… Μια εβδομάδα μετά τη συνάντηση του Μεγάλου Βεζίρη με την αντιπροσωπεία των ιεραρχών του Φαναρίου, το πατριαρχείο έδειχνε να μην έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Υψηλής Πύλης. Έτσι, στις 29 Αυγούστου 1907, ημέρα Τετάρτη και ώρα μεσημβρινή, ο αρχιαστυνόμος της Δράμας, συνοδεία του αρχηγού της τουρκικής χωροφυλακής, διατάχθηκε να μεταβεί στην επισκοπική κατοικία για να ανακοινώσει στον Χρυσόστομο κατεπείγουσα διαταγή του Φερήτ πασά.
Κατά την άφιξη του τούρκου αξιωματικού, ο ιεράρχης γευμάτιζε με τον διευθυντή των μονοπωλίων καπνού Δράμας Κλείδη και άλλους Έλληνες ομογενείς, όταν ο Σακή Εφέντης με ψυχρό και αυστηρό ύφος του ανακοίνωσε τα εξής:
-«Την ώραν ταύτην ελάβαμεν τηλεγραφικώς διαταγήν του Μεγάλου Βεζύρη όπως απέλθητε εκ Δράμας εντός 20 ωρών, και εν αρνήσει σας μετέλθωμεν πάσαν βίαν».
-«Παρά του Πατριάρχου μου είχατε τοιαύτην διαταγήν;» ρώτησε έκπληκτος ο μητροπολίτης.
-«Ημείς διαταγήν μόνον παρά του Μ. Βεζύρη είχομεν και προς ταύτην θα συμμορφωθώμεν»,1 απάντησε ο αρχιαστυνόμος.
-«Διαταγάς λαμβάνω μόνον από το οικουμενικόν πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως»,2 είπε ο ιεράρχης και πρόσθεσε.
-«Εγώ ουδεμίαν τοιαύτην διαταγήν έχω παρά των πατριαρχείων. Πώς δύναμαι να λιποτακτήσω εγκαταλείπων τοιουτοτρόπως την θέσιν μου άνευ διαταγής της Αρχής μου, ήτις μοι ενεπιστεύθη υψηλά δια το ποίμνιόν μου καθήκοντα; Σας παρακαλώ, ανακοινώσατε εις την Α. Εξ. Τον Μουτεσαρίφην, ότι ευθύς θα τηλεγραφήσω εις τον πατριάρχην – και ιδού ενώπιόν σας θα συντάξω το τηλεγράφημά μου – όπως ζητήσω οδηγίας περί του πρακτέου. Και αν μεν διαταχθώ ν’ αναχωρήσω βεβαίως θ’ απέλθω εις Κωνσταντινούπολιν ή Σμύρνην».
-«Όχι», απαντά ο αρχιαστυνόμος, «δεν σας επιτρέπεται να μεταβήτε ούτε εις Κωνσταντινούπολιν ούτε εις άλλην πόλιν, παρά, καθ’ ην έχομεν διαταγήν, μόνον εις Θεσσαλονίκην».
-«Έστω εις Θεσσαλονίκην, άλλ’ εάν δεν λάβω τοιαύτην διαταγήν παρά του πατριάρχου μου, τότε δύνασθε να ενασκήσητε κατ’ εμού την βίαν»,3 τόνισε ο άγιος.
Οι απεσταλμένοι αποχώρησαν απειλώντας ότι την επομένη θα τον απομάκρυναν με τη βία από τη Δράμα και θα τον οδηγούσαν στη Θεσσαλονίκη. Αμέσως μετά, ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο βρισκόταν η Μητρόπολη, περικυκλώθηκε από άνδρες της τουρκικής χωροφυλακής και ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ο αποκλεισμός έγινε ακόμα πιο ασφυκτικός, καθώς οι τουρκικές αρχές φοβούνταν την αντίδραση του κόσμου και το ενδεχόμενο διαφυγής του Χρυσοστόμου.
Αποκλεισμένος ο ιεράρχης στο μητροπολιτικό μέγαρο, απέστειλε τηλεγράφημα στο πατριαρχείο ενημερώνοντας για τη νέα βεζιρική διαταγή, ζητώντας οδηγίες για το τι έπρεπε να πράξει. Επειδή όμως δεν έλαβε καμία απάντηση, απέστειλε και δεύτερο επείγον τηλεγράφημα τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, αναμένοντας την οριστική απόφαση του Φαναρίου.
Εν τω μεταξύ, οι πρόκριτοι της πόλης συνέστησαν στον Χρυσόστομο να μην εγκαταλείψει τη Δράμα χωρίς σχετική πατριαρχική εντολή, ενώ κάλεσαν τον κόσμο να προσέλθει στη μητρόπολη.
Το πρωί της Πέμπτης οι τουρκικές αρχές έστειλαν μια άμαξα με αστυνομικούς, ώστε με τη λήξη της προθεσμίας να παραλάβουν τον Χρυσόστομο και να τον μεταφέρουν στον σιδηροδρομικό σταθμό.
Στην πόλη της Δράμας επικρατούσε αναβρασμός. Τα ελληνικά καταστήματα έκλεισαν, οι καπνεργάτες κήρυξαν απεργία και οι χριστιανοί κατέκλυσαν τη μητρόπολη και τους πέριξ δρόμους. Θλίψη και αγανάκτηση για την απόφαση της τουρκικής διοίκησης είχε πλημμυρίσει τις καρδιές όλων. Παρά τις υποδείξεις της στρατιωτικής φρουράς που εμπόδιζε τον κόσμο να πλησιάσει τη μητρόπολη, εκατοντάδες γυναίκες, άλλες κρατώντας τα παιδιά από το χέρι και άλλες με τα βρέφη στην αγκαλιά τους, κατέλαβαν τον δρόμο μπροστά από το μητροπολιτικό μέγαρο, ενώ ο ανδρικός πληθυσμός έστεκε λίγο πιο κάτω, στην κεντρική πλατεία της Δράμας.
Το πρωί της Πέμπτης 30 Αυγούστου 1907 ο πατριάρχης κάλεσε σε έκτακτη συνεδρίαση τα μέλη της ιεράς Συνόδου, προκειμένου να αποφανθούν για το ζήτημα της βίαιης απέλασης του Χρυσοστόμου από τη Δράμα. Οι ιεράρχες καλούνταν ουσιαστικά να επικυρώσουν την ειλημμένη απόφαση της οθωμανικής διοίκησης, η οποία έδειχνε να είναι αναπόφευκτη. Επιπλέον, δεν υπήρχε και ο απαιτούμενος χρόνος που θα επέτρεπε στο πατριαρχείο να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες και διαμαρτυρίες προς την υψηλή πύλη, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα περνούσαν οι είκοσι ώρες της προθεσμίας και ο μητροπολίτης, μετά τη σύλληψή του από τις τουρκικές αρχές, θα απομακρυνόταν ως κοινός εγκληματίας από τη Δράμα. Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η σύνοδος του πατριαρχείου αποφάσισε την ανάκληση του αγίου, υπενθυμίζοντας με την απόφαση αυτή τον λόγο του υμνογράφου «ρήμα τυράννου, επεί υπερίσχυσεν».4 Έτσι, στις 30 Αυγούστου 1907 και περί ώρα 10η πρωινή, τη στιγμή δηλαδή που έληγε η προθεσμία των είκοσι ωρών, απεστάλη από την Κωνσταντινούπολη το ακόλουθο τηλεγράφημα.5
Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δράμας,
Συνοδική διαγνώμη ληφθείση την παρελθούσαν Τρίτην επιτρέπεται να μεταβήτε εις Θεσσαλονίκην ένθα αναμείνατε τας διαταγάς του πατριαρχείου.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης
ΙΩΑΚΕΙΜ Γ’.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το πατριαρχικό τηλεγράφημα ανέφερε ότι η συνοδική απόφαση είχε ληφθεί τη παρελθούσα Τρίτη (28 Αυγούστου), ημέρα τακτικής συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου και μία ημέρα πριν τη βεζιρική διαταγή, ώστε να τηρηθούν τα προσχήματα και να μην φανεί ότι το πατριαρχείο υποχρεώθηκε να απομακρύνει τον Χρυσόστομο από τη Δράμα ύστερα από απαίτηση της υψηλής πύλης. Έπειτα, το ύφος του τηλεγραφήματος ήταν εξαιρετικά ήπιο. Στον ιεράρχη «επετράπη» να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, σαν να επρόκειτο για μια προσωρινή μετακίνηση, η οποία τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν μπορούσε να αποφευχθεί.
Είναι γεγονός πως το πατριαρχείο εξάντλησε κάθε περιθώριο, ώστε να μην απομακρυνθεί ο μητροπολίτης Δράμας από την επαρχία του, κάτι που δεν συνέβη σε καμία άλλη περίπτωση ανάκλησης ιεράρχη της Μακεδονίας την περίοδο εκείνη. Ωστόσο, όταν αντιμετώπισε το ενδεχόμενο της βίαιης απέλασης του Χρυσοστόμου, διέταξε την ανάκλησή του. Ο άγιος, που γνώριζε ότι η απομάκρυνσή του από τη Δράμα ήταν θέμα χρόνου, υπάκουσε αμέσως στην απόφαση του πατριάρχη και ετοιμάστηκε για την αναχώρησή του.
Η 30η Αυγούστου 1907 υπήρξε ημέρα αποχωρισμού και απερίγραπτης θλίψης για τον Χρυσόστομο και τον ελληνορθόδοξο λαό της Δράμας. Η είδηση για την αποχώρηση του μητροπολίτη διαδόθηκε αστραπιαία, προκαλώντας αναστάτωση και απογοήτευση σε όλους. Εν τω μεταξύ, πλησίαζε η ώρα διέλευσης της αμαξοστοιχίας που εκτελούσε το δρομολόγιο Κωνσταντινούπολη – Θεσσαλονίκη και ο άγιος ετοιμάστηκε να εξέλθει από το μητροπολιτικό μέγαρο.
Η συγκίνηση του κόσμου κορυφώθηκε, όταν ο μαρτυρικός ιεράρχης βγήκε από τη μητρόπολη. Θρήνοι και διαμαρτυρίες συνόδευσαν τον άγιο κατά την έξοδό του από την επισκοπική κατοικία και τη διέλευσή του μέσα από το πλήθος.
Ο Χρυσόστομος ζήτησε από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί να προσέλθει στον καθεδρικό ναό. Εκεί, αφού εψάλη Δοξολογία, ανέπεμψε δέηση «υπέρ των δοκιμαζομένων αδελφών των εν ποικίλαις περιστάσεσιν όντων» και στο τέλος μίλησε στο πολυπληθές απαρηγόρητο εκκλησίασμα. Με δάκρυα στα μάτια, ο άγιος ενθάρρυνε τους παρευρισκομένους στον αγώνα της φυσικής και πνευματικής επιβίωσης, προτρέποντάς τους να μείνουν στερεωμένοι στην πατρώα ορθόδοξη πίστη και αφοσιωμένοι στο ευσεβές ημών Γένος. Στο τέλος πρόσθεσε:
«Εβαπτίσθην εις το θείον νάμα των δακρύων σας, η δε υπόκρουσις των λόγων μου δια των λυγμών σας μαρτυρεί ότι ο σπόρος έπεσεν εις αγαθήν γην και θα αποδώση εύχυμον βλάστημα και πλουσίους καρπούς. Η ψυχή μου θα μείνη εντετειχισμένη εις το ιερόν τούτο τέμενος, από το οποίον, ως από αείρροον πηγήν, θα αντλήτε το θάρρος, την καρτερίαν και την πίστην. Αγάλλομαι αισθανόμενος την ώραν αυτήν ότι ποιμήν και ποίμνιον αποτελούμεν μίαν ακατάβλητον, αδιαίρετον και αδιαχώριστον χριστιανικήν ψυχήν, δεομένην τω Υψίστω».7
Τη στιγμή εκείνη έφτασαν στη μητρόπολη δύο αξιωματικοί της τουρκικής χωροφυλακής για να οδηγήσουν τον ιεράρχη με άμαξα στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου θα επιβιβαζόταν στην αμαξοστοιχία με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος, ωστόσο, αρνήθηκε να επιβιβαστεί σε κυβερνητικό όχημα, λέγοντας πως θα μετέβαινε πεζός μέχρι τον σταθμό, συνοδευόμενος από το πλήθος που είχε κατακλύσει τον μητροπολιτικό ναό και τους γύρω δρόμους.
Η αποχώρηση του Χρυσοστόμου από τη Δράμα ήταν συγκλονιστική και ενδεχομένως να μην έχει καταγραφεί αντίστοιχη απομάκρυνση ιεράρχη από το ποίμνιό του στην ιστορία του υπόδουλου Ελληνισμού. Ο Μητροπολίτης έστεκε επιβλητικός στο προαύλιο του καθεδρικού ναού της πόλεως, φέροντας τα διακριτικά της ιδιότητάς του: επανωκαλύμμαυχο, αρχιερατικό εγκόλπιο και ποιμαντική ράβδο. Με μάτια δακρυσμένα παρακολουθούσε το πλήθος να θρηνεί τη στέρηση του αγαπημένου του ποιμενάρχη, ενώ η σεπτή και αγία του μορφή προκαλούσε δέος και ρίγη συγκίνησης.
Μετά από αρκετή ώρα αναμονής στον αύλειο χώρο του μητροπολιτικού ναού, δημιουργήθηκε μια μεγάλη πομπή από χιλιάδες Δραμινούς, οι οποίοι, υπό τους ήχους πένθιμων κωδωνοκρουσιών, συνόδευσαν τον άγιο μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό. Προπορεύονταν τα μέλη της δημογεροντίας, οι έφοροι, οι κοινοτικοί αντιπρόσωποι, οι εκκλησιαστικοί επίτροποι, οι ιερείς της μητροπόλεως και οι δάσκαλοι με τους μαθητές και τις μαθήτριες. Το θέαμα έγινε ακόμα πιο εντυπωσιακό και βαθύτατο συγκινητικό, όταν μαθήτριες, κρατώντας στα χέρια τους λουλούδια, δημιούργησαν έναν στενό κλοιό γύρω από τον Χρυσόστομο και άρχισαν να τον ραίνουν με άνθη, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενη βίαιη ενέργεια εναντίον του ιεράρχη εκ μέρους των τουρκικών αρχών που ακολουθούσαν σε απόσταση αναπνοής.8 Να σημειωθεί πως ο δρόμος από τη μητρόπολη μέχρι τον σταθμό ήταν γεμάτος από άνδρες της τουρκικής χωροφυλακής, ενώ διπλοί στοίχοι ένοπλων στρατιωτών συνόδευαν τον κόσμο,9 δημιουργώντας αισθήματα φόβου και ανησυχίας για την ασφάλεια του μητροπολίτη.
Η στιγμή του αποχωρισμού στον σιδηροδρομικό σταθμό έμοιαζε με προσκύνημα. Ο Χρυσόστομος για ώρες περίμενε έναν προς έναν τους κατοίκους της πόλης οι οποίοι ασπάζονταν το χέρι και πολλοί εξ αυτών το ράσο του. Μέσα σε αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα ένας δημογέροντας της Δράμας, ονόματι Νίκας, φώναξε μέσα από το πλήθος:
-«Δέσποτα, μας παρέλαβες λαγούς και μας έκανες λιοντάρια. Μένε ήσυχος. Θα γίνη το θέλημά σου».10
Έπειτα, ο Χρυσόστομος ευλόγησε τους συγκεντρωμένους και, συνοδευόμενος από μέλη της ελληνορθόδοξης επαρχιακής διοίκησης της Δράμας, επιβιβάσθηκε στην αμαξοστοιχία με κατεύθυνση την πρωτεύουσα της Μακεδονίας.
Οι εικόνες της απομάκρυνσης του Χρυσοστόμου από την πόλη της Δράμας, και το ποίμνιό του ήταν πράγματι συγκλονιστικές και θυμίζουν τον αποχωρισμό του αποστόλου Παύλου από τους πρεσβυτέρους της εν Εφέσω εκκλησίας, όταν οι τελευταίοι προέπεμπαν τον απόστολο των εθνών από τη Μίλητο στο ταξίδι του για τα Ιεροσόλυμα. Και όπως συνέβη τότε στη Μίλητο, «ικανός δε εγένετο κλαυθμός πάνων, και επιπεσόντες επί τον τράχηλον του Παύλου κατεφίλησαν αυτόν» (Πράξ. κ’ 37), το ίδιο ακριβώς συνέβη και στον Χρυσόστομο, όταν εγκατέλειπε τους χριστιανούς της ιεράς μητροπόλεως Δράμας.
Επιπλέον, η αναχώρηση του Χρυσοστόμου από την έδρα της επαρχίας του παρουσιάζει εκπληκτική ομοιότητα με την απομάκρυνση του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου από την Κωνσταντινούπολη τόσο κατά την πρώτη (403) όσο και κατά τη δεύτερη (404) εξορία του. Συγκεκριμένα, όταν η εν Δρυ (τοποθεσία πλησίον της Χαλκηδόνας) ληστρική σύνοδος αποφάσισε το 403 την καταδίκη του Χρυσοστόμου σε εξορία, ισχυρή στρατιωτική δύναμη περικύκλωσε την αρχιεπισκοπική κατοικία για να τον συλλάβει «ως επί ληστήν» (Ματθ. κστ’ 55) και να τον εκδιώξει από τη Βασιλεύουσα. Πληροφορούμενος ο κλήρος και ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως την απαγωγή του ιεράρχη συγκεντρώθηκε στην κατοικία του θέλοντας να αποτρέψει τη βίαιη απομάκρυνσή του. Ο άγιος ζήτησε τότε από όλους, επισκόπους, ιερείς και λαό, να μεταβούν στην Εκκλησία όπου εκφώνησε τη θαυμάσια «Ομιλία προ της εξορίας».1
Υποσημειώσεις.
1. Εμπρός ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 3.906/3.9.1907, σ’. 1
2. Λοβέρδος ό. π., σ’. 102
3. Εμπρός ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθμ. 3.906/3.9.1907,σ’. 1
4. Ειρμός η’ Ωδής, Όρθρος Μεγάλης Τετάρτης – Πρβλ. Δαν. γ’ 22
5. Εμπρός ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθ. 3.906/3.9.1907, σ’. 2
6. Η απόφαση της ιεράς συνόδου του οικουμενικού θρόνου για την απομάκρυνση του Χρυσοστόμου από τη Δράμα είχε ως εξής: «Το πατριαρχείον επιθυμούν εν τη χριστιανικωτάτη αυτού επιεικεία και τη μετριοπαθεί αείποτε πολιτεία του να επιδείξη έτι τα συνδιαλλακτικά αυτού αισθήματα, έχον δ’ υπ’ όψιν την αδίκως άλλ’ επιμόνως ατυχώς από μηνών διατυπωμένην αξίωσιν όπως ανακληθή ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, όστις μετά πίστεως και αφοσιώσεως και νομοταγείας αναντιρρήτου προήσπισε μέχρι τούδε τα δίκαια του ποιμνίου του, το οποίον τόσον ηγάπησε και υπέρ των συμφερόντων του οποίου τόσους πόνους εδοκίμασε και τόσας πικρίας υπέστη, αποφασίζει να μεταθέση τον μητροπολίτην Δράμας και προσκαλέση αυτόν εν Κων/πόλει», βλ. Ακρόπολις, αρ. 4993/31. 8.1907, σ. 3
7. Λοβέρδος, ό. π., σ’. 103
8. Πολίτη, ό. π., σσ’. 52-55
9. Εμπρός ημερήσια εθνική εφημερίς, αριθμ. 3.906/3.9.1907, σ’. 2 Βλ. Ιωάννης Χρυσόστομος «Ομιλία προ της εξορίας», PG 52, 427-432
10. Λοβέρδος, ό.π., σ’. 105
11. Βλ. Ιωάννης Χρυσόστομος «Ομιλία προ της εξορίας»,
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Απομάκρυνση του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης από τη Δράμα (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.