Επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου (Κεφ. 7-11) – Αγίου Κλήμεντος Επισκ. Ρώμης.

7. Τελευταία λοιπόν, ενώ το έτος προχωρούσε προς το φθινόπωρο, κάποιος άνδρας, αφού στάθηκε σε δημόσιο χώρο, είπε˙ Άνδρες Ρωμαίοι, ακούστε˙ ο Υιός του Θεού ήρθε στην Ιουδαία και υπόσχεται σε όλους όσους θέλουν αιώνια ζωή, εάν κάνουν όσα είναι σύμφωνα με τη γνώμη εκείνου που τα ανώτερα, από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, και γνωρίστε τον ένα Θεό που έχει τρεις υποστάσεις, και του οποίου τον κόσμο κατοικείτε με τρόπο άδικο μπροστά στα δίκαια μάτια του. Εάν όμως αλλάξετε και ζήσετε σύμφωνα με το θέλημά του, θα μεταφερθείτε σε άλλο κόσμο και αφού γίνετε αιώνιοι, θα απολαύσετε τα απερίγραπτα αγαθά του˙ εάν όμως απειθήσετε, μετά τον εδώ θάνατό σας θα ριχτείτε στον τόπο της φωτιάς, όπου θα κολάζεστε αιώνια και θα μετανοείτε ανέφελα, διότι ο καιρός της μετάνοιας είναι η τωρινή ζωή του καθενός.

Αυτά βέβαια έλεγε εκείνος. Εγώ όμως ακούοντας στενοχωριόμουν, διότι κανένας από το τόσο μεγάλο πλήθος, που άκουσε αυτήν την τόσο σπουδαία αγγελία, δεν είπε θα πάω στην Ιουδαία, για να δω, αν αυτός λέει την αλήθεια, ότι τάχα ο Υιός του Θεού ήρθε στην Ιουδαία κομίζοντας αιώνια και αγαθή ελπίδα, κηρύττοντας το θέλημα του Πατέρα του που τον έστειλε˙ διότι και αυτό που λένε ότι κηρύττει, δεν είναι λίγο˙ διότι διαβεβαιώνει ότι οι ψυχές άλλων μεν είναι αιώνιες και θα απολαύσουν και αιώνια αγαθά, ενώ άλλων θα ριχτούν στην φωτιά που δεν σβήνει και θα κολάζονται αιώνια.

8. Αυτά που σκεφτόμουνα για τους άλλους, αυτά τα έλεγα και στον εαυτό μου. Γιατί τάχα κατηγορώ τους άλλους, αφού κι εγώ βρίσκομαι στο ίδιο μ’ εκείνους έγκλημα; Δεν πηγαίνω στην Ιουδαία αφού πρώτα τακτοποιήσω τη ζωή μου για να γίνω μάρτυρας ο ίδιος αυτών; Ενώ λοιπόν έκανα αυτές τις σκέψεις, όμως περνούσε πολύς εν τω μεταξύ χρόνος, διότι οι βιωτικές υποθέσεις με απασχολούσαν και δεν εννοούσαν να επιλυθούν. Στο τέλος λοιπόν, καταλαβαίνοντας ότι η ζωή είναι άστατη και ανώμαλη, και αφού έφερα στη μνήμη μου όλο τον προηγούμενο χρόνο, κατά τον οποίο με κολάκευε διαρκώς η ελπίδα και έμενα εδώ, και σκεφτόμενος ότι όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουμε απασχολούμενοι μ’ αυτά, αφήνοντας όλα τα υπάρχοντά μου όπως ήταν, ξεκίνησα αμέσως για τη θάλασσα και όταν έφτασα στο λιμάνι και απέπλευσα, εξαιτίας της αντίθετης πνοής των ανέμων, αντί να φτάσω στην Ιουδαία, εξώκειλα στην Αλεξάνδρεια.

Ενώ συναναστρεφόμουν τους φιλοσόφους, επειδή εξαιτίας της αντιξοότητας των ανέμων παρεμποδιζόταν ο απόπλους μου, ζητούσα να μου εξιστορήσουν καταλεπτώς τα σχετικά με τη φήμη, την οποία διακήρυττε εκείνος που εμφανίστηκε στη Ρώμη, και τί είναι αυτά που διακηρύττει. Εκείνοι όμως είπαν˙ Δεν γνωρίζουμε κανένα τέτοιον που εμφανίστηκε στη Ρώμη, αλλά για εκείνον που ήρθε στην Ιουδαία και από τη φήμη κηρύσσεται ως Υιός του Θεού, ακούσαμε από πολλούς που ήρθαν από εκεί, καθώς και μάθαμε για όλα όσα θαύματα έκανε με μόνο το λόγο του.

9. Και όταν εγώ είπα˙ Θα ήθελα να συναντήσω κάποιον από αυτούς που τον είδαν, και να ακούσω όσα θέλω να μάθω γι’ αυτόν, απαντώντας εκείνοι είπαν˙ Υπάρχει κάποιος εδώ, ο οποίος όχι μόνο τον περιέγραψε, αλλά κατάγεται και από εκείνη τη χώρα, άνδρας τίμιος, ονομαζόμενος Βαρνάβας, ο οποίος λέει ότι είναι ένας από τους μαθητές του, και κάθεται κάπου εδώ έτοιμος να εξιστορήσει όσα υποσχέθηκε εκείνος, σε όσους είναι άξιοι αυτών. Και πράγματι, αφού πήγα στον τόπο όπου ο άνδρας συνήθιζε να κάθεται και έγινα και εγώ μέρος του πλήθους που τον περιτριγύριζε, στάθηκα και άκουα αυτά που έλεγε και καταλάβαινα τα αληθινά, διότι δεν δίδασκε με καμμιά διαλεκτική τέχνη, αλλά εξέθετε έτσι απροετοίμαστα και απλά, εκείνα που άκουσε και είδε να κάνει και να λέει ο Υιός του Θεού που εμφανίστηκε. Παρουσίαζε όμως και πολλούς μάρτυρες, για τα θαύματα και τους λόγους που έλεγε, από το ίδιο το πλήθος που ήταν εκεί παρόντες.

Αποστολικοί Πατέρες
Κλημέντια Β’
Προς Κορινθίους Α’ – Β’

Κλήμεντος
Επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων Πέτρου.
Κεφάλαιον 98ον
7. Άρτι δε του έτους προς το φθινοπωρινόν αποκλίνοντος, ανήρ τις δημοσία στας. Άνδρες, έφη Ρωμαίοι, ακούσατε˙ ο του Θεού Υιός εν Ιουδαία πάρεστιν, επαγγελλόμενος πάσι τοις βουλομένοις ζωήν αιώνιον, εάν τα κατά γνώμην του πέμψαντος αυτόν πράξωσι. Διο μεταβάλλεσθε από των χειρόνων επί τα κρείττονα, από των προσκαίρων επι τα αιώνια, και γνώτε τον εν τρισίν υποστάσεσιν ένα Θεόν, ου τον κόσμον αδίκως ουκείτε έμπροσθεν των αυτού δικαίων οφθαλμών. Άλλ’ εάν μεταβάλλησθε και κατά την αυτού βιώσητε βούλησιν, εις έτερον ενεχθέντες αιώνα και αΐδιοι γινόμενοι, των απορρήτων αυτού αγαθών απολαύσετε, εάν δε απειθήσητε, μετά την ενθέδε αποβίωσιν εις τον τόπον του πυρός εμβληθήσεσθε, όπου, αϊδίως κολαζόμενοι, ανόνητα μεταμεληθήσεσθε. Ο γαρ της μετανοίας καιρός, η νυν εκάστου ζωή τυγχάναι.

Ταύτα μεν ουν εκείνος έλεγεν. Εγώ δε ακούων ηχθόμην, ότι μηδείς εκ τοσούτου πλήθους τηλικαύτην αγγελίαν ακούσας. Εις Ιουδαίαν, είπε, πορεύσομαι, ίνα ίδω, ει ούτος αληθεύει λέγων, ως άρα Υιός του Θεού επιδεδήμηκε τη Ιουδαία αιωνίας τε και αγαθής χάριν ελπίδος, την του πέμψαντος Πατρός βούλησιν καταγγέλλων˙ επεί και όπερ λέγουσιν αυτόν κηρύσσειν, ουκ έστι μικρόν˙ ων μεν γαρ τας ψυχάς διαβεβαιούται, αιωνίους ούσας, αιωνίων απολαύσεσθαι και των αγαθών, ων δε εν πυρί ασβέστω ριφείσας, εις αιώνα κολασθήσεσθαι.

8. Ούτω περί των λοιπών έχων, τοιαύτα και προς εμαυτόν έλεγον˙ Τί δη ποτέ μέμφομαι τους άλλους, εν ίσω της αμελείας ων εκείνοις εγκλήματι και ου πρότερον τον εμόν διαθείς βίον, εις Ιουδαίαν αφικνούμαι, μάρτυς των τοιούτων αυτός γενησόμενος; Ούτως ουν βουλευσαμένω, πολύς ο μεταξύ διετρίβετο χρόνος, των βιωτικών με πραγμάτων προς εαυτά περισπώντων και δυσεκλύτων μοι γινομένων. Τέλος γουν συννοήσας τον βίον όπως αστατός έστι και ανώμαλος, είτα και τον προτού χρόνον άπαντα διαμνημονεύσας, όπως υποσαινούσης με αεί της ελπίδος εις δεύρο παρέμεινα, και ότι ούτως ασχολούμενοι πάντες άνθρωποι θνήσκομεν, τα πάντα μου ως έτυχεν αφείς, εις πόντον ευθύς ώρμησα και εις τον λιμένα ελθών τε και αναχθείς, ανέμων αντιπνοίας, αντί του εις Ιουδαίαν κατάραι, προσώκειλα τη Αλεξανδρεία. Εκεί συνεφοίτων τοις φιλοσόφοις, πνευμάτων επηρείας ήδη μοι τον πλουν επεχούσης και τα περί της φήμης, ην ο φανείς εν Ρώμη διήγγειλε, και τίνα γε α καταγγέλλει, σαφώς έκαστα καταλέγειν ηξίων.

Οι δε, Φανέντα μεν, είπον, εν Ρώμη τοιόνδε τινά όλως ουκ ίσμεν, περί δε του εν Ιουδαία γενομένου και Υιού Θεού υπό φήμης κηρυττομένου, παρά πολλών των εκείθεν εληλυθότων, ηκούσαμεν και περί πάντων ων εποίει και ψιλώ τω ρήματι θαυμασίων εμάθομεν.

9. Εμού δε ειπόντος, Εβουλόμην τινί των εωρακότων αυτόν συγγενέσθαι και όσα ποθώ μαθείν ακούσαι περί αυτού, υπολαβόντες εκείνοι. Έστι τις ενταύθα, φασίν, ου μόνον ιστορήσας αυτόν˙ αλλά και της εκείθεν γης υπάρχων, ανήρ τίμιος, ονόματι Βαρνάβας, ος ένα και των αυτού μαθητών εαυτόν είναι λέγει, και ενταύθά που καθεζόμενος, τα παρ’ εκείνου υπεσχημένα τοις των τοιούτων αξίοις, ετοίμως τω βουλομένω διέξεισι. Και δήτα τον τόπον καταλαβών εις ον ο ανήρ ειώθει καθέζεσθαι και μέρος και αυτός του περιεστηκότος πλήθους γενόμενος, έστην επακούων των λεγομένων και συνενόουν ταληθή ου διαλεκτική τινί τέχνη διδάσκοντα τούτον, άλλ’ απαρασκευάστως ούτω και απλώς εκτιθέμενον, α τε ήκουσε και εώρακε τον του Θεού φανέντα Υιόν πεποιηκέναι τε και ειρηκέναι. Πολλούς δε μάρτυρας των υπ’ αυτού λεγομένων θαυμασίων τε και λόγων εξ αυτού του παρεστώτος όχλου παρείχετο.

***

10. Επειδή λοιπόν, αυτά που τα έλεγε χωρίς πονηριά, τα πλήθη τα άκουαν ευχάριστα, οι φιλόσοφοι, που προέρχονταν από την κοσμική παιδεία, προσπαθούσαν να τον χλευάσουν και να τον περιγελάσουν, κοροϊδεύοντάς τον με μεγάλο θράσος και διασύροντάς τον, και χρησιμοποιώντας σαν άλλα μεγάλα όπλα εναντίον του τους συλλογισμούς. Εκείνος όμως αντικρούοντας τη φλυαρία τους, δεν ακολουθούσε τις πανούργες ερωτήσεις τους, αλλά ατάραχος εξακολουθούσε να μιλάει. Και κάποτε ένας πειράζοντάς τον ρώτησε˙ Γιατί, νέε δάσκαλε, έγινε το κουνούπι, και ενώ είναι πάρα πολύ μικρό, έχει έξι πόδια και φτερά, ενώ ο ελέφαντας, το πιο μεγάλο ζώο, είναι χωρίς φτερά και έχει τέσσερα πόδια; Εκείνος τότε, αφού διέκοψε για λίγο τη διδασκαλία εξαιτίας της ερώτησης, χωρίς όμως να δώσει καμμιά απάντηση σ’ αυτόν που ρώτησε αυτά, συνέχισε πάλι τον λόγο που από την αρχή έλεγε, κάνοντας μόνο τον εξής μετά από διακοπή πρόλογο˙ Εμείς έχουμε εντολή να σας πούμε μόνο τους λόγους και τις θαυμαστές πράξεις εκείνου που μας έστειλε,
και αντί για λογική απόδειξη παρουσιάζουμε σε σας μάρτυρες πολλούς από αυτούς που είναι παρόντες εδώ˙ εναπομένει στη δική σας εξουσία να υπακούσετε ή να απειθήσετε. Δεν θα παύσω όμως από το να λέω αυτό που σας συμφέρει, διότι για μένα είναι ζημία το να σιωπώ, ενώ για σας η απείθεια είναι βλάβη. Θα μπορούσα βέβαια και στα άσκοπα προβλήματά σας να προσκομίσω αποδείξεις, εάν έβλεπα ότι ρωτάτε με αγάπη προς την αλήθεια˙ για την αιτία όμως της διαφορετικής δημιουργίας του κουνουπιού και του ελέφαντα δεν είναι τώρα η κατάλληλη ώρα να μιλήσουμε σ’ αυτούς που αγνοούν τον Θεό των όλων.

11. Ενώ αυτός έλεγε αυτά, εκείνοι όλοι μαζί έβγαλαν πολλά και άτακτα γέλια, προσπαθώντας να τον φέρουν σε αμηχανία, σαν κανένα βάρβαρο και τρελλό. Εμένα, καθώς τα έβλεπα αυτά, άναψε το αίμα μου και, χωρίς να γνωρίζω πως, κυριεύθηκα από ζήλο και, μη ανεχόμενος πια να σιωπώ, είπα με θάρρος και όπως άρμοζε στην περίπτωση˙ ο Θεός, ώ τέτοιοι, άφησε ακατάληπτη σε σας τη θέλησή του, γνωρίζοντας από πριν ότι είστε ανάξιοι, αλλά εμφανίσθηκε τώρα πληροφορώντας από σας όσους έχουν νου κριτικόν. Επειδή λοιπόν τώρα στάλθηκαν κήρυκες της θέλησής του, όχι με κάποιο τέχνασμα και ρητορική δεινότητα, αλλά παρουσιάζοντα τη θέλησή του χωρίς δόλο, ώστε καθένας και οποιοσδήποτε που θα ακούσει αυτά που λένε ντα τα καταλαβαίνει, γι’ αυτό παρουσιαστήκατε τώρα εσείς, οι οποίοι εκτός του ότι δεν καταλαβαίνετε αυτό που σας συμφέρει, με βλάβη δική σας περιγελάτε την αλήθεια που, για τη δική σας καταδίκη, εμφανίσθηκε μεταξύ των βαρβάρων, αυτήν την αλήθεια η οποία, ενώ ήρθε και σε σας δεν θέλετε να την φιλοξενήσετε,
εξαιτίας των ασελγειών σας και της λιτότητας των λόγων της, για να μη κατηγορηθείτε, ότι είστε τυχαίοι φιλόλογοι και όχι αληθινοί φιλόσοφοι. Μέχρι πότε λοιπόν θα μαθαίνετε να μιλάτε, σεις που δεν μπορείτε να μιλάτε σωστά; Διότι από σας λέγονται πολλά λόγια, που δεν αξίζουν όσο ένας λόγος. Τί θα πει λοιπόν σε σας το ελληνικό πλήθος, που κάποτε υπήρχε μια ψυχή, εάν θα γίνει κρίση, όπως λέει αυτός; Γιατί, Θεέ, δεν μας κήρυξες τη θέλησή σου; Πάντως δεν θα ακούσετε, εάν βέβαια θα καταξιωθείτε κάποιας απαντήσεως, ότι, εγώ, γνωρίζοντας όλες τις προαιρέσεις που θα σημειωθούν από καταβολής κόσμου, απάντησα εκ των προτέρων κατά τρόπο απαρατήρητο στον καθένα, ανάλογα προς την αξία του. Και ότι αυτό έτσι έχει, θέλοντας να πληροφορήσω εκείνους που προσφεύγουν σε μένα, γιατί δεν άφησα από την αρχή, από τις προηγούμενες γενεές, να κηρυχθεί δημοσία η θέλησή μου, τώρα προς το τέλος της ζωής απέστειλα κήρυκες του θελήματός μου, οι οποίοι περιγελώνται και βρίζονται χλευαζόμενοι από εκείνους που δεν θέλουν καθόλου
να ωφεληθούν και με επιμονή αποκρούουν τη φιλία μου. Πόσο μεγάλη αδικία, να κινδυνεύουν μέχρι φθόνου οι κήρυκες του Θεού, και μάλιστα από τους άνδρες που καλούνται στη σωτηρία.

10. Επεί δε προς τα παρ’ αυτού απανούργως λεγόμενα ηδέως οι όχλοι διέκειντο, οι εκ παιδείας κοσμικής ορμώμενοι φιλόσοφοι χλευάζειν αυτόν και γελάν επειρώντο, σκώπτοντες αμέτρω θράσει και διασύροντες και οία μεγάλοις όπλοις τοις συλλογισμοίς κατ’ αυτού χρώμενοι. Ο δε απωθούμενος αυτών τον λήρον, ου συνέτρεχεν αυτών τη πανούργω πεύσει, αλλά και ακατάπληκτος ων λέγειν ουκ αφίστατο. Και ποτέ τις διαπαίζων δήθεν αυτόν επυνθάνετο˙ Δια τί, ώ νέε διδάσκαλε, κώνωψ εγένετο και, βραχύτατος ων, εξ πόδας έχων και πτερά φέρει, ελέφας δε το μέγιστον ζώον άπτερος ων, τέσσαρας μόνους έχει πόδας; Ο δε την διδασκαλίαν προς την ερώτησιν μικρόν επισχών, ουδεμιάς μέντοι τω ερωτήσαντι προς ταύτα μεταδούς αποκρίσεως, τον απ’ αρχής αυτώ προκείμενον αύθις ανελάμβανε λόγον˙ τούτω μόνω προοιμίω καθ’ εκάστην εγκοπήν χρώμενος˙ Ημείς του πέμψαντος ημάς τους λόγους και τας θαυμασίας πράξεις ειπείν υμίν μόνον έχομεν εντολήν, και αντί της λογικής αποδείξεως μάρτυρας παρέχομεν υμίν των ενταύθα παρεστώτων
πολλούς˙ λοιπόν της υμετέρας εστίν εξουσίας υπείκειν ή απειθείν. Του δε λέγειν υμίν το συμφέρον ου παύσομαι, ότι εμοί μεν ζημία το σιωπάν, υμίν δε το απειθείν. Εδυνάμην μεν ουν και εικαίων υμών προβλημάτων αποδούναι τας αποδείξεις, ει γε φιλαλήθως εώρων υμάς περί τούτων πυνθανομένους, κώνωπος δε και ελέφαντος την αιτίαν της διαφόρου δημιουργίας νυν υμίν ουκ εύκαιρον ειπείν τοις των όλων αγνοούσι Θεόν.

11. Ταύτα αυτού λέγοντος, εκ συμφωνίας εκείνοι πολύν και άτακτον ηφίεσαν γέλωτα, εις αμηχανίαν αυτόν εμβαλλείν πειρώμενοι, καθάπερ βάρβαρόν τινά και μαινόμενον. Εγώ δε ταύτα ορών, διαθερμαίνομαι την ψυχήν και ζήλω ουκ οίδ’ όπως ληφθείς, σιγάν ουχ υπέμεινον, αλλά και παρρησίας, ευλόγως, είπον, ο Θεός υμίν, ω ούτοι, ακατάληπτον την αυτού βούλησιν έθετο, αναξίους υμάς προϊδών, εξ ων νυν τους κριτικόν νουν έχοντας πληροφορών φαίνεται. Επεί γαρ νυν της αυτού βουλήσεως κήρυκες εξαπεστάλησαν, ου τέχνη τινί και ρητορεία λόγων, άλλ’ απλώς ούτω και απανουργεύτως την αυτού βούλησιν παριστώντες, ως πάντα οντιναούν, τον ακούσαντα νοείν τα λεγόμενα, πάρεστε νυν υμείς προς τω μη νοείν το υμίν συμφέρον, επί τη υμετέρα βλάβη γελάν την επί τη υμετέρα καταδίκη πολιτευσαμένην εν βαρβάροις αλήθειαν, ην και υμίν επιδημήσασαν ξενίσαι ου βούλεσθε, δια τα ασελγείας υμών, και το λιτόν των λόγων αυτής, ίνα μη ελεγχθήτε, ότι εική φιλόλογοί εστέ και ουκ αληθείς φιλόσοφοι. Μέχρι μεν ουν ποτέ λαλείν μανθάνετε, οι το καλώς λαλείν ουκ
έχοντες; Πολλά γαρ παρ’ υμών ρήματα, ενός ουκ άξια λόγου. Τί δε άρα και ερεί υμίν το ελληνικόν πλήθος μία ψυχή ποτέ γενόμενον, είπερ έσται κρίσις ως ούτός φησί; Δια τί ω Θεέ, την σην βούλησιν ουκ εκήρυξας ημίν; Ου πάντως ακούσεσθε, είπερ τινός άρα και αποκρίσεως καταξιωθήσεσθε, ως, εγώ πάσας τας εσομένας προ καταβολής κόσμου προαιρέσεις ειδώς, εκάστω προς το αυτού άξιον λανθανόντως προαπήντησα˙ τούτο δε αυτό ότι ούτως έχει, βουληθείς τους προσπεφευγότας μοι πληροφορήσαι, δια τι απαρχής εκ προτέρων γενεών την εμήν βούλησιν δημοσία ουκ είασα κηρυχθήναι, νυν προς τω τέλει του βίου κήρυκας εμής βουλής απέστειλα, οι και γελώνται και υβριζόμενοι χλευάζονται υπό των μηδέν ωφελείσθαι βουλομένων, και επισταμένως την εμήν φιλίαν παραιτησαμένων. Ω μεγάλης αδικίας, ότι μέχρι φθόνου κινδυνεύουσιν οι του Θεού κήρυκες, και ταύτα υπό των εις σωτηρίαν καλουμένων ανδρών.

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.