Απομάκρυνση του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης από τη Δράμα (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

«… μόνον δια της λόγχης θα δυνηθούν να με αποσπάσουν εκ του πεφιλημένου ποιμνίου μου!»
Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος

Τον Αύγουστο του 1907 το ζήτημα του Μητροπολίτη Δράμας είχε περιέλθει σε αδιέξοδο. Ο Χρυσόστομος είχε παυθεί από την ενεργό υπηρεσία τρεις μήνες νωρίτερα, χωρίς να του επιτρέπεται καμία επίσημη δραστηριότητα στην πόλη και την επαρχία του.
Την κρίσιμη αυτή περίοδο συνέβη ένα απροσδόκητο και δυσάρεστο γεγονός. Στις 14 Αυγούστου 1907, εξαιτίας ενός τραγικού λάθους υπαλλήλου της Μητροπόλεως, άνδρες της τουρκικής χωροφυλακής κατάσχεσαν μέρος της αλληλογραφίας του ιεράρχη, που κάλυπτε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1907 μέχρι την 14η Αυγούστου του ίδιου έτους.
Συγκεκριμένα, ένας από τους συνεργάτες του Χρυσοστόμου στη Δράμα, ονόματι Θωμάς Βούλτσος,1 ο οποίος δακτυλογραφούσε τα κείμενα του αγίου, λόγω θραύσης του πιεστηρίου αντιγραφής της μητροπόλεως, μετέφερε το βιβλίο των εμπιστευτικών επιστολών στο παρακείμενο τουρκικό μονοπώλιο καπνού, «γραφείον της Ρεζή»,2 όπου εργαζόταν, προκειμένου να αντιγράψει το παραδοθέν την ημέρα εκείνη έγγραφο του μητροπολίτη. Κατά τη διάρκεια όμως της πολύωρης αυτής εργασίας στη γραφομηχανή, κάποιος τούρκος συνάδελφός του είδε πως η αντιγραφή δεν αφορούσε έγγραφο της υπηρεσίας τους. γνωρίζοντας δε ότι εκείνος ήταν άνθρωπος του μητροπολίτη Δράμας, ειδοποίησε αμέσως την αστυνομία. Οι χωροφύλακες που έφτασαν στο σημείο, συνέλαβαν τον Θωμά Βούλτσο και κατάσχεσαν τα αντίγραφα της αλληλογραφίας του ιεράρχη. Στη συνέχεια, η κατασχεθείσα κόπια τριακοσίων και πλέον σελίδων, η οποία περιείχε επιστολές του Χρυσοστόμου προς το πατριαρχείο, τις ελληνικές αρχές της Μακεδονίας, καθώς και την ιδιωτική αλληλογραφία του μητροπολίτη, εστάλη στη γενική διοίκηση για τα περαιτέρω.3
Όταν ο ιεράρχης ενημερώθηκε για το συμβάν, μετέβη στον Μουτεσαρίφη της πόλης και ζήτησε επίμονα να του αποδοθεί η κατασχεθείσα αλληλογραφία. Ο τελευταίος, ωστόσο, αρνήθηκε να το πράξει λέγοντας ότι τώρα οι αρχές είχαν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή του.
Ο Χρυσόστομος ενημέρωσε το πατριαρχείο για τη δυσάρεστη αυτή εξέλιξη περιγράφοντας το περιστατικό, διακηρύσσοντας όμως πως το εν λόγω ατύχημα θα έδινε απάντηση σε όσους κατηγορούσαν τόσο τον ίδιο όσο και τους λοιπούς ιεράρχες της Μακεδονίας «ότι προστατεύουσι και ευνοούσι και υποθάλπουσιν ανταρτικά σώματα ή άλλα κακοποιά στοιχεία».4
Η κατάσχεση της αλληλογραφίας του Χρυσοστόμου είχε συμβεί τη χειρότερη χρονική στιγμή. Η αποκάλυψη της δράσης και των ποικίλων ενεργειών του είχαν φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τόσο τον ίδιο τον μητροπολίτη όσο και το οικουμενικό πατριαρχείο.5
Ωστόσο, η πολυσέλιδη αλληλογραφία του Χρυσοστόμου δεν φανέρωσε καμία πληροφορία που να στοιχειοθετούσε τη βασική κατηγορία των τουρκικών αρχών, περί ανάμειξη ή συνεργασίας του με τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα στη Μακεδονία. Ο ιεράρχης είχε απογοητεύσει για άλλη μια φορά τις οθωμανικές αρχές οι οποίες για δύο σχεδόν χρόνια προσπαθούσαν να αποδείξουν τις κατηγορίες εις βάρος του και τώρα, παρόλο που είχαν την αλληλογραφία οκτώ μηνών, δεν ήταν σε θέση να το πράξουν. Ο Χρυσόστομος, αν και στις επιστολές του ήταν ιδιαίτερα οξύς απέναντι στις τοπικές αρχές και τους διεθνείς παρατηρητές, δεν είχε γράψει το παραμικρό για τα ένοπλα σώματα και τις στρατιωτικές αποστολές από την ελεύθερη Ελλάδα που δρούσαν στην επαρχία Δράμας.6

Η μοναδική αστοχία του ιεράρχη ήταν ότι σε έγγραφα της ιδιωτικής αλληλογραφίας του βρέθηκε το όνομα Νικήτας Δρακόπουλος. Επρόκειτο για τον Έλληνα αξιωματικό της τουρκικής χωροφυλακής ο οποίος υπηρετούσε στη Δράμα και συνεργαζόταν με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο.
Αμέσως οι αρχές της πόλης συνέλαβαν τον Δρακόπουλο, ο οποίος πολύ αργότερα περιέγραψε τις συγκλονιστικές σκηνές της σύλληψης και κράτησής του.
«Μια μέρα του 1907 καθόμουν έξω από το «Καζίνο» του Νικόλα Μακρή στη Δράμα (το σημερινό εστιατόριο «Γαλλίας») κι έπινα τον καφέ μου. Από τον δρόμο είδα να έρχεται ένας ανθυπομοίραρχος, ο Τσερκές Αλή Αγάς και δύο χωροφύλακες.
Με πλησιάζει και με ύφος προστατευτικό μου λέει.
-«Παραδόσου».
Γέλασα, νόμισα ότι αστειευόταν. Γιατί ήταν αστείο ένας ανθυπομοίραρχος να ζητάη από έναν υπομοίραρχο, γιατί εν τω μεταξύ είχα προαχθή, να του παραδοθή, δηλαδή να τον συλλάβη. Αρνήθηκα.
-«Άσε τα αστεία», του λέω μισογελώντας, «και φεύγα».
Είμαστε λίγο φίλοι με τον Τσερκέζ Αλή. Εκείνος όμως αγρίεψε έβγαλε το πιστόλι του, διέταξε τους Χωροφύλακες να μου προτείνουν τα όπλα και επανέλαβε την διαταγή.
-«Παραδόσου», έχω διαταγή από τον αστυνόμο να σε συλλάβω. Παραδόσου αμέσως».
Κατάλαβα ότι κάτι συνέβαινε. Και αυτό δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά ότι ανακαλύφθηκε η συνεργασία μου με τον δεσπότη. Εκείνες τις μέρες είχαν γίνει κάτι ανακαλύψεις σχετικά με την δραστηριότητα του δεσπότη.
Στάθηκα ψύχραιμος. Παρέδωσα το ξίφος μου και το περίστροφο και κάνοντας πως δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με συλλαμβάνουν ακολούθησα τους χωροφύλακες.
Με ωδήγησαν εκεί που είναι σήμερα το Α’ αστυνομικό τμήμα Δράμας και μ’ έκλεισαν όρθιο σε ένα ντουλάπι.
Σαράντα ημέρες έμεινα μέσα σ’ αυτό το ντουλάπι. Την ημέρα κλεισμένος εκεί και το βράδυ βασανιστήρια για να μαρτυρήσω. Ένιωσα σαν το κερί αλλά δεν μαρτύρησα τίποτε».7
Ο γενναίος αξιωματικός, παρά την εξάντληση και τα μαρτύρια που υπέστη, δεν λύγισε. Αρνήθηκε κάθε κατηγορία και σχέση με τον μητροπολίτη Δράμας, λέγοντας πως ο αναφερόμενος στην κατασχεθείσα αλληλογραφία Νικήτας Δρακόπουλος ήταν άλλο πρόσωπο, με το οποίο είχε συνωνυμία.
Στη συνέχεια, οι τουρκικές αρχές της Δράμας, αφού δεν κατάφεραν να του αποσπάσουν καμία πληροφορία που θα ενέπλεκε τον Χρυσόστομο, τον μετέφεραν ημιθανή στη Θεσσαλονίκη, όπου κρατήθηκε στις φυλακές του Επταπυργίου. Εκεί παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και καταδικάσθηκε σε στρατιωτική καθαίρεση και στον δι’ αγχόνης θάνατο.
Τελικά, με παρέμβαση του γενικού προξένου της πόλης Λάμπρου Κορομηλά, ο Νικήτας Δρακόπουλος μεταφέρθηκε από το κελί των μελλοθανάτων εκτός φυλακών και, συνοδευόμενος από άλλους Έλληνες μαχητές, μετέβη στο Παγγαίον όρος όπου συνέχισε την εθνική του δράση.

Όπως ελέχθη, παρά το γεγονός ότι η κατάσχεση της επίμαχης αλληλογραφίας δεν είχε αποκαλύψει ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος του Χρυσοστόμου, το περιεχόμενό της είχε κριθεί συνωμοτικά. Για το λόγο αυτό, ο Μέγας Βεζίρης στην Κωνσταντινούπολη Φερήτ πασάς ζήτησε από το πατριαρχείο να ανακαλέσει άμεσα τον μητροπολίτη Δράμας, διαφορετικά θα διέτασσε τη βίαιη απέλασή του. Το ίδιο ζήτησε και ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι σε αυστηρό του διάβημα προς την ελληνική κυβέρνηση, κατηγορώντας τον ιεράρχη ως ταραξία και υποκινητή του Μακεδονικού αγώνα στην Ανατολική Μακεδονία.8
Λόγω της έκτασης που είχε πάρει η υπόθεση του Χρυσοστόμου, το πατριαρχείο ζήτησε από την υψηλή πύλη την απόδοση της αλληλογραφίας του ιεράρχη, προκειμένου να λάβει την τελική απόφαση για τον εν λόγω θέμα. Στην κατεύθυνση αυτή, αντιπροσωπεία ιεραρχών του Φαναρίου είχε συνάντηση με τον Μέγα Βεζίρη στην Πόλη, κατά την οποία ο αλβανικής καταγωγής Φερήτ πασάς κατηγόρησε τον Χρυσόστομο για την έκρυθμη κατάσταση στη Δράμα και την ευρύτερη περιοχή.
Ο Μέγας Βεζίρης ανέφερε ακόμα ότι η κατασχεθείσα αλληλογραφία είχε αποκαλύψει τις έκνομες ενέργειες του μητροπολίτη, οι οποίες απέβλεπαν συν τοις άλλοις στην ανατροπή του οικουμενικού πατριάρχη.9 Στην ιδιωτική του αλληλογραφία ο Χρυσόστομος είχε πράγματι επικρίνει πολλές φορές τον Ιωακείμ Γ’ για την ακολουθούμενη τότε εκκλησιαστική και εθνική πολιτική του Φαναρίου στη Μακεδονία. Ωστόσο, παρά τη διάσταση μεταξύ των δύο κορυφαίων ιεραρχών στο Μακεδονικό ζήτημα, ουδέποτε ο Χρυσόστομος είχε μεθοδεύσει την ανατροπή του πατριάρχη, όπως ισχυριζόταν η Υψηλή Πύλη.
Η απαίτηση για την απομάκρυνση του μητροπολίτη Δράμας ήταν όμως και επιταγή των Μεγάλων Δυνάμεων,10 κυρίως Αγγλίας και Γαλλίας, γεγονός που μεγιστοποιούσε τις πιέσεις προς την τουρκική κυβέρνηση και το πατριαρχείο. Στο τέλος της κρίσιμης εκείνης συνάντησης, ο Φερήτ πασάς συνέστησε στην αντιπροσωπεία των ιεραρχών την άμεση λήψη εκ μέρους του πατριαρχείου της τυπικής ούτως ή άλλως απόφασης για την ανάκληση του Χρυσοστόμου, διαφορετικά θα διέταζε ο ίδιος τη βίαιη απέλασή του.

Υποσημειώσεις.

1. Ο Θωμάς Βούλτσος (1877 – 1970) από την Γκόρνιτσα (Καλή βρύση) Δράμας προσελήφθη στην υπηρεσία του Χρυσοστόμου το 1906 και αποτέλεσε έναν από τους πιο στενούς συνεργάτες του ιεράρχη τόσο στη Δράμα όσο και στη Σμύρνη. Παρέμεινε κοντά στον μητροπολίτη μέχρι τη σύλληψή του τις μέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής και έπειτα κατέφυγε ως πρόσφυγας στην Αθήνα. Ο Θωμάς Βούλτσος ήταν ο πατέρας του αλήστου μνήμης πρώτου μητροπολίτη Νέας Σμύρνης Χρυσόστομου Βούλτσου (1974 – 1986).
2. Επρόκειτο για τη γαλλική εταιρεία Regie de Tabacs Ottomans η οποία από τα τέλη του 19ου αιώνα ήλεγχε το μονοπώλιο καπνού στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η εν λόγω εταιρεία διατηρούσε γραφεία στις περισσότερες αγροτικές επαρχίες της οθωμανικής επικράτειας, όπως στη Δράμα, όπου εργάζονταν τούρκοι και έλληνες υπάλληλοι.
3. «Κατάσχεσις της αλληλογραφίας του μητροπολίτη Δράμας». Βλ. Ακρόπολις, αρ. 4985/23.8.1907, σ’. 4
4. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 171-172
5. ΕΑ ΚΖ (1907) 565- 566.
6. «Η αλληλογραφία του μητροπολίτου Δράμας – Τί απεδείχθη», βλ. Ακρόπολις, αρ. 4987/25.8.1907, σ. 4
7. Τριάρχη, ό. π., σσ’. 314-315
8. Λοβέρδος, ό. π., σσ’. 100-101
9. «Η αλληλογραφία του μητροπολίτου Δράμας – Σχέδια του πατριάρχου», βλ. Ακρόπολις, αρ. 4989/27.8.1907, σ’. 3
10. «Ο Μητροπολίτης Δράμας – Νέαι παραστάσεις του Μ. Βεζύρου», βλ. Ακρόπολις, αρ. 4987/ 25.8.1907, σ. 4

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.