Περί νόμου πνευματικού (Κ. 125-150) – Αγίου Μάρκου του ασκητού.

125. Όπως εναντιούται η κίνησις της φωτιάς προς ένωσιν με το νερό, ούτως είναι εναντία η προσπάθεια δικαιολογίας με τον ταπεινόν άνθρωπον. Ο ταπεινός δέχεται αναπολογήτως όλας τας συκοφαντίας.
126. Εκείνος που επιθυμεί την άφεσιν των αμαρτιών του, αγαπά να ταπεινούται. Εκείνος δε που κατακρίνει τον πλησίον του, μόνος του μονιμοποιεί τας κακίας του.
127. Μην αφήσης καμμίαν αμαρτίαν ανεξάλειπτον, όσον και εάν είναι μικρή, δια να μη σε παρασύρη αργότερα σε μεγαλύτερα κακά.
128. Εάν θέλης να σωθής, αγάπησε τους αληθινούς λόγους και να μη αποστραφής, εξ ακρισίας, τους οιουσδήποτε ελέγχους.
129. Ο λόγος της αληθείας του Βαπτιστού Ιωάννου, τόσον δυνατός ήτο, ώστε μετέβαλε «γεννήματα εχιδνών» και τους υπέδειξε να αποφύγουν την μέλλουσαν οργήν (Ματθ. γ’, 7).
130. Εκείνος που δέχεται ευχαρίστως τους λόγους της αληθείας, αυτός υποδέχεται τον Λόγον του Θεού, τον Ιησούν Χριστόν. Διότι είπεν˙ «ο δεχόμενος υμάς, εμέ δέχεται» (Ματθ. ι’, 40).
131. Ο αμαρτωλός, όστις δέχεται ευχαρίστως δια την σωτηρίαν του αδελφικούς ελέγχους αγάπης, ομοιάζει με τον παραλυτικόν του Ευαγγελίου τον οποίον εισήγαγον εις το δωμάτιον δια της στέγης και έλαβεν άφεσιν των αμαρτιών του από τον Κύριον δια την πίστιν εκείνων των «τεσσάρων» που τον μετέφερον (Μάρκ. β’, 3).
132. Είναι προτιμότερον να εύχεται τις εις τον Θεόν με φόβον και αγάπην υπέρ του πλησίον, παρά να ελέγχη αυτόν δια κάθε αμαρτίαν του.
133. Εκείνος που αληθινά μετανοεί, χλευάζεται από τους άφροντας. Και αυτό ακριβώς είναι το τεκμήριον της ορθής μετανοίας του και της ευαρεστήσεως του Θεού.
134. Εκείνος που αγωνίζεται πνευματικώς, κατά Παύλον, πάντοτε και εκ πάντων εγκρατεύεται. Και δεν θα παύση τον αγώνα της εγκρατείας, μέχρι ότου εξολοθρεύση η χάρις του Θεού την εμπάθειάν του.
135. Υπόθεσε, ότι τα αμαρτωλά πάθη είναι δώδεκα. Εάν ένα εξ αυτών αγαπήσης θεληματικώς, αυτό είναι ικανόν να αναπληρώση τον τόπον των ένδεκα.
136. Η αμαρτία είναι φωτιά καίουσα. Όσην καιομένην ύλην αν αφαιρέσης, τόσον θα υποχωρήση η φωτιά. Και όσην αν προσθέσης, τόσον θα αυξηθή.
137. Εάν επαρθή η καρδία σου από επαίνους, περίμενε ταπεινώσεις. Διότι είπεν ο Κύριος˙ «ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. ιδ’, 11).
138. Όταν αποβάλωμεν από την διάνοιάν μας κάθε εκούσιον αμαρτωλόν λογισμόν τότε πρέπει να πολεμήσωμεν κατά των ενεργειών των παθών (αι οποίαι ονομάζονται προλήψεις, εις την ασκητικήν ορολογίαν).
139. Πρόληψις είναι ακούσιος μνήμη, προσβάλλουσα τον νουν δι’ εικόνων ή λογισμού, οφειλομένη εις προγενεστέρας αμαρτίας. Από μεν τους πνευματικώς αγωνιζομένους, η πρόληψις αποκρούεται εις το να καταστή πάθος. Από τους νικητάς δε των παθών, ανατρέπεται μόλις εμφανισθή η προσβολή.
140. Προσβολή είναι κίνησις της καρδίας χωρίς εικόνας και μορφάς και είδωλα. Οι πνευματικώς έμπειροι και καθαροί, λόγω της απαθείας των και της διαρκούς εργασίας του νου των δι’ ευχής και αγαθών λογισμών, έχουν αποκλείσει την είσοδον και εις αυτήν την προσβολήν.
141. Όπου υπάρχουν εικόνες και είδωλα αμαρτωλών μνημών, εκεί έχει σημειωθή συγκατάθεσις, διότι η απλή προσβολή, που δεν οφείλεται εις ημάς ή δεν την δεχόμεθα όταν προέρχεται από τον διάβολον, είναι ανείδωλον και αφάνταστον κίνημα της καρδίας. Υπάρχουν δε πνευματικώς αγωνισταί, οι οποίοι διασώζονται και από την προσβολήν και από την συγκατάθεσιν, έως ότου παρέλθη η εκ του πειρασμού πύρωσις της σαρκός.
142. Μη δικαιολογείσαι, ότι δεν θέλεις τας ερχομένας προσβολάς. Διότι αν και πράγματι δεν τας θέλης, όμως αγαπάς τας αιτίας των.
143. Όστις επιθυμεί και επιδιώκει να επαινήται, αυτός έχει το ανάλογον πάθος. Και εκείνος, που στενοχωρείται και οδύρεται δια τας θλίψεις που του ήλθον, αγαπά τας ηδονάς.
144. Ο λογισμός του ζώντος μέσα εις τας ηδονάς, είναι άστατος και ανεβοκατεβαίνει ως επί ζυγαριάς. Και πότε μεν κλαίει και οδύρεται δια τας αμαρτίας του, πότε δε αντιλέγει και μάχεται κατά του πλησίον χάριν των ηδονών.
145. Εκείνος που, κατά τον Απόστολον, πάντα δοκιμάζει και κρατεί το καλόν και ωφέλιμον (Α’ Θεσσ’. ε’, 21), θα διασωθή ακολούθως από κάθε αμαρτωλόν (λόγω της διακρίσεως που αποκτά από την πείραν της δοκιμής).
146. Ο μεγαλόψυχος και υπομονητικός άνθρωπος, αποδεικνύεται ότι έχει μεγάλην φρόνησιν, ομοίως και εκείνος όπου σπεύδει να ακούση λόγους σοφίας και πνευματικής ωφελείας.
147. Ο άνθρωπος, εάν δεν αισθάνεται τον εαυτόν του πλησίον εις τον Θεόν, εν φόβω και αγάπη, είναι αδύνατον να αποκτήση αληθή γνώσιν. Χωρίς την προϋπόθεσιν αυτήν, η γνώσις που αποκτάται δεν είναι αληθής, αλλά νόθος.
148. Τον άνθρωπον που έχει σκληρυνθή από τα πάθη, ωφελεί η διδασκαλία περί αιωνίου ζωής και κολάσεως. Διότι εάν δεν φοβηθή την κόλασιν, δεν αποφασίζει να αρχίση μίαν ζωήν μετανοίας με ανάλογον κακοπάθειαν.
149. Τον πράον και ταπεινόν άνθρωπον ωφελεί πιστή έκθεσις της διδασκαλίας του Χριστού. Διότι αυτός δεν προκαλεί δια κακών την μακροθυμίαν του Θεού, άλλ’ ούτε υφίσταται πειρασμούς εκ Θεού δια πολλάς παραβάσεις, που δεν πράττει.
150. Να μη ελέγξης δια την κενοδοξίαν του άνθρωπον πνευματικώς ισχυρόν, αλλά να του υπομνήσης τας θλίψεις και τας ταπεινώσεις που υφίστανται από τον Θεόν οι κενόδοξοι, είτε δια παραχωρουμένων πειρασμών, είτε μετά θάνατον. Οι συνετοί με τον τρόπον αυτόν ελέγχονται ευχαρίστως.

Συνεχίζεται. …

Από το βιβλίο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον».

Εκδόσεις: Ιερό Ησυχαστήριον Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Γ’ έκδοσις, 1999.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Κατηγορίες: Αγιολογικά - Πατερικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.