Η καταστροφική λατρεία που έκλεψε την παιδική μου ηλικία – Kathryn Knight.

Η Laura Wilson μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι της επαρχίας, που εξωτερικά φαινόταν σαν όλα τα άλλα. Στην πραγματικότητα όμως, πίσω από τις κλειστές του πόρτες, η ζωή της ίδιας και της οικογένειάς της ρυθμιζόταν από έναν τυρανικό γκουρού που απαγόρευε κάθε έκφανση της μοντέρνας ζωής.

Κάθε φορά που η Laura προσπαθεί να φέρει στη μνήμη της την παιδική ή την εφηβική της ηλικία, έχει πάντοτε την ίδια εικόνα στο μυαλό της. Βλέπει τον εαυτό της, σ’ ένα επαρχιώτικο σπίτι, να είναι ντυμένη με μια βαριά, μέχρι το πάτωμα φούστα, με τα μαλλιά της μαζεμένα πίσω, να καθαρίζει καρβουνιασμένη σκόνη γύρω από το τζάκι.

Της φαίνεται σαν φωτογραφία της βικτωριανής εποχής και όχι της λονδρέζικης δεκαετίας του 70, όταν η Laura ήταν έφηβη.

Η εξήγηση βρίσκεται στο ότι η δική της παιδική ηλικία και εφηβεία, δεν ήταν συνηθισμένη κι αυτό διότι οι γονείς της ήταν μέλη της «Σχολής Οικονομικών Επιστημών», όπως ονομαζόταν, μιας οργάνωσης που οι κριτικές περιγράφουν σαν λατρεία με πολύ αυστηρούς κανόνες και της οποίας τα μέλη ανήκαν κυρίως στη μεσαία τάξη.

Ενώ λοιπόν τα μέλη της οργάνωσης ήταν κατά το πλείστον εύπορα, η σέκτα απαιτούσε από αυτά να διάγουν μια λιτή, σπαρτιάτικη θα λέγαμε ζωή και ν’ απομονώνονται από το σύγχρονο κόσμο.

Ο τρόπος αυτός ανατροφής της Laura της δημιούργησε πολύ άσχημες συναισθηματικές πληγές που υπάρχουν ακόμα και σήμερα στα πενήντα της, παρά το γεγονός ότι έχει εγκαταλείψει την οργάνωση εδώ και τριάντα χρόνια.

Καθώς μεγάλωνε, της είχαν μάθει ότι ο κόσμος πέρα από την οργάνωση ήταν φοβερός, ένας χώρος όπου οι άνθρωποι «δεν είχαν δει το φως» και ήσαν επιθετικοί, έτοιμοι να της κάνουν κακό. Η ίδια αφηγείται: «Για πολύ καιρό ενώ ήξερα ότι ήμουν δυστυχισμένη, δεν είχα πουθενά ν’ ακουμπήσω.

»Για μένα ήταν πολύ δύσκολο να το δεχτώ αυτό και να συνεχίζω την πορεία μου, διότι είχα ακόμα σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο, αφού πήγαινα στο Σχολείο και ήξερα ότι οι άλλοι άνθρωποι ζούσαν διαφορετικά».

Η οργάνωση Σχολή Οικονομικών Επιστημών ιδρύθηκε το 1937 από το δικηγόρο Leon MacLaren, γνωστό στους οπαδούς του σαν «ο αρχηγός» και ξεκίνησε σαν μια ομάδα που συγκέντρωνε επίλεκτα μέλη, τα οποία επικεντρώνονταν σε στοχασμούς για οικονομικές μεταρρυθμίσεις.

Με τον καιρό όμως και κυρίως σαν αποτέλεσμα των συναντήσεων του MacLaren με τον Μαχαρίτσι Μαχές Γιόγκι (Maharishi Mahesh Yogi), γνωστό σαν τον γκουρού των Beatles, εξελίχτηκε σ’ ένα φιλοσοφικό οργανισμό.

Την εποχή που η Laura ανήκε στην ομάδα, τα μέλη της ακολουθούσαν έναν πολύ αυστηρό κώδικα στην καθημερινή τους ζωή που είχε σαν αποτέλεσμα την απομόνωσή τους από τον υπόλοιπο κόσμο.

Οι γονείς της, ο George και η June, γνωρίστηκαν μέσα στην οργάνωση και γύρω στα 30 τους παντρεύτηκαν. Ο πατέρας, μηχανολόγος μηχανικός και η μητέρα γιατρός. Οι αρχές της οργάνωσης τους άρεσαν.

«Ποτέ δεν έλεγαν τι τους έσπρωξε στην οργάνωση, αλλά η ίδια πίστευε ότι και οι δύο είχαν υπαρξιακούς προβληματισμούς και η οργάνωση τους έδινε απαντήσεις.

Και έτσι, ενώ εξωτερικά το σπίτι τους στα βόρεια προάστια του Λονδίνου φαινόταν ένα συνηθισμένο σπίτι, στο εσωτερικό του κυριαρχούσε ένα διαφορετικό κλίμα. Μυστικιστικά ρητά πάνω στους τοίχους που είχε υποδείξει ο αρχηγός και μια καθημερινή ζωή καθορισμένη από τους δρακόντειους κανόνες της οργάνωσης.

Η οικογένεια έκανε δύο φορές τη μέρα διαλογισμό που διαρκούσε τουλάχιστον 30 λεπτά κάθε φορά. Της απαγορευόταν να βλέπει τηλεόραση ή ν’ ακούει μουσική που είχε γραφτεί μετά τον 18ο αιώνα και ακολουθούσε περίεργους κανόνες διατροφής.

Η ίδια θυμάται: «Όταν έφτασα στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων μου απαγορεύτηκε να τρώω μαγειρευτό φαγητό, κρέας και πρωινό. Θυμάμαι τον εαυτό μου να κατεβαίνει τις σκάλες ένα πρωινό και να ψάχνω φαγητό, ρωτώντας πού χάθηκε. Από εκείνη την ημέρα έτρωγα μόνο φρούτα, λαχανικά και τυριά. Δεν υπήρχε εξήγηση ή αιτιολογία. Σου το έλεγαν και εσύ έπρεπε να το δεχτείς».

Ο ελεύθερός τους χρόνος ήταν αφιερωμένος εξ ολοκλήρου στην οργάνωση. Υπήρχαν συναντήσεις και αμέτρητες εξωσχολικές δραστηριότητες και καθήκοντα από την εκμάθηση της αρχαίας ινδικής γλώσσας (σανσκριτικά) ως το να μεγαλώνουν το τεράστιο χαρτοφυλάκιο της οργάνωσης.

Στη λατρεία ανήκαν πάρα πολλά ακίνητα τα οποία είχαν γίνει δωρεές κατά καιρούς από μέλη της και οι οπαδοί ήσαν υπεύθυνοι να τα συντηρούν.

Η Laura θυμάται ότι «έπρεπε να καθαρίζουν όλα τα ακίνητα κάθε βδομάδα και μάλιστα χωρίς να χρησιμοποιούν καμιά ηλεκτρική συσκευή, δουλεύοντας μόνο με τα χέρια. Ο στόχος ήταν να φτάσεις στην κάθαρση, καθόν χρόνο συγκέντρωνες το μυαλό σου ολοκληρωτικά στη χειρωνακτική εργασία. Περνούσα πολλές ώρες της εφηβείας μου τρίβοντας πατώματα και σκουπίζοντας χαλιά μ’ ένα ξεσκονόπανο και μια βούρτσα».

Αρχικά, σαν όλα τα παιδιά, η Laura δεν αναρωτιόταν ούτε έκανε ερωτήσεις για τον τρόπο που μεγάλωνε.

«Δεν είχα και τίποτα άλλο να συγκρίνω. Αυτό ήταν για μένα το φυσιολογικό», εξηγεί η ίδια. «Αλλά όταν πήγα στο Δημοτικό, εκεί τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι άρχισα να πηγαίνω στα σπίτια των φίλων μου. Είχαν τηλεόραση, έτρωγαν κρέας και όλα μου φαίνονταν εξωτικά και εξωγήινα. Από πολύ νωρίς άρχισα να αναπτύσσω την αίσθηση ότι ανήκα σε δύο διαφορετικούς κόσμους» .

Στην ηλικία των εφτά χρόνων απαιτούσαν από τη Laura να συμμετέχει σε ομαδικές συναντήσεις σε σπίτια που ανήκαν στην οργάνωση, όπου οι αρχηγοί διάβαζαν κείμενα της Ανατολικής φιλοσοφίας και τραγουδούσαν σανσκριτικά.

Πίστευαν στη μετενσάρκωση αν και ο τελικός στόχος ήταν να σταματήσει κανείς τις μετενσαρκώσεις και ν’ απελευθερωθεί μέσα σ’ ένα περιβάλλον χωρίς αισθήσεις και αισθητά. «Αν έκανες πολλές ερωτήσεις θύμωναν μαζί σου. Μερικές φορές ο ίδιος ο Leon MacLaren έπαιρνε μια ομάδα για να την εκπαιδεύσει και γινόταν πολύ άγριος. Τον θυμάμαι κάποτε που μου έβαλε τις φωνές επειδή έκανα ερωτήσεις που δεν του άρεσαν.

»Όσο μεγάλωνα τόσο πιο πολύ φοβόμουνα και απεχθανόμουν αυτές τις συναντήσεις, διότι το μόνο που μου είχε μείνει από αυτές είναι πολύ καθάρισμα και τρίψιμο. Και ήμουν πάντα πολύ κουρασμένη, διότι υπήρχαν και αυστηροί κανόνες ύπνου. Κοιμόμασταν γύρω στα μεσάνυκτα και σηκωνόμασταν στις 4.30 το πρωί. Πίστευαν ότι ο πολύς ύπνος δημιουργεί ανία και νωχελικότητα στον εγκέφαλο».

«Δεν είχε νόημα», εξηγεί η ίδια, «να προσπαθήσω να κουβεντιάσω με τους γονείς μου για το ότι ήμουν δυστυχισμένη. Δε θα καταλάβαιναν. Αυτοί με αγαπούσαν πάρα πολύ, αλλά ήταν πολύ αφοσιωμένοι στην οργάνωση. Είχαν το ζήλο του προσήλυτου».

Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών η Laura μεγάλωνε σε μια πολύ συγχυσμένη κατάσταση. Στα 13 της, όταν την ενέγραψαν σ’ ένα από τα σχολεία της οργάνωσης, ένοιωσε να γίνεται ακόμα πιο σύνθετη η σύγχυση που είχε και η ψυχική της αναστάτωση. Στο Σχολείο αυτό κάλυπταν τις γενικές γνώσεις που ήσαν υποχρεωτικές και στα υπόλοιπα Σχολεία, αλλά ταυτόχρονα υπήρχαν και μαθήματα σανσκριτικής μουσικής, διαλογισμού και τραγουδιών τα οποία είχε συνθέσει ο ίδιος ο αρχηγός.

Η ίδια θυμάται: «Αρχικά δεν γινόταν μάθημα ξένης γλώσσας εκτός από τα αρχαία ελληνικά και σανσκριτικά. Επίσης μόλις έφτασε στα 16 της, την ανάγκασαν να φοράει φούστες μακριές μέχρι το πάτωμα και να δένει τα μαλλιά της σε κοτσίδα. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν ότι η γυναικεία σεξουαλικότητα θα έπρεπε να καταστέλλεται με κάθε τρόπο διότι ήταν επικίνδυνη. Πίστευαν ότι με τα μακριά ρούχα αυτό το κατόρθωναν, αλλά η Laura μισούσε αυτήν την πρακτική.

«Θυμάμαι τον εαυτό μου» συνεχίζει, «γύρω στα 17 μου να πηγαίνω στο Σχολείο με τον υπόγειο σιδηρόδρομο φορώντας αυτή την απαίσια φούστα και να νοιώθω τόσο άβολα ανάμεσα στους άλλου εφήβους που ταξίδευαν μαζί μου. Ένοιωθα ασφυκτικά. Αντιλαμβανόμουν ότι όλο και περισσότερο πλησίαζα στην παγίδα που θα με φυλάκιζε. Όλα συνδέονταν και εξαρτιόνταν το ένα από το άλλο. Αυτή ήταν η ζωή που οι γονείς μου είχαν διαλέξει για τους ίδιους, αλλά παρόλο που τους αγαπούσα πάρα πολύ ήξερα ότι εμένα με έκανε δυστυχισμένη».

Ο δρόμος διαφυγής της ήταν το πανεπιστήμιο. «Στην οργάνωση» σύμφωνα με τη Laura, «ενθάρρυναν τις ανώτερες σπουδές με κάποιους περιορισμούς». Μετά από πολλές συζητήσεις με τον αρχηγό της ομάδας της, πήρε την άδεια να κάνει αίτηση στο Sommerville, ένα κολλέγιο του Oxford που την εποχή εκείνη δεχόταν μόνο κορίτσια.

«Αυτό ήταν αποδεκτό, παρά την άποψη που κυριαρχούσε γενικά ότι στον έξω κόσμο υπήρχαν πολλοί κίνδυνοι και θεωρούσαν καθήκον τους να με προστατέψουν».

Η άφιξή της στο πανεπιστήμιο ήταν σαν αποκάλυψη. «Δεδομένου του κόσμου μέσα στον οποίο έζησα, μου φαινόταν σαν να είχα έρθει από το 1900. Ένοιωθα ν’ ανακαλύπτω τον κόσμο για πρώτη φορά. Και επειδή είχα την ελευθερία να κάνω ό,τι μ’ ευχαριστούσε, όλο αυτό με ενθουσίαζε».

Δεν ήταν όμως εντελώς ελεύθερη. Η Laura έπρεπε να πηγαίνει στο σπίτι της μια φορά την εβδομάδα για τις συναντήσεις, καθώς και για τις συμμετοχές της στις συγκεντρώσεις της οργάνωσης.

«Θυμάμαι τον εαυτό μου να μπαίνει στο τρένο για το σπίτι φορώντας τζινς και μπλουζάκια και φτάνοντας στο σπίτι να κρύβομαι μέσα στη μακριά φούστα. Φυσικά όσο περνούσε ο καιρός όλο και λιγότερο με ενδιέφεραν οι συγκεντρώσεις».

Η Laura είχε συνεχώς την αίσθηση ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Μια υπόνοια που επιβεβαιώθηκε από έναν από τους εκπαιδευτές της. «Μου είπε ότι με είχε δει να κυκλοφορώ έξω με μια ομάδα συμφοιτητών μου και με ρώτησε πού πήγαινα».

Στο τελευταίο έτος του πανεπιστημίου, έκανε μια ρομαντική σχέση μ’ ένα συμφοιτητή της, αλλά είχε φοβερούς καβγάδες με τους γονείς και τους εκπαιδευτές της στην οργάνωση. «Τελικά εγώ κέρδισα», λέει η ίδια. «Ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να με κρατήσουν με το ζόρι και δεν ήθελαν να φύγω, έτσι υποχώρησαν. Πίστευαν ότι εκείνοι ήσαν οι σωστοί και απορούσαν πως οι άλλοι και φυσικά εγώ δεν μπορούσα να δω το φως, την αλήθεια».

Όταν ήταν 22 χρόνων, δύο τραγικά γεγονότα επίσπευσαν τις αποφάσεις της. Μια κοπέλα συνομίληκή της από την ομάδα έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, ενώ κάποια άλλη αυτοκτόνησε. Ο θάνατός της, στοιχειώνει τη Laura ακόμα και σήμερα.

Η Laura πιστεύει ότι και τα δύο κορίτσια είχαν φτάσει σε αυτό το σημείο διότι όπως και η ίδια, ένοιωθαν πολύ καταπιεσμένες από την οργάνωση και πολύ απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο και αυτό τις είχε οδηγήσει σε ψυχολογική κατάρρευση.

Στο τέλος η Laura βρήκε το κουράγιο και μίλησε ανοικτά στους γονείς της και σε έναν από τους εκπαιδευτές της στον οποίο ανέφερε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο, διότι δεν δεχόταν τις αρχές τους. Αυτός τότε της απάντησε ότι τότε δεν είχε ούτε αρχηγό ούτε δάσκαλο και εκείνη το δέχτηκε. «Σας ευχαριστώ και καλή σας νύχτα, είπα και ένοιωσα τη μεγαλύτερη ανακούφιση», διηγείται η ίδια.

Όμως παρά την ανακούφισή της, συνέβηκε αυτό που φοβόταν. Για αρκετό καιρό αποξενώθηκε από τους γονείς της που παρέμειναν μέλη της οργάνωσης. Η μητέρα της, άλλαξε και από την κλασσική ιατρική, άρχισε ν’ ασχολείται με την ομοιοπαθητική.

«Δεν ήταν εύκολο για αυτούς. Η οργάνωση δεν ενθάρρυνε συναναστροφές με ανθρώπους που είχαν φύγει από την οργάνωση. Τον πρώτο καιρό δεν τους έβλεπα καθόλου».

Ύστερα για λίγο καιρό τους έβλεπε δύο φορές το χρόνο και τους πήρε συνολικά 10 χρόνια για ν’ αποκαταστήσουν τη σχέση τους.

Σήμερα η Laura είναι παντρεμένη και ζει μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Επιμένει ότι έχει αφήσει πίσω της ό,τι έχει σχέση με την οργάνωση, αλλά παραδέχεται ότι όταν θυμηθεί την παιδική της ηλικία νοιώθει ακόμα να είναι ευάλωτη.

http://www.dailymail.co.uk/femail/article-2149044/The-cult-stole-childhood-She-grew-outwardly-normal-suburban-home-But-closed-doors-Lauras-life-ruled-tyrannical-guru.html?ito=feeds-newsxml

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ –ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΕΝΗ ΚΟΚΚΩΔΗ

Από το δελτίο «Ενημέρωσις», Ι.Μ. Τροοδιτίσσης δια θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας, Μάιος –Ιούλιος 2012, Αρ. Τεύχους 16 -18, Σελίδες 132 -137.

Η/Υ επιμέλεια Κωνσταντίνας Κυριακούλη.

Κατηγορίες: Άρθρα, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.