Λόγος ηθικός έκτος (Α’): «Για την απάθεια, την ενάρετη ζωή. Για την ένωση Θεού, ψυχής, σώματος – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Για την απάθεια και την ενάρετη ζωή. Και πώς πρέπει να κόβουμε το δικό μας θέλημα και να ανερχόμαστε σε ύψος τελειότητας. Και για τη σύνδεση του Θεού με την ψυχή και της ψυχής με το σώμα και την παράδοξη ένωση των τριών. Και μαζί μ’ αυτά για την πνευματική θεραπεία και για το πώς πρέπει να θεραπεύει κάποιος αυτούς που είναι ψυχικά ασθενείς.

Καθώς συναναστράφηκα πολλές φορές με πολλούς, που ζουν στον κόσμο, και έγιναν μεταξύ μας κάποιες συζητήσεις, για την εμπάθεια εννοώ και στην απάθεια, άκουσα να λένε όλοι σχεδόν, όχι μόνο εκείνοι που είναι ατελείς στην αρετή και την ευσέβεια, αλλά και αυτοί που θεωρούνται ότι είναι τέλειοι στην αρετή και ονομαστοί και έχουν μεγάλη φήμη, σύμφωνα με τον κόσμο, ότι δεν είναι δυνατό ο άνθρωπος να φθάσει σε τόσο μεγάλο ύψος απάθειας, ώστε να συναναστραφεί και να συμφάγει με γυναίκες και να μην υποστεί καμία βλάβη και να μην αισθανθεί στο εσωτερικό του κάποια κίνηση ή μολυσμό. Όταν εγώ άκουσα αυτά με τα ίδια μου τα αυτιά, κυριεύθηκα από μεγάλη αθυμία και πιέσθηκα από πολλή συμπόνια, ώστε να θρηνώ γι’ αυτούς που λένε αυτά και να κλαίω, επειδή γνωρίζω με ακρίβεια ότι αυτοί δε τα λένε αυτά από άλλη αιτία παρά από πολλή άγνοια των χαρισμάτων του Θεού. Διότι, αν δεν στερούνται από την πραγματική απάθεια και δεν καλύπτονταν μέσα στο σκότος των παθών και δεν τύχαινε να είναι δούλοι στις ηδονές και στα θελήματα της σάρκας, δεν θα αγνοούσαν τη ζωοποιό νέκρωση του Ιησού και Θεού,1 που τη χαρίζει στα σώματα των αγίων του, και δεν απιστούσαν γι’ αυτή.
Διότι, πώς αυτοί, που σε όλη τους τη ζωή φρόντισαν να τα κάνουν όλα με υποκρισία, για να αρέσουν στους ανθρώπους και να ονομάζονται απ’ αυτούς θεοφιλείς, θα πιστέψουν ποτέ ότι κάποιοι είναι και γίνονται νεκροί για τον κόσμο και ζουν μόνο τη ζωή που είναι σύμφωνη με το Πνεύμα; Διότι όπως νομίζουν ότι κατορθώνουν μέσα στα πάθη την απάθεια, ενώ είναι και γίνονται εντελώς αμαρτωλοί, και όπως πείθουν τον εαυτό τους ότι αρκούν οι έπαινοι των ανθρώπων, για να φθάσουν στην αρετή και στην αγιότητα, έτσι και με το να απαρνούνται την απάθεια, θέλουν χωρίς την απάθεια να είναι και να λέγονται άγιοι, επειδή τάχα απέκτησαν την αγιοσύνη από τους ανθρώπινους επαίνους. Διότι αυτόν, που δεν επαινείται απλά και όπως έτυχε από τους πολλούς, κρίνουν ότι είναι εντελώς ανάξιος λόγου, με το να αγνοούν, όπως είναι φυσικό, ότι ένας, που γνωρίζει τον Θεό και γνωρίζεται απ’ αυτόν,2 είναι ανώτερος από μυριάδες άπιστους που δεν γνωρίζουν τον Θεό, και αν ακόμη επαινούνται και μακαρίζονται από όλο τον κόσμο, όπως και ένας, που βλέπει, είναι ανώτερος από αμέτρητα πλήθη που δεν βλέπουν καθαρά. Ότι είναι βέβαια δυνατό κάποιος απ’ αυτούς που αγωνίζονται αληθινά, να φθάσει σε τέτοια ελευθερία, και ότι αυτός, που έγινε μία φορά κοινωνός της χάρης του Θεού, είναι δυνατό να οδηγηθεί σε απάθεια της ψυχής και του σώματος, ώστε όχι μόνο όταν συντρώγει με γυναίκες και συναναστρέφεται μ’ αυτές, να παραμένει ανεπηρέαστος και απαθής, αλλά και όταν περιφέρεται μέσα στις πόλεις, ακούγοντας τους τραγωδούς3 και τους κιθαρωδούς4 και βλέποντας αυτούς που γελούν και χορεύουν και αστειολογούν, να μη βλάπτεται διόλου˙ αυτό το μαρτυρούν βέβαια όλα τα συγγράμματα, αλλά τέτοιες μαρτυρίες διηγείται σ’ εμάς κάθε ιστορία και οι βίοι των αγίων, και για το σκοπό αυτό μάλιστα εκτελείται από εκείνους, που ζουν και αναστρέφονται με ευσέβεια, κάθε αγωνιστική πράξη και κάθε κακοπάθεια.
Ο σκοπός δηλαδή εκείνων που αγωνίζονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού είναι αυτός, πρώτα βέβαια να απομακρυνθούν από όλο τον κόσμο και από τα εγκόσμια. Κόσμο μάλιστα ονομάζω την παρούσα ζωή, δηλαδή αυτό τον πρόσκαιρο αιώνα, και εγκόσμια όλα αυτά που μας περιβάλλουν τα οποία ο Λόγος παραγγέλλει να εγκαταλείψουμε,5 από τα οποία και πρέπει να απομακρυνθούμε˙ από όλα δηλαδή, όπως από τον πατέρα και από τη μητέρα, από τους αδελφούς και από τους συγγενείς και τους φίλους, ακόμη μάλιστα και από τα κτήματα και τα χρήματα και την περιουσία και από όλο τον πλούτο, όχι επειδή αυτά είναι απαγορευμένα ή και βλαβερά, αλλά επειδή δεν μπορούμε εμείς, αν συναναστρεφόμαστε ανάμεσά τους, να απαλλαγούμε από την προσκόλληση σ’ αυτά˙ διότι εκείνος που αναμίχθηκε πια με τις ηδονές, αν δεν αποφύγει τις αιτίες τους και δεν απομακρυνθεί απ’ αυτές, δεν θα ελευθερωθεί από τις επιθυμίες τους. Μετά από την απογύμνωσή του μάλιστα από όλα αυτά, που είναι κοντά του, οφείλει, αν είναι αγωνιστής, να απαρνηθεί και την ίδια την ψυχή του˙ αυτό που και κατορθώνεται με την απονέκρωση του θελήματός του, δεν εννοώ μόνο του εξωτερικού, όπως το να μη φάει, να μην πιει, να μην κάνει κάτι με θράσος, να μην κοιμηθεί, να μην πράξει, χωρίς προσταγή, κάτι απ’ αυτά που θεωρούνται ότι είναι καλά, αλλά εννοώ και του εσωτερικού κινήματος της καρδιάς, όπως το να μην κοιτάξει με εμπάθεια, επίσης να μην ασπασθεί, να μη μεμφθεί κρυφά, να μην κατακρίνει κάποιον, να μη χαρεί για την πτώση κάποιου, να μην οργισθεί με το νου του, να μη φθονήσει από κακία, να μη ζηλέψει από πονηρία.
Πώς θα μπορέσω να απαριθμήσω όλα τα γνωρίσματα της ευσέβειας, για να δείξω με ακρίβεια σ’ εσένα την τελειότητα των Χριστιανών; Ωστόσο άκου ακόμη τα γνωρίσματα της ζωοποιού νέκρωσης: να μην κρύψει δηλαδή ποτέ ούτε τον παραμικρό λογισμό, να μην αφήσει να περάσει χωρίς δάκρυα, όσο είναι δυνατό, ούτε μία μέρα, να μην περιποιηθεί, όπως είναι συνήθεια, το πρόσωπό του με νερό, να μην καλλωπίσει τα μαλλιά και τα γένεια του, να μη λύσει τη ζώνη του, όταν πηγαίνει για ύπνο, για να μην αποχαυνωθεί και κοιμηθεί περισσότερο από όσο χρειάζεται, να μη βάλει το χέρι μέσα του και ξύσει μέλος του σώματός του και να φυλαχθεί από άλλη επαφή, να μη στρέψει το βλέμμα του να κοιτάξει χωρίς λόγο ούτε το πρόσωπο ανθρώπου που γέρασε – διότι εκείνος,6 που μεσολαβεί στα κακά, βρίσκεται παντού-, να μην κάνει νόημα σε κάποιον εναντίον κάποιου άλλου, να μην πει τίποτε που δεν ωφελεί, αλλά και να μην αποσιωπήσει τίποτε που αξίζει να ειπωθεί, να μην εγκαταλείψει ποτέ τον συνηθισμένο κανόνα ως το θάνατο, να μην αποκτήσει με κάποιον ιδιαίτερη φιλία, και αν ακόμη φαίνεται ότι έχει υπόληψη αγίου, να μη φροντίσει ούτε λίγο ούτε πολύ τους καλλωπισμούς του ενδύματος ή του υποδήματος, παρά μόνο τα απαραίτητα, και αυτά με σεμνότητα συγχρόνως και ευπρέπεια, να μη γευθεί κάτι με ηδονική διάθεση, ούτε να φάει αυτό, που άρεσε στην ψυχή του, όταν το είδε. Σε όλα αυτά δηλαδή και σε άλλα περισσότερα εγκρατεύεται εκείνος που αγωνίζεται7˙ αλλά και με όλα αυτά εκπληρώνει κάθε ώρα το δικό του θέλημα, αν βαδίζει τη ζωή του με νωθρότητα και ραθυμία, αν και από τους ανθρώπους μακαρίζεται σαν άνθρωπος που απαρνήθηκε τον κόσμο. Καθώς δηλαδή εγκρατεύεται από τα εξωτερικά και από τα βλεπόμενα από όλους, ανακηρύσσεται από εκείνους, που δεν γνωρίζουν να βλέπουν καλά, ως αγωνιστής, καθώς όμως εκπληρώνει τα κρυφά θελήματα της καρδιάς, μισείται και αποστρέφεται από τον Θεό ως ακάθαρτος. Και αν ακόμα κάνει χίλια χρόνια με το να αγωνίζεται έτσι, δεν θα βρει καμία ωφέλεια μόνο από τους εξωτερικούς αγώνες.
Εκείνος όμως που εγκρατεύεται σε όλα και προετοιμάζει την ψυχή του, ώστε αυτή να μην περιφέρεται άτακτα και να μην κάνει σε κανένα απ’ αυτά που δεν αρέσουν στον Θεό δικό της θέλημα, με το να την αναγκάζει ολόκληρη να πορεύεται με ζήλο στα προστάγματα του Θεού, σαν να ακροβατεί σε κάποιο σχοινί, αυτός θα βρει σε λίγο καιρό τον Θεό κρυμμένο μέσα στις θείες εντολές του. Και όταν συναντήσει τον Θεό, λησμονώντας κάθε άλλη εργασία, θα εκπλαγεί, και πέφτοντας γονατιστός, θα αρκεσθεί να βλέπει αυτόν και μόνο. Και όταν ο Θεός κρυφθεί από τα μάτια του, απορώντας αυτός, αφού αρχίσει πάλι από την αρχή την πορεία του, τρέχει ορμητικότερα, εντονότερα, ασφαλέστερα˙ κοιτάζει κάτω στη γη, περπατά σκεφτικός, φλογίζεται από την ανάμνηση, καίγεται από τον πόθο, ανάβει από την ελπίδα να δει πάλι εκείνον. Και όταν τρέξει πολύ και εξαντληθεί και δεν μπορέσει να τον φθάσει και πέσει εντελώς κάτω, χωρίς να μπορεί να τρέξει, τη στιγμή εκείνη βλέπει αυτόν που επιδιώκει, και φθάνει αυτόν που φεύγει, και πιάνει αυτόν που ποθεί, και βγαίνει ολόκληρος έξω από τον κόσμο, και λησμονεί ολόκληρο τον ίδιο τον κόσμο˙ συνδέεται με τους αγγέλους, αναμιγνύεται με το φως, γεύεται τη ζωή, ενώνεται με την αθανασία, απολαμβάνει την τρυφή, ανεβαίνει στον τρίτο ουρανό, αρπάζεται στον παράδεισο, ακούει ανέκφραστα ρήματα,8 μπαίνει στον νυμφώνα,9 παρουσιάζεται στην παστάδα,10 βλέπει τον Νυμφίο, γίνεται κοινωνός του πνευματικού γάμου,11 πίνει από τον μυστικό κρατήρα, απολαμβάνει τον σιτευτό μόσχο,12 τον ζωογόνο άρτο,13 το ποτό της ζωής,14 τον άμωμο αμνό,15 το νοητό μάννα, όλα εκείνα τα αγαθά, στα οποία δεν τολμούν να ρίξουν το βλέμμα τους και να κοιτάξουν χωρίς φόβο ούτε οι αγγελικές δυνάμεις.16
Καθώς βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, φλέγεται ως προς το πνεύμα κα πυρακτώνεται ολόκληρος ως προς την ψυχή, μεταδίδοντας από τη δική του λαμπρότητα και στο σώμα, όπως δηλαδή η ορατή φωτιά μεταδίδει τη φυσική της ιδιότητα στο σίδερο, και η ψυχή γίνεται για το σώμα, όπως λέει η θεολογική φωνή, αυτό που ο Θεός έγινε για την ψυχή17˙ διότι ούτε η ψυχή μπορεί να ζει, αν δεν φωτίζεται από τον Δημιουργό της, ούτε το σώμα μπορεί να ζει, αν δεν δυναμώνεται από την ψυχή. Σκέψου με ακρίβεια τη σημασία αυτών που λέγονται. Υπάρχει σώμα, ψυχή και Θεός, αυτά τα τρία. Ο Θεός είναι άναρχος, αιώνιος, απλησίαστος, ανεξερεύνητος, αόρατος, ανέκφραστος, ανέπαφος, αψηλάφητος, απαθής, απερίγραπτος, ο οποίος κατά τις έσχατες ημέρες,18 με το να φανερωθεί σ’ εμάς δια μέσου του Υιού με σάρκα19 και με το να γνωρισθεί δια μέσου του παναγίου του Πνεύματος ίσος μ’ εμάς σε όλα, όπως πιστεύουμε, χωρίς την αμαρτία,20 «ενώνεται με νοερή ψυχή για χάρη της δικής μου ψυχής»,21 όπως κάποιος είπε κάπου, ώστε και το πνεύμα να σώσει και τη σάρκα να αθανατίσει. Αλλά βέβαια και υπόσχεται λέγοντας, «Θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω»,22 και, «εγώ και ο Πατέρας θα έρθουμε και θα κατοικήσουμε σ’ αυτούς»,23 σ’ εκείνους δηλαδή που πιστεύουν και αποδεικνύουν την πίστη τους από τα έργα, που προηγουμένως αναφέραμε. Αλλά πρόσεχε! Αφού ο Θεός, σύμφωνα με τις αψευδείς υποσχέσεις του, κατοικεί, μέσα σ’ εμάς τους γνήσιους δούλους του και περπατά με τις ενέργειες και τις ελλάμψεις του παναγίου Πνεύματος μέσα στις δικές μας ψυχές, πιστεύουμε ομολογουμένως ότι οι άξιες γι’ αυτά ψυχές είναι αχώριστες από τον Θεό. Επειδή όμως πάλι οι ψυχές διεισδύουν σε ολόκληρο το σώμα και δεν απουσιάζουν από κανένα μέρος του, είναι ανάγκη ασφαλώς και η ίδια η σάρκα, εφόσον είναι αχώριστη από την ψυχή, ή, καλύτερα, εφόσον δεν μπορεί ούτε να ζει χωρίς την ψυχή, να οδηγείται ολόκληρη από το θέλημα της ψυχής˙ και όπως δεν υπάρχει σώμα να ζει χωρίς ψυχή, έτσι δεν είναι δυνατό, τότε, ούτε το σώμα να έχει θέλημα, που είναι έξω από την ψυχή.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Β’ Κορ. 4,10
2. Πρβ. Γαλ. 4,9
3. Τραγωδοί˙ ηθοποιοί που παρουσίαζαν ορχηστικά δράματα, συνηθισμένα στα χρόνια της βυζαντινής εποχής.
4. Κιθαρωδοί˙ τραγουδιστές, που συνόδευαν τα άσματά τους με τους ήχους μουσικού οργάνου (κιθάρας ή λύρας)
5. Πρβ. Λουκ. 14,26
6. Εννοεί τον διάβολο
7. Πρβ. Α’ Κορ. 9, 25
8. Πρβ. Β’ Κορ. 12, 2 και 4
9. Νυμφώνας˙ το νυφικό δωμάτιο.
10. Παστός και παστάδα˙ το νυφικό κρεβάτι.
11. Πρβ. Ματθ. 25,10
12. Πρβ. Λουκ. 15,23
13. Πρβ. Ιω. 6,33
14. Πρβ. Ιω. 6,55
15. Πρβ. Α’ Πέτρ. 1,19
16. Πρβ. Α’ Πέτρ. 1,12
17. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 2, Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής, 17, PG 35, 428A.
18. Πρβ. Εβρ. 1,1
19. Πρβ. Α’ Τιμ. 3, 16 (σάρκα˙ εδώ, η ανθρώπινη φύση).
20. Πρβ. Εβρ. 4, 15
21. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45, Εις το άγιον Πάσχα, 9 PG 36, 633C
22. B’ Κορ. 6, 16
23. Ιω. 14, 23

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.