«Ιδού εξήλθεν ο σπείρων του σπείραι τον σπόρον αυτού. Και εν τω σπείρειν αυτόν ο μεν έπεσε παρά την οδόν, και κατεπατήθη, και τα πετεινά του ουρανού κατέφαγον αυτό˙ και έτερον έπεσεν εις την πέτραν, και φυέν, ανατείλαντος του ηλίου δια να το μη έχειν ικμάδα εξηράνθη˙ και έτερον έπεσεν αναμέσον των ακανθών και έπνιξαν αυτό˙ και άλλο έπεσεν εις την αγαθήν γην και φυέν εποίησεν ο μέν τριάκοντα, ο δε εξήκοντα, ο δε εκατόν. Ταύτα λέγων εφώνει, ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω», γράφει ο άγιος απόστολος και ευαγγελιστής Ματθαίος εις το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον: Ήτο ένας γεωργός και εβγήκεν από το σπίτι του, επήρε σπόρον και επήγαινε να σπείρη εις τους αγρούς του. Και εκεί οπού έσπερνεν, άλλος σπόρος έπεσεν εις την οδόν, άλλος εις την πέτραν, άλλος εις τας ακάνθας και άλλος εις την καλήν γην. Εκείνος ο σπόρος οπού έπεσεν εις την οδόν δεν εφύτρωσε, διότι η γη ήτο σκληρά και καταπατημένη και ήλθον τα πετεινά και τον έφαγον και έμεινεν η οδός άκαρπος.
Άλλος σπόρος έπεσεν εις την πέτραν, είχεν ολίγον χώμα, εφύτρωσεν, άλλ’ ευθύς οπού εβγήκεν ο ήλιος, ως μη έχων ρίζαν εξηράνθη και έμεινεν άκαρπος και αυτός ο σπόρος. Άλλος έπεσεν ανάμεσα εις τα αγκάθια, εφύτρωσε και αυτός, άλλ’ εβγήκαν και τα αγκάθια και τον έπνιξαν και αυτόν. Εκείνος οπού έπεσεν εις την καλήν γην εκαρπόφορησε. Π. χ. έσπειρεν έναν κιλόν30 και έκαμεν εκατόν. Άλλος έπεσεν εις κατωτέραν γην και έκαμεν εξήκοντα, άλλος εις έτι κατωτέραν και έφερε τριάκοντα.
Μου φαίνεται ότι εκαταλάβατε αυτή την παραβολήν. Αλλά δια να εννοήσετε καλύτερα, λέγομεν και τα ακόλουθα και προσέχετε ν’ ακούσητε τους λόγους του ιερού Ευαγγελίου. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός έχει πολλά και διάφορα ονόματα. Λέγεται Θεός, Υιός Θεού, Υιός ανθρώπου, σοφία, ζωή, ανάστασις και γεωργός. Ο Κύριος λοιπόν εβγήκεν από τον οίκον Του, δηλαδή από τους πατρικούς κόλπους, δια της ενσάρκου οικονομίας˙ κατεδέχθη ο Υιός και Λόγος του Θεού και εσαρκώθη εις την κοιλίαν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος˙ όλος μέσα εις την κοιλίαν της Θεοτόκου και όλος πανταχού παρών. Και καθώς ένας άνθρωπος ημπορεί να είνε ο νους του όλος εις την πόλιν και όλος εις τον οίκον του, και πάλιν ο νου του να είνε μέσα εις το κεφάλι του, ο άνθρωπος οπού είνε πλάσμα του Θεού έχει αυτό το χάρισμα, και ο Θεός δεν δύναται να είνε όλος εις τους ουρανούς, και όλος εις κάθε μέρος;
Ούτως εβγήκεν, αδελφοί μου, ο Κύριος από τον οίκον του και επήρε σπόρον να σπείρη τα χωράφια του, τας καρδίας των ανθρώπων. Ποίος είνε ο σπόρος; Το άγιον Ευαγγέλιον, το να πιστεύσωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να έχωμεν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τους αδελφούς μας. Ποία είνε η οδός; Είναι ο υπερήφανος άνθρωπος, οπού είνε σκληρά και καταπατημένα η καρδία του από τας βιωτικάς μερίμνας˙ ακούει τον λόγον, αλλά δεν εμβαίνει εις την καρδίαν του, και έρχονται οι δαίμονες και παίρνουν τον λόγον του Θεού, και μένει άκαρπος, ήγουν χωρίς ψυχικήν ωφέλειαν. Πέτραν είνε η καρδία εκείνου οπού ακούει τον λόγον του Θεού και τον δέχεται μετά χαράς, μα έχει ολίγην ευλάβειαν εις τον Χριστόν, και άμα του έλθη ο πειρασμός, τον αρνείται και πηγαίνει με τον διάβολον. Άκανθαι είνε εκείνος οπού ακούει τον λόγον του Θεού, και ύστερα έρχονται τα πονηρά πάθη και τον πνίγουν, και μένει και αυτός άκαρπος. Η καλή γη είνε ο τέλειος άνθρωπος, όστις έφερεν εκατόν, ο μεσαίος
εξήκοντα και ο κατώτερος τριάκοντα.
Μα το κεκρυμμένον νόημα της παραβολής δεν το εννοήσατε, και πρέπει εις έκαστον μέρος να είπωμεν από ένα παράδειγμα.
Τον παλαιόν καιρόν ήτο ένας βασιλεύς των Εβραίων λεγόμενος Μανασσής, ο οποίος τους εβασάνιζε με πολλά παιδευτήρια. Τον εσυμβούλευαν οι προφήται και διδάσκαλοι να κυβερνά τον λαόν με πραότητα, άλλ’ αυτός δεν ήκουε τον λόγον του Θεού, δεν μετενόησε. Βλέπων ο Θεός την κακήν του γνώμην τι κάμνει; Σηκώνει ένα βασιλέα από την ανατολήν και τον πολεμά και τον παίρνει σκλάβον, και τον κλειδώνει μέσα εις ένα καζάνι δια να τον κάψη. Τι κάμνει εκεί ο Μανασσής, μέσα εις το χάλκωμα; Ενεθυμήθη τας αμαρτίας του, έκλαυσε, παρεκάλεσε τον Θεόν να τον ελευθερώση και πλέον δεν αμαρτάνει. Βλέπων ο Θεός την καλήν του γνώμην ήκουσε την μετάνοιάν του, εδέχθη τα δάκρυά του και έστειλεν ένα άγγελον και τον ελευθερώνει από εκείνον τον κίνδυνον. Ύστερον επώλησε τα πράγματά του και τα έδωσεν ελεημοσύνην και υπήγε και ασκήτευεν εις όλην του την ζωήν με νηστείας, αγρυπνίας, προσευχάς, και επήγεν εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε.
Ανίσως, αδελφοί μου, και είνε κανείς από σας και είνε σκληροκάρδιος ωσάν τον Μανασσή και ενθυμηθή τας αμαρτίας του και μετανοήση και κλαύση, ας είνε βέβαιος ότι δέχεται την μετάνοιάν του καθώς του Μανασσή.
Να είπωμεν δε και δια την πέτραν˙ έχομεν πολλά, αλλά μόνον ένα παράδειγμα θα είπωμεν, του αποστόλου Πέτρου. Τη Μεγάλη Πέμπτη το εσπέρας ηξεύροντας ο Κύριος ως καρδιογνώστης Θεός όλα τα μέλλοντα, και μάλιστα την καρδίαν των Εβραίων και του Ιούδα, εκάθησε και εδίδαξε τους αγίους Αποστόλους πολλά και διάφορα νοήματα. Μεταξύ των άλλων τους είπε και τούτον τον λόγον: Να ηξεύρετε ότι ένας από σας θα με πωλήση εις τους Εβραίους δια τριάντα φλωρία, και θα με περιγελάσουν οι Εβραίοι, θα με υβρίσουν, θα με δείρουν και θα με σκοτώσουν. Όμως μη λυπείσθε, διότι εγώ θέλω να σταυρωθώ, δια να σταυρώσω την αμαρτίαν και τον διάβολον, και να δώσω ζωήν εις τους ανθρώπους, και την τρίτην ημέραν ν’ αναστηθώ και να χαροποιήσω υμάς και τον ουρανόν και την γην, και να φαρμακώσω τον άδην και τους Εβραίους και μάλιστα τον διάβολον. Μάθετε δε και τούτο, μαθηταί μου, ότι τότε θα με αφήσετε όλοι και θα φύγετε. Απεκρίθη ο Πέτρος και λέγει: Κύριε, όλοι και αν σε αρνηθούν, εγώ δεν σε αρνούμαι ποτέ. Του λέγει ο Κύριος:
Πέτρε, μη καυχάσαι. Όχι, Κύριε, είμαι έτοιμος να χύσω και το αίμα μου δια την αγάπην σου. Του λέγει ο Κύριος: Καλά, Πέτρε˙ ο καιρός θέλει το δείξει, Λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε, μη γένοιτο να σε αρνηθώ ποτέ. Λέγει του ο Κύριος: Εσύ οπού λέγεις ότι με αγαπάς, θα με αρνηθής απόψε˙ πριν λαλήση ο πετεινός δις, θα με αρνηθής τρις. Διότι καλύτερα ήξευρεν ο Κύριος την καρδίαν του Πέτρου παρά ο ίδιος. Πάλιν λέγει ο Πέτρος: Όχι, Κύριε˙ όλοι αν σε αρνηθούν, εγώ δεν σε αρνούμαι. Του λέγει ο Κύριος: Το σιτάρι όταν το πυρώση ο ήλιος, τότε φαίνεται πώς είνε ριζωμένον, αν δεν ξηρανθή. Ομοίως και κάθε χριστιανός όταν του έλθη πειρασμός και δεν αρνηθή τον Χριστόν, τότε είνε αληθής χριστιανός.
Ήλθεν η ώρα, παρεδόθη ο Κύριος θεληματικώς εις τους Ιουδαίους˙ ευθύς έφυγον οι Απόστολοι, καθώς είπεν ο Κύριος˙ επήραν οι Εβραίοι τον Χριστόν και τον επήγαν εις τα παλάτια του Άννα και του Καϊάφα και ήρχισαν να τον εξετάζουν πόθεν είνε. Επήγεν ο Πέτρος και ίστατο μακρόθεν δια να ίδη τα πάθη του Χριστού μας. Έρχεται ένας Εβραίος και λέγει του Πέτρου: Και συ μαζί με τον Χριστόν είσαι; Απεκρίθη ο Πέτρος: Όχι, δεν τον γνωρίζω τι άνθρωπος είνε. Ακούετε, αδελφοί μου, τί έκαμεν ο Πέτρος; Ηρνήθη τον Χριστόν και υπήγεν με τον διάβολον. Πρωτύτερα έστεκε να ίδη τι κάμνουν του Χριστού˙ ύστερον εκοίταζε την πόρταν να φύγη. Έρχεται και άλλος και λέγει του Πέτρου: Και συ μαζί με τον Χριστόν είσαι; Λέγει πάλιν ο Πέτρος: Δεν ηξεύρω τί μου λέγεις. Όταν εζύγωσε κοντά εις την πόρταν να φύγη, τον πιάνει και άλλος Εβραίος και του λέγει: Και συ μαθητής του είσαι; Λέγει ο Πέτρος: Να έχω το ανάθεμα, αν τον ηξεύρω αυτόν τον άνθρωπον.
Ακούετε αδελφοί μου, ότι εκείνος, όστις έλεγεν ότι χύνει το αίμα του δια την αγάπην του Χριστού, τώρα τον αρνείται. Και καθώς ηρνήθη το τρίτον, ώ του θαύματος! ελάλησεν ο πετεινός, καθώς είπεν ο Κύριος. Ακούσας ο Πέτρος τον πετεινόν ενεθυμήθη τον λόγον του Κυρίου, και εξελθών έξω έκλαυσε με μαύρα δάκρυα, και εις όλην του την ζωήν, όταν ήκουε τον πετεινόν, έκλαιεν ενθυμούμενος την άρνησιν.
Εσταυρώθη ο Κύριος, ανέστη την τρίτην ημέραν, εφανερώθη εις τας μυροφόρους και τας λέγει: Υπάγετε και είπατε εις τους Αποστόλους και εις τον Πέτρον ότι ανέστην, και τους περιμένω εις την Γαλιλαίαν. Διατί εξεχώρισε τον Πέτρον; Δια να μάθη ότι εδέχθη την μετάνοιάν του ο Κύριος και τον εσυγχώρησεν. Επήγαν οι Απόστολοι εις τον Χριστόν και έλαβον την χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Επήγε και ο Πέτρος, αμή έστεκε σκυθρωπός. Του λέγει ο Κύριος: Πέτρε, μ’ αγαπάς; Και τον ηρώτησε τρεις φοράς, εις διόρθωσιν των τριών αρνήσεων, και τον επανέφερεν εις την πρώτην του αξίαν.
Έπειτα διήλθε δύσιν και ανατολήν και έκαμε χιλιάδας χριστιανούς. Τον συνέλαβεν ένας βασιλεύς της Ρώμης και του έλεγεν ν’ αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα. Ο δε Πέτρος του λέγει: Δεν τον αρνούμαι. Όθεν τον εσταύρωσε με το κεφάλι κάτω και παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του Χριστού μας και επήγεν εις τον παράδεισον.
Να είπωμεν και δια τα αγκάθια. Η οσία Μαρία από δώδεκα χρονών κορίτσι έπεσεν εις τας χείρας του διαβόλου˙ ημέραν και νύκτα ευρίσκετο εις την αμαρτίαν. Την εφώτισεν ο ελεήμων Θεός και φεύγει από τον κόσμον και πηγαίνει εις την έρημον. Εκεί ασκήτευε σαράντα χρόνους, και εκαθαρίσθη και έγινε σαν άγγελος. Θέλων ο Κύριος να την αναπαύση έστειλεν ένα άγιον ασκητήν Ζωσιμάν να την εξομολογήση και να την μεταλάβη τα Άχραντα Μυστήρια. Και ύστερον παρέλαβε την αγίαν της ψυχήν εις τον παράδεισον να χαίρεται με τους αγγέλους. Ανίσως και είνε κανένας από σας ωσάν την οσίαν Μαρίαν, αυτήν την ώραν να κλαύση και μετανοήση, τώρα οπού έχει καιρόν, και ας είνε βέβαιος ότι θα σωθή καθώς και η οσία Μαρία.
Να ειπούμεν και δια την καλήν γην. Η αγία Παρασκευή ήτο δώδεκα χρονών κόρη από γένος ευγενικόν. Μείνασα ορφανή εμοίρασεν όλην της την περιουσίαν εις τους πτωχούς, και με αυτά ηγόρασε τον παράδεισον. Και μετεχειρίζετο ως φτιασίδια τα δάκρυα, ενθυμουμένη τας αμαρτίας της. Ως σκουλαρίκια είχε τα ώτα της ανοικτά δια ν’ ακούη τας Αγίας Γραφάς. Ως κορδόνι είχε τας πολλάς νηστείας, οπού έκαμνον τον λαιμόν της και έλαμπεν ως ο ήλιος. Ως δακτυλίδια τους κόμβους των δακτύλων της από τας πολλάς μετανοίας οπού έκαμνεν. Ως χρυσούν ζωνάριον την παρθενίαν οπού εφύλαξεν εις όλην της την ζωήν. Ως φόρεμα την εντροπήν οπού είχεν εις τον εαυτόν της και ο φόβος του Θεού οπού την εσκέπαζεν. Έτσι εστολίζετο η Αγία. Ανίσως και είνε κανένα κορίτσι και θέλη να στολίζεται, ας στοχασθή τι έκαμνεν η Αγία, να κάμνη και εκείνη, αν θέλη να σωθή. Έτσι, αδελφοί μου, η αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφωτάτη. Και δια την καθαρότητά της την ηξίωσεν ο Θεός και έκαμνε και θαύματα.
Ιάτρευε τυφλούς, κωφούς˙ ανέστηνε νεκρούς. Δύο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου, βλέποντας την Αγίαν να κάμνη θαύματα, την εφθόνησαν και την διέβαλον εις τον βασιλέα Αντωνίνον ως χριστιανήν. Την κράζει λοιπόν ο βασιλεύς και της λέγει ν’ αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τους θεούς, να την κάμη βασίλισσαν. Λέγει του η Αγία: Εγώ δεν είμαι ανόητη ωσάν εσένα, να αρνηθώ τον Χριστόν μου και να υπάγω εις τον διάβολον˙ ν’ αφήσω την ζωήν και να υπάγω εις τον θάνατον. Άμποτε να άφηνες και συ το σκότος και να ήρχεσο εις το φως. Ακούετε, αδελφοί μου, ένα κορίτσι να ομιλή με τοιαύτην παρρησίαν εμπρός εις ένα βασιλέα; Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν του, δεν φοβείται όλον τον κόσμον. Ανίσως θέλωμεν και ημείς να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχωμεν το θεόν εις την καρδίαν μας. Λέγει ο βασιλεύς της Αγίας: Σου δίδω τρεις ημέρας διορίαν˙ αν δεν μου υπακούσης, θα σε θανατώσω. Λέγει του η Αγία:
Βασιλεύ, εκείνο οπού θέλεις να κάμης εις τρεις ημέρας, κάμε το τώρα, διότι εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου. Τότε προστάζει ο βασιλεύς και άναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊάν και βάνουν ένα καζάνι γεμάτο πίσσαν και θειάφι και βράζει καλά. Βλέπουσα η Αγία το καζάνι εχαίρετο, ότι έμελλε ν’ αναχωρήση από τούτον τον ψεύτικον κόσμον και να υπάγη εις εκείνον τον αληθινόν και αιώνιον. Προστάζει ο βασιλεύς να βάλλουν την Αγίαν εις το καζάνι δια να καή. Η Αγία έκαμε τον σταυρόν της και εμβαίνει μέσα. Περιμένει δύο – τρεις ώρας ο βασιλεύς και βλέπων οπού δεν καίεται η Αγία της λέγει: Παρασκευή, διατί δεν καίεσαι; Λέγει του η Αγία: Διότι ο Χριστός εδρόσισε το νερό και δεν καίομαι. Λέγει της ο βασιλεύς: Ράντισόν με και εμέ δια να ίδω, καίει; Επήρεν η Αγία με τας δύο της χείρας και του ρίπτει εις το πρόσωπον και ευθύς, ώ του θαύματος! ετυφλώθη και εγδάρθη το πρόσωπόν του. Φωνάζει ο βασιλεύς: Μέγας ο Θεός των χριστιανών και εις αυτόν πιστεύω και εγώ˙ και έβγα να με βαπτίσης.
Εβγήκεν η Αγία και τον εβάπτισε με όλον του το βασίλειον. Έπειτα την απεκεφάλισεν άλλος βασιλεύς και υπήγεν εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν κατά τον λόγον του Κυρίου.
Να είπωμεν και δι’ εκείνον οπού έφερε τα εξήκοντα. Εις τας 9 του Οκτωβρίου εορτάζει η Εκκλησία μας τον άγιον Ανδρόνικον με την σύζυγόν του Αθανασίαν. Τους είχε χαρίσει ο άγιος θεός δύο παιδία αρσενικά, και μίαν ημέραν απέθανον κα τα δύο. Κλαίουσα η Αθανασία δια τα τέκνα της, έρχεται άγγελος Κυρίου και της λέγει: Αθανασία, διατί κλαίεις; Τα τέκνα σου χαίρονται εις τον παράδεισον και θα τα απολαύσης εις την Δευτέραν Παρουσίαν, και μη λυπείσαι. Και έτσι την επαρηγόρησε. Λέγει η Αθανασία του Ανδρονίκου: Αφέντη, χιλιάδες άνδρες και γυναίκες εφύλαξαν παρθενίαν εις όλην των την ζωήν. Ημείς υπανδρευθήκαμεν και απελαύσαμεν τα σωματικά. Δεν γινόμεθα καλόγηροι να κάμωμεν και τα ψυχικά, να υπάγωμεν και εις τον παράδεισον; Απεκρίθη και ο ευλογημένος Ανδρόνικος και της λέγει: Ας γίνη, αδελφή μου, το θέλημα του Θεού. Και απ’ εκείνην την ώραν έζων ως αδελφοί. Εμοίρασαν την περιουσίαν των, επήγαν και οι δύο εις μοναστήριον και έγιναν καλόγηροι και έζησαν με νηστείας και σκληραγωγίας και επήγαν εις τον
παράδεισον. Αυτοί έκαμον τα εξήκοντα, διότι έκαμον πρώτον τα σωματικά και δεύτερον τα ψυχικά. Αυτοί βέβαια είνε κατώτεροι από την αγίαν Παρασκευήν. Ανίσως και θέλη κανένας από σας να κάμη τα εξήκοντα, ας αγωνίζεται ωσάν τον άγιον Ανδρόνικον και την αγίαν Αθανασίαν και σώζεται.
Πάλιν αν δεν ημπορήτε να κάμετε τα εξήκοντα, μιμηθήτε εκείνον οπού έκαμε τα τριάκοντα. Εις την ανατολήν ήτο ένας άνθρωπος ιερεύς, το όνομα Ιωάννης, υπανδρευμένος. Είχεν είκοσι παιδία. Μίαν ημέραν υπήγεν ένας Δεσπότης εις το σπίτι του παπά, βλέπει τα παιδία και ερωτά τίνος είνε. Ιδικά μου, λέγει ο παπάς, είνε˙ ο Θεός μου τα εχάρισε. Του λέγει ο Δεσπότης: Πόσους χρόνους είσαι υπανδρευμένος; Δεκαοκτώ, λέγει ο παπάς. Τότε λέγει ο Δεσπότης: Δια δεκαοκτώ χρόνους έχεις 20 παιδία; Εσύ πρέπει να καθαιρεθής. Λέγει του ο παπάς: Να εξομολογηθώ, Δεσπότη μου, και αν το εύρης εύλογον, ας γίνη ο ορισμός του Θεού. Ήρχισεν ο παπάς και λέγει: Εγώ, Δεσπότη μου, έμαθα γράμματα Ελληνικά, έγινα δεκαοκτώ χρονών αναγνώστης, εικοσιπέντε διάκονος και τριάκοντα ιερεύς χωρίς να σώσω καν ένα άσπρο. Κατά τους θείους νόμους υπανδρεύθηκα. Πρώτον εξωμολογηθήκαμε με την παπαδιά μου, επήγαμεν εις την εκκλησίαν και εστεφανωθήκαμεν, έπειτα κοινωνήσαμεν τα Άχραντα Μυστήρια και μετά τρεις ημέρας εσμίξαμεν.
Και ωσάν εγκαστρώθη, εχωρίσαμεν έως οπού εγέννησεν. Εσαράντισε, και τότε πάλιν εσμίξαμεν, και πάλιν εχωρίσαμεν έως οπού εγέννησε. Εσαράντισε, και τότε πάλιν εσμίξαμεν, και πάλιν εχωρίσαμεν, και με τέτοιον τρόπον εκάμαμε τα είκοσι τέκνα, πανιερώτατε. Λέγει ο Δεσπότης. Συγχωρημένος και ευλογημένος να είσαι˙ να κάμης πενήντα και εκατόν τέκνα. Έτσι ο ευλογημένος Ιωάννης έμαθε τα τέκνα του γράμματα, τα επαίδευσε με νουθεσίας καλάς, και επέρασεν εδώ καλά και επήγεν εις τον παράδεισον. Αυτός έκαμε τα τριάκοντα. Θέλεις και συ, αδελφέ μου, να κάμης τα τριάκοντα; Μιμήσου τον παπά Ιωάννην τώρα οπού έχεις καιρόν.
Αυτή είνε η εξήγησις της παραβολής. Οδός είνε οι Εβραίοι, οι οποίοι είνε δια την κόλασιν. Πέτρα είνε οι ασεβείς. Και καλή γη είνε οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι σώζονται. Αλλά πώς σώζονται; Ο καθένας καθώς έπραξεν˙ αν δηλαδή έκαμε καλά, πηγαίνει εις τον παράδεισον˙ αν κακά, πηγαίνει εις την κόλασιν.
Από το βιβλίο: «Ο Αποστολικός Αμβων του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (Διδαχέσ, Επιστολές)». Της μοναχής Ευθυμίας, ηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Μεγαδένδρου Θέρμου.
Εκδοση Ι. Μονής Αγίου Κοσμά του Αιτωλού Μεγαδένδρου. Αθήναι 2010.
Η/Υ επιμέλεια – Σοφίας Μερκούρη.