Λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Μ. Κων/νου, εξαιτίας μιας φήμης, ότι κάποιο από τα ετεροθαλή αδέλφια του είχε δηλητηριάσει τον αυτοκράτορα, για να δημιουργήσει θέμα διαδοχής, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο στρατός εξόντωσε όλα τα ετεροθαλή αδέλφια του Μ. Κων/νου, καθώς και όλα τα αρσενικά παιδιά τους άνω των δώδεκα ετών. Επέζησαν μονάχα ο Ιουλιανός, που ήταν τότε έξι ετών και ο μικρότερος αδελφός του Γάλλος. Βεβαίως, η πληροφορία της δηλητηρίασης του Κων/νου γίνεται δεκτή από ελάχιστους ιστορικούς, μεταξύ των οποίων και ο Φιλοστόργιος, καθώς αναφέρεται στο «Μαρτύριον του Αγίου Αρτεμίου» και ο Γλυκάς (15ος αιώνας) που γράφει «τελευτά δε τον βίον (ο Κων/νος) εξ επιβουλής των ετεροθαλλούντων αυτώ αδελφών, φάρμακον αυτώ δηλητήριον εγχεομένων», αλλά δεν έχει καμιά ιστορική υπόσταση. Ορισμένοι ιστορικού εγκαλούν τον Κων/νο για προτροπή ή ανοχή σ’ αυτήν την εγκληματική ενέργεια. Ο ίδιος, ωστόσο, τη θεωρούσε βάρος στην ψυχή του, διότι δεν πρόλαβε να αποσοβήσει αυτή την καταστροφή.
Ο Κων/νος είχε διαμοιράσει την αυτοκρατορία στους τρεις γυιούς του ως εξής: Στο μεγαλύτερο, τον Κωνστάντιο Β’, είχε ορίσει τη μερίδα του παππού του Κωνστάντιου Α’, στο δεύτερο, τον Κωνσταντίνο Β’, το Ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, και στον τρίτο, τον Κώνστα, τις χώρες που βρίσκονταν μεταξύ των δύο. Την Αρμενία είχε παραχωρήσει στον ανιψιό του Αννιβαλιανό. Ωστόσο, εκείνοι δε φάνηκαν ικανοποιημένοι από τη διανομή και λίγους μήνες μετά το θάνατο του πατέρα τους συναντήθηκαν στην Παννονία για μια νέα διευθέτηση της διανομής. Εκεί λοιπόν συμφώνησαν ο Κωνστάντιος Β’ και ο Κων/νος Β’ ν’ ανταλλάξουν τις μερίδες τους. Έτσι ο Κωνστάντιος πήρε την ανατολική αυτοκρατορία, ο Κων/νος τη δυτική (Γαλατία, Βρεττανία, Ισπανία) και ο Κώνστας το ενδιάμεσο τμήμα της, δηλαδή την Ιταλική χερσόνησο, την Ιλλυρική και τη Βόρεια Αφρική.
Τρία χρόνια αργότερα (340 μ. Χ.) ο Κων/νος Β’, που θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο, εισέβαλε στο κράτος του Κώνστα και σε συμπλοκή έχασε τη ζωή του. Δέκα χρόνια αργότερα (350 μ. Χ.), ο Κώνστας δολοφονήθηκε από τον αξιωματικό του Μαγνέντιο, ο οποίος ανακήρυξε τον εαυτό του αυτοκράτορα. Ο Κωνστάντιος κατεδίωξε αμείλικτα τον Μαγνέντιο και εκείνος στην απόγνωσή του αυτοκτόνησε.
Μοναδικός πλέον κυρίαρχος ολόκληρης της Αυτοκρατορίας ο Κωνστάντιος αναφέρεται ως ο δεύτερος αυτοκράτορας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επέδειξε διοικητικές ικανότητες. Ενεπλάκη όμως σ’ ένα ατέλειωτο πόλεμο με τους Πέρσες.
Δεν ακολούθησε την ανεκτικότητα του πατέρα του έναντι των εθνικών. Αντίθετα μάλιστα, εξέδωσε επανειλημμένως νόμους που διέταζαν την απαγόρευση των θυσιών και την κατάργηση των ειδωλολατρικών ναών και στις πόλεις και στην ύπαιθρο, επί ποινή δήμευσης της περιουσίας των ή και θανάτου, που δεν εφαρμόστηκαν. («έδοξεν ημίν εν πάση χώρα και εν πάση πόλει κλεισθήναι τους εθνικούς ναούς τουντεύθεν και δι’ απαγορεύσεως απάντων κωλύειν τους απολωλότας αμαρτάνειν. Επιθυμούμεν απέχεσθαι σύμπαντας των ιερών. Ει δε τις άλλως πράττει, ξίφει αναιρείσθω, και τα αγαθά του φονευθέντος δημεύεσθαι κελεύομεν…». Ο νόμος αυτός κατά τον Gibbon, ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Οι νόμοι αυτοί λειτούργησαν κατά κάποιον τρόπο προληπτικά στην ανάσχεση της λαίλαπας του εθνισμού, που ξαπόλυσε λίγα χρόνια αργότερα ο Ιουλιανός, και την κατέστησαν ακίνδυνη.
Επηρεασμένος όμως από τον Νικομηδείας Ευσέβιο συμβιβάστηκε με τους Αρειανούς επισκόπους και παραμέρισε τους ορθοδόξους στα όρια της εχθρικότητας, φέροντας μια νέα αναταραχή στην εκκλησία.
Από το 351 μ. Χ. ο Κωνστάντιος προσέλαβε ως καίσαρα τον ξάδερφό του Γάλλο για να φρουρεί τα ασιατικά σύνορα, άλλ’ εκείνος εξελίχθηκε γρήγορα σε μισητό τύραννο του λαού και ο Κωνστάντιος Β’ τον εξετέλεσε το 354 μ. Χ. Το 355 μ. Χ. προσέλαβε ως καίσαρα για το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας τον ξάδερφό του Ιουλιανό, που αργότερα αποκλήθηκε Παραβάτης ή Αποστάτης, εξαιτίας της προσπάθειάς του να επαναφέρει στη λατρεία το Δωδεκέθεο. Έξι χρόνια αργότερα (361 μ. Χ.), κάλεσε τον Ιουλιανό σε βοήθειά του στον πόλεμο εναντίον των Περσών. Όμως ο στρατός του Ιουλιανού όχι μόνον αντέδρασε να συμπολεμήσει με τον Κωνστάντιο, άλλ’ ανακήρυξε και τον Ιουλιανό Αύγουστο. Και τότε ο Ιουλιανός κίνησε τα στρατεύματά του κατά την Κων/πολη εναντίον του Κωνστάντιου Β’. Καθώς πληροφορήθηκε όλ’ αυτά ο Κωνστάντιος κινήθηκε και εκείνος εναντίον του Ιουλιανού. Όμως στην πόλη Μόψου –Κρήνη της Κιλικίας ο Κωνστάντιος αρρώστησε βαριά. Προαισθανόμενος το τέλος του ανένηψε από την αίρεση του Αρειανισμού, επανήλθε στην ορθοδοξία και βαπτίστηκε. Και πριν κλείσει τα μάτια του όρισε ως διάδοχό του τον Ιουλιανό.
Όσο και αν είναι περίεργο, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μολονότι ψέγει τον σύγχρονό του αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β’ για την τοποθέτηση του Ιουλιανού σε θέση καίσαρα, ωστόσο, πολύ τον τιμούσε και για την ευσέβειά του και για την αγάπη του προς το λαό. Και ενώ στους Στηλιτευτικούς κατά Ιουλιανού Λόγους του δεν κάνει καν νύξη για τη φιλοαρειανή στάση του Κωνσταντίου Β’, εν τούτοις δύο φορές στον πρώτο Στηλιτευτικό του Λόγο του αποδίδει τον τίτλο του «Μεγάλου» («Άκουε η του μεγάλου Κωνσταντίου ψυχή…») και «Εκείνος μεν και πρώτον, υπό του μεγάλου Κωνσταντίου σωθείς…»).
Εύλογο το ερώτημα γιατί ο μεγάλος Ιεράρχης έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στον σύγχρονό του Αρειανό αυτοκράτορα. Δύο πιθανές αιτίες μπορούμε να υποθέσουμε:
α) Ίσως διέβλεπε εκείνη την περίοδο μείζονα τον κίνδυνο από τους παγανιστές παρά από τους αρειανιστές. Ο Μέγας Γρηγόριος γνώριζε τις παγανιστικές ιδέες του καίσαρα Ιουλιανού, συσπουδαστή του στην Αθήνα, ενός εν δυνάμει ακόμη τότε επικίνδυνου εχθρού του Χριστιανισμού, και στο πρόσωπο του Κωνστάντιου Β’ διέβλεπε το αντίβαρο στην παγανιστική απειλή και ισχυρό ανάχωμα του χριστιανισμού, όπως και αποδείχτηκε.
β) Φαίνεται πως ο άγιος Γρηγόριος είχε προσωπική αντίληψη περί της αγαθότητας του Κωνστάντιου Β’. Στο απόσπασμα από το δεύτερο κατά του Ιουλιανού Στηλιτευτικό του Λόγο, που παραθέτουμε παρακάτω παραδέχεται ότι ο Κωνστάντιος υπήρξε θύμα των Αρειανών επισκόπων, που τον περιτριγύριζαν:
«Γιατί λοιπόν το σώμα του δυσσεβούς (βασιλέως Κωνσταντίου) να μεταφερθεί από τους Ρωμαίους στον τόπο του, αν και είχε κάνει τόσες καταστροφές; Άλλ’ επειδή εκείνος (ο βασιλιάς) που τέλειωσε τη ζωή του πριν από αυτόν που ήταν δικός μας (δηλαδή ορθόδοξος χριστιανός, πιθανότατα ο Κώνστας), ας δούμε και εδώ τη διαφορά στους δύο βασιλείς, εάν υπάρχει κάτι που για τους απελθόντας οδηγεί στην ευτυχία ή τη δυστυχία. Ο μεν δικός μας αποστέλλεται με πάνδημους επαίνους και συνοδεία λαού, και μάλιστα από τούτους τους σεμνούς δικούς μας (τους χριστιανούς), με ωδές ολονύχτιες και με δαδουχίες, με τις οποίες οι χριστιανοί νομίζουμε ότι τιμούμε την ευσεβή μετάσταση, και γίνεται πανηγύρι η μετακομιδή του σώματος. εάν όμως γι’ αυτόν (τον Κωνστάντιο Β’) είναι αλήθεια, αυτό που διαδόθηκε από πολλούς, ότι δηλαδή όταν η σορός του πέρασε πέρα από τον Ταύρο με κατεύθυνση προς την πατρική του, την ένδοξη και ομώνυμη του Κων/νου πόλη, ότι δηλαδή εκείνοι που βρίσκονταν στα άκρα της πομπής άκουσαν φωνές, όμοιες από ψάλλοντες και συνοδούς τους με μουσικά όργανα, νομίζω από αγγελικές δυνάμεις, αυτό είναι βραβείο ευσέβειας για εκείνον και επιτάφια ανταμοιβή του. Και βέβαια είχε δώσει την εντύπωση ότι είχε ταρακουνήσει τα θεμέλια της αληθινής πίστης, αλλά και αυτό ήταν έγκλημα της σκαιότητας και της κακοδοξίας των υποδυναστευόντων (των αιρετικών επισκόπων), οι οποίοι αφού παρέλαβαν την απλή και απαγή σε ευσέβεια ψυχή του, που δεν προοριζόταν για τα βάραθρα, την οδήγησαν όπου ήθελαν και με πρόσχημα την ορθότητα της θεωρίας τους εργάστηκαν για την κακία».
Τέλος στη θετική αυτή στάση του Γρηγορίου έναντι του Κωνσταντίου Β’ αναμφισβήτητα έχει το ρόλο της και η στέρεη πίστη του, ότι η θεία πρόνοια μεριμνά για τις καλύτερες λύσεις στα μεγάλα προβλήματα. (Και πρόνοιαν συνεισάγωμεν, την τούδε του παντός συνεκτικήν τε και συνδετικήν».
Την ίδια ευνοϊκή στάση τηρεί έναντι του Κωνσταντίου και ο αρειανός Φιλοστόργιος, καθώς αναφέρει στο «Μαρτύριον του Αγίου Αρτεμίου» ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
«Ο δε την ιστορίαν γράφων (Φιλοστόργιος), τοιαύτα περί Κωνσταντίου και του μάρτυρος φάσκει. Λέγεται δη περί Κωνσταντίου ότι ου μόνον τα προς Θεόν σπουδαίός τε και εράσμιος υπήρχεν, ει και προς την Αρειανικήν απέκλινεν αίρεσιν, υπό του δυσσεβούς τε και αθεωτάτου Ευσεβίου του της Νικομηδείας επισκόπου συνελασθείς, επεί τα γε άλλα μέτριος, και ευσχημοσύνης ες τε μάλιστα επιμελούμενος, και σωφροσύνης άκρας επειλημμένος περί τε την δίαιταν και τον άλλον τρόπον˙ και πλείστην γε την εις τας εκκλησίας εποιείτο σπουδήν, μακρώ τον εαυτού πατέρα ταις περί ταύτα προθυμίαις υπερβαλέσθαι φιλοτιμούμενος. Καιτην τε εκκλησίαν εδείματο την μεγίστην εν τη πόλει του πατρός, πλησίον της γερουσίας, κάτωθεν του έργου και εκ κρηπίδων αρξάμενος˙ και τον του πατρός τάφον τιμών, νεών εξωκοδομήσατο μέγιστον εκεί θρησκευτήριον˙ και Ανδρέαν τον απόστολον εκ της Αχαΐας μετενεγκών, ως προέφην, εκεί μετέθηκεν˙ και μην και Λουκάν τον ευαγγελιστήν εκ της αυτής μετέθηκεν Αχαΐας, και Τιμόθεον εξ Εφέσου της Ιωνίας. Ιη’. Ο δε ην των γε δη βελτίστων ανθρώπων ο την διακομιδήν τούτων ποιήσασθαι προσταχθείς. Και γέρας γε αυτώ της λειτουργίας ο βασιλεύς, δεηθέντων των επισκόπων, την της Αιγύπτου παρέσχεν αρχήν. Και ταύτα μεν ο την ιστορίαν συνάγων περί του μάρτυρος, συμμαρτυρών αυτώ, ότι και προ των της μαρτυρίας αγώνων, πάσιν υπήρχεν αιδέσιμος δια την απαστράπτουσαν του βίου αυτού αρετήν».
Αλλά και ο Δοσίθεος διατηρεί θετική θέση απέναντι στον Κωνστάντιο, και, παράλληλα εξηγεί την έναντι του ίδιου θετική στάση του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Φιλοστόργιου: «Ο δε βασιλεύς Κωνστάντιος ημάρτανε μεν εις την λέξιν του ομοουσίου και δη και το κατ’ ουσίαν όμοιος (=όμοιος τω Πατρί) απέβαλε, πλανηθείς υπό των αιρετικών, εδέχετο δε το Όμοιον επειδή άναρχον και αΐδιον ωμολόγει την γέννησιν του Μονογενούς, και ουκ εξ ετέρας υποστάσεως ή ουσίας, ήν δε εχθρός θανάσιμος των λεγόντων κτίσμα ή ποίημα τον Κύριον ως μαρτυρεί ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο σοφός τα πολλά Θεοδώρητος. Ην δε και πανευλαβής ώστε εις τον κατά του Μαγνεντίου πόλεμον παρεκίνει τον στρατόν μεταλαβείν προ της μάχης των Αχράντων Μυστηρίων».
Τέλος, ο τελευταίος της δυναστείας του Κωνσταντίου, ο ανηψιός του Ιουλιανός ο Αποστάτης, μολονότι έδειξε κάποια δείγματα ικανού αυτοκράτορα, δεν μπόρεσε όχι να συνειδητοποιήσει, αλλά ούτε καν να οσφρανθεί την τεράστια θρησκευτική μεταστροφή της ανθρωπότητας στο χριστιανισμό. Και απόμεινε φάντασμα μιας άλλης εποχής να συνδιαλλέγεται μόνος με τα φαντάσματα του Ερμή και του Σειληνού, ειρωνευόμενος τον ιδρυτή της δυναστείας, που τον ανύψωσε στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Στην προσπάθειά του ν’ αναστήσει την παλαιά θρησκεία έστειλε το γιατρό του Ορειβάσιο, περί του οποίου έγινε λόγος παραπάνω, στο Μαντείο των Δελφών να λάβει χρησμό για το πώς θα μπορούσε να επαναφέρει τη λατρεία του Δωδεκάθεου. Και η απάντηση των σοφών ιερέων ήταν αποκαρδιωτική γι’ αυτόν: «Είπατε τω βασιλεί: χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ». («Πείτε στο βασιλιά ότι η περίτεχνη κατοικία έπεσε καταγής. Δεν έχει πια σπίτι ο Φοίβος, ούτε μαντική δάφνη, ούτε πηγή να μιλάει. Στέρεψε και το νερό που μιλούσε».
Όσο και αν οι νέο-ειδωλαλάτρες μάχονται ν’ αποδείξουν ότι ο παραπάνω χρησμός είναι κατασκεύασμα του Κεδρηνού (11ος αιώνας), είναι αληθέστατος, διότι διασώζεται σε σπάραγμα της «Εκκλησιαστικής ιστορίας» του Φιλοστόργιου, το οποίο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έχει ενσωματώσει στο «Μαρτύριο του αγίου Αρτεμίου» και αποτελεί απάντηση του αγίου Αρτεμίου προς τον Ιουλιανό στον μεταξύ τους διάλογο λίγο προ του μαρτυρικού θανάτου του:
«Γνώριζε λοιπόν ότι η ισχύς και δύναμη του Χριστού είναι ανίκητη και αήττητη˙ και πάντως εσύ ο ίδιος έχεις πληροφορηθεί από τους όσους χρησμούς μόλις σου έχει φέρει ο γιατρός και κοιάστωρας από το Μαντείο των Δελφών. Εγώ θα ξαναδιαβάσω το χρησμό για σένα, έστω και αν δε θέλεις. Και (αυτός) βέβαια λέγει τα εξής: «Είπατε τω βασιλεί˙ χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, Ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ».
Και του Κεδρηνού η πληροφορία είναι: «Πέμπει ουν (ο Ιουλιανός) Οριβάσιον τον ιατρόν και κοιάστωρα εν Δελφοίς ανεγείραι τον ναόν του Απόλλωνος, απελθών ουν αυτός και του έργου αψάμενος λαμβάνει χρησμόν παρά του δαίμονος˙ είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι ο Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ».
Από τον Παπαρρηγόπουλο ο Ιουλιανός παρομοιάζεται «ως εραστής παράφρων ιστάμενος ενώπιον του πτώματος ερωμένης περποθήτου˙ εφαντάζεταο ο ταλαίπωρος ότι δύναται δια των ασπασμών αυτού και των περιπτύξεων να εμφυσήση ζωήν εις σώμα νεκρόν˙ σώμα σώζον εισέτι καλλονήν απαράμιλλον, άλλ’ ουδ’ ήττον άψυχον».
Ο Βρεττανός ακαδημαϊκός Άρνολντ Τζόουνς («Ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης») μεταξύ άλλων γράφει: «Ο Κων/νος ένωσε ολόκληρη την αυτοκρατορία υπό την εξουσία του και βασίλευσε ενδόξως επί είκοσι πέντε χρόνια. Ανάθρεψε τους τρεις γυιούς του ως ευσεβείς χριστιανούς και ο τελευταίος απ’ αυτούς βασίλεψε άλλα είκοσι πέντε χρόνια και ένωσε τελικά και πάλι την αυτοκρατορία υπό την εξουσία του. Όταν πέθανε ο Κωνστάντιος Β’, το όλο έργο είχε πια συντελεσθεί, ώστε να μην μπορέσει να το καταστρέψει ο Ιουλιανός, στη σύντομη, δεκαοκτάμηνη βασιλεία του, που τέλειωσε με ήττα και καταστροφή. Μετά το θάνατό του οι αρχηγοί του στρατού εξέλεξαν χριστιανό αυτοκράτορα και από τότε και ύστερα κανείς Εθνικός δεν ξαναφόρεσε την πορφύρα, με εξαίρεση τον βραχύβιο σφετεριστή Ευγένιο, το 392 – 394 μ. Χ.».
Από το βιβλίο: Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις “ΑΘΩΣ”.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.