Κεφάλαια περί των οιομένων εξ έργων δικαιούσθαι (Κεφ. 117-142) – οσίου Μάρκου του Ασκητού.

117. Εις εκείνον που πεινά εκουσίως από αγάπην εις τον Ιησούν γίνεται τροφή. Εις εκείνον που διψά γίνεται γλυκύτατον ποτόν. Εις αυτόν που κρυώνει γίνεται ένδυμα. Εις τον κοπιώντα ευσεβώς γίνεται ανάπαυσις. Εις τον προσευχόμενον αδιαλείπτως καθίσταται πληροφορία. Και εις τον πενθούντα πνευματικώς, παράκλησις.
118. Όταν λοιπόν, ακούσης να λέγη η Γραφή περί του Αγίου Πνεύματος, ότι εκάθησεν εις ένα έκαστον των Αποστόλων (Πράξ. β’, 3), ή ότι «εφήλατο επί τον Προφήτην» (Βασ’. Α’, ια’, 6 ις’, 13) ή ότι ενεργεί (Α’ Κορ. ιβ’, 11) ή ότι λυπείται (Εφεσ’. δ’, 30) ή σβέννυται (Α’ Θεσσ’. ε’, 19) ή ότι παροξύνεται και πάλιν «τους μεν απαρχήν έχοντας» (Ρωμ. η’, 23) τους δε «πλήρεις Πνεύματος Αγίου» (Πράξ. β’, 4 δ’, 8 στ’, 3 κ.ά.) μη νομίσης ότι το Άγιον Πνεύμα μερίζεται ή μεταβάλλεται ή αλλοιούται, αλλά να πιστεύης, ότι ενεργεί κατά τον τρόπον που προείπομεν και ότι παραμένει άτρεπτον, αναλλοίωτον και παντοδύναμον. Δια τούτο και όταν ενεργή παραμένει όπως είναι και αφήνει άθικτον την ελευθερίαν εκάστου κατά τρόπον θείον.
Διότι το Άγιον Πνεύμα εκχύνεται πλουσίως εις τους βαπτιζομένους, όπως ο ήλιος φωτίζει τα πάντα, άλλ’ έκαστος φωτίζεται κατ’ αναλογίαν με το μίσος που έχει προς τα σκοτίζοντα πάθη και αποδιώκει αυτά εκ της ψυχής του. Κατά δε το μέτρον της αγάπης προς τα πάθη σκοτίζεται.
119. Εκείνος που μισεί τα πάθη απομακρύνεται από τας αιτίας των. Όστις δε μένει εις τας αιτίας, πολεμείται υπό των παθών και αθελήτως.
120. Όταν μας ενεργούν οι πονηροί λογισμοί, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι τούτο οφείλεται εις τα κατάλοιπα της προπατορικής αμαρτίας, αλλά εις την ιδικήν μας προαίρεσιν.
121. Ρίζαι των πονηρών λογισμών είναι αι καταφανείς κακίαι, τας οποίας με κάθε μέσον, με τας χείρας, με τους πόδας, και το στόμα αγωνιζόμεθα συνήθως να διατηρώμεν.
122. Αδύνατον να παραμένη πονηρόν πάθος εις την ψυχήν, εάν δεν αγαπώμεν τας αιτίας τούτου.
123. Ποίος δέχεται την ενέργειαν της κενοδοξίας, όταν καταφρονή τας έξωθεν προερχομένας ταπεινώσεις ή πώς είναι δυνατόν να ταραχθή εκείνος που τον υποτιμούν, όταν αυτός αγαπά την εξουδένωσιν; Ποίος δε έχων καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην είναι δυνατόν να αρέσκεται εις τας σαρκικάς ηδονάς; Ωσαύτως ποίος πιστεύων ειλικρινώς εις τον Χριστόν δύναται να μεριμνά δια πρόσκαιρα πράγματα και να διαμάχεται υπέρ αυτών;
124. Όστις αποδοκιμάζεται υπό των ανθρώπων και ούτε αντιλέγει φιλονεικών, άλλ’ ούτε και λογισμοί απλώς γεννώνται κατ’ αυτών, αυτός είναι κάτοχος αληθούς γνώσεως και αποδεικνύει, ότι έχει καθαράν πίστιν και σταθεράν εις τον Χριστόν.
125. Κατά τον Προφήτην Δαβίδ είναι «ψευδείς οι υιοί των ανθρώπων εν ζυγοίς του αδικείσαι» (Ψαλμ. ξα’, 10) άλλ’ ο Θεός όμως πραγματοποιεί την δικαιοσύνην επί τε των αδικούντων και των αδικουμένων, δια ποικίλων τρόπων.
126. Εάν ο αδικών δεν έχη κανένα κέρδος από την αδικίαν και εάν πάλιν, ούτε ο αδικούμενος έχη κανένα υστέρημα, τότε δύναται να λεχθή το Προφητικόν, «μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλην μάτην ταράσσεται» (Ψαλμ. λη’, 7).
127. Όταν ίδης κάποιον να οδυνάται από εκτοξευομένας ύβρεις κατ’ αυτού, γνώριζε ότι η ψυχή του, αφού επληρώθη από λογισμούς κενοδοξίας, ήδη θερίζει με πόνον τα σπέρματα της καρδίας του.
128. Εκείνος που απήλαυσεν υπερβολικώς τας σωματικάς ηδονάς, θα υποστή κατά παιδαγωγικήν του Θεού παραχώρησιν εκατονταπλασίονας πόνους και θλίψεις.
129. Ο πνευματικός πατήρ οφείλει να εκθέτη εις τον υποτακτικόν του το δέον. Εις περίπτωσιν δε παρακοής, ο γέροντας υποχρεούται να προαναγγέλη τω υποτακτικώ τους αναλόγους πειρασμούς, που θα ακολουθήσουν ένεκα ταύτης.
130. Εκείνος που αδικείται παρά τινός και δεν διεκδικεί το δίκαιόν του, με αυτό δεικνύει ότι αληθώς πιστεύει τω Χριστώ και λαμβάνει εντεύθεν εκατονταπλασίονα των ων ηδικήθη, εις τον παρόντα καιρόν και κληρονομεί ζωήν αιώνιον (Μάρκ. ι’, 30).
131. Μνήμη Θεού είναι ο πόνος της καρδίας, που γεννάται εις την προσπάθειαν χάριν της δόξης του Θεού. Δια τούτο έκαστος λησμονών τον Θεόν ζη μέσα εις τας ηδονάς και καθίσταται ανάλγητος.
132. Μη νομίζης ότι ο κατά Θεόν απαθής δεν δύναται να υποφέρη θλίψεις. Διότι και αν δεν θλίβεται υπέρ του εαυτού του, όμως οφείλει να θλίβεται υπέρ του πλησίον.

133. Όταν ο άνθρωπος κάμη πολλά αμαρτήματα, άτινα λησμονεί, τότε ο διάβολος, χρησιμοποιών το δικαίωμα εκ του νόμου της αμαρτίας, βάσει των χειρογράφων που κατέχει, αναγκάζει τον οφειλέτην να περιφέρη τας ιδίας αμαρτίας εν τη μνήμη του.
134. Εάν θέλης να ενθυμήσαι πάντοτε τον Θεόν, μη αποδιώκης τους διαφόρους πειρασμούς ως αδίκους, άλλ’ υπόμενε αυτούς ως κατά θείαν δικαιοσύνην στελλομένους. Διότι η μεν υπομονή εις έκαστον πειρασμόν ζωογονεί την μνήμην του Θεού, η δε έκλυσις της ψυχής εξασθενεί, δια της ανέσεως, την νοεράν δύναμιν της καρδίας και έπεται η λήθη του Θεού.
135. Εάν θέλης να σου καλύψη ο Κύριος τας αμαρτίας σου, μη φανερώσης εις τους ανθρώπους την αρετήν σου, εάν έχης, διότι ό,τι κάμνομεν δια να κρύψωμεν τας αρετάς μας, ανάλογόν τι ποιεί ο Θεός δια τας αμαρτίας μας.
136. Όταν κρύπτης τας αρετάς σου μη υπερηφανεύεσαι, ότι τάχα αρετήν επιτελής. Διότι αρετή είναι όχι μόνον να κρύπτης τα καλά, αλλά και να μην επαίρεσαι δια τας πράξεις σου αυτάς.
137. Μη επιτρέπης εις τον εαυτόν σου να χαρή όταν κάμης σε κάποιον κάτι καλόν, αλλά όταν χωρίς μνησικακίαν υπομείνης πειρασμόν δια το αγαθόν που έπραξες. Διότι όπως το σκότος της νυκτός διαδέχεται το φως της ημέρας, ούτω διαδέχονται τας ευποιΐας αι κακίαι.
138. Τα πάθη της κενοδοξίας, της φιλαργυρίας και της φιληδονίας, δεν αφήνουν αμολύντους τας αγαθάς πράξεις,εάν προηγουμένως δεν θεραπευθούν τα πάθη δια του φόβου του Θεού.
139. Εις τας οδύνας, που στέλλονται από τον Θεόν, κρύπτεται το θείον έλεος, όπερ οδηγεί εις μετάνοιαν τον υπομένοντα, ον απαλλάσσει της αιωνίου κολάσεως.
140. Πολλοί εργαζόμενοι τας εντολάς του Κυρίου, νομίζουν ότι δι’ αυτών εξισορροπούν τας αμαρτίας των. Άλλοι πάλιν δια τας εργασίας των εντολών, αποβλέπουν εις την εξευμένισιν του υπέρ ημών αποθανόντος Χριστού, δια τας αμαρτίας των. Πρέπει να εξετασθή ποίον εκ των δύο είναι ορθόν φρόνημα.
141. Ο φόβος της κολάσεως και ο έρως της βασιλείας των ουρανών, παρέχουν εις την ψυχήν δύναμιν υπομονής των θλιβερών. Και αυτό δεν επιτυγχάνεται από την ανθρώπινην ικανότητα, αλλά από την χάριν του Θεού, που γνωρίζει τα βάθη της καρδίας μας.
142. Εκείνος που πιστεύει εις την μέλλουσαν μακαριότητα και την αιώνιον κόλασιν, απέχει από τας ηδονάς του κόσμου και από αυτήν την ιδίαν αίσθησιν της πίστεως. Εκείνος δε που απιστεί εις τα μέλλοντα βυθίζεται εις την φιληδονίαν και η καρδία του σκληρύνεται.

Από το βιβλίο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον αγόρασον».

Εκδόσεις: Ιερό Ησυχαστήριον Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Κουφάλια Θεσσαλονίκης. Γ’ έκδοσις, 1999.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.