… Στον αγώνα που διεξάγει ο ιεράρχης για την παραμονή του στην ενεργό διακονία, δεν ξεχνά τους αγαπημένους του Δραμινούς, το πολύπαθο ποίμνιό του, που άφησε πίσω «εν μέσω διωγμού και θυέλλης». Τη μέρα που λαμβάνει από τον Πατριάρχη την τελική απόφαση να απέλθει στην πατρίδα του, αποστέλλει στους Δημογέροντες, Εφόρους, Επιτρόπους και Προκρίτους της Δράμας την ακόλουθη επιστολή:1
«Ας μαίνεται η καταιγίς και η θύελλα. Ας μας δέρωσι της θαλάσσης τα κύματα, ας μας καταδικάζωσι εις εξορίας. Ουδέν ταύτα πάντα προς ημάς. Ημείς επετελέσαμεν χρέος ιερόν. Επέσαμεν εν ταις αγκάλαις του καθήκοντος. Όλαι αι πληγαί μας είνε εις το στήθος το οποίον αντετάξαμεν εις τους εχθρούς˙ ουδεμίαν πληγήν έχομεν εκ των νώτων, ίνα αισχυνώμεθα.
»Αν μέχρι σήμερον δεν κατωρθώσαμεν δνα αποδείξωμεν εις πάντας ότι είμεθα ποιμήν καλός, νυν εν τοις διωγμοίς μας θα φανή ότι ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων. Ημείς είμεθα οι σπείραντες και εις ημάς έλαχεν ο κλήρος να καθαρίσωμεν το έδαφος εκ των ακανθών και να υποφέρωμεν τους κόπους και τους ιδρώτας της σποράς και δια των δακρύων μας να ποτίσωμεν τα σπέρματά μας. Πλην θα παρέλθωσι αι βαρείαι ημέραι και θα έλθη ο Τρυγητής και εν αγαλλιάσει αίροντες και υψούντες τα δράγματα θα χαρώμεν και θα δοξασθώμεν».
Εκ Θεσσαλονίκης της 25 Σεπτεμβρίου 1907
Από την πόλη του αγίου Δημητρίου ο Χρυσόστομος είχε τακτική ενημέρωση για τα συμβαίνοντα στη μητροπολιτική επαρχία του. Λίγες μέρες πριν εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη, ενημέρωσε τον πατριάρχη για ένα ακόμα έγκλημα των Βουλγάρων, για το οποίο οι κοινοτικές αρχές της Δράμας απέστειλαν το ακόλουθο τηλεγράφημα:
«Παναγιώτατε Δέσποτα και Αγία και Ιερά Σύνοδος, καθήκον ημών θεωρούμεν να φέρωμεν εις γνώσιν Υμών θλιβερόν γεγονός λαβόν χώραν προ δύο ημερών υπό τας εξής συνθήκας. Εν τω χωρίω Βώλακ, τετράωρον απέχοντι της πόλεως ημών, Βούλγαροι κομιτατζήδες νύκτωρ επιτιθέντες κατά των ομογενών Πέτρου Μποζ Κούπτιου, υιού του προεστώτος, και Αντωνίου Ιωάννου, αγρίως εφόνευσαν αυτούς εν μέσω των οικείων των, μη καμφθέντες από τας φωνάς, τα δάκρυα και τας παρακλήσεις αυτών».2
Μετά τα τελευταία εγκλήματα των κομιτατζήδων, ο Χρυσόστομος ζητά από το πατριαρχείο να αποστείλει άμεσα στη Δράμα έναν ιεράρχη της εκκλησίας ή έναν εκ των «μεμορφωμένων και ζηλωτών κληρικών», ώστε να αναπληρώσει τον ίδιο μέχρι της τελική διευθέτηση του μητροπολιτικού του ζητήματος και να αποτελέσει το στήριγμα των πατριαρχικών πληθυσμών στην ευρύτερη περιοχή.3 Με το αίτημα αυτό, ο άγιος δείχνει να έχει πλέον συνειδητοποιήσει την οριστική απομάκρυνσή του από τη Μακεδονία. Έτσι, εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια για την υπεράσπιση της αθωότητάς του και το ενδιαφέρον του στρέφεται εξ ολοκλήρου στο ελληνορθόδοξο ποίμνιο, για το οποίο ζητά προστάτη και οδηγό κατά τη διάρκεια της απουσίας του.
Ένα γεγονός που σημάδεψε την παραμονή του Χρυσοστόμου στη Θεσσαλονίκη ήταν η εκτέλεση του Άρμεν Κούπτσου. Ο Άρμεν Κούπτσος ή Κούπτσιος υπήρξε κορυφαία μορφή του Μακεδονικού αγώνα στην επαρχία Δράμας και ένας από τους νεότερους μακεδονομάχους που ανέπτυξε σημαντική δράση κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων στην Ανατολική Μακεδονία.
Γεννήθηκε το 1885 στον Βώλακα και σε ηλικία δεκαοκτώ ετών μυήθηκε στους σκοπούς του αγώνα από τον αλήστου μνήμης αρχιδιάκονο του μητροπολίτη Δράμας Θεμιστοκλή Χατζησταύρου.
Η παράτολμη και επικίνδυνη δράση του ξεκίνησε στις 16 Ιουλίου 1902, όταν κομιτατζήδες έφτασαν στον Βώλακα και με την απειλή του θανάτου ανάγκασαν τους Έλληνες προεστούς να ορκισθούν στο Ευαγγέλιο ότι αρνούνται το πατριαρχείο και ασπάζονται την Εξαρχία και τον Βουλγαρισμό. Ο Άρμεν ειδοποίησε τότε με απεσταλμένο του τον Μουδίρη της Προσοτσάνης για την παρουσία των ληστανταρτών στο χωριό. Την ίδια μέρα κατέφτασαν στον Βώλακα πενήντα τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι με τη συνδρομή του Άρμεν περικύκλωσαν το σπίτι του Βούλγαρου προκρίτου, όπου ακολούθησε πολύωρη μάχη. Σε αυτή σκοτώθηκαν οκτώ τούρκοι στρατιώτες, τέσσερις Βούλγαροι και ένας Έλληνας.4
Έκτοτε, το βουλγαρικό κομιτάτο ξεκίνησε μία φοβερή καταδίωξη για τη σύλληψη και εκτέλεση του νεαρού μακεδονομάχου, τον οποίο είχε επικηρύξει, ενώ ο ίδιος αναγκάστηκε να καταφύγει στα βουνά, συστήνοντας δική του ένοπλη ομάδα. Μη μπορώντας οι κομιτατζήδες να τον εξοντώσουν, πραγματοποίησαν αντίποινα εις βάρος συγγενών και συμπατριωτών του. Στις 13 Μαΐου 1903 βρέθηκαν άγρια δολοφονημένοι ο σύζυγος της αδελφής του Άρμεν, Κωνσταντίνος Άγγελ και ο αδελφός του Γεώργιος, τους οποίους οι αντάρτες είχαν βασανίσει απάνθρωπα πριν τους εκτελέσουν. Ομοίως, στις 30 Αυγούστου του ίδιου έτους κομιτατζήδες, εκδικούμενοι και πάλι τον Κούπτσο, δολοφόνησαν έξω από το χωριό Γιούρετζίκι (Γρανίτη) τον πρόκριτο των πατριαρχικών κατοίκων Γεώργιο Μάντζα και τον επίτροπο της εκκλησίας Κίρτσο Μπουζίκ.5
Στις 2 Ιουλίου 1907, περίοδο που ο Χρυσόστομος είχε παυθεί από τις οθωμανικές αρχές και είχε αποκλεισθεί από κάθε επίσημη δραστηριότητα, ο Άρμεν Κούπτσος διατάχθηκε μαζί με τους Χρήστο Βογιατζή από την Προσοτσάνη και τον Πέτρο Μάντζιο από το Παλαιοχώρι Καβάλας να εξοντώσουν τον Βούλγαρο κομιτατζή Πλάτσεφ. Ο διαβόητος Πλάτσεφ, καταγόμενος από το ορεινό Σκρίτζοβο (Σκοπιά) της επαρχίας Ζίχνης, χωριό με σλαβόφωτο και άκρως βουλγαρόφιλο πληθυσμό, βρισκόταν από τον Ιούνιο στη Δράμα προετοιμάζοντας μια ακόμα δολοφονική επίθεση εναντίον Ελλήνων προκρίτων της πόλης και πατριαρχικών κοινοτήτων της ευρύτερης περιοχής. Γνωρίζοντας την ημέρα επιστροφής του στο Σκρίτζοβο, το κεντρικό ελληνικό κομιτάτο διέταξε τον Άρμεν και την ομάδα του να τον συλλάβει. Ο Άρμεν με τους Βογιατζή και Μάντζιο έστησαν ενέδρα στη θέση Τσομπάνκα, στη σημερινή Λαυρεντιανή Μονή. Ο Πλάτσεφ έπεσε στην παγίδα και ο Άρμεν του ζήτησε να παραδοθεί. Εκείνος όμως τον πυροβόλησε και ο Άρμεν, αφού απέφυγε τα πυρά, ανταπέδωσε σκοτώνοντας τον περιβόητο κομιτατζή.
Ωστόσο, οι πυροβολισμοί έγιναν αντιληπτοί από έναν τουρκαλβανό επιστάτη του παρακείμενου χωριού Οσμανίτσα (Καλός Αγρός), ονόματι Αλή, ο οποίος έσπευσε στο σημείο, συνοδευόμενος από ομάδα έφιππων Τούρκων χωροφυλάκων. Είδε τους Έλληνες και άρχισε να τους καταδιώκει. Αυτοί, αν και μπορούσαν να αντεπιτεθούν δεν το έπραξαν, καθώς είχαν διαταγή να αποφεύγουν τις συμπλοκές με τους τούρκους μετά από κάθε σύγκρουση με τους κομιτατζήδες. Από την πλευρά του ο Άρμεν φρόντισε πυροβολώντας να αποσπάσει την προσοχή των Τούρκων, ώστε να μπορέσουν να διαφύγουν οι σύντροφοί του, ενώ ο ίδιος συνελήφθη και παραδόθηκε στις τουρκικές αρχές της Δράμας.
Εκεί, ο Άρμεν ανακρίθηκε και βασανίστηκε σκληρά, για να αποκαλύψει τους δύο συνεργούς του και άλλα μέλη του ελληνικού κομιτάτου. Καθώς όμως δεν κατάφεραν να του αποσπάσουν καμία πληροφορία, οδηγήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου κρατήθηκε στο Γεντί Κουλέ, τις περίφημες φυλακές Επταπυργίου. Ύστερα, παραπέμφθηκε στο ειδικό τουρκικό στρατοδικείο της πόλης, το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο δια απαγχονισμού.
Ο Χρυσόστομος, λίγο πριν την απομάκρυνσή του από τη Δράμα και κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη, ενημερωνόταν συνεχώς για την περιπέτεια του Άρμεν. Ο ιεράρχης προσπάθησε να πετύχει την αποφυλάκιση του νεαρού μακεδονομάχου, ενώ μετά την καταδίκη του σε θάνατο κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να μετατραπεί η θανατική ποινή σε ισόβια. Ωστόσο, έχοντας πέσει στη δυσμένεια των τουρκικών αρχών, δεν κατάφερε να βοηθήσει τον άτυχο Άρμεν.
Εν τω μεταξύ, το βουλγαρικό κομιτάτο συγκέντρωσε υπογραφές από πολλά βουλγαρόφωνα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας, υποστηρίζοντας πως μόνο με την εκτέλεση του Κούπτσου θα ησύχαζε από τις ταραχές η ευρύτερη περιοχή. Ο Άρμεν μεταφέρθηκε στις φυλακές της Δράμας, περιμένοντας να επισφραγίσει τη μικρή αλλά ένδοξη ζωή του με το μαρτύριο.
Σε μια ύστατη προσπάθεια, το ελληνικό κεντρικό κομιτάτο οργάνωσε την απόδραση του Άρμεν. Το σχέδιο προέβλεπε ότι ομάδα Ελλήνων μαχητών θα επιτίθετο κατά της φρουράς που θα μετέφερε τον Άρμεν στον τόπο εκτέλεσης και θα τον ελευθέρωνε. Το σχέδιο, ωστόσο, διέρρευσε στις τουρκικές αρχές, οι οποίες την τελευταία στιγμή άλλαξαν το δρομολόγιο και την ώρα εκτέλεσης.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1907, ημέρα που η εκκλησία τιμά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, ο μακεδονομάχος Άρμεν Κούπτσος οδηγήθηκε στην κεντρική πλατεία της Δράμας, όπου απαγχονίστηκε σε ηλικία μόλις είκοσι δύο ετών. Η εκτέλεση έγινε ενώπιον λίγων Δραμινών, οι οποίοι είχαν προσέλθει για να δουν και να εμψυχώσουν τον νεαρό ήρωα. Το σώμα του εθνομάρτυρα παρέμεινε για τρεις μέρες κρεμασμένο στον πλάτανο της πλατείας για παραδειγματισμό και ύστερα παραδόθηκε για ταφή σε Αθίγγανους.
Λίγες μέρες αργότερα ο πατέρας του Άρμεν, φοβούμενος και τη δική του σύλληψη και καταδίκη, διέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί αναζήτησε και βρήκε τον μητροπολίτη Δράμας, προκειμένου να αντλήσει δύναμη και παρηγοριά. Η συνάντηση του τραγικού πατέρα του ήρωα με τον ιεράρχη ήταν συγκλονιστική. Ο πατέρας Κούπτσος συναντά τον Χρυσόστομο με συνθήκες απερίγραπτης συναισθηματικής φόρτισης, θλίψης και οδύνης, λέγοντάς του τα εξής συνταρακτικά για έναν πατέρα λόγια:
-«Σε συλλυπούμαι Δεσπότη μου! Δεν κλαίω που έχασα το παιδί μου, κλαίω που εσύ έχασες το πρωτοπαλίκαρό σου!»6
Σε επιστολή του προς το πατριαρχείο, δύο μέρες πριν αναχωρήσει από τη Θεσσαλονίκη για την Τρίγλια, ο Χρυσόστομος ανέφερε τον απαγχονισμό «εν μέση Δράμα του πλουσιωτάτου και κρατίστου στύλου των Ορθοδόξων Άρμεν Κούπτσου», λέγοντας πως ήταν η πρώτη φορά που σε Έλληνα ορθόδοξο, για ποινικό έγκλημα, είχε επιβληθεί από τις τουρκικές αρχές η εσχάτη των ποινών.7
Η εκτέλεση του Κούοπτσου αποτέλεσε την πιο κραυγαλέα περίπτωση μεροληπτικής στάσης της οθωμανικής διοίκησης απέναντι στη μακροχρόνια ελληνοβουλγαρική σύγκρουση. Ο Άρμεν θανατώθηκε από τις τουρκικές αρχές κατηγορούμενος για τον φόνο ενός Βούλγαρου, πράγμα που δεν είχε συμβεί ποτέ μέχρι τότε για τα αναρίθμητα ειδεχθή εγκλήματα που είχα διαπράξει Βούλγαροι κομιτατζήδες κατά των πατριαρχικών στην επαρχία της Δράμας.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1907 παρουσιάσθηκε στο ξενοδοχείο όπου διέμενε ο Χρυσόστομος, ο καϊμακάμης της Θεσσαλονίκης Σιρρή Βέης ο οποίος του κοινοποίησε τηλεγράφημα του Μεγάλου Βεζίρη που τον διέτασσε να αναχωρήσει από την πόλη.8 Ο Χρυσόστομος ενημέρωσε τον τούρκο αξιωματούχο ότι ανέμενε να αποσταλούν από τη Δράμα όπου βρίσκονταν ακόμα τα προσωπικά του αντικείμενα και ύστερα θα αναχωρούσε για την Τρίγλια. Την επομένη έλαβε νέο πατριαρχικό τηλεγράφημα, που τον καλούσε να συμμορφωθεί με την απόφαση της τουρκικής διοίκησης,9 το περιεχόμενο του οποίου δε του επέτρεπε καμία άλλη επιλογή.
Την παραμονή της αναχώρησής του από τη Θεσσαλονίκη, ο Χρυσόστομος θέλησε να μεριμνήσει για ένα ακόμα θέμα, το οποίο αναδεικνύει το μεγαλείο της προσωπικότητάς του. Ο άγιος, εξερχόμενος από την ενεργό υπηρεσία της Εκκλησίας και μη γνωρίζοντας ποιο θα ήταν το μέλλον του, θεώρησε ως καθήκον να αποστείλει εν είδει διαθήκης στη Θεολογική σχολή της Χάλκης ένα υψηλό για την εποχή χρηματικό ποσό από δύο ασφάλειες ζωής που είχε συνάψει τέσσερα χρόνια πριν, αποδίδοντας με αυτόν τον τρόπο ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στην ιερατική σχολή στην οποία σπούδασε και ανατράφηκε πνευματικά.10
Η ιστορία των δύο ασφαλιστηρίων συμβολαίων είχε ως εξής. Στις αρχές του 1903 Βούλγαροι κομιτατζήδες, με επικεφαλής τον διαβόητο Ηλία Χατζηγκεωργκίεφ (Ιωαννίδη) πρώην Έλληνα δάσκαλο και εξωμότη, είχαν σχεδιάσει απόπειρα δολοφονίας κατά του Χρυσοστόμου έξω από την Αλιστράτη. Όταν ο μητροπολίτης πληροφορήθηκε το σχέδιο κατά της ζωής του, έλαβε τα απαραίτητα μέτρα και διέφυγε τον κίνδυνο. Λίγο αργότερα, ο Ελληνισμός της Μακεδονίας έμπαινε στην πιο σκληρή και αιματηρή περίοδο της ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης, τον Μακεδονικό αγώνα. Η επαρχία Δράμας πλήρωσε πολύ ακριβά τη θέλησή της να παραμείνει στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Ελληνισμού, στοιχεία που ενσάρκωνε και εκπροσωπούσε για αιώνες στην περιοχή το οικουμενικό πατριαρχείο.
Όταν δε από το 1904 τα βουλγαρικά ανοσιουργήματα άρχισαν να αυξάνονται, εξοντώνοντας Έλληνες προκρίτους, δασκάλους και ιερείς, πυρπολώντας και καταστρέφοντας κοινότητες και χωριά Πατριαρχικών στην επαρχία Δράμας, ο Χρυσόστομος αποφάσισε να συνάψει δύο ασφάλειες ζωής σε δύο από τις καλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες της εποχής, την «Άγκυρα» της Βιέννης και μία αντίστοιχη της Νέας Υόρκης, «επ’ ονόματι και επ’ ωφελεία της εν Χάλκη Ιεράς Θεολογικής Σχολής». Πρόθεση του αγίου ήταν η εξής:
«Αν μεν η Θεία Πρόνοια αξιώση με και διαφυλαχθώ ζων και σώος και υπηρετήσω ούτω την εκκλησίαν μου επί μακρόν και αποδώσω τα τροφεία της ευγνωμοσύνης, έχει καλώς˙ αν δε θέλημα Θεού ήτο να πέσω καγώ νεκρός, ως ο αείμνηστος Κορυτσάς Φώτιος, εν ταις αγκάλαις μεν του καθήκοντος, αλλά χωρίς να προλάβω να υπηρετήσω την εκκλησίαν μου εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της ισχύος μου και εξ όλης της διανοίας μου, τότε αι είκοσι πέντε χιλιάδες (αριθμ. 25000) φράγκων, δι’ ας έκτοτε πληρώνω ασφάλιστρα, να περιέλθωσιν εις την ιεράν θεολογικήν σχολήν προς ην τόσα και τόσα οι τρόφιμοί της χρεωστούμεν, και η οποία όντως θα σώση την εκκλησίαν, δεινώς πάντοθεν σήμερον πολεμουμένην».11
Ευρισκόμενος ο Χρυσόστομος στη φλεγόμενη Μακεδονία και συμφιλιωμένος με το ενδεχόμενο ενός μαρτυρικού θανάτου, «ως ο αείμνηστος Κορυτσάς Φώτιος», μεριμνά για το πώς θα μπορούσε να προσφέρει στην εκκλησία και μετά θάνατον. Για τον λόγο αυτό, προέβη στην έκδοση δύο ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής θέλοντας να αποδώσει, σε περίπτωση που έχανε τη ζωή του, το χρηματικό ποσό «ως ελάχιστον φόρον ευγνωμοσύνης δια την Μητέρα μου Εκκλησίαν και την γάλα άδολον ποτίσασάν με έκλαμπρον αυτής θυγατέρα, την Θεολογικήν της Χάλκης Σχολήν».12
Ο ιεράρχης παρά την νεότητά του, δεν είχε συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας όταν απομακρύνθηκε για πρώτη φορά από τη Δράμα, έδειχνε να έχει συμφιλιωθεί με τον θάνατο. Δεν είναι τυχαίο, ότι στη μέχρι τότε διακονία του ο Χρυσόστομος είχε αναφερθεί πολλές φορές στην επιθυμία και τον διακαή πόθο να φθάσει στη δόξα του μαρτυρίου χάριν του ορθόδοξου ποιμνίου, κάτι που θεωρούσε ως τη μεγαλύτερη προσφορά ενός ιεράρχη στην Εκκλησία και τον πιστό λαό Της.
Υποσημειώσεις.
1. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 184
2. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 194, 189. – Πρβλ. ΕΑ ΚΖ (1907) 580
3. Το αρχείον, τ. Α’, σ’. 190
4. Ό. π., σσ’. 47-48, 61
5. Ό. π., σσ’. 47-48,62
6. Μαστέλλου – Γιαννάκενα, ό. π., σ. 204
7. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 189
8. Ό. π., σσ’. 188,201
9. Ό. π., σ. 189
10. ΕΑ ΚΖ (1907) 670
11. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 191
12. Ό. π., σ’. 190
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Ο ΄΄Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης στη Θεσσαλονίκη (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο ΄΄Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης στη Θεσσαλονίκη (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.