Όταν ο άγιος Σάββας ήταν ακόμη νέος και ζούσε στη μονή που λεγόταν Φλαβιανές, ο εκεί αρτοποιός έγινε κάποτε μούσκεμα από τη βροχή και έβαλε τα ρούχα του για στέγνωμα στον φούρνο, καθώς δεν υπήρχε ήλιος για να τα στεγνώσει, επειδή ήταν χειμώνας.
Έπειτα ξεχάστηκε και τα άφησε εκεί να στεγνώσουν. Καθώς λοιπόν παρουσιάστηκε ξαφνική ανάγκη για ψωμί, ο άγιος Σάββας και μερικοί άλλοι μοναχοί έκαναν ζύμη μαζί με τον αρτοποιό και άναψαν τον φούρνο, μέσα στον οποίο, όπως είπαμε, ήταν ξεχασμένα τα ρούχα. Όταν η φωτιά είχε κιόλας φουντώσει, ο αρτοποιός τα θυμήθηκε και, καθώς δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτε, γιατί η φωτιά ήταν πλέον τρομακτική, λυπήθηκε πολύ και κυριεύτηκε από στενοχώρια.
Ο Σάββας λοιπόν, που δεν άντεχε να βλέπει τον αδελφό τόσο στενοχωρημένο, αλλά καιγόταν και ο ίδιος από την πολλή συμπόνια, δεν λογάριασε το σώμα του, δεν λογάριασε ούτε τη φωτιά, και αφού οχυρώθηκε με το σημείο του σταυρού, μπήκε αμέσως όπως ήταν μέσα στον φούρνο. Και αφού ποδοπάτησε τη φλόγα – όπως προηγουμένως την ηδονή-, έσωσε τα ρούχα από τη φωτιά, και βγήκε και ο ίδιος αβλαβής, καθώς η φωτιά τον σεβάστηκε, αυτή τη φορά όχι για χάρη της ευσέβειας, όπως παλιά τους τρεις Παίδες,3 αλλά για χάρη της αγάπης του προς τον αδελφό.
Υποσημείωσις.
3. Δαν. 3, 23
Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”
Τόμος 3-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος
Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.