Με τους Λαλαίους – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη.

Βορειοδυτικά της αρχαίας Ολυμπίας, στο οροπέδιο του Μπαστηρά, εκεί κοντά που είχε κάποτε την κατοικία του ο Κένταυρος Φόλος, εγκαταστάθηκαν από πολλά χρόνια ένα μπουλούκι τούρκικες φαμελιές. Είχαν πλούσια χωράφια και καλλιεργούσαν. Και ό,τι τους έλειπε έκαναν ρεμούλες σ’ όλα τα γύρω χωριά. Γύριζαν πάντα αρματωμένοι και είχαν γίνει το φόβητρο της περιοχής. Λαλαίους τούς έλεγαν, γιατί εκεί παλιά ήταν η πόλη Λάλα.

Όταν άναψε η Επανάσταση στο Μοριά, όλοι οι Τούρκοι αποτραβήχτηκαν στην Τριπολιτσά. Μόνο οι Λαλαίοι δεν το καταδέχτηκαν και έμειναν στη θέση τους.

Στο κοντινό στην Λάλα χωριό, το Μπέτζι, στις 20 του Μάρτη 1821, οι αδελφοί Πλαπουταίοι Δημήτρης και Γιωργάκης, αφού πήραν την ευχή του γέρου πατέρα τους, καπετάν Κόλια, μάζεψαν οχτακόσιους εξήντα οπλοφόρους Έλληνες απ’ τα γύρω χωριά και αφού έψαλαν λειτανία και ασπάσθηκαν τις εικόνες της εκκλησίας του χωριού, μίλησαν στους συγκεντρωμένους με τούτα δω τα λόγια:

«Αδελφοί, όσα βλέπετε ανέλπιστα, μη θαρρείτε ότι είναι τρελά και ανόητα πράγματα. Αυτά οπού βλέπετε έξαφνα, πληροφορηθείτε με όλη την αλήθεια ότι τα γράφουν τα βιβλία μας. Και αν δεν πιστεύετε στα λόγια μας, ρωτήστε και τους παπάδες, οπού τα ξέρουν, να σας τα ειπούν».

Και πέντε έξι παπάδες που ήταν εκεί βεβαίωσαν τα λόγια των Πλαπουταίων και πρόσθεσαν πως είναι γραμμένα και αυτά και άλλα πολλά. Πως κατά καιρούς έπεφταν απ’ τον ουρανό πολλά φυλλάδια και τους φανέρωναν πολλά που δεν μπορούσαν όμως τότε να τα ειπούν, γιατί θα σφάζονταν πολλοί πατριώτες. Και ακόμα ξέρουν πως σε λίγες μέρες θα γεμίσει καράβια η θάλασσα που θα ‘ρθουν σε βοήθεια των Ελλήνων και η στεριά ευρωπαϊκά στρατεύματα. Και θα πάρουν οι Έλληνες την Κωνσταντινούπολη και θα πιαστεί ζωντανός ο Σουλτάνος. Όλοι τούς άκουγαν μ’ ανοιχτό το στόμα και ξεσπούσαν κάθε λίγο σε ζητωκραυγές.

Τάμαθαν όλα αυτά οι Λαλαίοι και χίλιοι πεντακόσιοι βαριά οπλισμένοι χύθηκαν πάνω στους δικούς μας και τους σκόρπισαν. Τους άνοιξε όμως η όρεξη και τράβηξαν κατά τον Πύργο, για να χτυπήσουν και κει τους ξεσηκωμένους Έλληνες. Αρχηγός των Ελλήνων στον Πύργο ήταν ο Χαράλαμπος Βιλαέτης που τον έλεγαν οι Λαλαίοι «Φραγκοπαλίκαρο», επειδή ήταν απ’ τα Εφτάνησα.

Ωχυρώθηκαν οι δικοί μας μέσα σε σπίτια και πισωγύριζαν τους Λαλαίους. Στο τέλος όμως μπήκαν στον Πύργο και τον διαγούμισαν και τον έκαψαν. Νέα όμως επίθεση των Ελλήνων τούς ανάγκασε να παρατήσουν τα λάφυρα τους και πολλούς νεκρούς και να φύγουν.

Στις 10 του Μάη έκλεισαν το Βιλαέτη στο χωριό Λατζόνι. Πέντε ώρες αμύνθηκε εκείνος και όταν σώθηκαν τα πολεμοφόδια των δικών του, πετάχτηκε όξω απ’ το ταμπούρι του με δυο λαβωματιές, φωνάζοντας:

— Όποιος είναι χριστιανός και το λέει η καρδιά του, ας με ακολουθήσει.

Σκοτώνει έναν μπέη, κάποιος όμως τον χτύπησε κι αυτόν πισόπλατα και τον ξάπλωσε νεκρό. Τού ‘κοψαν οι Λαλαίοι το κεφάλι, το κάρφωσαν σ’ ένα κοντάρι και το γύριζαν στα χωριά, για να φοβίζουν τους Έλληνες.

«Έγινα ρεζίλι…»

Στις 8 του Μάη μια νέα δύναμη των Ελλήνων από διακόσιους Κεφαλονήτες, εκατόν εξήντα Ζακυνθινούς, χίλιους εξακόσιους Γαστουναίους με αρχηγό το Σισίνη και άλλα μπουλούκια οπλαρχηγών, όπως τον Ασημάκη Φωτήλα και το Γιώργο Πλαπούτα, κλείνουν τους Λαλαίους στο Λάλα. Και αρχίζουν φοβερές μάχες.

Σε μια απ’ αυτές ο Γιώργος Πλαπούτας, για να δείξει την παλικαριά του και να πάρουν θάρρος και οι άλλοι, όρμησε με λίγους μόνο δικούς του στο στρατόπεδο των Λαλαίων. Όταν είδε πως δεν τον ακολούθησαν πολλοί δικοί του, αμύνθηκε μόνος του για πολλή ώρα και ύστερα πισωγύρισε. Είχε όμως τόσο εξαντληθεί, έκανε και πολλή ζέστα και δεν μπόρεσε ν’ αντέξει. Μόλις έφτασε στο στρατόπεδο των Ελλήνων ξεψύχησε.

Την άλλη μέρα παραγγέλνουν οι Έλληνες αρχηγοί στους Λαλαίους να παραδοθούν. Και κείνοι τους απαντάνε ειρωνικά και τους στέλνουν λίγα κεράσια και δυο ρεβανιά, για να δείξουν τάχα την αγάπη τους.

Οι μάχες ξαναρχίζουν και οι Λαλαίοι καταλαβαίνουν τη δύσκολη θέση τους. Ζητάνε βοήθεια απ’ το Γιουσούφ πασά της Πάτρας, γράφοντας του πως το ελληνικό στράτευμα αποτελείται από βλάχους και απειροπόλεμους ραγιάδες και ότι μόλις τους έρθει βοήθεια θα τους πιάσουν όλους ζωντανούς.

Τους πιστεύει ο Γιουσούφ πασάς και πάει μόνος του με πεντακόσιους πεζούς και καβαλαραίους. Νέες μάχες, καινούρια αίματα. Σε μια απ’ αυτές πληγώνεται και στα δυο χέρια ο Ανδρέας Μεταξάς. Ο Γιουσούφ χάνει πολλούς δικούς του και απελπίζεται. Συγκεντρώνει όλους τους Λαλαίους και τους μιλάει με νεύρα:

«Αυτοί ήταν οι βλάχοι, οι τσοπάνηδες και οι παλιοχαμένοι ραγιάδες, οπού μου γράφατε ότι είναι εδώ και πίστεψα στα γραφόμενά σας και ήρθα και έγινα ρεζίλι; Έχασα ακόμα και τόσα παλικάρια Ντιν Ισλάμηδες (πιστούς θρήσκους) εντροπιαστήκατε και σεις οι παινεμένοι Λαλαίοι. Και εγώ βλέπω εδώ βασιλικό ορδί (στρατόπεδο) και όχι όπως σεις λέγατε…».

«Εάν έχετε σκοπό να μείνετε εδώ, τούτοι οι παλιοτσοπάνηδες δε θ’ αφήσουν ποδάρι από σας. Και αν θέλετε να έλθετε μαζί μου στην Πάτρα, ετοιμαστείτε το γρηγορότερο, για να φύγουμε. Προσέξτε όμως καλά να μην το μάθουν οι Γκιαούρηδες, γιατί μας πιάνουν μπροστά τα στενά και μας αφανίζουν.».

Στις 30 Ιούνη οι Λαλαίοι με τις φαμίλιες τους και ο Γιουσούφ, δυο ώρες πριν ξημερώσει, φεύγουν και φτάνουν στην Πάτρα, αφήνοντας το όμορφο χωριό τους στα χέρια των επαναστατών. Και μόλις ξημέρωσε, μπήκαν οι Έλληνες στο χωριό και λεηλάτησαν όλα τα σπίτια των Λαλαίων. Επειδή έβλεπαν έξω απ’ τα σπίτια και πολλά νιοσκαμμένα αναχώματα, νόμισαν πως εκεί είναι χωμένοι οι θησαυροί τους και τους έσκαβαν. Δεν έβρισκαν όμως τίποτα άλλο από χωμένα κουφάρια. Τρακόσια μέτρησαν. Και οι δικοί μας όμως πλήρωσαν ακριβά τον ξωλοθρεμό των Λαλαίων με εκατό δεκαπέντε νεκρούς.

Από το βιβλίο: “Στα δοξασμένα χρόνια”, των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.