Λόγος εικοστός ένατος.
Για το ότι δεν πρέπει να λέμε ότι είναι αδύνατο τώρα να φθάσει στο άκρο της αρετής αυτός που θέλει και να συναγωνισθεί με τους παλαιούς αγίους. Και ότι καθένας που διδάσκει τα αντίθετα από τις θείες Γραφές δογματίζει γι’ αυτούς που πείθονται σ’ αυτόν νέα αίρεση. Και για τα δάκρυα, ότι δηλαδή υπάρχουν σ’ εμάς από τη φύση.
Αδελφοί και πατέρες, πολλοί λένε κάθε μέρα, που και εμείς τους ακούμε να λένε: «Αν ζούσαμε στις μέρες των αποστόλων και αξιωνόμασταν, όπως εκείνοι, να δούμε τον Χριστό, θα γινόμασταν και εμείς άγιοι, όπως έγιναν εκείνοι», αγνοώντας ότι εκείνος ο ίδιος είναι που και τότε και τώρα μιλά σε όλο τον κόσμο. Διότι, αν ο παλαιός και ο τωρινός Χριστός δεν είναι ο ίδιος, με το να είναι επίσης σε όλα Θεός, και στις ενέργειες δηλαδή και στα θαύματα, πώς φαίνεται πάντοτε να λέει στον Υιό ο Πατέρας και στον Πατέρα ο Υιός δια μέσου του Πνεύματος αυτά τα λόγια: «Ο Πατέρας μου εργάζεται ως τώρα, αλλά και εγώ εργάζομαι»;1
Αλλά ίσως θα πει κάποιος: «Δεν είναι ίσο το να βλέπαμε τότε εκείνον τον ίδιο σωματικά και το να ακούμε τώρα μόνο τα λόγια του και να διδασκόμαστε τα σχετικά με εκείνον και τη βασιλεία του». Και εγώ λέω ότι οπωσδήποτε δεν είναι ίσο το τώρα και το τότε, αλλά είναι κατά πολύ ανώτερο το σήμερα και το τώρα, και μας οδηγεί ευκολότερα σε περισσότερη πίστη και βεβαιότητα από το να τον βλέπαμε και να τον ακούγαμε τότε σωματικά. Διότι τότε φαινόταν στους αχάριστους Ιουδαίους ένας ευτελής άνθρωπος, τώρα όμως κηρύττεται σ’ εμάς αληθινός Θεός˙ τότε αναστρεφόταν σωματικά με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς και έτρωγε μαζί τους,2 τώρα όμως κάθεται στα δεξιά του Θεού3 και Πατέρα αυτός, που ποτέ και καθόλου δεν χωρίσθηκε από τον Πατέρα, και πιστεύεται ότι τρέφει όλο τον κόσμο, και λέμε ότι χωρίς αυτόν δεν γίνεται τίποτε, αν βέβαια και πιστεύουμε. Τότε καταφρονούνταν ακόμη και από τους ευτελέστερους, που έλεγαν, «Δεν είναι αυτός ο γιος της Μαρίας και του ξυλουργού Ιωσήφ;»4 ενώ τώρα τον προσκυνούν βασιλείς και άρχοντες ως Υιό του αληθινού Θεού και αληθινό Θεό, και δόξασε και δοξάζει αυτούς που τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά5 – αν και πολλές φορές τους παιδαγωγεί, όταν αμαρτάνουν -, και τους κάνει από πήλινους, που ήταν σιδερένιους, ισχυρότερους δηλαδή από όλα τα έθνη, που βρίσκονται κάτω από τον ουρανό˙ τότε νομιζόταν φθαρτός και θνητός, σαν ένας δηλαδή από τους άλλους ανθρώπους, και ήταν δύσκολο, τον άμορφο και αόρατο Θεό, που με αναλλοίωτο και αμετάβλητο τρόπο πήρε μορφή σε ανθρώπινο σώμα και φαινόταν ολόκληρος άνθρωπος, χωρίς να έχει ως προς τα ορατά κάτι περισσότερο και τους άλλους ανθρώπους, αλλά να τρώει και να πίνει και να κοιμάται, να ιδρώνει και να κουράζεται και να κάνει όλα τα ανθρώπινα, εκτός από την αμαρτία, να αναγνωρίσουν δηλαδή και να πιστέψουν έναν τέτοιο άνθρωπο ότι είναι Θεός, που δημιούργησε τον ίδιο τον ουρανό και τη γη και όλα όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη.
Γι’ αυτό λοιπόν και τον Πέτρο, όταν είπε ότι «Εσύ είσαι ο Υιός του ζωντανού Θεού»,6 τον μακάρισε ο Δεσπότης λέγοντας: «Μακάριος είσαι, Σίμων, γιε του Ιωνά, διότι δεν σου αποκάλυψε άνθρωπος – να δεις δηλαδή και να πεις αυτά – αλλά ο Πατέρας μου ο ουράνιος».7 Ώστε αυτός, που τον ακούει τώρα να φωνάζει καθημερινά με τα άγια Ευαγγέλια και να διακηρύττει το θέλημα του ευλογημένου Πατέρα του, και δεν υπακούει σ’ αυτόν με φόβο και τρόμο, και δεν τηρεί αυτά που αυτός προστάζει, ούτε τότε, αν ζούσε και έβλεπε εκείνον τον ίδιο και τον άκουγε να διδάσκει, θα ανεχόταν διόλου να πιστέψει σ’ αυτόν˙ αλλά υπάρχει φόβος, μήπως και τον βλασφημούσε, απιστώντας σε όλα εντελώς, με το να τον θεωρεί αντίθετο και όχι αληθινό Θεό.
Και αυτά βέβαια τα λένε αυτοί που είναι γενικά πιο αναίσθητοι από τους άλλους. Αλλά όμως τί λένε αυτοί που είναι πιο συνετοί; «Αν ζούσαμε» λένε, «στα χρόνια των αγίων πατέρων, θα αγωνιζόμασταν και εμείς. Διότι, βλέποντας την καλή τους βιοτή και τους αγώνες τους, θα τους ζηλεύαμε. Τώρα όμως, επειδή συναναστρεφόμαστε με τους ράθυμους και τους αμελείς, παρασυρόμαστε μ’ αυτούς και οδηγούμαστε μαζί τους άθελά μας στην απώλεια», χωρίς και οι ίδιοι, όπως είναι φυσικό, να γνωρίζουν ότι βρισκόμαστε μέσα σε λιμάνι εμείς περισσότερο από εκείνους. Στα χρόνια των πατέρων μας – ας το ακούσουν και αυτοί, που λένε αυτά -, υπήρχαν πολλές αιρέσεις, πολλοί ψευδόχριστοι, πολλοί χριστοκάπηλοι, πολλοί ψευδαπόστολοι˙ υπήρχαν πολλοί ψευδοδιδάσκαλοι, που με θρασύτητα περιέφεραν και έσπερναν τα ζιζάνια του πονηρού,8 και παρέσυραν μαζί τους με τα λόγια τους πολλούς, εξαπατώντας τους, και έστειλαν τις ψυχές τους στην απώλεια.
Και αυτό θα βρείτε ότι είναι αληθινό από τους βίους των αγίων πατέρων μας Ευθυμίου και Αντωνίου και Σάββα. Διότι έχει γραφεί ότι τότε ο Αντώνιος, αφού ντύθηκε λαμπρότερη στολή από τη συνηθισμένη, και αφού ανέβηκε σε ψηλό μέρος, φανερώθηκε και παρουσίασε τον εαυτό του, ώστε να γίνει οπωσδήποτε ορατός, και να κρατηθεί και να φονευθεί από τους αιρετικούς. Αν λοιπόν δεν υπήρχε διωγμός, δεν θα το έκανε αυτό.9 Για τη γέννηση μάλιστα του αγίου πατρός μας Ευθυμίου δεν έχει γραφεί ότι επικράτησε αμέσως ευθυμία στις Εκκλησίες, δοσμένη από τον Θεό, επειδή δηλαδή κατέπαυσαν τότε οι διωγμοί και οι αιρέσεις;10 Αλλά και στο τέλος του βίου του οσίου πατρός μας Σάββα11 δεν ακούτε πόσο αγωνίσθηκε για τις εκκλησίες και εναντίον των τότε αιρέσεων, και πόσοι τότε από τους μοναχούς παρασύρθηκαν μαζί με τους αιρετικούς; Τα γεγονότα μάλιστα που συνέβησαν στην εποχή του αγίου Στεφάνου του Νέου12 σε τί διέφεραν από βαρύτατο και φοβερό διωγμό; Ή, μήπως δεν σκέφτεστε τη συμφορά που συνέβη τότε και τη μεγάλη ταραχή των μοναχών;
Αλλά γιατί επιχειρώ να διηγηθώ τα πάντα; Διότι, όταν πριν απ’ αυτά θυμηθώ εκείνα που συνέβησαν στην εποχή του Μεγάλου Βασιλείου, όπως τα διηγείται ο Μέγας Γρηγόριος,13 και αυτά που συνέβησαν στην εποχή του Χρυσορρήμονα Ιωάννη,14 αλλά και των επόμενων αγίων πατέρων, ελεεινολογώ εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου και αισθάνομαι λύπη γι’ αυτούς, που δεν τα αναλογίζονται αυτά. Διότι αναμφίβολα δεν γνωρίζουν ότι όλος ο κόσμος, που πέρασε, ήταν φοβερότερος και γεμάτος ολοφάνερα από τα ζιζάνια του πονηρού.15
Ωστόσο λοιπόν, αν και τα χρόνια που πέρασαν ήταν φοβερά, η ζωή έχει και τώρα πολλούς αιρετικούς, πολλούς λύκους, πολλές φαρμακερές οχιές και φίδια, που συναναστρέφονται μ’ εμάς, αυτοί όμως δεν έχουν καμία εξουσία εναντίον μας, αλλά είναι σαν να βρίσκονται κάτω από τη νύχτα της κακίας τους˙ και, από τη μία, εκείνους, που τους συναναστρέφονται και που έρχονται κάτω από το σκότος τους, τους αρπάζουν και τους καταβροχθίζουν, από την άλλη, εκείνους που περπατούν μέσα στο φως των θείων Γραφών και βαδίζουν στο δρόμο των εντολών του Θεού, δεν τολμούν ούτε να τους συναντήσουν, αλλά και αν τους δουν να περνούν από μπροστά τους, φεύγουν, όπως φεύγει κάποιος από τη φωτιά.
Ποιούς λοιπόν νομίσατε άραγε ότι είπα αιρετικούς; Μήπως είπα αυτούς που αρνούνται τον Υιό του Θεού;16 Μήπως αυτούς που βλασφημούν το Άγιο Πνεύμα και λένε ότι αυτό δεν είναι Θεός;17 Μήπως αυτούς που λένε ότι ο Πατέρας είναι ανώτερος από τον Υιό;18 Μήπως αυτούς που συγχέουν την Τριάδα σε ενάδα,19 ή αυτούς που διαιρούν τον ένα Θεό σε τρεις; Μήπως αυτούς που λένε βέβαια ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, αλλά δεν πιστεύουν ότι έλαβε τη σάρκα από γυναίκα;20 Μήπως αυτούς που φλυαρούν λέγοντας ότι ο Χριστός έλαβε σάρκα, αλλά άψυχη;21 Μήπως αυτούς που λένε ότι η σάρκα ήταν βέβαια έμψυχη, επειδή ήταν ολοκληρωμένος άνθρωπος, αλλά ότι δεν ήταν ως προς την υπόσταση ένας Θεός, ο Υιός του Θεού, που έγινε και Υιός της Θεοτόκου Μαρίας˙ αυτούς δηλαδή που διαιρούν τον ένα Χριστό σε δύο;22 Αλλά μήπως είπα αυτούς που ορίζουν αρχή για τον άναρχο Πατέρα, και λένε τη φράση «ήταν καιρός, που δεν υπήρχε»;23 Ή, μήπως αυτούς που λαθεμένα σκέφτονται και δογματίζουν ότι ο Πατέρας είναι βέβαια άναρχος, ο Υιός όμως, επειδή γεννήθηκε απ’ αυτόν, έλαβε ως κτίσμα24 αρχή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα; Διότι ποτέ δεν ήταν ο Πατέρας, λέει η Γραφή, χωρίς να υπάρχει μαζί του ο Υιός25˙ και πώς μάλιστα θα ονομασθεί πατέρας αυτός που δεν έχει παιδί; Αλλά μήπως είπα αυτούς που κηρύττουν ότι άλλος είναι αυτός που έπαθε και άλλος είναι αυτός που αναστήθηκε; Μη βλασφημείς! Δεν αναφέρω κανένα απ’ αυτούς τους ασεβείς και άθεους, ούτε κάποια από τις άλλες αιρέσεις, που εμφανίσθηκαν βέβαια σαν σκότος, αλλά εξαφανίσθηκαν από τους αγίους πατέρες, που έλαμψαν τότε. Διότι, τόσο πολύ έλαμψε μ’ αυτούς η χάρη του παναγίου Πνεύματος και έδιωξε το σκότος των αιρέσεων, που αναφέραμε, διότι τα θεόπνευστα συγγράμματά τους λάμπουν και ως τώρα περισσότερο από τις ακτίνες του ήλιου, ώστε να μην τολμά κάποιος να φέρει σ’ αυτούς αντίρρηση.
Απεναντίας μιλώ για εκείνους και εκείνους ονομάζω αιρετικούς, αυτούς δηλαδή που λένε ότι δεν υπάρχει στα χρόνια μας και ανάμεσά μας κάποιος που να μπορεί να τηρήσει τις ευαγγελικές εντολές και να είναι όπως οι άγιοι πατέρες˙ πρώτα από όλα βέβαια να είναι πιστός και πρακτικός, διότι η πίστη αποδεικνύεται με τα έργα,26 όπως η ομοιότητα του προσώπου αποδεικνύεται με το καθρέφτισμα, έπειτα να είναι συγχρόνως ικανότατος για θέαση και θεόπτης, με το να φωτισθεί δηλαδή και να λάβει Άγιο Πνεύμα και να δει μ’ αυτό τον Υιό μαζί με τον Πατέρα. Εκείνοι λοιπόν, που λένε ότι αυτό είναι αδύνατο, δεν έχουν κάποια απλή αίρεση, αλλά, αν είναι δυνατό να πούμε, έχουν όλες τις αιρέσεις, επειδή αυτή η αίρεση ξεπερνά και καλύπτει όλες εκείνες με την ασέβεια και την υπερβολή της βλασφημίας. Εκείνος, που λέει αυτό, ανατρέπει όλες τις θείες Γραφές. Μάταια νομίζω, λέει ο μάταιος ότι κηρύττεται τώρα το άγιο Ευαγγέλιο, μάταια διακηρύττει ότι διαβάζουν ή και γράφηκαν τα συγγράμματα του Μεγάλου Βασιλείου και των άλλων ιερέων και οσίων πατέρων μας. Αν λοιπόν είναι αδύνατο να εφαρμόσουμε εμείς στην πράξη και να κάνουμε χωρίς παράλειψη αυτά που λέει ο Θεός και που όλοι οι άγιοι, πρώτα βέβαια έκαναν όλα και έπειτα έγραψαν και άφησαν, για να μας νουθετήσουν, για ποιο λόγο και τότε κοπίασαν και έγραψαν εκείνοι, αλλά και τώρα διαβάζονται στην Εκκλησία; Αυτοί, που λένε αυτά, κλείνουν τον ουρανό, που ο Χριστός άνοιξε για μας, και διακόπτουν την ανάβαση στον ουρανό, που εκείνος ο ίδιος εγκαινίασε για μας.27 Διότι, ενώ στέκεται κατά κάποιο τρόπο από ψηλά στην πύλη του ουρανού εκείνος, που είναι ο Θεός, που εξουσιάζει όλα,28 και ενώ σκύβει και βλέπεται από τους πιστούς, και φωνάζει με το άγιο Ευαγγέλιο και λέει, «Ελάτε σ’ εμένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας ξεκουράσω»,29 αυτοί οι αντίθεοι, ή, μάλλον, να πω, αυτοί οι αντίχριστοι λένε: «Είναι αδύνατο αυτό, αδύνατο!»
Σ’ αυτούς ο Δεσπότης με δυνατή φωνή δίκαια λέει: «Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς και φαρισαίοι! Αλίμονο σ’ εσάς, τυφλοί οδηγοί τυφλών! Διότι εσείς δεν μπαίνετε στη βασιλεία, αλλά και εμποδίζετε αυτούς που θέλουν να μπουν».30 Ενώ ο Δεσπότης μακαρίζει απερίφραστα εκείνους, που τώρα πενθούν,31 αυτοί λένε ότι είναι αδύνατο να πενθεί και να κλαίει κάποιος κάθε μέρα. Απορώ για την αναισθησία και το άφραγο στόμα τους, που βγάζει βρομερές φωνές εναντίον του Θεού του Υψίστου και κάνει να γίνουν τροφή θηρίων τα πρόβατα του Χριστού, για τα οποία ο ίδιος ο Μονογενής Υιός του Θεού έχυσε το αίμα του. Πραγματικά, καλά λέει, γι’ αυτούς, προφητεύοντας, ο θεοπάτορας Δαβίδ: «Αυτοί είναι άνθρωποι, που τα δόντια τους είναι σαν όπλα και σαν βέλη, και η γλώσσα τους σαν κοφτερή μάχαιρα».32
Γιατί λοιπόν, πες μου, είναι αδύνατο; Άλλωστε με τί άλλο έλαμψαν οι άγιοι επάνω στη γη και έγιναν φωτεινά αστέρια μέσα στον κόσμο;33 Αν ήταν αδύνατο, ούτε εκείνοι θα μπορούσαν ποτέ να τα κατορθώσουν αυτά. Διότι και εκείνοι ήταν άνθρωποι, όπως και εμείς, και δεν είχαν τίποτε περισσότερο από εμάς, παρά μόνο διάθεση για να κάνουν το καλό, προθυμία και υπομονή και ταπείνωση και αγάπη προς τον Θεό. Αυτά λοιπόν να αποκτήσεις και εσύ, και θα γίνει για σένα πηγή δακρύων η ψυχή σου, που τώρα είναι σκληρή σαν πέτρα. Αν όμως εσύ δεν θέλεις να θλιβείς και να δυσκολευθείς, μη λες τουλάχιστο ότι το πράγμα είναι αδύνατο. Διότι εκείνος που λέει αυτό αρνείται την κάθαρση˙ διότι δεν ακούσθηκε από την αρχή του κόσμου να καθαρισθεί από το ρύπο της αμαρτίας χωρίς δάκρυα μία ψυχή που αμάρτησε μετά το βάπτισμα. Διότι ο Θεός με το βάπτισμα αφαίρεσε από το πρόσωπο της γης κάθε δάκρυ,34 χύνοντας πλούσια το Άγιο Πνεύμα του.35 Αλλά, όπως έχω ακούσει από τη θεία Γραφή, στο ίσιο το βάπτισμα, ακόμη και κάποιοι ηλικιωμένοι, ενώ βαπτίζονταν, επειδή κατανύχθηκαν από τον ερχομό του Πνεύματος, έχυσαν δάκρυα, όχι οδυνηρά και θλιβερά, αλλά, με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και με τη δωρεά του, γλυκύτερα από το μέλι, χύνοντάς τα από τα μάτια τους χωρίς πόνο και χωρίς στεναγμό. Εκείνοι λοιπόν, που αξιώθηκαν κάποτε να δοκιμάσουν τέτοια δάκρυα, θα καταλάβουν αυτά που είπα και θα ομολογήσουν ότι αυτά είναι αληθινά, όπως θα τα βεβαιώσει και η θεολογική φωνή, η οποία λέει: «Ας προσφέρει καθένας ό,τι έχει˙ ο ένας αυτό και ο άλλος εκείνο»˙ και απαριθμώντας, ανάμεσα σ’ αυτά, πολλά, ύστερα από όλα φώναξε: «Όλοι να προσφέρετε δάκρυα, όλοι να προσφέρετε κάθαρση, όλοι να προσφέρετε ανάβαση και να προχωράτε προς τα εμπρός».36
Μήπως λοιπόν διέκρινε ή διαχώρισε σ’ αυτό το πράγμα κάποιους από τους άλλους ανθρώπους, και σε άλλους είπε ότι τάχα αυτό είναι δυνατό, ενώ σε άλλους είπε ότι είναι αδύνατο; Μήπως, όπως εσείς ισχυρίζεστε ασύνετα – για να σας μιλήσω και όπως σας αξίζει, άνθρωποι αδιόρθωτοι στις καρδιές και στα αυτιά37 -, ότι κάποιοι έτυχε να έχουν σκληρή φύση και δεν θα μπορέσουν να κατανυγούν ποτέ και να κλάψουν, αυτό δηλαδή είπε και ο Μέγας Γρηγόριος: Ποτέ κάτι τέτοιο! Ούτε υπάρχει φύση ανθρώπου, που να μην έχει μάλλον με φυσικό τρόπο τα δάκρυα και το κλάμα και το πένθος, ούτε αυτός ο άγιος, ούτε κάποιος άλλος από τους αγίους το είπε ή το έγραψε αυτό. Ότι όμως από τη φύση υπάρχει σε όλους εμάς το κλάμα, ας σου το διδάξουν τα ίδια τα βρέφη, που γεννιούνται. Διότι, μόλις βγουν από την κοιλιά της μάνας τους και πέσουν στη γη, κλαίνε,38 και μάλιστα αυτό αποτελεί για τις μαίες και τις μητέρες σημάδι ζωής. Διότι, αν δεν κλάψει το βρέφος, δεν λέγεται ότι ζει˙ με το να κλάψει όμως, δείχνει αμέσως ότι η φύση έχει συνακόλουθά της από τη γέννηση το πένθος και τα δάκρυα. Όπως μάλιστα έλεγε και ο άγιος πατέρας μας Συμεών ο Στουδίτης, μ’ αυτό το κλάμα ο άνθρωπος πρέπει και να ζήσει την παρούσα ζωή και να πεθάνει μαζί του, αν θέλει βέβαια και να σωθεί και να μπει στη μακαρία ζωή, επειδή το δάκρυ της γέννησης φανερώνει τα δάκρυα της παρούσας ζωής μας εδώ στη γη. Διότι, όπως η τροφή και η πόση είναι απαραίτητα για το σώμα, έτσι είναι και τα δάκρυα για την ψυχή, ώστε εκείνος που δεν κλαίει κάθε μέρα – διότι διστάζω να πως κάθε ώρα, για να μη φανώ δυσάρεστος – αφανίζει την ψυχή του από πείνα, και πάει στην απώλεια.
Αν λοιπόν είναι συνακόλουθα με τη φύση μας το κλάμα και τα δάκρυα, όπως αποδείχθηκε, ας μην αρνηθεί κανείς το αγαθό της φύσης, ας μη στερήσει κανείς τον εαυτό του από οκνηρία και ραθυμία από ένα τέτοιο καλό, ας μη γίνει κανείς από κακία και πονηρία και υπερηφάνεια της ψυχής αλαζόνας, και ας μη μεταβληθεί, παραβιάζοντας τη φύση, σε άνθρωπο σκληρό σαν πέτρα, αλλά, δείχνοντας την ωραιότατη προθυμία τους στις εντολές του Θεού, ας φυλάξει, παρακαλώ, απαραβίαστο μέσα στην καρδιά του αυτό το μεγάλο δώρο, διατηρώντας το με μετριοφροσύνη και ταπείνωση, με ακακία ψυχής και με απλότητα, με υπομονή στους πειρασμούς και με συνεχή μελέτη των θείων Γραφών, μετανοώντας πάντοτε και φέροντας διαρκώς στη μνήμη του τα σφάλματά του, και κανείς να μη δείξει αμέλεια γι’ αυτή την εργασία. Αν όμως κάποιος, απελπισμένος για τη σωτηρία του, κείτεται άρρωστος στο κρεβάτι της ραθυμίας, ας μη λέει τουλάχιστο ότι αυτό είναι αδύνατο και για εκείνους που δείχνουν προθυμία˙ διότι αυτός, που λέει αυτό, κλείνει για όλους εμάς, την ίδια την πύλη της βασιλείας των ουρανών. Αφαίρεσε δηλαδή τα δάκρυα και θα αφαιρέσεις μαζί μ’ αυτά την κάθαρση˙ χωρίς την κάθαρση όμως κανείς δεν σώζεται, κανείς δεν μακαρίζεται από τον Κύριο, κανείς δεν θα δει τον Θεό.39
Αν όμως ακολουθούν αυτά έτσι για εκείνους που δεν πενθούν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου,40 πες μου, πώς δεν είναι αυτή η αίρεση χειρότερη από όλους τους αιρετικούς; Αλλά λοιπόν άσκοπα έγινε κατά τη γνώμη σας η κατάβαση του Θεού στη γη και η ανάβασή του στους ουρανούς, άκαρπο έγινε το κήρυγμα των αποστόλων, άκαρπες έγιναν οι διδασκαλίες όλων των αγίων, που μας καλούν πάντοτε στο πένθος. Κάθε θεόπνευστη Γραφή, όπως βλέπω, έγινε ανώφελη για σας που βρίσκεσθε σε τέτοια κατάσταση και σκέφτεστε έτσι. Διότι, με το να βουλώνετε και εσείς τα αυτιά σας,41 σαν κουφή οχιά, στηρίζετε τη σωτηρία των ψυχών σας, όπως νομίζω, μόνο στο ράσο και στο κουκούλι και στο πολυσταύρι, και κάποιοι μάλιστα στην μακριά και σεβαστή γενιάδα, και καυχιέστε στηριγμένοι σ’ αυτά. Αλλά μη φοβάστε, θα παρουσιασθούμε – αν και δεν θέλετε να ακούτε, ενώ η θεία Γραφή φωνάζει κάθε μέρα δυνατά -, θα παρουσιασθούμε στο βήμα του Χριστού42 γυμνοί και ακάλυπτοι,43 για να πάρει ο καθένας την αμοιβή για όσα έπραξε με το σώμα του, είτε καλά είτε κακά.44
Αν όμως θα γίνει αυτό σε όλους, από στιγμή σε στιγμή, που θα είναι τότε η στολή, που σκεπάζει και στολίζει τα σώματά μας; Πού θα είναι τα λαμπρά πολυσταύρια; Πού θα είναι οι γυαλιστεροί και διάφανοι μανδύες; Πού θα είναι τα όμορφα και στερεά σανδάλια; Πού θα είναι οι δερμάτινες ζώνες, που είναι όμοιες με τις γυναικείες; Πού θα είναι η συνάντηση των αρχόντων. Που θα είναι η προτίμηση των ασπασμών; Πού θα είναι οι αγώνες της πρωτοκαθεδρίας; Πού θα είναι η πολυτέλεια των φαγητών; Πού θα είναι, για να πω και αυτό, η φροντίδα μας να προλάβουμε τον αδελφό στην τράπεζα και να πάρουμε τα περισσότερα και καλύτερα απ’ αυτά που είναι μπροστά μας, που πρώτος εγώ και οι ανόητοι, όπως εγώ, κάνουμε; Πού θα είναι τότε η έπαρση και η αλαζονεία μας, και η επιθυμία να εξουσιάζουμε και να μας εξουσιάζουν; Πού θα είναι τα ευρύχωρα και στολισμένα με πολυτέλεια, σαν τα νυφικά δωμάτια, κελλιά; Που θα είναι η προτίμηση των διακονημάτων και των διακονητών, με τα οποία νομίζουμε ότι υπερτερούμε από τους άλλους; Πού θα είναι τα ακράτητα και άσεμνα γέλια; Πού θα είναι τα πολυτελή δείπνα και τα αργόσχολα γεύματα και οι άσχετες συζητήσεις που γίνονται σ’ αυτά; Που θα είναι τότε τα μεγάλα ονόματα; Πού θα είναι η αγιοσύνη, που νομίζουν οι άλλοι ότι έχουμε τώρα, ή που νομίζουμε εμείς ότι έχουμε; Πού θα είναι οι τωρινοί κόλακες και εμπαίκτες, που μας αποκαλούν αγίους και ταράζουν το δρόμο μας;45 Πού θα είναι οι υψηλοί θρόνοι και εκείνοι που εξαιτίας τους φαντάζονται ότι είναι ενδοξότεροι από τους άλλους; Πού θα είναι η κολακεία και η φροντίδα μας, για να καταλάβουμε κάποια μικρή ή και τη μεγαλύτερη εξουσία; Πού θα είναι η αντιλογία και η ανυπακοή, και το να μη θέλει κάποιος να φανεί κατώτερος από τον άλλο; Πού θα είναι η προσκόλληση στους συγγενείς; Πού θα είναι η αίγλη των κοσμικών και των αρχόντων, που έρχονται σ’ εμάς, με τους οποίους νομίζω και φαντάζομαι, πρώτος εγώ ο ταλαίπωρος, ότι γίνομαι ενδοξότερος από τους άλλους; Πού θα είναι η φαινομενική φρόνηση αυτών, που είναι ξακουστοί για την γνώση και τη σοφία του κόσμου; Πού θα είναι η οίηση και η ιδέα ότι είμαστε κάτι, ενώ δεν είμαστε τίποτε; Πού θα είναι η τότε η εύστροφη γλώσσα και οι ρητορείες, που βγαίνουν σαν από πηγή; Πού θα είναι τότε, ή, μάλλον, τώρα, ο σοφός, πού θα είναι ο γνώστης των Γραφών, πού θα είναι ο συζητητής αυτού του κόσμου,46 για να επιστρέψει και να έρθει και να καθίσουμε και να σκεφθούμε μαζί για εκείνη τη φοβερή μέρα και ώρα,47 και αφού εντείνουμε όλες μας τις δυνάμεις48 στους εαυτούς μας και στις θείες Γραφές, και ερευνήσουμε με ακρίβεια, να διδαχθούμε από εκεί και να μάθουμε ποιο είναι αυτό, που θα μπορέσει να μας ωφελήσει τότε, και να το προτιμήσουμε με πολλή προθυμία;
Πραγματικά, αδελφοί μου αγαπητοί, την ώρα εκείνη, όπως όλη η Γραφή φωνάζει απερίφραστα, θα κυριεύσει τους ράθυμους και τους πλαδαρούς και τους οκνηρούς, όπως είμαι εγώ, μεγάλη δυσκολία, μεγάλος φόβος και τρόμος. Αλλά είναι μακάριος, αδελφοί, εκείνος, που τώρα βρίσκεται με την ταπείνωση κάτω από όλη την κτίση, με το να πενθεί και κλαίει νύχτα και μέρα μπροστά στον Θεό, διότι θα σταθεί τότε στολισμένος στα δεξιά του.49 Είναι μακάριος εκείνος, που τα ακούει αυτά, και δεν στενάζει μόνο και δεν αφήνει να περνά ανώφελα ο καιρός της ζωής του, αναβάλλοντας από μέρα σε μέρα, αλλά μόλις ακούσει τον Κύριο να λέει, «Μετανοείτε», 50 αρχίζει αμέσως το έργο της μετάνοιας. Διότι ένας τέτοιος, ως υπάκουος και αφοσιωμένος δούλος, θα ελεηθεί και δεν θα καταδικασθεί μαζί με τους ανυπάκουους. Αυτός και τώρα θα απαλλαγεί από όλα τα πάθη και θα γίνει άξιος εργάτης όλων των αρετών, και στον μέλλοντα αιώνα θα απολαύσει τα απόρρητα αγαθά του Θεού, μαζί με όλους αυτούς, που από τους αρχαίους χρόνους ευαρέστησαν σ’ αυτόν˙ που μακάρι να τα επιτύχουμε αυτά όλοι εμείς, με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Υποσημειώσεις.
1. Ιω. 5, 17
2. Πρβ. Ματθ. 9, 11. Μάρκ. 2, 16. Λουκ. 15, 2
3. Πρβ. Μάρκ. 16, 19
4. Ματθ. 13, 55. Μάρκ. 6, 3. Λουκ. 4, 22. Ιω. 6, 42
5. Πρβ. Ιω. 4, 24
6. Ματθ. 16, 16
7. Ματθ. 16, 17
8. Πρβ. Ματθ. 13, 25
9. Βίος Μ. Αντωνίου (17 Ιανουαρίου)
10. Βίος αγίου Ευθυμίου (20 Ιανουαρίου)
11. Βίος αγίου Σάββα (5 Δεκεμβρίου)
12. Βίος αγίου Στεφάνου του Νέου (28 Νοεμβρίου)
13. Λόγος 43, Εις τον Μέγαν Βασίλειον, PG 36, 493 – 605
14. Βίος αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (13 Νοεμβρίου)
15. Πρβ. Ματθ. 13, 25
16. Αναφέρεται στην αίρεση του Αρείου (4ος αιώνας)
17. Αναφέρεται στην αίρεση του Μακεδονίου (4ος αιώνας).
18. Πρβ. Ιω. 14, 28
19. Αναφέρεται στην αίρεση του Σαβελλίου (3ος αιώνας), που αρνιόταν τα τρία πρόσωπα της Τριαδικής Θεότητας.
20. Αναφέρεται στην αίρεση των Μονοφυσιτών (5ος αι.)
21. Αναφέρεται στην αίρεση στου Απολλιναρίου (4ος αι.)
22. Αναφέρεται στην αίρεση του Νεστορίου (5ος αι.).
23. Ήταν καιρός, που (ο Υιός) δεν υπήρχε˙ με τη φράση αυτή ο Άρειος αναιρούσε την πατρότητα, ως προαιώνιο γνώρισμα της υπόστασης του Θεού Πατρός.
24. Κτίσμα˙ δημιούργημα.
25. Πρβ. Ιω. 1, 1-2
26. Πρβ. Ιακ. 2, 18
27. Πρβ. Εβρ. 10, 19-20
28. Πρβ. Ρωμ. 9, 5
29. Ματθ. 11, 28
30. Ματθ. 23, 13-29
31. Πρβ. Ματθ. 5, 4
32. Ψαλμ. 56, 5
33. Πρβ. Φιλιπ. 2, 15
34. Πρβ. Ησ’. 25, 8
35. Πρβ. Τίτ. 3, 5-6
36. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 19, Εις τον εξισωτήν Ιουλιανόν, 7, PG 35, 1052A
37. Πρβ. Πράξ. 7, 51
38. Πρβ. Σ. Σολ. 7, 3 (η εικόνα από τον τρόπο του αρχαίου τοκετού).
39. Πρβ. Ματθ. 5, 8
40. Πρβ. Ματθ. 5, 4
41. Πρβ. Ψαλμ. 57, 5
42. Πρβ. Ρωμ. 14, 10
43. Πρβ. Εβρ. 4, 13
44. Πρβ. Β’ Κορ. 5, 10
45. Πρβ. Ησ’. 3, 12
46. Πρβ. Α’ Κορ. 1, 20
47. Πρβ. Ματθ. 25, 13
48. Στο αρχαίο κείμενο: πάντα κάλων κινείν˙ αρχαία παροιμία.
49. Πρβ. Ματθ. 25, 33
50. Ματθ. 4, 17
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
