Η εξορία του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στην Τρίγλια (Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

… Ο Χρυσόστομος είχε βρει και πάλι τον τρόπο να ξεδιπλώνει την πολύπλευρη εκκλησιαστική και κοινωνική του δράση, αυτή τη φορά από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ταυτόχρονα, τον απασχολούσε η εξέλιξη του μητροπολιτικού ζητήματος της Δράμας, ο θρόνος της οποίας παρέμενε κενός από τα τέλη Αυγούστου του 1907. Από την πλευρά του το Πατριαρχείο δεν επιθυμούσε να ανοίξει το θέμα, προφανώς για λόγους τακτικής και ισορροπιών έναντι της Υψηλής Πύλης.
Ωστόσο, η υπόθεση του Χρυσοστόμου απασχολούσε μια σημαντική μερίδα ιεραρχών του Φαναρίου που πίεζε για τη δικαίωση και αποκατάσταση στην ενεργό διακονία ενός τόσο ικανού και δυναμικού ιεράρχη της Εκκλησίας. Υπενθυμίζεται ότι το Πατριαρχείο είχε στην κατοχή του την επίμαχη αλληλογραφία, η οποία είχε αποδοθεί στην Ιερά Σύνοδο τις μέρες που ο Μητροπολίτης Δράμας βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Το Φανάρι όμως απέφευγε να εξετάσει Συνοδικώς το εν λόγω ζήτημα, θέλοντας να κερδίσει χρόνο, καθώς ήταν παγκοίνως γνωστό ότι οι επιστολές του Χρυσοστόμου δεν είχαν επιβεβαιώσει τις κατηγορίες που του είχαν αποδοθεί και για τις οποίες είχε απομακρυνθεί από τη Μακεδονία.
Παρ’ όλα αυτά, την άνοιξη του 1908 η Σύνοδος του Πατριαρχείου αποφάσισε να εξετάσει την υπόθεση του Μητροπολίτη Δράμας. Μετά από εκτεταμένη μελέτη της αλληλογραφίας, των απολογητικών υπομνημάτων του αγίου και των τουρκικών αποφάσεων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ εισηγήθηκε στα μέλη της ιεράς Συνόδου την απαλλαγή του Χρυσοστόμου από κάθε κατηγορία, αφού κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο δεν είχε προκύψει εις βάρος του. την 1η Απριλίου 1908 η σύνοδος του Φαναρίου εξέδωσε παμψηφεί αθωωτική απόφαση για τον Μητροπολίτη Δράμας, τονίζοντας ότι η δράση του στη Μακεδονία υπήρξε εκκλησιαστική και καθόλα νόμιμη απέναντι στο Οθωμανικό κράτος και τις αρχές του.1 Τέλος, το πόρισμα της ιεράς συνόδου εισηγείτο την επιστροφή και αποκατάσταση του Χρυσοστόμου στην έδρα του.
Το ζήτημα του μητροπολίτη Δράμας προκαλούσε ξανά το ενδιαφέρον του ελληνικού και ομογενειακού τύπου. Μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες των Αθηνών, όπως Εμπρός και Πατρίς, μιλούσαν για τον διαπρεπή ιεράρχη της Μακεδονίας, ο οποίος με όπλα του τον δυναμικό λόγο και την αποφασιστικότητα «συνεκράτει τους πνευματικούς υπηκόους του εις την πίστιν των πατέρων των».2
Επίσης, η περίφημη στην ιστορία του ελληνικού τύπου εφημερίδα της Τεργέστης «Νέα Ημέρα», η οποία από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενημέρωση του απόδημου Ελληνισμού, είχε εκτενές αφιέρωμα στον εξόριστο μητροπολίτη Δράμας. Με αφορμή την εξέταση της υπόθεσης του Χρυσοστόμου και την παμψηφεί αθώωσή του, η εν λόγω εφημερίδα εξυμνούσε στο φύλλο της 5ης Απριλίου 1908 την εθνική δράση του ιστορικού ιεράρχη, ο οποίος είχε πέσει θύμα της σύμπλευσης των Βουλγάρων με τις μεγάλες δυνάμεις, και ιδιαίτερα με την Αγγλία. Ανέφερε δε ότι την περίοδο εκείνη οι Βούλγαροι είχαν πετύχει να εμφανίζονται στα μάτια των Ευρωπαίων ως τα «ατυχή θύματα της Ελληνικής λόγχης και της Τουρκικής βαρβαρότητος».3
Η αθώωση του αγίου από όσα του καταμαρτυρούσαν δεν θα μπορούσε να μην γίνει γνωστή στη Δράμα. Ο αντιπρόσωπος του Χρυσοστόμου, Μητροπολίτης Βάρνης Νεόφυτος, πληροφορούμενος την απόφαση της Ιεράς Συνόδου, ανήγγειλε το ευχάριστο γεγονός με τον πιο επίσημο τρόπο στον ελληνορθόδοξο λαό της πόλης. Στις 13 Απριλίου 1908, ανήμερα της εορτής του Πάσχα, ο μητροπολίτης Βάρνης ανακοίνωνε στο εκκλησίασμα που είχε κατακλύσει τον καθεδρικό ναό για την ακολουθία της Αναστάσεως, ότι ο εξόριστος μητροπολίτης Δράμας είχε αθωωθεί από την ιερά σύνοδο του πατριαρχείου4. Η αντίδραση του κόσμου ήταν συγκινητική. Όλοι με δάκρυα στα μάτια δόξαζαν τον Θεό, ευχόμενοι για τη γρήγορη και ασφαλή επάνοδο του αγαπημένου τους ποιμενάρχη.
Λίγες μέρες αργότερα, η απόφαση της ιεράς συνόδου κοινοποιήθηκε στην Υψηλή Πύλη, η οποία όμως απάντησε πως μόνο η τουρκική κυβέρνηση μπορούσε να αποφανθεί για την ενοχή ή την αθωότητα του Χρυσοστόμου, ενώ απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση για επιστροφή του μητροπολίτη στη Μακεδονία.5 Ο Πατριάρχης επισκέφθηκε τότε τον μέγα Βεζίρη ζητώντας τη συγκατάθεσή του για τη μετάθεση του Χρυσοστόμου σε κάποια άλλη μητρόπολη της Μακεδονίας, εκτός της Δράμας. Ωστόσο, ο Φερήτ πασάς αρνήθηκε κάθε τέτοια συζήτηση, λέγοντας πως η πολιτεία του μητροπολίτη Δράμας δεν επέτρεπε την έκδοση νέου βερατίου (απόφασης) για τον διορισμό του σε οποιαδήποτε επαρχία του οικουμενικού θρόνου, ενώ απείλησε πως σε περίπτωση που το πατριαρχείο προέβαινε στην εκλογή του Χρυσοστόμου σε κάποια άλλη μητρόπολη, θα τον απομάκρυνε και από την Τρίγλια και θα τον οδηγούσε σε πόλη της μικρασιατικής ενδοχώρας.6
Το μητροπολιτικό ζήτημα της Δράμας μπήκε σε νέα φάση, όταν συνέβη ένα απρόσμενο γεγονός που περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα δεδομένα. Το αναπάντεχο αυτό περιστατικό ήταν η διακοπή κάθε επαφής και σχέσης των Δραμινών με τον μητροπολίτη Βάρνης Νεόφυτο, αρχιερατικό επίτροπο της ιεράς Μητροπόλεως Δράμας.
Ο Νεόφυτος, αν και είχε τοποθετηθεί στη Δράμα με εισήγηση του Χρυσοστόμου, δεν ακολούθησε τον δρόμο που είχε χαράξει μέχρι τότ6ε ο εξόριστος ιεράρχης. Ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τις τουρκικές αρχές και τους Άγγλους παρατηρητές, κατηγόρησε τα ελληνικά προξενεία των Σερρών και της Καβάλας για συνεργασία με τις στρατιωτικές αποστολές από την ελεύθερη Ελλάδα, απαγόρευσε στους ιερείς της μητροπόλεως Δράμας να μνημονεύουν το όνομα του Χρυσοστόμου στις ακολουθίες και απέφυγε να πραγματοποιεί περιοδείες στην επαρχία. Σε μικρό χρονικό διάστημα, η πολιτεία του μητροπολίτη Βάρνης προκάλεσε την κατακραυγή των κοινοτικών σωματείων της Δράμας, τα οποία με αναφορά τους στο οικουμενικό πατριαρχείο απαίτησαν την άμεση απομάκρυνσή του από την πόλη.7
Ωστόσο, ανεξάρτητα από τον τόπο άσκησης της εκκλησιαστικής διοίκησης εκ μέρους του μητροπολίτη Βάρνης, είναι γεγονός ότι οι Δραμινοί επιθυμούσαν την επιστροφή του Χρυσοστόμου στην έδρα του και προφανώς η στάση τους αυτή απέναντι στον τοποτηρητή ιεράρχη ήταν ένα επιπλέον μέσο πίεσης προς το Φανάρι υπέρ της επανόδου του εξόριστου μητροπολίτη Δράμας.
Στις 24 Μαΐου 1908 ο Μητροπολίτης Βάρνης διατάχθηκε από την ιερά σύνοδο του πατριαρχείου να εγκαταλείψει τη Δράμα,8 ενώ αντιπροσωπεία προκρίτων μετέβη στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας την επιστροφή του Χρυσοστόμου στην έδρα του. Όταν ο άγιος πληροφορήθηκε τις εξελίξεις, απέστειλε επιστολή στον προσωπικό του φίλο Ίωνα Δραγούμη, γραμματέα την εποχή εκείνη στην ελληνική πρεσβεία της Πόλης, στην οποία έγραφε.9
Φίλτατέ μοι Ιωαννίκιε,
Πιστεύω ότι ελάβατε και το τελευταίόν μου. Το παρόν μου σκοπόν προτίθεται να σας παρακαλέση να τείνετε ευμενές ους εις την παράκλησιν, ην και προς υμάς και δι’ ημών θ’ απευθύνη η εκ Δράμας ερχομένη επίσημος Επιτροπή, εκ μέρους της Επαρχίας, ήτις έρχεται να ζητήση την επάνοδόν μου εις Δράμαν. Ως γνωρίζετε η Επαρχία και η πόλις της Δράμας διέκοψαν πάσαν σχέσιν μετά του Αγίου Βάρνης, και τον ηνάγκασαν ν’ αναχωρήση. Εκ των εφημερίδων δε είδον ότι ζητήσας έλαβε την άδειαν προς έλευσιν εις Κωνσταντινούπολιν. Ιδού τώρα μία άλλη σπουδαιοτέρα αφορμή να απαιτήσητε να έλθω εις Βασιλεύουσαν, όπου να διαφωτίσω όλους περί των εν τη γωνία εκείνη τη πολυτίμω της Μακεδονίας, ήτις εκ θείας προνοίας έλαχεν εμοί ως Επαρχία. Όταν είμαι εις Βασιλεύουσαν ελπίζω με τον καιρόν να παρουσιασθή η κατάλληλος ευκαιρία προς επάνοδον εις τα ίδια, ή προς τοποθέτησιν εν άλλω ίσης σπουδαιότητος κέντρω ως εις τα Ιωάννινα, Αδριανούπολις, ή Σμύρνη… Εδώ ερριμμένον μ’ ελησμόνησαν όλοι και μόνον ευγενή τινά πνεύματα κινούνται ακόμη δι’ εμέ, και πατριωτικαί καρδίαι πάλλονται παλμούς ζωηρού διαφέροντος δι’ ένα, ον ο πατήρ και η μήτηρ του εγκατέλιπον, άλλ’ η επαρχία μου με ποθεί, και δι’ εμέ ζει, και όλη είνε ως ηφαίστειον κοχλάζον, και δεν θα επιτρέψη εις άλλον τινά να καθήση επί του καθημαγμένου εκ των κατενεχθέντων κατ’ εμού θανασίμων τραυμάτων θρόνου μου. Ώστε, αδελφέ, παρηγορήσατε την ερχομένην επιτροπήν τριών φιλογενών προκρίτων, οίτινες και προσωπικώς σας γνωρίζουσι και θα σας ζητήσωσι προστασίαν και αντίληψιν, προστατεύσατε αυτούς, και δότε αυτοίς τας χρηστοτάτας των διαβεβαιώσεων, άμα δε και κατορθώσατε να έλθω πλέον εις Βασιλεύουσαν. Δεκάμηνον πλέον κινδυνεύει να συμπληρωθή. Από το ξόανον μη περιμένετέ τι, εφόσον υμείς δεν τρίξητε τους οδόντας σας και επί ποινή και απειλή σκληρά εξαναγκάσητε τον αναίσθητον να πράξη το καθήκόν του.
Σας γλυκοφιλώ
Ο αδελφός
+ ο Δράμας Χρυσόστομος.
28 Μαΐου 1908

Η επιστολή αυτή αποτυπώνει την αδελφική σχέση του ιεράρχη με τον κορυφαίο Έλληνα διπλωμάτη, πολιτικό και συγγραφέα. Η γνωριμία των δύο ανδρών τοποθετείται στα 1903, όταν ο υποπρόξενος στο Μοναστήρι Ίων Δραγούμης ανέλαβε τη διεύθυνση του ελληνικού προξενείου στις Σέρρες. Οι προξενικές αρχές των Σερρών είχαν δικαιοδοσία σε ένα σημαντικό κομμάτι της επισκοπικής περιφέρειας του Μητροπολίτη Δράμας, γεγονός που έφερε τον Χρυσόστομο και τον Ίωνα Δραγούμη σε επικοινωνία και στενή συνεργασία κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του αγίου στη Μακεδονία.
Στο κείμενο της επιστολής παρατίθεται η πληροφορία για τη ρήξη στις σχέσεις των κατοίκων της Δράμας με τον Μητροπολίτη Βάρνης και την επιστροφή του τελευταίου στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, αναφέρεται η αποστολή επίσημης επιτροπής από την επαρχία Δράμας, με σκοπό να ενεργήσει υπέρ της επανόδου του Χρυσοστόμου στην έδρα του. Κατά τον ιεράρχη, αυτή ήταν η κατάλληλη αφορμή για να μεσολαβήσει ο Ίων Δραγούμης, προκειμένου να του επιτραπεί η έλευσή του στην Πόλη και, δοθείσης ευκαιρίας, να μπορέσει να αποκατασταθεί στη μητρόπολη Δράμας.
Ταυτόχρονα, ο Χρυσόστομος δείχνει να ενδιαφέρεται για τη μετακίνησή του σε κάποια άλλη επαρχία του οικουμενικού θρόνου, όπως αυτή των Ιωαννίνων, της Αδριανούπολης ή της Σμύρνης, ενδεχόμενο που είχε αποκλείσει, με εξαίρεση την Αδριανούπολη, προτού απομακρυνθεί από τη Δράμα. Τέλος, η επιστολή καταγράφει τη διάσταση ανάμεσα στον μητροπολίτη Δράμας και τον Ιωακείμ Γ’, η οποία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αντιπαράθεσης στους κόλπους της φαναριώτικης ιεραρχίας, με επίκεντρο το πρόσωπο του τότε οικουμενικού πατριάρχη.
Λίγες μέρες αργότερα ο Χρυσόστομος αποστέλλει από την Τρίγλια μια ακόμα επιστολή στον Ίωνα Δραγούμη.10 Σε αυτή, ο ιεράρχης αναφέρεται στον αδελφό του Ευγένιο, με τον οποίο είχε πάντοτε στενή επαφή καθόλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο Ευγένιος, καϊμακάμης την εποχή εκείνη στην Αργυρούπολη του Πόντου, είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, πιθανόν για υπηρεσιακά θέματα, απ’ όπου ενημερώθηκε για τις ενέργειες του πατριαρχείου προκειμένου να μετατεθεί ο Χρυσόστομος στο Ικόνιο ή τη Νεοκαισάρεια.
Απευθυνόμενος ο μητροπολίτης στον Ίωνα Δραγούμη, απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε ενδεχόμενο μετακίνησής του σε κάποια αδρανούσα επαρχία της Μικράς Ασίας, κάτι άλλωστε που είχε αρνηθεί πολλές φορές όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ενώ δηλώνει πως η μοναδική υποχώρηση που θα μπορούσε να κάνει ήταν η μετάθεσή του στη μητρόπολη Σμύρνης.
Επιπλέον, από το κείμενο της επιστολής προκύπτει η σχέση του Χρυσοστόμου με παράγοντες και κύκλους των Αθηνών, γεγονός που επιβεβαιώνει την εθνοκεντρική στάση του ιεράρχη με αφορμή τους αγώνες του Ελληνισμού στη Μακεδονία. Ο μητροπολίτης Δράμας καυτηριάζει τις ενέργειες του Φαναρίου και προσωπικά του Ιωακείμ Γ’, αποδοκιμάζοντας για άλλη μια φορά τη στάση του τελευταίου και την εμμονή του στις αρχές της εθναρχικής παράδοσης, η οποία την εποχή εκείνη έδειχνε ότι έκλεινε σε εθνικό επίπεδο οριστικά τον κύκλο της στη μακραίωνη ιστορία του οικουμενικού πατριαρχείου.

Το καλοκαίρι του 1908 το ζήτημα του μητροπολίτη Δράμας είχε περιέλθει σε αδιέξοδο. Από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, το Φανάρι είχε αθωώσει με ομόφωνη συνοδική απόφαση τον ιεράρχη από κάθε κατηγορία που τον βάρυνε, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να τον αποκαταστήσει στην έδρα της επαρχίας του. Τότε συνέβη ένα γεγονός που επηρέασε καταλυτικά την ιστορία των βαλκανικών λαών, τις σχέσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας με τις αυτοδιοικούμενες μη μουσουλμανικές κοινότητες και ασφαλώς καθόρισε τη μετέπειτα αρχιερατική διακονία του Χρυσοστόμου στη Μακεδονία. Το μεγάλο και ιστορικό αυτό γεγονός ήταν η επανάσταση των Νεότουρκων.
Το 1890 στη Γενεύη της Ελβετίας είχε συσταθεί η οθωμανική εταιρεία Ένωση και Πρόοδος, το ιδρυτικό πρόγραμμα της οποίας ανέφερε: «Προκειμένου να προειδοποιήσουμε τους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς συμπατριώτες μας για το σύστημα διακυβέρνησης του παρόντος καθεστώτος που παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα όπως η δικαιοσύνη, η ισότητα και η ελευθερία, που εμποδίζει όλους τους Οθωμανούς να προοδεύσουν και που παραδίδει τη χώρα μας στην ξένη κυριαρχία, σχηματίστηκε η Οθωμανική Εταιρεία Ένωσης και Προόδου, αποτελούμενη από άνδρες και γυναίκες που όλοι είναι Οθωμανοι».11
Είναι φανερό ότι από τα τέλη του 19ου αιώνα ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, έμπαινε στην τελευταία και πιο κρίσιμη φάση της παρακμής και της πλήρους αποσύνθεσης. Εκτός από τα εσωτερικά μακροχρόνια προβλήματα διοίκησης και κοινωνικής συνοχής, η Υψηλή Πύλη είχε να αντιμετωπίσει την οριστική απώλεια μεγάλου τμήματος των εδαφών της. Οι Ρωσοτουρκικοί Πόλεμοι, η Ελληνική επανάσταση και επανάσταση του 1821 και οι συνεχείς εξεγέρσεις σε πολλές περιοχές των Βαλκανίων είχαν αποδυναμώσει το οθωμανικό κράτος, καταφέροντας καίρια πλήγματα στο γόητρο της άλλοτε αχανούς και αήττητης αυτοκρατορίας.
Ένας επιπλέον παράγοντας επίσπευσης της διαφαινόμενης αυτής κατάρρευσης ήταν η ανάδυση του ακραίου εθνικισμού. Η οθωμανική αυτοκρατορίας, ως διάδοχο σχήμα της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, διατήρησε για αιώνες αρκετά στοιχεία από την εξελληνισμένη κοσμοκρατορία του Βυζαντίου. Ορισμένα από αυτά τα δάνεια και ταυτόχρονα συστατικά στοιχεία της Οθωμανοκρατίας που της επέτρεψαν να μακροημερεύσει και να αναπτυχθεί, ήταν το σύστημα διοίκησης των κοινοτήτων, θεμέλιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας, και ο θεσμός των αυτοδιοικούμενων θρησκευτικών μειονοτήτων, ο οποίος μπόρεσε να λειτουργήσει στο ούτως ή άλλως περιοριστικό θεσμικό πλαίσιο του κυρίαρχου κράτους.12
Αναμφισβήτητα, το Κίνημα των Νεότουρκων συνέβαλε καθοριστικά στη γέννηση και διόγκωση του εθνικισμού στους κόλπους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κίνημα πατριωτικό, αποτελούμενο από Τούρκους στρατιωτικούς και υποστηριζόμενο από έναν ευρύ κύκλο φιλελεύθερων και διανοούμενων Μουσουλμάνων πολιτών, η οργάνωση Ένωση και Πρόοδος είχε ως στόχο την απομάκρυνση του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’ και τον διορισμό νέας κυβέρνησης, ικανής να υπερασπιστεί και να προστατεύσει την αυτοκρατορία από τους κινδύνους που την απειλούσαν.13
Ξεκινώντας από τη Γενεύη το 1890, η οργάνωση μετέφερε τη δράση της στο Παρίσι και από εκεί τον Σεπτέμβριο του 1906 στη Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχες επαναστατικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και τη Δαμασκό, πόλη στην οποία εμφανίζεται για πρώτη φορά ο επίδοξος αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ. Στη Μακεδονία οι Τούρκοι συνωμότες πέτυχαν να προσεταιρισθούν πολλά σημαίνοντα στελέχη του τουρκικού στρατού και με μυστικές αποστολές προσπάθησαν να ετοιμάσουν το έδαφος για την κατάργηση της απολυταρχίας του Σουλτάνου και την επαναφορά του Συντάγματος του 1876, με στόχο τη σωτηρία της ένδοξης Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Πληροφορούμενος ο Αβδούλ Χαμίτ Β’ από το εκτεταμένο κατασκοπευτικό δίκτυο της υψηλής πύλης τις παρασκηνιακές ενέργειες των συνωμοτών, κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη έναν νεαρό αξιωματικό ο οποίος είχε κινήσει τις υποψίες, ονόματι Εμβέρ μπέη, για «να εξηγήσει την κατάσταση και να πάρει προαγωγή».14 Ο τελευταίος, ωστόσο, υποψιαζόμενος την «προαγωγή» που του επεφύλασσαν στην Πόλη, κατέφυγαν στα βουνά, όπου τον ακολούθησε στις 4 Ιουλίου 1908 σημαντική στρατιωτική δύναμη υπό τον ταγματάρχη Αχμέτ Νιγιαζί.
Στις 7 Ιουλίου οι στασιαστές δολοφόνησαν στο μοναστήρι τον επικεφαλής του στρατιωτικού σώματος της υψηλής πύλης, στρατηγό Σεμσί πασά, στον οποίο είχε ανατεθεί η επιβολή της τάξης στη Μακεδονία, γεγονός που επέτρεψε στην επανάσταση να εξαπλωθεί αστραπιαία στα βιλαέτια του μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης. Την επομένη η επανάσταση κοινοποίησε στα ανάκτορα του Γιλδίζ ψήφισμα, με το οποίο απαιτούσε από τον σουλτάνο την επαναφορά του τουρκικού συντάγματος του 1876. Η επιτροπή ένωση και πρόοδος, έχοντας πετύχει την πρώτη σπουδαία νίκη κατά του καθεστώτος, υποστήριξε ανοιχτά τους επίορκους στρατιωτικούς και απαίτησε να τεθεί σε λειτουργία ο καταστατικός χάρτης της αυτοκρατορίας. Ο Αβδούλ Χαμίτ Β’ υποχώρησε και στις 11 Ιουλίου 1908 ανακοίνωσε ότι έθετε σε ισχύ το σύνταγμα της χώρας.15
Άμεση συνέπεια της επανάστασης των Νεότουρκων ήταν ο τερματισμός της βίας και των εχθροπραξιών στη Χερσόνησο του Αϊμου, η αποκατάσταση του συντάγματος και η προκήρυξη εκλογών με τη συμμετοχή και εκπροσώπηση του χριστιανικού στοιχείου και όλων των μειονοτήτων στην τουρκική εθνοσυνέλευση.
Το κυριότερο όμως μέτρο στην κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης της έντασης στη Μακεδονία ήταν η χορήγηση γενικής αμνηστίας. Οι συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων σταμάτησαν και πολλοί αγωνιστές και φυγάδες από τις αλληλοσυγκρουόμενες ένοπλες ομάδες κατέβηκαν από τα βουνά στις πόλεις για να γιορτάσουν τη συμφιλίωσή τους με τον τουρκικό στρατό. Τις πρώτες μέρες της επανάστασης πραγματοποιήθηκαν εκδηλώσεις και εκφωνήθηκαν πανηγυρικοί λόγοι για τον τερματισμό της βίας και τη συναδέλφωση όλων των Οθωμανών υπηκόων, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και κοινωνικής τάξης.16 Το καλοκαίρι του 1908 έληξε τυπικά ο Μακεδονικός αγώνας. Το μέτρο της γενικής αμνηστίας προέβλεπε την αποφυλάκιση χιλιάδων κρατουμένων από τις τουρκικές φυλακές και επιπλέον έδωσε τη δυνατότητα σε εξόριστους πολίτες να επιστρέψουν στη Μακεδονία και τους τόπους καταγωγής τους. Του ευεργετικού αυτού μέτρου επωφελήθηκε και ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, ο οποίος λίγες μέρες αργότερα θα επέστρεφε στην έδρα της επαρχίας του.

Υποσημειώσεις.
1. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 201
2. Εμπρός Ημερησία Εθνική Εφημερίς, αριθμ. 3.906/3.9.1907, σ’. 1
3. Νέα Ημέρα, αριθ. 1740 (2717), Εν Τεργέστη 5/18 Απριλίου 1908, σ. 1
4. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 232
5. Λοβέρδος, ό. π. σσ’. 119-120
6. Πολίτη, ό. π., σσ’. 60-61
7. Αψηλίδης, ό. π., σ’. 224, σημ. 837
8. ΕΑ ΚΗ (1908) 262
9. Κιτρομηλίδης, ό. π., σ. 489
10. Ό. π., σσ’. 491-492
11. Bemard Lewis, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τόμος Ι, μτφ. Π. Κωνσταντέας, επιμέλεια Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2001, σ. 425
12. Για περισσότερα βλ. Κοντογιώργης, ό. π., σσ’. 314-414
13. Lewis, ό. π., σ’. 430
14. Ό. π., σ. 419
15. Ό. π., σσ’. 420-423
16. Dalom, ό. π., σσ’. 265-266

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Η εξορία του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στην Τρίγλια (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Η εξορία του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στην Τρίγλια (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.