Αλληλογραφία Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου με τον Δεσπότη, Άγιο Ευρίπου, κύριο Ιερόθεο.

Στον πανιερώτατο και αξιολογώτατο και Σεβασμιώτατό μου Δεσπότη, Άγιο Ευρίπου, κύριο Ιερόθεο, την δουλική προσκύνησι.

Ένα χελιδόνι ή ένα αηδόνι δεν φέρνει την άνοιξι, καθώς λέει η παροιμία. Σε εμένα δε που μόλις άφησα τις ασχολίες μου στον Άθωνα και ταυτόχρονα τον Άθωνα και τα πολλά και ωραία αηδόνια που τρέφει ο Άθωνας, και στο έρημο τούτο και πολύ τραχύ και άνυδρο μικρό νησί στο οποίο κατοικώ, ούτε αηδόνι φάνηκε ποτέ, αλλά ούτε χελιδόνι μπορεί να κλωσσήση, διότι δεν υπάρχει πηλός ούτε τόσος, όσος θα ήταν αρκετός για την κατασκευή φωλιάς. Και άλλο μεν από τα ωδικά πτηνά, κανένα δεν ακούγεται εκτός από γρήες μόνο, όπως αποκαλούνται εδώ στην περιοχή. (Οι γρήες είναι ιχθυοφάγα πουλιά που ζουν στους γιαλούς και τις πέτρες της παραλίας και ζητούν την τροφή τους τη νύκτα και αφήνουν δυνατή φωνή που μοιάζει με κλαυθμυρισμούς νηπίων). Η ιεροπρεπής επιστολή της θεοσόφου επιμελείας σου, αντί για πολλά χελιδόνια, κελαηδώντας διαπεραστικά και παρατεταμένα, και αντί για πολλά αηδόνια ψάλλοντας το γοργό και με γλυκές στροφές τραγούδι, έφερε όλη την άνοιξι, φέρνοντας και τις χάρες της ανοίξεως.

Αυτήν εγώ διαβάζοντάς την συχνά, κάτω από τους σκιερούς κέδρους της ζω την άνοιξι˙ και βέβαια είμαι καταγοητευμένος στην ακοή άλλοτε μεν με το κάλλος και το ύψος των νοημάτων που προέρχονται από τα βάθη των ιερών λογίων και την θεολογική σειρήνα˙ άλλοτε δε από τον επαγωγικό τρόπο που έχει συνταχθή και τον θελκτικό και τον ανθηρό και εύηχο των ονομάτων. Αλλοίμονο! Πόση γοητεία και πόσες μουσικές στροφές και καταπραϋντικά ακούσματα έχουν γεμίσει τα αυτιά μου. Διότι εκτός από τον αέρα που σφυρίζει από πάνω, δηλαδή από τους κέδρους, από κάτω από την επιστολή αντηχεί άλλος αέρας, ήχος που τέρπει την ψυχή και χαριτωμένος, και είναι σαν να σφυρίζουν οι αυλοί των βοσκών, όταν επιστρέφουν τα κοπάδια με μελωδία ευχάριστη και ανέκφραστη. Αλλά ποιός θα μου δώση την γλυκύτητα των λόγων του Ηροδότου και την πυκνότητα των λόγων του Αριστείδη, ώστε να θαυμάσω επάξια της ωραίας σου επιστολής την γλαφυρή γραφή, που μοιάζει με την μούσα των Ελικωνιάδων, την γνώσι του Ελληνισμού, και, καθώς θα έλεγε κάποιος, τον άκρον
άωτον, τις χάριτες της αττικής διαλέκτου, και τους, κατά τον Φιλόστρατο, αρχαϊσμούς και γλυκύτητες.

Και, αν δεν με απατά η συγγενική αγάπη, νόμιζα ότι κρατούσα στα χέρια μου ένα φυσικό κόσμημα των μουσών και των χαρίτων˙ και μελετώντας την, νόμιζα ότι έβλεπα λειβάδι στολισμένο με ευωδιαστά και ποικίλα άνθη χαριτωμένα, όπως θα έλεγε και ο Όμηρος βλέποντας και με αιχμαλώτισε ολοκληρωτικά η θέα, και με έκανε όλον δικό της, έχοντας στραμμένα τα βλέμματα προς αυτήν. Αλλά και σένα που την έστειλες, νομίζω ότι έβλεπα, τον προ πολλού και πολύ αγαπημένο μου δεσπότη και εξάδελφο (διότι αποκτώ φτερά στο όνομα και γίνομαι πανύψηλος, επειδή ονομάζομαι εξάδελφος αρχιερέως)˙ φανταζόμουν ότι μιλούσαμε μαζί και λέγαμε αγαπημένα θέματα και θυμόμουν παλαιές παιδικές αναμνήσεις. Γι’ αυτό και πολύ θαυμάζω τον Θεόδωρο τον Στουδίτη που είπε˙ «Η ανάγνωσι των επιστολών δημιουργεί την αγάπη, διότι τους σπινθήρες της αγάπης που βρίσκονται στο βάθος της καρδιάς, ανακατεύοντας και ενώνοντας σε ένα, ανάβει φωτιά και ανυψώνει την φλόγα σε πυρσό ολοφάνερο και υψούμενο» (Εις χερι. Αυτού επισ’).

Χαίρομαι λοιπόν, χαίρομαι, και κτυπώ τα χέρια και το Δωρικό και όχι το Λυδικό άσμα τραγουδώ, ως πανηγυρικό και πιο έντονο˙ και για λίγο ξεχνώ ότι αρνήθηκα τον κόσμο και καμαρώνω γι’ αυτό, που έχω δηλαδή τέτοιο συγγενή και δεσπότη, υψηλό στον θρόνο, ταπεινό στον τρόπο, νέο στην ηλικία, συνετό στην διάνοια και πολύ πλησίον στο ομηρικό «Όποιος είναι συνετός, αλήθεια σκιαί ρίπτονται»˙ στους λόγους τεχνίτη˙ και, αυτό που είναι σπουδαιότερο, έχει συναίσθησι του βάρους του αρχιερατικού βαθμού, και γι’ αυτό τον λόγο κατεβαίνοντας από την περίοπτη θέσι του, από υπερβολή ταπεινώσεως ζητάει λόγια και συμβουλές από την ταπεινότητά μου.

Αλλά ποιός λόγος ξέφυγε από τα δόντια σου, αγαπημένε μου Δέσποτα; Ας με ανεχθής λίγο να φέρω έντασι. Γιατί το έκανες αυτό, θειότατε; Ή έπαθες τίποτε και καταλύεις την τάξι που επαινείται από τον Θεολόγο (Λόγ. περί χαλάζης), την οποία βλέπουμε να διατηρήται από τις πρώτες και πρεσβύτατες ουσίες, που είναι γύρω από τον Θεό, μέχρι και τις τελευταίες σύμφωνα με αυτά που το πετεινό του ουρανού, ο Διονύσιος λέγω, ο Αρεοπαγίτης, συμβολικώτατα διακήρυξε˙ «Γιατί αυτός ο θεσμός είναι, λέει, ο πιο ιερός της θεαρχίας, το δια των πρώτων τα δεύτερα, προς το ανώτατο θείο φως αυτής να οδηγούνται». (Εκκλ. Ιεραρ. Κεφ. ε’). Συμβουλές ζητάς και διδασκαλίες ο δεσπότης από τον δούλο; Ο ηγεμόνας και διδάσκαλος του Ισραήλ, από τον μαθητή; Αυτός που κατέχει θέσι κεφαλής, από αυτό΄ν που έχει τάξι ποδός, και αυτός που στην Εκκλησιαστική αυτή ιεραρχία ανέβηκε στην τάξι των Αρχιερέων που τελειοποιούν, από αυτόν που είναι στην τελευταία τάξι των μοναχών που τελειοποιούνται; Όχι, βέβαια, εκλεκτέ.

Διότι αυτό είναι άνω ποταμών, καθώς λέγει ο λόγος αυτό ελάχιστα αρμόζει σε μένα, ελάχιστα αρμόζει στη θέσι σου. Όμως ας δοθή αυτό που δεν δίδεται˙ και ας συγχωρηθή το ασυγχώρητο.

Αλλά πού να βρεθούν σε εμένα τα βιβλία; Πού το χαρτί; Πού μελάνι; Διότι όλα αυτά τα έκανα καπνό, όπως οι παλαιοί το πηδάλιο˙ διάλεξα την εργατική και χειρωνακτική ζωή, σκάβοντας με δικέλλα, σπείροντας θερίζοντας και αλέθοντας καθημερινά, πράγματα από τα οποία χαρακτηρίζεται η κοπιαστική ζωή των ερημικών νησιών και η ποικίλη περιπέτεια. Ώ, συμφορές μου! θα σου περιγράψω, λοιπόν, τα δικά μου˙ διότι αποφεύγοντας την μικρή ενόχλησι του Όρους και την απόλυτη ησυχία επιδιώκοντας περιέπεσα σε ταραχές και έγινα μιμητής των παλαιών παροιμιών, κατά τις οποίες όσοι αποφεύγουν τον καπνό και την αρκούδα, συναντούν φωτιά και λιοντάρι. Για όλα αυτά λοιπόν, επί πολύ χρόνο δίσταζα και απέφευγα την προσπάθεια, ιερέ του Θεού άνθρωπε και πολλές φορές γι’ αυτό που μου ζητάς σκέφτηκα να σου αποκριθώ εκείνο του χρησμού˙ «Αρκαδίαν μου ζητάς, πολλά μου ζητάς δεν θα σου δώσω».

Επειδή όμως έβλεπα τον εαυτό μου πιεζόμενο, αφ’ ενός μεν από το επιτίμιο της παρακοής, η οποία από τους νηπτικούς ονομαζόμενους πατέρες, τους φιλοσόφους μου, γνωρίζω ότι κατηγορείται˙ αφ’ ετέρου δε από την παράβασι της εντολής, η οποία λέγει: «Σε αυτόν που σου ζητάει, δίνε» (Ματθ. 5, 42)˙ ας προστεθή δε και η τυραννία της υπερβολικής αγάπης μου προς εσένα και το χρέος το συγγενικό, το οποίο η φύσις μεταξύ αυτής και εμού νομοθέτησε˙ θέλοντας και μη θέλοντας, καθώς λέγεται, συγκατένευσα στην εκπλήρωσι του αιτήματός σου, έχοντας θάρρος στις δικές σου ευχές.

Και κάνοντας, λοιπόν, μικρή διακοπή από την σκάφη και τον χειρόμυλο και σύμφωνα με την εικόνα των μηρυκαστικών ζώων, αφού ξετύλιξα πρώτα πολλούς λογισμούς και αφού συγκεντρώθηκα στον εαυτό μου, και όλα, όσα τυπώθηκαν με την ανάγνωσι, κατά τον Αριστοτέλη, στον άγραφο πίνακα της φαντασίας μου, και κατά τον Πρόκλο, στον ιερό ναό του νου μου˙ ή για να πω καλλίτερα αυτό του θείου Δαβίδ˙ «όσα στην καρδιά μου έκρυψα θεία λόγια για να μην αμαρτήσω» (Ψαλμ. 118, 11)˙ αυτά, λέγω, (όσα δηλαδή συντελούσαν στον παρόντα σκοπό), αφού αναλογίσθηκα, και σκέφτηκα, κατά την ονομαζομένη από τους Πλατωνικούς αναζωγράφησι, σε αυτό εδώ το ρυπαρό, καθώς θα έλεγες, Συμβουλευτικό, εγώ όμως, Υπομνηστικό, έγραψα και αποστέλλω στην, όνομα και πράγμα, Ιερόθεο ψυχή σου, σαν κάποιο γλύκισμα πνευματικό και μικρή προσφορά, σε αντάλλαγμα των πολλών χαρίτων που έκανες σε μένα. Αυτή δε ας είναι ταυτοχρόνως και η απόλαυσι και η ωφέλεια, αν υπάρχη από τον χωρικό και ρακένδυτο, στον ευγενή και υπέρτιμο κάποια απόλαυσι και ωφέλεια˙ και αυτή ας
είναι η ευχή μου προς τον Κύριο.

Από τον ταπεινό αυτής δούλο. Νικόδημο.
Από την Σκυροπούλλα το ερημικό νησί.

Και πάλι στον αδελφό μου Νικόδημο, την εν αγίω Πνεύματι ευλογία και την επίτευξι αυτών που αρέσουν στον Θεό.

Με ανοικτές αγκάλες και δυνατή φωνή διάβασα και με ευχάριστη την διάνοια κατενόησα, το προς εμένα σοφό και μελιστάλακτο Συμβουλευτικό. Και τί θα μπορούσα να σου πω και να μιλήσω άξια του πόθου, πιο αγαπητέ από όλους τους συγγενείς μου, Νικόδημε; Εμβάθυνα αληθινά, σ’ αυτό, όπως στο πιθάρι της Πανδώρας και στον κήπο του Αλκινόου, και σε πλουσίου άνδρα, για να πω αυτό που αναφέρει το έπος, ή σε γάμο ή σε συμπόσιο ή σε ευωχία, απόλαυσι που δεν κενούται ποτέ και δεν χάνεται˙ αποκόμισα από αυτήν ως καρπό ωφέλεια όχι θνητή και που δεν παραμένει μέχρι το θνητό σώμα, αλλά αθάνατη και η οποία παραπέμπει στην αθάνατη ψυχή. Είμαι ευγνώμων, λοιπόν, στην υπακοή σου˙ αλλά και ευγνώμων στα χείλη σου, διότι σαν την εργατική μέλισσα από τους λειμώνες των Γραφών και των Πατέρων, ό,τι το πιο καλό και ευωδιαστό και ποικίλο αφού συνέλεξες, σαν σε ιερά κυψέλη, αφού επεξεργάσθηκες το έργο αυτό, όπως το κερί, έβαλες μέλι γλυκό και αρωματικό˙ με το οποίο όχι μόνο εμένα και το ποίμνιό μου, αλλά και όλους, όσοι στον χρόνο που θα
ακολουθήση πρόκειται να το μελετήσουν, θα τους γλυκάνης, το γνωρίζω καλά, και θα γίνης αίτιος της υγείας της ψυχής˙ αν βέβαια κατά τον Σολομώντα «κερί από μέλι είναι οι ωραίοι λόγοι˙ η γλυκύτητα αυτών, θεραπεία της ψυχής» (Παροιμ. 16, 24).

Διότι είναι ολοφάνερο ότι, αυτοί που φυλάττουν με την σωτήριο καθοδήγησί τους τις αισθήσεις τους με όλη την δύναμί τους, από κάθε πονηρή επιθυμία και από κάθε κρυφή είσοδο των δαιμόνων που γίνεται μέσω των αισθήσεων, απαλλάσουν τους εαυτούς τους. Γι’ αυτό και ο θαυμάσιος Ιωήλ, αυτές υπονοώντας λέγει: «Θα εισέλθουν κλέπτες μέσα από τις θύρες σας» (Ιωήλ 2,9).

Αυτό ακριβώς ερμηνεύοντας ο φωστήρας των Αλεξανδρέων, ο θείος Κύριλλος έλεγε: «Θύρες της οικίας που μόλις αναφέρθηκε, να εννοήσης τις αισθήσεις μας, δια των οποίων παρέχεται στις καρδιές μας όλων γενικά των πραγμάτων η ποιότητα, και ξεχυλίζει το αμέτρητο πλήθος των επιθυμιών». Θυρίδες δε αυτές ονομάζει ο προφήτης Ιωήλ˙ ακόμη από αυτό μπορεί να μάθη κανείς και πως θα μπορέση να απομακρυνθή από την απάτη της πολύμορφης φαντασίας και τι τρόπο χρησιμοποιώντας θα διατηρήση ανώτερη και από τα πάθη και από τους πονηρούς λογισμούς την καρδιά του˙ και σε ποιες πνευματικές ηδονές πρέπει να εστιάζη τον νου του˙ παντού συνοδεύοντας η ιερά μούσα και των θεοπνεύστων Γραφών και των θαυμασίων Πατέρων και συμφωνώντας εν μέρει και η παιδεία των εθνικών.

Μακάριος, λοιπόν, είσαι εσύ, αδελφέ, επειδή αυτά και παρόμοια με αυτά στην ησυχία φιλοσοφείς. Μακαρίζω όμως λίγο και εγώ τον εαυτό μου για την αγάπη μου προς εσένα και τη συγγένεια˙ και ασυγκράτητος είμαι στο εξής από την επιθυμία, ποθώντας την συνάντησι μαζί σου και πολύ δύσκολα υπομένοντας την απομάκρυνσί σου, ό,τι και αν γίνη˙ διότι κάποιος δικαίως θα με χαρακτήριζε ακαλαίσθητο. Και ενώ βέβαια, μπορώ να διαπλεύσω, όχι μεγάλα πελάγη, ούτε τον Ατλαντικό, ή Αδριατικό και Ικάριο Πέλαγος, αλλά τον πορθμό μεταξύ Κύμης και Σκυροπούλλας, που έχει πλάτος σχεδόν ποταμού και να επιτύχω αυτό που επιθυμώ˙ επειδή όμως είμαι αμελής, αποτυγχάνω να συναντήσω αυτόν που πολύ επιθυμώ. Γιατί βασανίζομαι από τον πόθο μου για ένα και την συγγενική αγάπη και τον έρωτα και είμαι προσκολλημένος στην αγάπη σου, όπως ο ερωτικός κισσός σκαρφαλώνει ελικοειδώς στα παρακείμενα δένδρα και ψηλώνει αναπόσπαστα με αυτά˙ και μερικά τέτοια από την ευχαρίστησι μου έρχεται να φωνάζω: «Ώ ησυχία, η κατά τον Θεολόγο, μητέρα της θείας αναβάσεως!» (Λόγ. β’).

Ώ πράξις και θεωρία, οι ακρότητες της σοφίας! Ώ μελέτη των Θείων λογίων, εσύ που σε αυτούς που σε ποθούν χαρίζεις τέτοια δώρα!

Από το βιβλίο: Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο ή περί φυλακής των πέντε αισθήσεων, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη, Αγίου Ορους. Μάιος 2013. Επιμέλεια: Ιερομόναχος Βενέδικτος (Αγιορείτης).

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.