Επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου (Κεφ. 77-86) – Αγίου Κλήμεντος Επισκ. Ρώμης.

77. Ο πατέρας λοιπόν τότε, επειδή αγαπούσε τα παιδιά, αφού τους εφοδίασε κατάλληλα, μαζί με δούλους και δούλες τους έβαλε σε πλοίο και τους έστειλε όλους μαζί στην Αθήνα για να εκπαιδευθούν, ενώ εμένα με κράτησε κοντά του για παρηγοριά. Και γι’ αυτό είμαι πολύ ευχαριστημένος, που το όνειρο δεν διάταξε να φύγω κι εγώ μαζί με την μητέρα μου από τη Ρώμη. Όταν λοιπόν πέρασε εκείνος ο χρόνος, ο πατέρας έστειλε στην Αθήνα χρήματα με τους ανθρώπους του, επιθυμώντας ταυτόχρονα πολύ να μάθει πώς άραγε περνούν. Εκείνοι όμως, αφού έφυγαν, δεν ξαναγύρισαν. Και τον τρίτο χρόνο ο πατέρας ανησυχώντας έστειλε κατά τον ίδιο τρόπο άλλους με εφόδια˙ αυτοί γύρισαν τον τέταρτο χρόνο αναγγέλλοντάς του πως ούτε τη μητέρα μου ούτε τους αδελφούς μου είδαν, ούτε ίχνος βρήκαν κανενός άλλου από αυτούς που είχαν αναχωρήσει μαζί τους.

78. Ο πατέρας λοιπόν, όταν τα άκουσε αυτά, κατάπληκτος από τη μεγάλη λύπη και μη γνωρίζοντας που να τρέξει για να τους αναζητήσει, με πήρε μαζί του και κατεβαίνοντας στο λιμάνι, ρωτούσε επιτακτικά, μήπως κανείς είδε ή άκουσε πουθενά να έχει γίνει μέσα στα τέσσερα χρόνια κάποιο ναυάγιο. Και ο καθένας έλεγε αλλού. Εκείνος πάλι ξαναρωτούσε μήπως είδαν σώμα γυναίκας με βρέφη να έχουν εκβραστεί στη γη. Ακούοντας λοιπόν ο πατέρας πολλούς να λένε, ότι είδαν πολλά πτώματα κατά διάφορα διαστήματα, αναστέναξε. Ωστόσο κινούμενος από τα σπλάγχνα του, ρωτούσε ασυλλόγιστα, προσπαθώντας να ερευνήσει τον τόσο μεγάλο βυθό˙ αλλά ήταν άξιος συγγνώμης, διότι από την αγάπη του γι’ αυτούς που αναζητούσε, καθησύχαζε με μάταιες ελπίδες. Και έτσι κάποτε, αφού με άφησε στην επιμέλεια φροντιστών και επιτρόπων, ενώ ήδη είχα γίνει δώδεκα ετών, ο ίδιος με δάκρυα κατέβηκε στο λιμάνι και μπαίνοντας σε πλοίο απέπλευσε προς αναζήτηση εκείνων, και από την ημέρα εκείνη μέχρι τώρα, ούτε γράμματά του πήρα, ούτε γνωρίζω καθόλου αν βρίσκεται
μεταξύ αυτών που ζουν ή εκείνων που έχουν πεθάνει. Έχω όμως την εντύπωση ότι κάπου πέθανε, ή διότι τον κατέβαλε η λύπη ή διότι έπεσε θύμα ναυαγίου˙ απόδειξη γι’ αυτό έχω το ότι από τότε έχουν περάσει είκοσι χρόνια, κατά τα οποία δεν έχω ακούσει ούτε ίχνος αλήθειας γι’ αυτόν.

79. Ακούοντάς τα αυτά ο Πέτρος, από συγκίνηση δάκρυσε και αμέσως είπε στους οπαδούς του που ήταν μαζί του˙ Εάν κανένας ευσεβής πάθαινε αυτά που έπαθε ο πατέρας αυτού, αμέσως, με τη λογική της θεοσέβειας, θα απέδιδε την αιτία τους στον πονηρό. Έτσι συμβαίνει να παθαίνουν και οι ταλαίπωροι εθνικοί και το αγνοούμε εμείς οι πιστοί. Τους χαρακτήρισα εύλογα ταλαίπωρους, διότι και εδώ βρίσκονται σε πλάνη, και δεν πετυχαίνουν την μέλλουσα ελπίδα. Διότι για εκείνους που υφίστανται τις θλίψεις, ενώ ζουν με θεοσέβεια, αυτά αποτελούν εξόφληση των παραπτωμάτων του.

80. Όταν ο Πέτρος μίλησε έτσι, κάποιος από εμάς, παίρνοντας το θάρρος για λογαριασμό όλων, τον παρακάλεσε αύριο πολύ πρωί να πλεύσουν στο απέναντι νησί Άραδο, που νομίζω πως δεν απέχει περισσότερο από τριάντα στάδια, για να δούμε δύο κολώνες που υπήρχαν εκεί από κορμούς κληματαριάς και είχαν μεγάλο πάχος. Υπάκουος λοιπόν ο Πέτρος τους επέτρεψε λέγοντάς του τα εξής˙ Όταν βγείτε από το πλοίο, να μη μπαίνετε όλοι μαζί να δείτε αυτά που θέλετε˙ διότι δεν θέλω να στρέφονται τα βλέμματα όλων σε σας. Και έτσι, αφού πλεύσαμε λίγη ώρα, φτάσαμε στο νησί. Βγαίνοντας από το πλοίο μπήκαμε εκεί που βρίσκονται οι αμπέλινες κολώνες, μαζί μ’ αυτές όμως ο καθένας παρατηρούσε και κάποιο άλλο από τα έργα του Φειδία.

77. Ο μεν ουν πατήρ, φιλότεκνος ων, συν τε δούλοις και δούλαις εφοδιάσας ικανώς και εις πλοίον ενθέμενος, εις τας Αθήνας άμα παιδευθησομένους εξέπεμψεν, εμέ δε μόνον εις παραμυθίαν έσχε παρ’ εαυτού. Και επί τούτω ευχαριστώ πολλά, ότι καμέ ο όνειρος μη κεκελεύκει άμα τη μητρί την Ρωμαίων εκβήναι πόλιν. Του ενιαυτού τοίνυν εκείνου περιελθόντος, ο πατήρ έπεμψεν εις Αθήνας χρήματα τοις εαυτού, μαθείν άμα γλιχόμενος πως άρα διάγουσιν. Οι δε απελθόντες ουκ επανήλθον. Τρίτω δε πάλιν ενιαυτώ ο πατήρ αθυμών ετέρους έπεμψεν ομοίως συν εφοδίοις, οίτινες τετάρτω ενιαυτώ ήκον απαγγέλλοντες, μήτε μου την τεκούσαν ή τους αδελφούς όλως εωρακέναι, μηδέ άλλου τινός των συν αυτοίς απεληλυθότων καν ίχνος ευρηκέναι.

78. Ο μεν ουν πατήρ, ταύτα ακούσας και υπό πολλής λύπης έκθαμβος γενόμενος και ουκ ειδώς που ορμήσας ζήτησιν εκείνων εξέλθοι, εμέ παραλαβών και εις Πόρτον καταβάς, πυκνότερον επυνθάνετο, πού τις ίδοι ή ακούσειεν εντός τεσσάρων ενιαυτών απαντήσαι ναυάγιον. Και άλλος αλλαχή έλεγεν. Ο δε πάλιν αντεπυνθάνετο, ει εωράκασι σώμα γυναικός μετά βρεφών εκβεβρασμένον τη γη. Πολλών ουν πολλά λεγόντων εωρακέναι πτώματα κατά διαφόρους καιρούς, ο πατήρ ακούων εστέναζε. Πλην υπό των σπλάγχνων νενικημένος, αλόγιστα επυνθάνετο, τοσούτον θαλάσσης βυθόν πειρώμενος ερευνάν. Όμως συγγνωστός ην, ότι δια την προς τους ζητουμένους στοργήν ελπίσιν εβουκολείτο κεναίς. Και δήποτε υπο φροντισταίς καταλιπών με και επιτρόποις, δωδέκατον ήδη γεγονότα έτος, αυτός δακρύων εις Πόρτον κατήλθε, καις εις πλοίον εμβάς, εις επιζήτησιν εκείνων εξέπλευσε, και εξ εκείνου μέχρι και νυν ούτε γράμματα παρ’ αυτού εδεξάμην, ούτε εν ζώσιν αυτόν είναι ή τεθνηκόσιν όλως επίσταμαι.

Ροπή δε μοι πλείων προς τούτο της διανοίας, ότι τέθνηκέ που, ή υπό λύπης ήττων γενόμενος, ή ναυαγίω περιπεσών τούτου δε τεκμηρίω χρώμαι, ότι εξ εκείνου ήδη λοιπόν εικοστόν έτος εστίν, αφ’ ου ίχνος ουδέν αληθείας εμοί περί αυτού ήκουσται.

79. Ταύτα ακούων ο Πέτρος, υπό συμπαθείας εδάκρυε, και ευθέως τοις συνούσι γνησίοις είπεν˙ Ει τις πέπονθεν ευσεβής ανήρ οία ο τούτου πατήρ, ευθέως αν τω της θεοσεβείας λόγω τω πονηρώ επέγραφε την αιτίαν. Ούτω και τοις ταλαιπώροις έθνεσι συμβαίνει πάσχειν, και αγνοούμεν οι θεοσεβείς. Ταλαιπώρους δε αυτούς ευλόγως είρηκα, ότι και ενταύθα πλανώνται και της εκείθεν ελπίδος αποτυγχάνουσι˙ τοις γαρ εν θεοσεβεία τα λυπηρά πάσχουσιν, έκτισις αυτά γίνεται των παραπτωμάτων.

80. Ταύτα ειπόντος του Πέτρου, εις τις των εν ημίν τολμήσας αντί πάντων παρεκάλεσεν αυτόν, αύριον ορθριαίτερον εις Άραδον, την κατέναντι νήσον, εισπλεύσαι, τριάκοντα, οίμαι, ουδ’ όλους σταδίους απέχουσαν, επί ιστορία των εκεί αμπελίνων δύο στύλων μέγιστα πάχη φερόντων. Ο ουν πειθήνιος Πέτρος επένευσεν ούτως ειπών˙ Επάν του πλοίου εκβήτε, μη άμα πάντες εισέρχεσθε εις την θεωρίαν ων επιθυμείτε˙ ου γαρ βούλομαι υμάς τας των πολιτών όψεις προς εαυτούς επιστρέφειν. Και ούτω πλεύσαντες, μιας ώρας κατήχθημεν εις την νήσον. Εκβάντες δε του σκάφους, εισήειμεν ένθα οι αμπέλυνοι στύλοι ήσαν, ομώς και μετά των στύλων άλλος μεν άλλο τι των Φειδίου έργων εθεώρει.

***

81. Μόνο ο Πέτρος δεν θεώρησε αναγκαίο να μπει και να δει αυτά που υπήρχαν εκεί˙ παρατηρώντας όμως κάποια γυναίκα που καθόταν έξω από τις πόρτες και ζητιάνευε για να αγοράσει τροφή, της είπε˙ Γυναίκα, ποιό από τα μέλη σου λείπει, για να υφίστασαι τόσο μεγάλη ντροπή, και εννοώ το να ζητιανεύεις, και δεν εργάζεσαι με τα χέρια που σου έδωσε ο Θεός, για να εξασφαλίζεις τις καθημερινές τροφές σου;

Και εκείνη, αφού αναστέναξε βαθειά και με θλίψη, αποκρίθηκε˙ Μακάρι να είχα χέρια που να μπορούν να με υπηρετήσουν λίγο˙ όμως τώρα μόνο το σχήμα των χεριών διατηρούν, ενώ κι αυτά είναι νεκρά.

Και ο Πέτρος ρώτησε να μάθει˙ Ποιά είναι η αιτία που σε έκανε να πάθεις αυτό το φοβερό πράγμα;

Και εκείνη του είπε˙ Ασθένεια της ψυχής και τίποτε περισσότερο. Διότι, αν είχα την τόλμη, θα βρισκόταν ένας γκρεμός ή βυθός, όπου θα έριχνα τον εαυτό μου και θα μπορούσα να σταματήσω τα κακά που με βασανίζουν.

82. Και ο Πέτρος είπε˙ Τί δηλαδή, γυναίκα; Νομίζεις ότι όλοι όσοι αυτοκτονούν απαλλάσσονται από την κόλαση, ή μήπως οι ψυχές αυτών που πεθαίνουν με τον τρόπο αυτόν βασανίζονται με χειρότερη κόλαση εξαιτίας της αυτοκτονίας;

Και εκείνη είπε˙ Μακάρι να μπορούσα να πεισθώ ότι πραγματικά οι ψυχές βρίσκονται στον άδη ζωντανές, και θα προτιμούσα, περιφρονώντας την κόλαση, να πεθάνω, για να δω έστω και για λίγο αυτούς που ποθώ πάρα πολύ.

Και ο Πέτρος σ’ αυτά απάντησε˙ Και τί είναι αυτό που σε κάνει να λυπάσαι; Θα ήθελα πολύ να το μάθω. Και αν μου το πεις, θα σου δώσω βάσιμες διαβεβαιώσεις ότι οι ψυχές στον άδη ζουν, και αντί για γκρεμό ή βυθό, θα σου προσφέρω φάρμακο, με το οποίο θα μπορέσεις να απαλλαγείς από την ζωή ανώδυνα.

83. Και η γυναίκα μη καταλαβαίνοντας αυτό που ειπώθηκε, αρπάζοντας μόνο με ευχαρίστηση αυτό που της είπε, άρχισε να λέει τα εξής˙ Για να σου πω το γένος και την πατρίδα μου, δεν νομίζω ότι θα μπορέσω ποτέ να πείσω τον εαυτό μου. Αλλά και σένα τί σε ενδιαφέρει να το μάθεις αυτό, παρά μόνο την αιτία για την οποία υποφέροντας νέκρωσα με δαγκώματα τα χέρια μου; Εγώ, επειδή προερχόμουν από πολύ ευγενική τάξη, με τη διαταγή κάποιου ισχυρού, έγινα γυναίκα ενός άνδρα που ήταν συγγενής του, και ενώ είχα δύο δίδυμους γιους, απέκτησα και τρίτον.

Ο αδελφός όμως του άνδρα μου, ξετρελαμένος από την εμφάνισή μου και κατακυριευμένος από έρωτα για μένα, αν και η ταλαίπωρη ήμουν πολύ φρόνιμη και αγαπούσα τον άνδρα μου, και επειδή δεν ήθελα ούτε με τον εραστή μου να συμφωνήσω, ούτε πάλι να αναφέρω στον άνδρα μου τον έρωτα του αδελφού του για μένα, γιατί σκέφτηκα ότι δεν πρέπει ούτε του άνδρα μου το κρεββάτι να μολύνω, ούτε να προκαλέσω πόλεμο του αδελφού προς τον αδελφό του, και να φέρω στο σόϊ του, που ήταν μεγάλο, ντροπή, έκρινα καλό να εγκαταλείψω την πόλη μαζί με τα δίδυμα παιδιά μου για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι να σταματήσει ο μιαρός έρωτας εκείνου που με ερωτεύθηκε για να με εξευτελίσει. Τον άλλο όμως γιο αποφάσισα να τον αφήσω να μείνει κοντά στον πατέρα του για παρηγοριά.

81. Πέτρος δε μόνος ουκ αναγκαίον ηγήσατο επί την ιστορίαν των εκεί γενέσθαι, γυναικί δε τίνι έξω προ των θυρών καθεζομένη και τροφής χάριν μεταιτούση, προσχών έφη˙ Γύναι, τί σοι των οικείων ελλείπει μελών, ότι τοσαύτην ύβριν αναδέξω, λέγω δη το προσαιτείν, και μη μάλλον ταις υπό Θεού σοι δεδωρημέναις χερσίν εργαζομένη τας εφημέρους πορίζη τροφάς;

Η δε βύθιόν τι στενάξασα και περιπαθές, απεκρίνατο˙ Είθε γαρ ήσάν μοι χείρες υπουργείν όλως δυνάμεναι! Νυν δε μοι σχήμα μόνον χειρών αποσώζουσι, νεκραί και αυταί τυγχάνουσαι.

Και ο Πέτρος˙ Τίς δε η αιτία, ήρετο, τούτό σε το χαλεπώτατον πεπονθέναι;

Η δε προς αυτόν˙ Ψυχής; Ασθένεια και πλέον ουδέν. Ει γαρ ανδρείον είχον φρόνημα, ήν κρημνός ή βυθός, όθεν εμαυτήν ρίψασα, των οδυνώντων με παύσασθαι ηδυνάμην κακών.

82. Και ο Πέτρος έφη˙ Τί ουν; Οίει, γύναι, ότι πάντως οι αναιρούντες εαυτούς κολάσεως απαλλάσσονται, ή μη τη χείρονι κολάσει εν άδου αι των ούτω θνησκόντων ψυχαί της αυτοκτονίας χάριν κολάζονται;

Η δε˙ Είθε επεπείσμην, έφη, ότι όντως εν άδου ψυχαί ευρίσκονται ζώσαι, και ηγάπων αν, παρ’ ουδέν θεμένη την τιμωρίαν, αποθανείν, ώστε τους εμοί περιποθήτους θεάσασθαι καν βραχύ!

Και ο Πέτρος προς ταύτα˙ Και τί άρα εστί το λυπούν σε; Διψώ γαρ μαθείν. Και ει με διδάξης, πίστεις σοι παρέξω βεβαίας, ότι εν άδου ζώσιν αι ψυχαί, και αντί κρημνού ή βυθού, ορέξω σοι φάρμακον, δι’ ου του ζην ανωδύνως απαλλαγήση.

83. Και η γυνή το ρηθέν ου συνείσα, ηδέως δε μόνον αρπάσασα το λεχθέν, λέγειν ήρξατο ούτως˙ Γένος μεν και πατρίδα σου διηγήσασθαι, ουκ οίμαί ποτέ πείσειν εμαυτήν δυνηθήναι˙ πλην αλλά και σοι τί διαφέρει τούτο μαθείν, ή μόνον την αιτίαν, ης ένεκεν οδυνωμένη δήγμασι τας εμάς ενέκρωσα χείρας; Όμως τα κατ’ εμαυτήν, ως δυνατόν ακούσαί σε, διηγήσομαι. Εγώ, πάνυ εξ ευγενών ούσα, δυνατού τινός προσταγή ανδρί προς γένους αυτώ τυγχάνοντι εγενόμην γυνή και διδύμους υιούς έχουσα, και τρίτον επί τούτοις υιόν έσχον. Ο δε του εμού ανδρός αδελφός επιμανείς μου τη όψει και τω εμώ έρωτι κατ’ άκρας αλούς, καίτοι σωφρονείν σφόδρα της ταλαιπώρου φιλούσης, και μήτε συνθέσθαι τω εραστή, μήτε δε τω εμώ ανδρί πάλιν αναθέσθαι τον επ’ εμοί του αδελφού έρωτα, πρέπον είναι ελογισάμην, ως αν μήτε την ανδρός κοίτην υβρίσω, μήτε τω αδελφώ τον αδελφόν εκπολεμώσω και τω εκείνω γένει μεγάλω όντι ονειδισμόν επαγάγω, την πόλιν ελογισάμην μετά των εμών διδύμων παίδων επί χρόνον τινά καταλιπείν,
έως και ο μιαρός έρως παύσεται του προς ύβριν με κολακεύοντος. Τον μεν τοι έτερον υιόν παρά τω πατρί τω πατρί μείναι εις παραμυθίαν έγνων καταλιπείν.

***

84. Όμως, για να γίνουν αυτά έτσι, σκέφτηκα να πλάσω ένα όνειρο, ότι δήθεν ήρθε κάποιος τη νύχτα και μου είπε˙ Γυναίκα, από τη στιγμή αυτή βγες από τη Ρώμη μαζί με τα δίδυμα παιδιά σου για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι να σε ειδοποιήσω να επιστρέψεις πάλι˙ γιατί αλλιώς μαζί με τον άνδρα σου και όλα τα παιδιά θα πεθάνεις ξαφνικά κατά τρόπο άσχημο. Και μόλις φανέρωσα το ψεύτικο όνειρό μου στον άνδρα μου, εκείνος κατατρομαγμένος μαζί με τους δύο γιους και δούλους και δούλες και χρήματα πολλά μας έβαλε σε πλοίο και μας έστειλε στην Αθήνα, παραγγέλλοντάς μου να εκπαιδεύσω τους γιους, λέγοντας, Μέχρι ν’ αποφασίσει αυτός, που εμφανίστηκε στο όνειρο, να επιστρέψεις. Έτσι λοιπόν πλέοντας η ταλαίπωρη μαζί με τα παιδιά μου, ρίχτηκα από σφοδρούς ανέμους στα μέρη αυτά, όταν κατά τη διάρκεια της νύχτας διαλύθηκε το πλοίο και γίναμε θύματα ναυαγίου.

Και ενώ όλοι πέθαναν, μόνο εγώ η άτυχη, χτυπημένη από ένα δυνατό κύμα, πετάχτηκα πάνω σ’ ένα βράχο, στον οποίο κάθισα με την ελπίδα ότι θα βρω ζωντανά τα παιδιά, και δεν έρριξα τότε τον εαυτό μου στον βυθό, τότε που είχα μεθυσμένη την ψυχή μου από τα κύματα της λύπης και θα μπορούσα να το κάνω αυτό τότε εύκολα.

85. Όμως όταν ξημέρωσε, φωνάζοντας δυνατά και σκούζοντας με λυγμούς κοίταξα τριγύρω αναζητώντας τα νεκρά σώματα των ταλαίπωρων βρεφών μου. Με λυπήθηκαν λοιπόν οι εντόπιοι και βλέποντάς με γυμνή με έντυσαν. Έπειτα ερεύνησαν και τον βυθό αναζητώντας τα παιδιά μου. Επειδή όμως δεν τα εύρισκαν, για παρηγοριά μερικές από τις φιλόξενες γυναίκες που έτρεξαν διηγούνταν η κάθε μια τα δικά της κακά, ώστε με την συμφορά των ομοίων μου, να βρω λίγη παρηγοριά για τα δικά μου, αυτό όμως με έθλιβε περισσότερο και μου κατέτρωγε πιο πολύ την ψυχή, καθώς άκουα και άλλων γυναικών τις συμφορές. Και μολονότι πολλές ζητούσαν να με φιλοξενήσουν, μια από εκείνες φτωχή, πολύ βασανισμένη, με έπεισε να πάω στο δικό της καταγώγιο, λέγοντάς μου˙ Έχε θάρρος διότι και ο δικός μου άνδρας, που ήταν ναύτης, πέθανε στη θάλασσα όντας πολύ νέος και από τότε, αν και πολλοί μου ζητούσαν να τους παντρευτώ, εγώ προτίμησα να μείνω χήρα, ποθώντας τον δικό μου άνδρα˙ θα μοιραζόμαστε λοιπόν όλα, όσα θα μπορούμε να εξασφαλίζουμε και οι δυο με τα
χέρια μας. Και αυτά βέβαια είπε εκείνη.

86. Εγώ όμως, για να μη σε κουράζω μακραίνοντας τους λόγους για το θέμα αυτό, συγκατοίκησα μαζί της εξαιτίας της αγάπης της για τον άνδρα της. Ύστερα από λίγο όμως και τα δικά μου χέρια της ταλαίπωρης από τα δαγκώματα με εγκατέλειψαν, η γυναίκα αυτή που με φιλοξένησε, κυριευμένη ολόκληρη από κάποιο πάθος, έπεσε ακίνητη στο σπίτι. Επειδή λοιπόν η παλιά καλωσύνη των γυναικών ατόνησε, και τόσο εγώ όσο και εκείνη στο σπίτι βρισκόμαστε και οι δύο σε συμφορές, κάθομαι τώρα, όπως βλέπεις, εδώ ζητιανεύοντας, και ό,τι μαζέψω το μοιράζομαι με την ταλαίπωρη. Τα δικά μου λοιπόν σ’ αυτήν την κατάσταση βρίσκονται. Εσύ όμως μην αρνηθείς να εκπληρώσεις την υπόσχεση, να μου δώσεις το φάρμακο, για να το δώσω και στη συγκάτοικό μου που επιθυμεί να πεθάνει, και εγώ παίρνοντάς το να απαλλαγώ το γρηγορώτερο από αυτή τη ζωή.

84. Πλην, ίνα ταύτα ούτω γένηται, επενόησα όνειρον πλάσασθαι, ως δη τινός νύκτωρ επιστάντος μοι και ειρηκότος˙ Εξαυτής άμα τοις διδύμοις σου τέκνοις, ώ γύναι, επί χρόνον τινά, μέχρις ότε μηνύσω επανελθείν σε ενταύθα, έκβηθι την Ρωμαίων˙ επεί άμα ανδρί και πάσί σου τοις τέκνοις εκ του αιφνιδίου κακώς τελευτήσεις. Άμα δε τω τον όνειρόν με ψεύσασθαι προς τον άνδρα, αυτός, περίφοβος γενόμενος, τους τε δύο υιούς, δούλους τε και παιδίσκας και χρήματα συχνά εν πλοίω ενθέμενος, εις Αθήνας εξέπεμψεν, εντειλάμενος περί υιούς εκπαιδεύσαί με ΄Μέχρις αν, φησί, τω χρηματίσαντι δόξη επανιέναι σε΄. Και δη συν άμα τέκνοις η τάλαινα πλέουσα, υπό ανέμων αταξίας εις τούτους απορριφείσα τους τόπους, νυκτός της νηός διαλυθείσης, ναυαγίω περιεπέσομεν. Πάντων δε θανόντων, η ατυχής εγώ μόνη υπό σφοδρού κύματος ριπισθείσα, επί πέτρας ερρίφην, εφ’ ης καθεσθείσα ελπίδι του τα τέκνα με ζώντα ευρείν, εις τον βυθόν εμαυτήν ουκ έρριψα τότε, ότε και την ψυχήν είχον τοις της λύπης κύμασιν ήδη μεμεθυσμένην και πράξαι τούτο ευπετώς
ηδυνάμην.

85. Πλην, επειδή όρθρος εγένετο, μεγάλα βοώσα και γοερά κωκύουσα περιεβλεπομένην, ζητούσα των εμών ταλαιπώρων βρεθών τα νεκρά σώματα. Ελεήσαντες ουν με οι επιχώριοι και γυμνήν ιδόντες, ενέδυσαν. Είτα και τον βυθόν ανηρεύνων, τα εμά τέκνα ζητούντες. Επεί δε μη ηύρισκον, παραμυθίας χάριν τινές των φιλοξένων γυνακών προσελθούσαι διηγούντο εκάστη τα εαυτής κακά, ίνα τη των ομοίων συμφορά παραμυθίας μέρος εν τοις εμοίς εύροιμι, ο δη με και μάλλον ελύπει, και την ψυχήν επί πλείον κατήσθιε, γυναικών και άλλων ακούουσαν συμφοράς. Και δη και εις ξενίαν πολλών με άγειν αξιουσών, μία τις των ενταύθα πενιχρά, πολλά βασαμένη, εις το εαυτής ελθείν ενέπεισε καταγώγιον. Θάρσει, λέγουσα, και γαρ ο εμός ανήρ, ναύτης δε ούτος ην, κατά θάλασσαν τέθνηκε πάνυ νεώτερος ων˙ και εξ εκείνου πολλών με αξιούντων εις γάμον ελθείν, εγώ χηρεύειν ειλόμην, τον εμόν ποθούσα άνδρα. Έσται δε κοινά ημίν α δια χειρών αμφότεραι πορίζειν δυνάμεθα. Και ταύτα μεν εκείνη.

86. Εγώ δε, ίνα μη σοι μηκύνω τους υπέρ τούτου λόγους, συνώκησα αυτή δια την φιλανδρίαν. Ου πολύ το εν μέσω, και της ταλαιπώρου μεν αι χείρες εμού υπό των δηγμάτων παρείθησαν και η υποδεξαμένη με αύτη γυνή, υπό πάθους τινός όλη συνδεθείσα, σχεδόν ακίνητος επί της οικίας έρριπται. Επεί ουν ο των πάλαι γυναικών έλεος ήδη παρήκμασεν, εγώ δε και η κατ’ οίκον, αμφότεραι επίσης κεχρήμεθα, καθέζομαι νυν, ως οράς, ενταύθα προσαιτούσα, και ων αν ευπορήσω κοινά ποιουμένη και τη συνταλαιπώρω. Και τα μεν εμά τούτον έχει τον τρόπον. Λοιπόν συ μη κωλύσης την υπόσχεσιν πληρώσαι του δούναι το φάρμακον, όπως και τη συνοίκω θανείν επιθυμούση, του δοθέντος κοινωνήσω, αυτή τε μετασχούσα, της ζωής ταύτης θάττον απαλλαγώ.

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.