Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

… Το καλοκαίρι του 1906 υπήρξε εφιαλτικό για την πόλη και τους κατοίκους της Δράμας. Μέχρι τότε οι κομιτατζήδες δρούσαν ως επί το πλείστον σε κωμοπόλεις και χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας, διαπράττοντας εγκλήματα κατά της ζωής και της περιουσίας των πατριαρχικών πληθυσμών. Ωστόσο, με ημερομηνία 10 Ιουνίου 1906, το βουλγαρικό κομιτάτο δημοσίευσε προκήρυξη με την οποία κήρυσσε την επανάσταση στο επαρχιακό διαμέρισμα της Δράμας και καλούσε «τους Βουλγάρους πατριώτας εις τον επονείδιστον τούτον αγώνα των».

Ο Χρυσόστομος καλεί τον πληθυσμό σε επαγρύπνηση ενόψει της επικείμενης επίθεσης. Από το βράδυ της ίδιας μέρας άρχισαν να εκτοξεύονται βόμβες και δυναμίτες με στόχο πολλές οικίες στο κέντρο της Δράμας. Στις 6 Ιουνίου το λουτρό του αίματος συνεχίστηκε με βομβιστική επίθεση σε πολυσύχναστο καφενείο. Τη νύχτα της 6ης προς την 7η Ιουλίου πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα αλλεπάλληλες επιθέσεις σε πολλά σημεία της πόλης και της επαρχίας με δεκάδες θύματα. Στη Δράμα δολοφονήθηκε ο προεστός Γεώργιος Παπαδημητρίου. Στην ιστορική κοινότητα Πλέβνας (Πετρούσας), η οποία είχε δοκιμαστεί στο παρελθόν, σκοτώθηκαν έξι Έλληνες, ενώ στο μοναστήρι της αγίας Κυριακής στην Αλιστράτη οι κομιτατζήδες σκόρπισαν οδύνη και θλίψη στο πλήθος που είχε προσέλθει στη μεγάλη πανήγυρη της κωμόπολης.1

Την ίδια νύχτα Βούλγαροι επιτέθηκαν στο σλαβόφωνο χωριό Γκόρνιτσα (Καλή Βρύση) της επαρχίας Ζιχνών, όπου πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς αρκετές οικίες. Έπειτα, «συλλαβόντες τον ακλόνητον στύλον της Ορθοδοξίας και Αρχιερατικόν μου επίτροπον εν Ζίχνη, λογιώτατον, νοημονέστατον και αγιώτατον άνδρα οικονόμον Π. Ιωάννην Π’ Εμμανουήλ κατεκρεούργησαν κυριολεκτικώς αυτόν», έγραψε ο ιεράρχης. Ο αοίδιμος Οικονόμος της Ζίχνης, πατήρ Ιωάννης, έχαιρε του σεβασμού και της αγάπης των κατοίκων της περιοχής. Το έγκλημα που είχε διαπράξει ήταν ότι «ηρνήθη επιμόνως να προσχωρήση εις το επάρατον σχίσμα και να τεθή εις την διάθεσιν των προπαγανδιστών Βουλγάρων».6

Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1906 η ορθόδοξη κοινότητα της επαρχίας Δράμας θρήνησε έναν ακόμα ιερέα, θύμα της εγκληματικής δράσης των Βουλγαροεξαρχικών. Τη νύχτα της 4ης προς 5η Αυγούστου ομάδα κομιτατζήδων έφτασε στο επίσης σλαβόφωνο χωριό Γράτσιανη (Αγιοχώρι) Σερρών. Εκεί, η συμμορία των «ανθρωπομόρφων τεράτων, εισήλθε βία εις την οικίαν του ατυχούς ιερέως Ιωάννου και αποσπάσαντες αυτόν από των αγκαλών της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του οικτρώς και ανηλεώς εδολοφόνησαν, δια το ασυγχώρητον έγκλημα ότι γεννηθείς Ορθόδοξος, ανατραφείς Ορθοδόξως, αξιωθείς της Ορθοδόξου ιερωσύνης δεν υπήκουσεν εις τας προτάσεις του κομιτάτου της Εξαρχίας, ίνα προσέλθη εις το σχίσμα! … από μακρού εξησκείτο πίεσις επί του καλού μας τούτου ιερέως, ίνα αναγνωρίση μόνον τον Έξαρχον και θ’ απολαύση της ζωής της νυν και της μελλούσης».3

Οι εν λόγω κληρικοί υπήρξαν μάρτυρες του Χριστού και προστέθηκαν στη χορεία των νεοϊερομαρτύρων της εκκλησίας. Τους ζητήθηκε να αρνηθούν την ορθόδοξη πίστη και να προσχωρήσουν στη σχισματική Βουλγαρική Εξαρχία. Και όταν αυτοί δεν ενέδωσαν στις απειλές και τους εκβιασμούς, δέχθηκαν τον στέφανον του μαρτυρίου μένοντας πιστοί στη «φίλη ορθοδοξία».4

Στις 21 Αυγούστου 1906 ένα ακόμα έγκλημα ήρθε να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των απάνθρωπων ενεργειών του βουλγαρικού κομιτάτου. Έγραψε σχετικά ο Χρυσόστομος: «Εν Καρλίκοβα του τμήματος Ζίχνης της εμής επαρχίας, εις πεντάλεπτον από του χωρίου απόστασιν, ευρέθη εσφαγμένος τούτ’ αυτό ως αρνίον ο ημέτερος και Χριστιανικώτατος και πλουσιώτατος εις αρετάς και υλικά αγαθά Ορθόδοξος Έλλην πρόκριτος Στογιάννης Βουγιουκλής, κατασφαγείς υπό των αιμοβόρων του Βουλγαρικού κομιτάτου ληστών».5

Η έκρηξη της βίας το καλοκαίρι του 1906 στην επαρχία Δράμας δεν ήταν τυχαία. Στη διάρκεια του 1906 οι ελληνικές δυνάμεις κέρδιζαν συνεχώς έδαφος στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία και εδραίωναν την υπεροχή τους. Αυτό είχε ως συνέπεια το κεντρικό βουλγαρικό κομιτάτο να μεταφέρει τη δράση του στην Ανατολική Μακεδονία. Έτσι, στα βορειοανατολικά διαμερίσματα του νομού Δράμας βρήκαν καταφύγιο εκατοντάδες κομιτατζήδες, οι οποίοι, έχοντας ως ορμητήριο την περιοχή αυτή, πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε πόλεις και χωριά της ευρύτερης επαρχίας σκορπώντας τον θάνατο και τη δυστυχία στους ελληνικούς πληθυσμούς.

Ένας ακόμα λόγος που το κομιτάτο μετατόπισε μαζικά τις δυνάμεις των Εξαρχικών στην Ανατολική Μακεδονία ήταν η δράση του Μητροπολίτη Δράμας. Η βουλγαρική προπαγάνδα δεν μπορούσε να ανεχθεί την επιστροφή τόσων σλαβόφωνων κοινοτήτων της επαρχίας Δράμας στις τάξεις των πατριαρχικών, γι’ αυτό και η έξαρση της βίας στην περιοχή στόχευε κυρίως στην εξόντωση ή την απομάκρυνση του Χρυσοστόμου από τη Μακεδονία.

Ωστόσο, σε προσωπικό επίπεδο, η δυσάρεστη εξέλιξη για τον Χρυσόστομο δεν ήταν τόσο η αύξηση της βίας στην επαρχία του εκ μέρους των κομιτατζήδων – αυτή τη βίωνε από την αρχή της αρχιερατείας του στη Δράμα – όσο η εχθρική στάση των οθωμανικών αρχών απέναντί του. Την περίοδο 1902- 1905 η δράση του Μητροπολίτη εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της υψηλής πύλης στη Μακεδονία, γι’ αυτό και η πολιτεία του ιεράρχη ήταν ανεκτή από τις τουρκικές αρχές λόγω του βουλγαρικού κινδύνου που απειλούσε τη σταθερότητα στην περιοχή. Από το 1906 όμως και μετά, το οθωμανικό κράτος διαμόρφωσε την πολιτική του υπέρ της βουλγαρικής πλευράς,6 καθώς οι ελληνικές δυνάμεις αποκτούσαν τον έλεγχο σε περιοχές όπου είχαν ούτως ή άλλως την πληθυσμιακή και γλωσσική υπεροχή.

Στον νέο κύκλο του αίματος, ο άγιος αρχικά προσπαθεί να στηρίξει τους κατοίκους και να τους εμψυχώσει. Ενθαρρύνει τους τρομοκρατημένους Δραμινούς με παρηγορητικούς λόγους «ανέγνων και επανέγνων αυτοίς τα πατριαρχικά γράμματα, δι’ ων συνιστάται ημίν εγκαρτέρησις και υπομονή».7

Καθώς όμως αυξάνονται οι δολοφονικές επιθέσεις και εκτελέσεις ιερέων και προκρίτων των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, χωρίς να διαφαίνεται καμία προοπτική υπεράσπισης εκ μέρους των οθωμανικών αρχών, ο ιεράρχης προειδοποιεί: «Εν μόνον υπολείπεται εις τον δυστυχή τούτον λαόν, να εξεγερθή σύσσωμος και να σταθή όρθιος και απειλητικός ενώπιον των καταπτύστων και ουτιδανών τούτων εχθρών της πίστεως και πατρίδος του και μόνος του να επιτελέση το προς εαυτόν και την ευδαιμονίαν των απογόνων του ιερόν καθήκόν του. Αλλά καίτοι η υπομονή μας εξηντλήθη, όμως ημείς υπομένομεν και αναμένομεν μόνον την εξ Θεού παρηγορίαν και αντίληψιν».8

Η προειδοποίηση του Χρυσοστόμου προς το πατριαρχείο ότι το μόνο μέσο που είχε απομείνει στον δυστυχή και ταπεινωμένο λαό της Δράμας ήταν «να εξεγερθή σύσσωμος», εκφράζει την πεποίθηση του ιεράρχη ότι οι ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής θα έπρεπε να αναλάβουν οι ίδιοι την άμυνα του τόπου τους και να οργανώσουν δυναμικά την αντίσταση απέναντι στη βουλγαρική τυραννία.

Επιπλέον, μετά τη δολοφονία του προεστού Στογιάννη Βουγιουκλή, ο μητροπολίτης Δράμας έγραψε: «Δεν δυνάμεθα πλέον απαθώς να βλέπωμεν τον όλεθρον και την φθοράν των εξεχουσών κορυφών του γένους ημών κατά τα μέρη ταύτα, ουδέ νομίζομεν ότι αποστολή ημών είνε να μεταβληθώμεν εις νεκροθάπτας και να τονίζωμεν πενθίμους ωδάς και ν’ απαγγέλλωμεν επιμνημοσύνους, δια τους θανατουμένους όλην την ημέραν αδελφούς μας, λόγους».9

Στην επιστολή αυτή, ο Χρυσόστομος έκανε ένα βήμα παραπάνω, λέγοντας ότι δεν επρόκειτο να παραμείνει θεατής στα ειδεχθή εγκλήματα των Βουλγάρων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι χρέος του ήταν να συμβάλλει στην άμυνα και την προστασία των δοκιμαζομένων αδελφών. Στην κατεύθυνση αυτή, το καλοκαίρι του 1906 οι κάτοικοι της Δράμας πραγματοποίησαν μεγάλο συλλαλητήριο στο μέγαρο του διοικητηρίου της πόλης, όπου μαζικά διαδήλωσαν κατά της βουλγαρικής εγκληματικής δράσης και επέδωσαν ψήφισμα διαμαρτυρίας στις οθωμανικές αρχές.

Σχετικά με την εμπλοκή του Χρυσοστόμου στην ένοπλη ελληνοβουλγαρική σύγκρουση, αξίζει να καταγραφεί ότι ο ιεράρχης απέρριπτε συστηματικά την ανάμειξή του στη δράση των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων στη Μακεδονία. Η έρευνα και μελέτη τόσο της ογκωδέστατης αλληλογραφίας του όσο και της σχετικής βιβλιογραφίας της εποχής δεν αποδεικνύουν τη συμμετοχή του μητροπολίτη στην οργάνωση και διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα εκ μέρους των Ελλήνων στην Ανατολική Μακεδονία. Αυτό που προκύπτει από τις πηγές είναι ότι ο ιεράρχης πραγματοποιούσε συνεχείς περιοδείες στην επαρχία Δράμας, στήριζε και ενίσχυε το φρόνημα του ελληνορθόδοξου ποιμνίου του, παρηγορούσε και ανακούφιζε υλικά και πνευματικά τα θύματα του Μακεδονικού αγώνα και ταυτόχρονα προέβαινε σε καταγγελίες στις τοπικές αρχές και τους ξένους παρατηρητές για την τραγική κατάσταση στη Μακεδονία.

Οι κατηγορίες που εκτοξεύονταν από τις οθωμανικές αρχές ότι ο Χρυσόστομος είχε συνάψει σχέσεις με τα αντάρτικα σώματα δεν είχαν τότε επιβεβαιωθεί. Ακόμα και οι Άγγλοι αξιωματικοί, οι οποίοι συμμερίζονταν τις απόψεις περί ανάμειξης του Χρυσοστόμου στις ελληνικές στρατιωτικές ομάδες κρούσης, δεν κατάφεραν να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους, γεγονός που επιβεβαιώνεται σήμερα από την έρευνα στα αρχεία του βρετανικού υπουργείου εξωτερικών (Foreign Office). Επίσης, αν και ο μητροπολίτης Δράμας είχε επαφές με τον μακεδονομάχο Αθανάσιο Σουλιώτη – Νικολαΐδη, ο οποίος έδρασε στην Ανατολική Μακεδονία, ο τελευταίος δεν ανέφερε τον Χρυσόστομο στα μέλη της «Οργάνωσης Θεσσαλονίκης»,10 όταν εξέδωσε αργότερα τα απομνημονεύματά του.11

Από τα ανωτέρω συνάγεται πως ο Χρυσόστομος λειτουργούσε στη Δράμα ως επίσκοπος της εκκλησίας. Η αρχιερατική του διακονία ήταν το ύψιστο λειτούργημα και οι ενέργειές του καθορίζονταν από την ιδιότητα αυτή. Στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τα θύματα της βουλγαρικής θηριωδίας, ο ιεράρχης κατηγορήθηκε αναρίθμητες φορές ότι συνεργαζόταν με τα ελληνικά κομιτάτα, ζήτημα που δεν είχε την εποχή εκείνη στοιχειοθετηθεί από τις τουρκικές αρχές.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι κατηγορίες για την άμεση εμπλοκή και σχέση του Χρυσοστόμου με τα ελληνικά σώματα δεν επιβεβαιώνονται από τις πηγές της εποχής, είναι βέβαιο ότι ο μητροπολίτης Δράμας θεωρούσε αναγκαία και αναπόφευκτη την οργάνωση της άμυνας και την ένοπλη αντίσταση κατά των Βουλγάρων. Ο Χρυσόστομος γνώριζε για τη δράση των στρατιωτικών αποστολών από την ελεύθερη Ελλάδα στην επαρχία του, αναλαμβάνοντας ο ίδιος έναν ξεχωριστό ρόλο στην έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα.

Υποσημειώσεις.

1. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 93-94 – Πρβλ. ΕΑ ΚΣΤ (19060 339-340
2. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 95-96 – Πρβλ. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 340
3. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 99-100 – Πρβλ. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 389
4. Κατά τον πατερικό λόγο: «Ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη ορθοδοξία? ου ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας? εν σοι εγεννήθημεν, και σοι ζώμεν, και εν σοι κοιμηθησόμεθα? ει δε καλέσει καιρός, και μυριάκις υπέρ σου τεθνηξόμεθα» (Ιωσήφ ο Βρυέννιος).
5. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 100-101
6. Ανδρέας Νανάκης, 2000, σσ’. 173- 177
7. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 94
8. Ό. π., σ’. 95
9. Ό. π., σ’. 101
10. Μυστική οργάνωση που είχε ιδρύσει και διηύθυνε ο Έλληνας αξιωματικός και μακεδονομάχος Αθανάσιος Σουλιώτης – Νικολαΐδης για την αντιμετώπιση του Βουλγαρισμού στη Μακεδονία.
11. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 406-407

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.