Επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου (Κεφ. 29-34) – Αγίου Κλήμεντος Επισκ. Ρώμης.

29. Αυτά και όσα από μας θεωρούνται μεγαλύτερα μας υποσχόταν (ο μάγος Σίων), μόνο και μόνο για να μείνουμε μαζί του και να κρατάμε μυστικό το κακό που επιχειρούσε, με σκοπό να προκόβει η απάτη του. Εμείς όμως δεν συμφωνήσαμε, αλλά συμβουλέψαμε και τον ίδιο να σταματήσει αυτή την ανοησία, λέγοντάς του˙ Σταμάτησε αυτή την αποκοτιά˙ δεν μπορείς να γίνεις θεός˙ φοβήσου τον αληθινό Θεό˙ κατάλαβε ότι είσαι άνθρωπος, και ότι η διάρκεια της ζωής σου είναι μικρή. Έστω και αν πλουτίσεις πολύ, ή και αν γίνεις βασιλιάς, με τον σύντομο χρόνο της ζωής σου, λίγα πράγματα μπορείς να απολαύσεις˙ και αφού ζήσεις με ασέβεια, θα σε περιμένει αιώνια κόλαση. Γι’ αυτό σε συμβουλεύουμε να φοβάσαι τον Θεό, από τον οποίο πρόκειται να κριθεί η ψυχή του καθενός για όσα έκανε εδώ.

30. Εκείνος όμως ακούοντάς τα αυτά γέλασε, και όταν εμείς είπαμε. Γιατί μας ειρωνεύεσαι που σε συμβουλεύουμε αυτά που σε συμφέρουν; Εκείνος είπε˙ Γελάω με την μωρή προκατάληψή σας, να πιστεύετε ότι είναι αθάνατη η ψυχή του ανθρώπου.

Και εγώ είπα˙ Δεν απορούμε, Σίμωνα, που προσπαθείς να μας εξαπατήσεις, αλλά μένουμε κατάπληκτοι για ποιο λόγο εξαπατάς και τον εαυτό σου. Πες μας, Σίμωνα, και αν ακόμα κανένας από τους άλλους δεν πληροφορήθηκε ότι η ψυχή είναι αθάνατη, εσύ όμως και εμείς δεν το πληροφορηθήκαμε; Εσύ μεν διότι την χώρισες από το ανθρώπινο σώμα και μίλησες και την διέταξες, ενώ εμείς επειδή ήμασταν παρόντες μαζί σου και ακούσαμε την προσταγή και παρακολουθήσαμε να εκτελείται αυτό που διέταξες.

Και ο Σίμωνας είπε˙ Εγώ βέβαια γνωρίζω τι λέτε, εσείς όμως δεν γνωρίζετε για ποιο πράγμα μιλάτε. Και εγώ ο Νικήτης είπα˙ Αφού γνωρίζεις λέγε˙ εάν όμως δεν γνωρίζεις, μη νομίζεις ότι με το να λες πως εσύ γνωρίζεις, ενώ εμείς όχι, ότι μπορείς να μας εξαπατάς. Γιατί δεν είμαστε τόσο πολύ μωροί, για να σπείρεις μέσα μας πανούργα υποψία, και με το να νομίζουμε ότι εσύ γνωρίζεις κάτι από τα μυστήρια, να μας κάνεις του χεριού σου.

31. Και ο Σίμωνας είπε˙ Ότι βέβαια χώρισα ψυχή από ανθρώπινο σώμα γνωρίζω ότι το ξέρετε, ότι όμως δεν υπηρετεί η ψυχή του νεκρού, αλλά κάποιος δαίμονας, που υποκρίνεται ότι είναι ψυχή, ξέρω ότι το αγνοείτε.

Και εγώ ο Νικήτης είπα˙ Ακούσαμε πολλά απίστευτα στη ζωή μας, πιο ανόητο όμως από τον λόγο αυτόν δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα ακούσουμε. Διότι, εάν δαίμονας υποκρίνεται ότι είναι η ψυχή του νεκρού, ποιά ανάγκη τότε να χωριστεί η ψυχή από το σώμα; Δεν ακούσαμε οι ίδιοι που ήμασταν παρόντες να ορκίζεις την ψυχή του νεκρού; Πώς λοιπόν γίνεται ενώ άλλος ορκίζεται, άλλος που δεν ορκίστηκε, να υπακούει επειδή φοβήθηκε; Αλλά και όταν ρωτήθηκες από μας, γιατί μερικές φορές παύει η διαρκής παραμονή της ψυχής στο σώμα, δεν μας είπες ότι η ψυχή, που συμπλήρωσε πάνω στη γη τον χρόνο που θα περνούσε μέσα στο σώμα, πηγαίνει στον άδη, και πρόσθεσες λέγοντας, ότι οι ψυχές εκείνων που πέθαναν αυτοκτονώντας, επειδή πήγαν στον άδη όπου κρατιούνται, εύκολα αφήνονται να έρθουν;

29. Ταύτά τε και τα τούτοις μείζονα νομιζόμενα ημίν υπέσχετο, μόνον ίνα συνόντες αυτώ το της εγχειρήσεως κακόν σιωπώμεν, όπως αυτώ τα της απάτης προκόπτη. Και όμως ου συνεθέμεθα, αλλά και αυτόν της τοιαύτης απονοίας παύσασθαι συνεβουλεύσαμεν, λέγοντες αυτώ˙ Παύσαι της τοιαύτης τόλμης˙ θεός είναι ου δύνασαι˙ φοβήθητι τον όντως Θεόν˙ γνώθι ότι άνθρωπος ει και ότι σου μικρός εστίν ο της ζωής χρόνος. Καν μέγα πλουτήσης ή και βασιλεύσης, τω μικρώ σου χρόνω της ζωής ολίγα τυγχάνει προς απόλαυσιν, και ασεβώς ζήσαντα αιωνία κόλασις περιμένει. Διο φοβείσθαι τον Θεόν συμβουλεύομεν, υφ’ ου κριθήναι έχει η εκάστου ψυχή περί ων έπραξεν ενταύθα.

30. Ο δε ταύτα ακούσας εγέλασεν. Ημών δε ειπόντων, Τί των τα σο συμφέροντα συμβουλευόντων καταγελάς; Εκείνος˙ Γελώ υμών, έφη, την μωράν υπόληψιν,ότι πιστεύετε αθάνατον είναι την του ανθρώπου ψυχήν. Καγώ έφην˙ Ου θαυμάζομεν, ω Σίμων, εξαπατάν ημάς επιχειρείς, άλλ’ εκπληττόμεθα τίνι λόγω και σεαυτόν απατάς. Λέγε ουν ημίν, ω Σίμων, ει και των άλλων ουδείς πεπληροφόρηται αθάνατον είναι την ψυχήν, άλλ’ ουν γε συ και ημείς; Συ μεν, ως ανθρωπείου σώματος χωρίσας αυτήν και προσομιλήσας και επιτάξας, ημείς δε ως συμπαρόντες και την επιταγήν ακούσαντες και το κελευθέν εναργώς ιστορήσαντες.

Και ο Σίμων˙ Εγώ μεν οίδα τί λέγετε, υμείς δε ουκ οίδατε περί τινός διαλέγεσθαι. Και εγώ Νικήτης έφην˙ Επεί οίδας, λέγε˙ ει δε μη οίδας, μη δόκει ημάς τω λέγειν σε μεν ειδέναι, ημάς δε μη, απατάσθαι δύνασαι. Ου γαρ εσμέν ούτω νήπιοι, ίνα πανούργον ενσπείρης ημίν υποψίαν και τω νομίζειν σε τί των απορρήτων ειδέναι, υποχειρίους λάβης.

31. Και ο Σίμων έφη˙ Ότι μεν εχώρισα ψυχήν ανθρωπείου σώματος οίδα υμάς ειδότας, ότι δε ουχ η του τεθνεώτος ψυχή υπουργεί, αλλά δαίμων τις υποκρινόμενος είναι ψυχή, οίδα υμάς αγνοούντας.

Και εγώ Νικήτης έφην˙ Πολλά εν τω βίω ηκούσαμεν άπιστα, του δε τοιούτου λόγου ανοητότερον ου προσεδοκήσαμεν ακούσαί ποτέ. ει γαρ δαίμων υποκρίνεται η του τεθνεώτος είναι ψυχή, τίς άρα της ψυχής χρεία του χωρισθήναι του σώματος; Ουκ αυτοί δε παρόντες ηκούσαμέν σου, του σκήνους την ψυχήν εξορκίζοντος; Πώς δε και άλλου ορκιζομένου, έτερος μη ορκισθείς, ως φοβηθείς, υπακούει; Ουκ άρα δε και αυτός εξεταζόμενός ποτέ προς ημών, τίνος χάριν ενίοτε και παύονται αι προσεδρείαι, είρηκας, ότι ψυχή πληρώσασα τον υπέρ γης χρόνον ον έμελλεν εν σώματι διατελείν, εις άδην πορεύεται, προσετίθεις δε λέγων, ότι των ιδίω θανάτω τελευτησάντων αι ψυχαί, επειδή προς άδην αυτόθι χωρήσασαι φρουρούνται, ευκόπως ελθείν αφίενται;

***

32. Αφού ο Νικήτης είπε αυτά, πήρε τον λόγο πάλι ο Ακύλας και είπε˙ Θα ήθελα, Σίμωνα, να μάθω από σένα μόνο αυτό˙ είτε ψυχή είναι αυτό που ορκίζεται, είτε δαίμονας, τί φοβάται και δεν περιφρονεί τους όρκους; Και ο Σίμωνας απάντησε˙ Γνωρίζεις ότι, αν παρακούσει, θα υποστεί κολαση.

Και ο Ακύλας είπε˙ Επομένως, εφόσον η ψυχή όταν εξορκίζεται έρχεται, άρα γίνεται και κρίση. Εάν λοιπόν οι ψυχές είναι αθάνατες, οπωσδήποτε υπάρχει και κρίση. Ώστε, αφού λες ότι εκείνοι που ορκίζονται για κακή πράξη, εάν παραβούν έπειτα τον όρκο τους θα καταδικαστούν, πώς δεν φοβάσαι εσύ να εξαναγκάζεις αυτούς, αφού εκείνοι που αναγκάζουν σε παρακοή τιμωρούνται; Διότι δεν είναι θαύμα το ότι εσύ δεν έχεις ακόμα τιμωρηθεί γι’ αυτά που έκανες, αφού δεν έγινε ακόμα κρίση, ώστε εσύ μεν να δικαστείς γι’ αυτά που ανάγκασες να γίνουν, ενώ εκείνος που ανάγκασες να συγχωρηθεί, επειδή αντί της κακής πράξεως προτίμησε τον όρκο. Εκείνος ακούοντας αυτά οργίστηκε, απειλώντας μας με θάνατο, εάν δεν σιωπήσουμε.

33. Όταν ο Ακύλας είπε αυτά, εγώ ο Κλήμης ρώτησα˙ Ποιά λοιπόν είναι τα θαύματα που κάνει; Και εκείνοι είπαν˙ Κάνει ανδριάντες να περπατούν, και ενώ κυλιέται πάνω σε φωτιά δεν καίεται˙ μερικές φορές και πετάει και από πέτρες κάνει ψωμιά, γίνεται φίδι, μεταμορφώνεται σε γίδα, γίνεται διπρόσωπος, μεταβάλλεται σε χρυσάφι, ανοίγει κλειστές πόρτες, διαλύει σίδερο, και κατά την διάρκεια δείπνων παρουσιάζει τα είδωλα κάθε είδους μορφών˙ κάνει επίσης τα οικιακά σκεύη να περιφέρονται για εξυπηρέτηση σαν αυτόματα, χωρίς να φαίνονται αυτοί που τα μεταφέρουν. Ακούοντας να τα λένε αυτά θαύμαζα, ενώ αυτοί βεβαίωναν ότι αυτά τα είδαν οι ίδιοι.

34. Αφού ειπώθηκαν αυτά, ήρθε ο Ζακχαίος λέγοντας στον Πέτρο τα εξής˙ Είναι καιρός, Πέτρε, να βγεις και να μιλήσεις στους συγκεντρωμένους. Διότι στην αυλή σε περιμένει συγκεντρωμένος πολύς κόσμος, ανάμεσα στους οποίους στέκεται ο Σίμωνας σαν κανένας πολέμαρχος που έχει αυτούς ως σωματοφύλακές του.

Ο Πέτρος τότε όταν τα άκουσε αυτά, διέταξε να απομακρυνθώ από τους ήδη βαπτισμένους, επειδή δεν είχα ακόμη δεχθεί το βάπτισμα, προκειμένου να προσευχηθούν, και είπε˙ Ας σηκωθούμε για να προσευχηθούμε, ώστε ο Θεός με την απέραντη ευσπλαχνία του να με βοηθήσει τώρα που πηγαίνω για τη σωτηρία των ανθρώπων που δημιουργήθηκαν από αυτόν. Και αφού είπε αυτό, προσευχήθηκε και βγήκε στον υπαίθριο χώρο της αυλής που ήταν μεγάλος, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί για ν’ ακούσουν όσα θα ειπωθούν. Αφού λοιπόν στάθηκε και κοίταξε με κάθε ηρεμία όλο το πλήθος, που είχε στραμμένα τα μάτια του σ’ αυτόν, και τον Σίμωνα να στέκεται στη μέση, άρχισε να μιλάει ως εξής˙

32. Ταύτα του Νικήτου ειπόντος, Ακύλας αυτός πάλιν έφη˙ Εβουλόμην παρά σου τούτο μόνον μαθείν. Σίμων, είτε ψυχή, είτε δαίμων εστί το ορκιζόμενον, τί δε και φοβούμενον ου παραπέμπεται τους όρκους; Και ο Σίμων˙ Κόλασιν, φησί, παρακούσασα οίδε μέλλειν παθείν. Και ο Ακύλας˙ Ουκούν ει ορκιζομένη ψυχή έρχεται, και κρίσις άρα γίνεται. Ει ουν αι ψυχαί αθάνατοι, πάντως εστί και κρίσις. Ώστε, ει και τους επί κακή πράξει ορκισθέντας, είτα και παρακούσαντας καταδικασθήναι φης, πώς ου πεφόβησαι συ τούτους καταναγκάζειν, των αναγκαζομένων επί παρακοή καλαζομένων; Το γαρ ήδη σε μη παθείν εφ’ οις έδρασας, ου θαύμα˙ επεί μήπω κρίσις εστίν, ίνα συ μεν δίκην δως περί ων ηνάγκασας, το δε ανάγκασθέν υπό συγγνώμην γένηται, ως της κακής πράξεως τον όρκον προτιμήσαν. Ο δε τούτων ακούσας ωργίσθη, θάνατον, ει μη σιωπώμεν, ημίν απειλήσας.

33. Ταύτα του Ακύλα ειπόντος, εγώ Κλήμης επυθόμην˙ Τί δ’ άρα εστίν α ποιεί θαυμάσια; Οι δε˙ Ανδριάντας, είπον, ποιεί περιπατείν, και κυλιόμενος επί πυρ ου καίεται˙ ενίοτε δε και πέταται και εκ λίθων άρτους ποιεί, όφις γίνεται, εις αίγα μεταμορφούται, διπρόσωπος γίνεται, εις χρυσόν μεταβάλλεται˙ θύρας κεκλεισμένας ανοίγει, σίδηρον λύει, εν δείπνοις είδωλα παντοδαπών ιδεών παρίστησι˙ τα εν τη οικία σκεύη ως αυτόματα φερόμενα προς υπηρεσίαν οράσθαι ποιεί, των φερόντων ου βλεπομένων. Ταύτα λεγόντων, ακούων εθαύμαζον˙ εμαρτύρουν δε τα τοιαύτα αυτοί ιστορηκέναι.

34. Τούτων ούτω ρηθέντων, ήκε Ζακχαίος τοιαύτα τω Πέτρω διασαφών˙ Ήδη λοιπόν, ώ Πέτρε, καιρός προς το εκβάντα σε διαλεχθήναι τοις συνελθούσα. Πολύς γαρ επί της αυλής συναθροισθείς αναμένει σε όχλος, ου εν μέσω καθάπερ τις πολέμαρχος υπ’ αυτών δορυφορούμενος έστηκε Σίμων.

Ο δε Πέτρος ακούσας, ευχής χάριν υποχωρήσαί μοι κελεύσας μήπω το σωτήριον βάπτισμα δεξαμένω, τοις ήδη τελείοις, Αναστάντες, έφη, ευξώμεθα, ίνα ο Θεός τοις ανεκλείπτοις αυτού οικτιρμοίς συνεργήση μοι ορμώντι προς σωτηρίαν των υπ’ αυτού κτισθέντων ανθρώπων. Και τούτο ειπών, ευξάμενος εξήει εις τον ύπαιθρον της αυλής τόπον μέγαν όντα, ένθα συνεληλυθότες ήσαν πολλοί, ίν’ ακουσταί γένωνται των λεχθησομένων. Στας ουν και ιδών μετά πάσης ησυχίας τον πάντα λαόν εις αυτόν ατενίζοντα. Σίμωνα δε τον Μάγον εις το μέσον εστώτα, του λέγειν ήρξατο ούτως.

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.