην προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, έχοντας ως εθνικιστικό και άκρως παραπλανητικό σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» Λίγο αργότερα, ιδρύθηκε η Ανωτάτη Μακεδονική επιτροπή «βερχόβεν» (1895), η οποία στόχευε με δυναμικά μέσα στην άμεση ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.4
Το όραμα για την προσάρτηση της Μακεδονίας και της Θράκης στη μεγάλη Βουλγαρία, εκπληρώθηκε προσωρινά με τη Συνθήκη του αγίου Στεφάνου (1878). Σύμφωνα με τη διμερή αυτή συμφωνία, Ρωσία και Τουρκία δημιουργούσαν ένα εκτεταμένο εδαφικά βουλγαρικό κράτος, από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι τη σημερινή Αλβανία, το οποίο περιελάμβανε στους κόλπους του ολόκληρη σχεδόν την Μακεδονία. Η συνθήκη του αγίου Στεφάνου αποτέλεσε τον θρίαμβο του ρωσικού πανσλαβισμού στη Χερσόνησο του Αίμου και ταυτόχρονα εξυπηρετούσε τα σχέδια του τσαρικού ιμπεριαλισμού για έξοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο Θάλασσα. Για να αποτρέψουν τα σχέδια αυτά, Αγγλία, Γερμανία και Αυστρία συγκάλεσαν την ίδια χρονιά το συνέδριο του Βερολίνου (1878), οι αποφάσεις του οποίο ευνοούσαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του Ελληνισμού στα εδάφη της Μακεδονίας. Έτσι, αποφασίστηκε να περιοριστεί αρκετά η Βουλγαρία στα νότια σύνορά της, ενώ η Ρωσία πήρε ως αντάλλαγμα την προώθηση των θέσεών της στην Ασία.5
Οι προσπάθειες, ωστόσο, της Βουλγαρίας για επέκταση των συνόρων της προς τα νότια και ανατολικά συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση όλα τα επόμενα χρόνια. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1885, Βούλγαροι εθνικιστές πραγματοποίησαν εξέγερση στη Φιλιππούπολη ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία, κηρύσσοντας την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρική Ηγεμονία. Η υψηλή Πύλη αποδέχθηκε την πραξικοπηματική αυτή ενέργεια, καθώς έλαβε από την Αγγλία εγγυήσεις για τη σταθερότητα στην περιοχή. Η Μεγάλη Βρετανία, η οποία επτά χρόνια πριν το Συνέδριο του Βερολίνου είχε πρωτοστατήσει στο να ανακηρυχθεί η επαρχία αυτή αυτόνομη στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποδέχθηκε την ένωση με την Βουλγαρία, καθώς θεωρούσε ότι μόνο έτσι η Ανατολική Ρωμυλία θα μπορούσε να αναχαιτίσει τις επεκτατικές βλέψεις της Ρωσίας προς τα νότια.6 Η Ελλάδα και η Σερβία διαμαρτυρήθηκαν για την παραβίαση της συνθήκης του Βερολίνου, ζητώντας ως αντάλλαγμα η πρώτη την προστασία των ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή και η δεύτερη την προσάρτηση τμήματος των εδαφών της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Σερβία.
Την ίδια περίοδο, το Οθωμανικός κράτος είχε επιτρέψει την ανεξέλεγκτη βουλγαρική εθνικιστική δράση στην περιοχή, προσβλέποντας στην εξουδετέρωση της πληθυσμιακής και πνευματικής ελληνικής υπεροχής στη Μακεδονία. Στην ίδια γραμμή βρίσκονται και οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Αυστρία, Ρωσία, Γερμανία και Ιταλία. Μη μπορώντας να προσαρτήσουν την επαρχία αυτή, λόγω διεθνών αληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, κρατούσαν μια σαφώς μεροληπτική στάση υπέρ της Βουλγαρίας, αναμένοντας τις εξελίξεις ενόψει του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έτοιμες να υποστηρίξουν το διάδοχο πολιτικό σχήμα.7
Σύντομα, η ελληνοβουλγαρική αντιπαράθεση στη Μακεδονία εξελίχθηκε σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών, γεγονός που κινητοποίησε τα δύο τότε εθνικά κέντρα του Ελληνισμού˙ την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη.
Μετά τον Ατυχή πόλεμο του 1897, η Αθήνα απέφευγε να εμπλακεί σε οποιαδήποτε πολεμική σύρραξη στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι βουλγαρικές και τουρκικές ωμότητες στη Μακεδονία καθώς και οι αντιδράσεις που προκαλούνταν σε όλο τον Ελληνισμό, οδήγησαν την Αθήνα στην αλλαγή πολιτικής στο Μακεδονικό ζήτημα. Το 1904 αποφασίστηκε η συγκρότηση στρατιωτικών σωμάτων που θα αποστέλλονταν στη Μακεδονία για την προστασία των ανυπεράσπιστων ελληνικών πληθυσμών. Στην κατεύθυνση αυτή, ο Λάμπρος Κορομηλάς, Γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη, ανέλαβε την οργάνωση και δημιουργία ένοπλων αντάρτικων ομάδων, που στελεχώθηκαν αρχικά από τους γηγενείς πληθυσμούς της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας.
Λίγο νωρίτερα, ο Ίωνας Δραγούμης, υποπρόξενος στο ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι 91902), είχε ιδρύσει το σωματείο «Μακεδονική Άμυνα». Από τη θέση αυτή αγωνίσθηκε για την οργάνωση των ορθόδοξων χριστιανικών κοινοτήτων της Δυτικής Μακεδονίας κατά της Βουλγαρικής Εξαρχίας, και ταυτόχρονα εργάσθηκε σκληρά για την κινητοποίηση του τοπικού ελληνικού πληθυσμού και τον συντονισμό των πρώτων αντιστασιακών δράσεων.8 Έλεγε τότε ο μεγάλος αυτός υπερασπιστής των δικαίων του Μακεδονικού Ελληνισμού: «Η Μακεδονία είναι σχολείο ελευθερίας, σχολείο που φτιάνει άνδρες ελεύθερους».9 Και αλλού έγραφε: «Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώση… Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε!».10
Στις αρχές του 1904 εισέρχονται στη Μακεδονία οι πρώτες στρατιωτικές αποστολές από την ελεύθερη Ελλάδα και την Κρήτη. Υπό την καθοδήγηση εξαίρετων και λαμπρών αξιωματικών, με πιο επιφανείς τους ήρωες Παύλο Μελά, Ευθύμιο Καούδη, Γεώργιο Κατεχάκη, Κωνσταντίνο Μαζαράκη, Γεώργιο Δικώνυμο – Μακρή και Αθανάσιο Σουλιώτη – Νικολαΐδη, τα σώματα των Ελλήνων μαχητών γίνονταν δεκτά με εκδηλώσεις λατρείας από τους ελληνικούς πληθυσμούς.11 Είναι βέβαιο ότι η άφιξη στη Μακεδονία των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων συνέβαλε καταλυτικά στην ανατροπή των συσχετισμών στα μακεδονικά πράγματα, ενώ τότε, το 1904, ξεκίνησε και τυπικά ο ένοπλος Μακεδονικός αγώνας, που θα διαρκούσε μέχρι το 1908.
Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικοί πληθυσμοί, που δεν είχαν ενσωματωθεί στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος μετά την Επανάσταση του 1821 και ζούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αναγνώριζαν ως εθνικό κέντρο το οικουμενικό πατριαρχείο χωρίς, ωστόσο, να υποτιμούν την προοπτική ένωσή τους με τη Μητέρα Ελλάδα.
Όταν στις αρχές του 20ου αιώνα η προσπάθεια εκβουλγαρισμού των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, το οικουμενικό πατριαρχείο αποφάσισε επί πατριαρχίας Κωνσταντίνου Ε’ και Ιωακείμ Γ’ να επανδρώσειτις Μητροπόλεις της επαρχίας αυτής με νέους, φωτισμένους και δυναμικούς ιεράρχες, οι οποίοι διαδραμάτισαν ξεχωριστό ρόλο στην ανάπτυξη και εξέλιξη του Μακεδονικού αγώνα. Οι πιο επιφανείς ήταν οι Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστορίας (1900 – 1908), Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης, Μητροπολίτης Γρεβενών (1901 – 1910), Φώτιος Καλπίδης, μητροπολίτης Κορυτσάς (1902- 1906), Χρυσόστομος Καλαφάτης, μητροπολίτης Δράμας (1902 – 1910), Γρηγόριος Ωρολογάς, μητροπολίτης Στρωμνίτσης (1902- 19080, Ιωακείμ Φορόπουλος, μητροπολίτης Πελαγονίας (1903 – 1909), και Αιμιλιανός Λαζαρίδης, μητροπολίτης Γρεβενών (1910 – 1911). Δύο εξ αυτών, ο Κορυτσάς Φώτιος και ο Γρεβενών Αιμιλιανός εκτελέστηκαν, γινόμενοι με τη θυσία τους εθνομάρτυρες του Μακεδονικού Ελληνισμού. Από τους υπόλοιπους ιεράρχες, οι περισσότεροι εκθρονίστηκαν και υπό την πίεση της υψηλής πύλης υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις επαρχίες τους, όπως συνέβη και με τον εξιστορούμενο μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη.
Ταυτόχρονα, στη διάρκεια της ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης, ο Ελληνισμός της Μακεδονίας είχε να αντιμετωπίσει και τη ρουμανική προπαγάνδα. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Ρουμανία με την υποστήριξη της υψηλής πύλης ανέδειξε το ανύπαρκτο Κουτσοβλαχικό ζήτημα, το οποίο απέβλεπε στην ανεξαρτητοποίηση των Βλάχων από το οικουμενικό πατριαρχείο και τη δημιουργία Ρουμανικής εξαρχίας στη Μακεδονία. Στην κατεύθυνση αυτή, ήδη από το 1862 είχε δημιουργηθεί στο Βουκουρέστι, το ρουμανομακεδονικό κομιτάτο, το οποίο είχε ως αποστολή αφ’ ενός την ίδρυση ρουμανικών εκκλησιών και σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης και αφ’ ετέρου τον προσεταιρισμό του βλαχικού στοιχείου της Μακεδονίας. Η ρουμανική προπαγάνδα όμως απέτυχε, καθώς οι Βλάχοι διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς τόσο με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως όσο και με τον ακμάζοντα Ελληνισμό της Μακεδονίας. Όταν οι ρουμανίζοντες επιχείρησαν να επεκτείνουν τη δράση τους στην Ανατολική Μακεδονία, ο Χρυσόστομος αντέδρασε δυναμικά και απέτρεψε τη δημιουργία κουτσοβλαχικής κοινότητας στη Δράμα.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να λεχθεί πως, παρά τις θυσίες στη μακροχρόνια ελληνοβουλγαρική σύγκρουση στη Μακεδονία, ο αγώνας των Βουλγάρων δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αυτό οφείλεται, αρχικά, στην πολύπλευρη εκκλησιαστική και εθνική δράση ορισμένων φωτισμένων ιεραρχών, με κυριότερους τον Μητροπολίτη Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη στη Δυτική Μακεδονία και τον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη στην Ανατολική Μακεδονία, οι οποίοι διακρίθηκαν για την προσφορά τους καθόλη τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα. Καθοριστική, ωστόσο, υπήρξε η έλευση των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων και αποστολών από την ελεύθερη Ελλάδα, που με τον ηρωισμό τους συνέβαλαν την προστασία του Μακεδονικού Ελληνισμού στις πατρογονικές του εστίες.
Έχει λεχθεί πως ο Μακεδονικός αγώνας υπήρξε η συνέχεια του Εικοσιένα. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε δύο παραδοχές˙ από τη μία, η ελληνική δράση στη Μακεδονία σε εκκλησιαστικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο είχε ξεκάθαρα έναν αμυντικό χαρακτήρα, από την άλλη, κατά τα έτη 1904 – 1908 συντελέστηκε η μεγαλύτερη έως τότε, μετά την Επανάσταση του 1821, κινητοποίηση ολόκληρου του Ελληνισμού, η οποία απέβλεπε αφ’ ενός στην προστασία των ελληνικών πληθυσμών από τη βουλγαρική εγκληματική δράση και αφ’ ετέρου τον υπέρτατο αγώνα των Ελλήνων, ώστε να αποδοθεί η Ελληνική Μακεδονία στον ημέτερον Γένος.

Υποσημειώσεις.
1. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’ xxvi – xxnii.
2. Κωνσταντίνου Χολέβα. «Η προσφορά του αγίου Μητροπολίτου Χρυσοστόμου στον Μακεδονικό αγώνα», Πειραϊκή Εκκλησία 207 (2009) 28.
3. Douglas Dakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1771 – 1923, Μορφωτικό ίδρυμα εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1982, σσ’. 244 – 245.
4. Ιωάννης Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του αγώνα», ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΔ’, «Εκδοτική Αθηνών», Αθήναι 1977, σσ’. 223 – 224.
5. Dakin, ό. π., σσ’. 205 – 206.
6. Ό. π., σ. 213
7. Ό. π., σ. 242
8. Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, το νέο Ελληνικό έθνος (1204 – 2000). Νέα ελληνική ιστορία από τη φραγκοκρατία ως τις μέρες μας, εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2003, σ’. 386.
9. Ίωνος Δραγούμη, ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες (1903 – 1909), «Εστία», Αθήνα, 1927, σ’. 105
10. ΙΔΑΣ, (Ίωνος Δραγούμη), μαρτύρων και ηρώων αίμα, «Εστία», Αθήνα 1907, σ’. 5
11. Βακαλόπουλος, ό. π., σσ’. 387 – 390

Παράβαλε και:
Ο Χρυσόστομος μητροπολίτης Δράμας (μέρος Α’).

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.