Λίγο πριν από το τέλος του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Στην ίδια συνάντηση ο Τζώρτ Χόρτον ενημέρωσε τον Χρυσόστομο ότι είχε μεριμνήσει για την ασφαλή διαφυγή του μέσω ενός αμερικανικού αντιτορπιλικού, το οποίο τον ανέμενε στο λιμάνι της πόλης, προσθέτοντας μάλιστα πως ήταν πρόθυμος να τον συνοδεύσει ο ίδιος μέχρι τη προκυμαία. Ο άγιος αφού τον ευχαρίστησε του είπε:

-«Είμαι ποιμένας και οφείλω να μείνω κοντά στο ποίμνιό μου».1

Παρ’ όλα αυτά, ο γενικός πρόξενος της Αμερικής επέμεινε και συνέστησε στον μητροπολίτη να φύγει έστω για λίγες μέρες από τη Σμύρνη, μέχρις ότου περνούσε η πρώτη εκδικητική μανία των Τούρκων, και αργότερα θα μπορούσε να επιστρέψει και πάλι στην πόλη. Ωστόσο, ο μαρτυρικός ιεράρχης απάντησε:

-«Δεν μπορώ να αφήσω το ποίμνιό μου εκτεθειμένον!» Αντιλαμβάνομαι το κρίσιμον των στιγμών και γνωρίζω ότι η «μπόρα» θα ξεσπάση επάνω μου. Άλλ’ είνε αδύνατον να εγκαταλείψω τους χριστιανούς κατά την τραγικήν αυτήν ώραν. Θα προσπαθήσω να τους σώσω˙ και αν δεν τους σώσω, έχω καθήκον να συμμερισθώ την τύχην των, πρώτος μεταξύ των πρώτων, και, ει δυνατόν, εγώ μόνος υπέρ όλων!… Εις αυτάς τας στιγμάς φαίνεται ο ποιμήν ο καλός και οποίος υπήρξα πάντοτε οφείλω να μείνω και τώρα!».2

Φανερά συγκινημένος ο Χόρτον αποχαιρέτησε τον άγιο, λέγοντάς του:

-«Εύχομαι εις τον Θεόν να σας προστατεύση».3

Την ίδια μέρα ο μητροπολίτης συναντήθηκε και με τον αρχιεπίσκοπο των καθολικών, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι είχε εξασφαλίσει κατάλληλη θέση σε ξένο ατμόπλοιο προκειμένου να αναχωρήσουν μαζί από την πόλη. Στην άρνηση του Χρυσοστόμου να τον ακολουθήσει, ο αρχιεπίσκοπος των καθολικών τον παρακάλεσε να εγκαταλείψει τη Σμύρνη, καθώς οι Τούρκοι γνώριζαν τις ενέργειές του εναντίον των τουρκικών θηριωδιών όλα τα προηγούμενα χρόνια, γεγονός που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του. Γαλήνιος και σταθερός στην απόφασή του ο άγιος απάντησε:

-«Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος είναι να παραμείνη με το ποίμνιόν του».4 «Αδυνατώ να σας ακολουθήσω».5

Το απόγευμα της 25ης Αυγούστου ο Χρυσόστομος μετέβη στο λιμάνι της Σμύρνης και παρέδωσε στον κυβερνήτη του θωρηκτού «Λήμνος» Δημήτριο Γ. Φωκά (1886-1966) δύο κιβώτια, επιμελώς σφραγισμένα, τα οποία περιείχαν τα αρχιερατικά άμφια και την αλληλογραφία του. Μαζί με αυτά, ο ιεράρχης παρέδωσε στον κυβερνήτη και μια επιστολή προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, την οποία παρακάλεσε να στείλει το ταχύτερο δυνατό στον προορισμό της.

Αγαπητέ φίλε και αδελφέ κ. Ελευθέριε Βενιζέλε,

Επέστη η μεγάλη στιγμή της μεγάλης εκ μέρους Σας χειρονομίας. Ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση.

Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είνε οι πολιτικοί και προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος δια δύο πράξεις Σας.

Πρώτον, διότι απεστείλατε εις Μ. Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν ένα τούτ’ αυτό παράφρονα και εγωϊστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ του και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία του τόπου, διότι εν τω φρενοκομείω του βεβαίως δεν είχον τόπον, και εις το τέλος αποδώσαντα αυτούς τους αγλαούς καρπούς της τελείας του Μικρασιατικού λαού καταστροφής, τους οποίους νυν θερίζομεν.

Και δεύτερον, διότι πριν αποπερατώσητε το έργον Σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του ανεγερθέντος αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματός Σας, της καταθέσεως των θεμελίων της περικλεεστάτης ποτέ Βυζαντινής μας Αυτοκρατορίας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπνευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ’ αυτάς τας παραμονάς της εισόδους Σας εις Κωνσταντινούπολιν και της καταλήψεως αυτής υπό του Ελληνικού στρατού προς εκτέλεσιν των όρων της –οίμοι -δια παντός καταστραφείσης συνθήκης των Σεβρών.

Αλλά γέγονεν ο γέγονεν. Ακόμη υπάρχει καιρός αν όχι να σωθή η συνθήκη των Σεβρών, αλλά τουλάχιστον να μη καταστραφή τέλεον το Ελληνικόν Έθνος δια της απωλείας όχι μόνον της Μ. Ασίας, αλλά και της Θράκης και αυτής ίσως της Μακεδονίας. Και επειδή οι καιροί ου μενετοί πλέον, έκρινα καθήκον και εμόν απαραίτητον, να κυλίσω τον πίθον μου εν μέσω της γενικής κινήσεως της παγκοίνου εδώ συμφοράς μας˙ και πρώτον μεν έγραψα με ημερομηνίαν 21 Αυγούστου προς τον επί του θρόνου του Ελληνικού ευρισκόμενον Κωνσταντίνον να προβή εις τας μεγάλας αποφάσεις εν αις πρωτίστην θεωρώ την ανάληψιν της πηδαλιουχίας του Ελληνικού σκάφους παρά της πάγκοινον της Ευρωπαϊκήν υπόληψιν κεκτημένης Σης κορυφής, την παράδοσιν της διοικήσεως του στρατού εις τους εκδιωχθέντας αξιωματικούς της Αμύνης, οι οποίον γνωρίζουν πως ανασυντάσσεται κατεστραμμένος στρατός και οδηγείται εις την νίκην και την άμεσον εντεύθεν εκδίωξιν Στεργιάδου και Χατζανέστη και άλλα στοιχεία.

Έκρινα δε προ παντός απαραίτητον εκ των φλογών της καταστροφής εν αίς οδυνάται ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, και ζήτημα είνε εάν, όταν το παρόν γράμμα μου αναγινώσκηται υπό της Υμετέρας Εξοχότητος, αν ημείς υπάρχωμεν πλεόν εν τη ζωή, προοριζόμενοι – τις οίδε – κατά ανεξερευνήτους βουλάς της Θείας Προνοίας εις θυσίαν και ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ, να απευθύνω την υστάτην έκκλησιν προς την φιλογενή και μεγάλην ψυχήν Σου και να Σας είπω δύο λέξεις. Εάν δια να σώσητε την Ελλάδα εκρίνατε καθήκόν Σας να προβήτε εις το επαναστατικόν κίνημα της Θεσσαλονίκης, μη διστάσητε τώρα να προβήτε εις εκατόν τοιαύτα κινήματα, ίνα σώσητε τώρα ολόκληρον τον απανταχού γης και ιδία τον Μικρασιατικόν και Θρακικόν Ελληνισμόν, ο οποίος τόσην θρησκευτικήν λατρείαν τρέφει προς Υμάς.

Δεν είνε ανάγκη ο Ελληνισμός ούτος και αι Χώραι αύται μετά της Κωνσταντινουπόλεως να ενωθώσιν μετά της Ελλάδος, διότι το όνειρον τούτο απεμακρύνθη αφ’ ημών τουλάχιστον δι’ εκατόν έτη, αλλά σπεύσατε και υψώσατε πανταχού την επιβλητικήν φωνήν Σας, αυταί αι Χώραι να αποτελέσουν εν αυτόνομον ανατολικόν Χριστιανικόν Κράτος, έστω υπό την κυριαρχίαν του Σουλτάνου, και Ύπατον Αρμοστήν την Σην περινουστάτην κορυφήν.

Είνε η μόνη και ενδεδειγμένη λύσις, ήτις θα θέση τέρμα εις τας συμφοράς των κατοίκων της Ανατολής και θα δώση την ησυχίαν και ειρήνην εις την Ευρωπαϊκήν διπλωματίαν, διότι δι’ όλους τότε θα υπάρχη τόπος και τρόπος εκμεταλλεύσεως των ανεκμεταλλεύτων πηγών του πλούτου της τόσον υπό του Θεού ευνοηθείσης και ευεργετηθείσης αλλά τόσον οικτρώς κακοδαιμονούσης πλουσίας και ευδαίμονος ταύτης Χώρας.

Και νυν, φίλτατε αδελφέ, Σε μόνον θεωρούμεν τον από μηχανής θεόν, Σε βράχον, Σε ελπίδα, Σε Σωτήρα και Μεσσίαν μας. Περίζωσε την ρομφαίαν του λόγου Σου και κατευοδού προς ημάς και κόψον τον άλυτον δια την διπλωματίαν μέχρι σήμερον δεσμόν του Ανατολικού ζητήματος.

Πίπτων επί του τραχήλου Υμών, περιλούω Υμάς δι’ απείρων φιλημάτων σεβασμού και αγάπης.
Εν Σμύρνη τη 25η Αυγούστου 1922
+ Ο Σμύρνης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ6

Ταυτόχρονα, από κοινού με τον Μητροπολίτη Εφέσου, ο Χρυσόστομος απέστειλε στον Βενιζέλο το ακόλουθο τηλεγράφημα:

«Σας εξορκίζομεν προς σωτηρίαν επιθανατίου Ελληνισμού Μικράς Ασίας, σπεύσατε λάβετε εσχάτους αποφάσεις».

Στο τηλεγράφημα αυτό, ο Βενιζέλος απάντησε μόλις στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, ζητώντας από τον ιεράρχη οδηγίες για το τι θα μπορούσε να ζητήσει από τους Συμμάχους, δεδομένου ότι είχε αποκλειστεί η στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα τον Πόλεμο της Μικράς Ασίας.

«Ενώπιον εθνικής καταστροφής είμαι δυστυχώς ανίσχυρος πράξω τι. Παρακαλώ υποδείξητε τι νομίζετε ότι δύναμαι εκληπαρίσαι παρά των συμμάχων δεδομένου ότι ουδέποτε στέρξουσιν εις στρατιωτικήν παρέμβασιν ήτις μόνον θα ήτο αποτελεσματικήν».7

Υποσημειώσεις.

1. Ό. π., σ’. 94
2. Ακρόπολις, αρ. φύλλ. 298/24.11.1929,σ. 1
3. Αγγελομάτη, ό. π., σ. 214
4. Λοβέρδος, ό. π., σ. 207
5. Πολίτη, ό. π., σ. 299
6. Πρβλ. το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 254-255 & Πολίτη, ό. π., σσ’. 300-302
7. Βικτώρια Σολομωνίδου, ό. π., σ. 307

***

Στις 26 Αυγούστου 1922 ο Χρυσόστομος συναντήθηκε στη μητρόπολη με τον Σμυρναίο δημοσιογράφο Γεώργιο Αναστασιάδη, ο οποίος πολλά χρόνια αργότερα κατέγραψε όσα του αφηγήθηκε την ημέρα εκείνη ο άγιος σχετικά με τις ενέργειες που είχε κάνει για τη σωτηρία των χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων οι οποίοι είχαν εγκλωβιστεί στη Σμύρνη:

«Πρώτα πρώτα πήγαμε στο αγγλικό προξενείο. Ο πρόξενος μας δέχθηκε μουτριασμένος και αμίλητος. Του παρέστησα την αγωνία του πληθυσμού, την αβεβαιότητα της αύριον και του εξήγησα ότι πήγαμε να τον παρακαλέσουμε να φροντίσει για την ασφάλεια… Μ’ άρπαξε από τα μούτρα (αυτή ήταν η φράση του Δεσπότη) και φώναξε:

-«Τί θέλετε να σας κάμω; Τί μπορώ να κάμω; Μήπως έχω καμιά δύναμη στη διάθεσή μου; Ο στρατός που έπρεπε να σας προστατεύσει φεύγει…

«Έμεινα αποσβολωμένος. Βλέποντας το ύφος μου ο πρόξενος, έσπευσε να προσθέσει:

-«Ως τόσο θα κάνω το καθήκον μου, μπορείτε να είστε βέβαιοι. Να δείτε όμως και τον πρόξενο της Γαλλίας.

«Φύγαμε. Όταν φθάσαμε στην εξώπορτα, έτρεξε βιαστικός ο Σμίθ (ο υποπρόξενος) και μου είπε:

-«Μην τον παρεξηγήσετε, Σεβασμιώτατε. Είναι καταπικραμένος, γι’ αυτό σας μίλησε έτσι. Να είστε όμως βέβαιοι ότι θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν.

«Από εκεί τραβήξαμε για το γαλλικό προξενείο, συνέχισε ο Μητροπολίτης. Εκεί όλως διόλου διαφορετική ατμόσφαιρα. Ο πρόξενος μας δέχθηκε με μεγάλη εγκαρδιότητα και μόλις άρχισα να μιλώ με διέκοψε:

-«Στρατό. Στρατόν, είπατε; Είστε βέβαιος, Σεβασμιώτατε;

-«Μα ναι, ναι.

-«Μήπως μίλησε για αγήματα; Κι έπειτα δεν σας έκανε εντύπωση η διαφορά των δύο προξένων στην υποδοχή σας;

«Έβγαλε έναν ελαφρό αναστεναγμό:

-«Τί να σου πω; Φαίνεται πως διαφωνούν πάλι, π’ ανάθεμά τους.

«Δεν θυμούμαι αν έγινε λόγος για τον Χόρτον, τον πρόξενο της Αμερικής. Ούτε μπορώ να καταλάβω γιατί δεν ζήτησα εξηγήσεις για τα τελευταία λόγια του, τί εννοούσε δηλ. με τα «πάλι διαφωνούν»1. Άλλως τε ο ίδιος άλλαξε αμέσως θέμα και ρώτησε:

-«Σεις τί κάνετε;

-«Εγώ, Σεβασμιώτατε, φεύγω αύριο και γι’ ατό πέρασα…

«Δεν πρόφθασα να τελειώσω τη φράση μου. Ανέκτησε μονομιάς το γνώριμο ζωηρό και βιαστικό τόνο της φωνής του:

-«Δεν κάνετε καλά, δεν κάνετε καλά, σου λέγω. Τί παράδειγμα θα δώσετε στον κόσμο;

-«Μα ποιόν κόσμο, Σεβασμιώτατε! Όλοι φεύγουν, όλοι.

-«Κι ο Σωκράτης;

«Εννοούσε το διευθυντή της «Αμαλθείας» Σολομωνίδη.

-«Έμαθα πως αυτός φεύγει σήμερα κιόλας.

«Με κοίταξε άλαλος. Ήταν σαν να δέχθηκε απότομα χτύπημα. Είχε, και δικαίως, μεγάλη εκτίμηση στο μυαλό και στην κρίση του αείμνηστου Σωκράτη. Θα σκέφθηκε, φαίνεται, πως για να φεύγει κι αυτός δεν έμεινε πια καμιά ελπίδα.

«Διέκοψα δειλά τη σιωπή του:

-«Αύριο, Δεσπότη μου, θα βγω στην προκυμαία κι αν δω ν’ αποβιβάζεται στρατός θα μείνω, αλλά… δεν το πιστεύω. Και σεις όμως πρέπει να σκεφθήτε σοβαρώτερα…

Αντιτάχθηκε ζωηρά:

-«Δηλαδή; Με συμβουλεύεις να φύγω; Σε μένα δεν επιτρέπεται ν’ αφήσω το ποίμνιό μου.

-«Μα ποιό ποίμνιο, Δεσπότη μου; δεν μένει πια ποίμνιο, και πρέπει να σκεφθήτε πως μπορεί επί τέλους να κινδυνεύει κι η ζωή σας.

«Όπως ήταν πεσμένος στον καναπέ, είχε τα βλέμματά του γυρισμένα προς την ακαλαίσθητη τοιχογραφία που παρίστανε το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου, του πρώτου Επισκόπου της Σμύρνης. Με φωνή ασθενική, σαν να μονολογούσε μάλλον παρά ν’ απαντούσε σε μένα, είπε:

-«Έεε! Άλλως τε εγώ ανέκαθεν είχα το προαίσθημα μαρτυρικού θανάτου».

Η αφήγηση του δημοσιογράφου για την τελευταία συνάντησή του με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο έκλεισε ως εξής:

«Ομολογώ πως τότε δεν έδωσα πολλή σημασία στα λόγια του, που τα πήρα για συνηθισμένο σχήμα λόγου. Άλλως τε ( το λέγω με ντροπή) δεν έβλεπα την ώρα να διακόψω τη μαρτυρική εκείνη συνομιλία και να φύγω, να φύγω.

Σηκώθηκα, πήρα το χέρι του και φιλώντας το, ζήτησα την ευχή του. Με φίλησε και είπε:

-«Στην ευχή του Χριστού και της Παναγίας!

«Έφυγα με το θάνατο στην ψυχή. Ήταν γραφτό να μην ξαναϊδωθούμε. Για μένα, άρχιζε ό δρόμος του πικρού εκπατρισμού, για κείνον ο δρόμος προς την αθανασία».2

Την ίδια μέρα ο Χρυσόστομος δέχθηκε στη μητρόπολη τον καθηγητή και ιδιαίτερο γραμματέα του Λεωνίδα Φιλιππίδη. Στην προτροπή και τις παρακλήσεις του Φιλιππίδη να αναχωρήσει από την πόλη, ο άγιος είπε τα εξής:

«Είμαι 54 ετών δις εξωρίσθην και πλειστάκις υπέμεινα τα πάνδεινα ονειρευόμενος ελληνικήν και ελευθέραν την δούλην Πατρίδα. Η πραγματοποίησις του ονείρου με εύρε παρήλικα μεν ουχί λευκότριχα όμως. Και ιδού επί των ημερών εμού, του καυχωμένου ότι όπου πατώ εκείθεν απελαύνεται ο Τούρκος, το όνειρον, το λαβόν σάρκα και οστά εξαφανίζεται, διαλύεται αποσυντίθεται˙ και ιδού προ των πυλών της Σμύρνης της Ελληνικής οι σφαγείς, Θεέ μου! Οίον και θέαμα και άκουσμα! Εγώ να εγκαταλείψω την Σμύρνην και την μητρόπολίν μου; Ποτέ. θα με καταδιώκη η σκιά του ιερού Πολυκάρπου ως άνανδρον και του αγίου Γρηγορίου του Ε’ ως ανάξιον διάδοχόν του.

«Είθε μόνον να ηξιούμην τάχιστα να ενωθώ μετ’ αυτού, καθ’ ον και εκείνος τρόπον διότι ζων ουδέν πλέον θα έχω να ελπίζω. Θνήσκων ίσως ενισχύσω και άλλους ίνα μένωσι πιστοί εις το καθήκον και ποιμαίνωσι το ποίμνιον, εκτελούντες όσα κηρύττουν˙ ίσως ίσως το αίμα, το οποίον θα χύση άφθονον ο σφαγεύς και με το οποίον θα πορφυροθώσιν αι χρυσαί σελίδες της συγχρόνου ιστορίας μας και της παγκοσμίου ιστορίας, ίσως συγκλονίση την ανθρωπίνην συνείδησιν, ίσως φωτίση τον νουν και θερμάνη την καρδίαν των ισχυρών της Γης και κατανοήσωσιν, ότι ο συντριβόμενος Ελληνισμός δεν είνε ανάξιος ζωής και ελευθερίας.

«Θα μείνω λοιπόν και προσμένω αταράχως ό,τι η θεία Πρόνοια μου επιφυλάσσει»3.

Η απόφαση του Χρυσοστόμου να παραμείνει μέχρι τέλους στον τόπο της διακονίας του, πλησίον του δοκιμαζόμενου μικρασιατικού λαού, ήταν συνειδητή, σταθερή και αμετακίνητη. Αυτό άλλωστε επαναλάμβανε σε καθέναν που τον προέτρεπε να μεριμνήσει για την προστασία και την ασφαλή διαφυγή του.

«Όχι! Παράδοσις του Έθνους και της Εκκλησίας μας δεν είναι η φυγή εν όψει κινδύνου, άλλ’ ο αγών μέχρις εσχάτων και η θυσία. Εάν μεν ο εχθρός φεισθή του ποιμνίου μου, ποίος θα το περιθάλψη; Εάν δε τούτο σφαγή, πώς ημπορώ εγώ να επιζήσω; Είτε το εν συμβή είτε το άλλο, η θέσις μου είναι εδώ, μαζί με το ποίμνιόν μου».4

Την ηρωική και μαρτυρική αυτή απόφαση του αγίου να μην εγκαταλείψει τις τραγικές εκείνες ώρες τη Σμύρνη διέσωσε και ο τότε μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος Χατζησταύρου, διέβλεψε ότι επρόκειτο να πεθάνουν ως μάρτυρες, εάν συλλαμβάνονταν από τους Τούρκους, ο άγιος ενθουσιάστηκε, λέγοντας πως αυτό αποτελούσε για αυτούς το επιθυμητό τέλος («Επί τω ακούσματι, ότι πιθανόν να αποθάνωμεν ως μάρτυρες, ενεθουσιάσθη και μοι είπεν, ότι τούτο είναι δι’ ημάς το ποθητόν τέλος»).5

Η 26 Αυγούστου 1922 ήταν η τελευταία μέρα της ελληνικής διοίκησης και κατοχής της Σμύρνης. Από νωρίς το πρωί οι δημόσιες υπηρεσίες, οι στρατώνες, τα νοσοκομεία και το φρουραρχείο είχαν εκκενωθεί και όλες οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της πόλης, δημόσιοι υπάλληλοι, αξιωματικοί, διευθυντές και εκδότες σμυρναϊκών εφημερίδων, αναζητούσαν μια θέση στα ελάχιστα πλοία που είχε επιτάξει η ελληνική διοίκηση για τη μεταφορά των υπαλλήλων της Ύπατης αρμοστείας με τα αρχεία των υπηρεσιών τους, καθώς και τα υπολείμματα του ελληνικού στρατού.

Την ίδια μέρα αργά το απόγευμα αποφασίστηκε και η αναχώρηση του Στεργιάδη από τη Σμύρνη. Η πληροφορία, ωστόσο, για τη διαφυγή του διαδόθηκε γρήγορα και πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε έξω από την οικία που διέμενε και απέκλεισε την έξοδο προς την αποβάθρα. Όταν ο Στεργιάδης επιχείρησε να εξέλθει, οι συγκεντρωμένοι ξέσπασαν σε έντονες αποδοκιμασίες, και ύβρεις εναντίον του, γεγονός που τον ανάγκασε να επιστρέψει πίσω. Κατόπιν τούτου ειδοποιήθηκαν οι αγγλικές αρχές, για τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του Έλληνα Υπάτου Αρμοστή, με αποτέλεσμα εντός ολίγου να καταπλεύσει στην αποβάθρα μια αγγλική ατμάκατος με ένοπλους ναύτες για την παραλαβή του.

Η σκηνή της απομάκρυνσης του Στεργιάδη ήταν ταπεινωτική. Οι αστυνομικοί και οι χωροφύλακες που τον συνόδευαν, καθώς και το αγγλικό άγημα που είχε φθάσει, με προτεταμένα τα όπλα, σχημάτισαν μια πυκνή ζώνη προστασίας και μετέφεραν τον σχεδόν παραπαίοντα ύπατο αρμοστή στην αποβάθρα. Όταν ο Στεργιάδης πάτησε το πόδι του στη μικρή ατμάκατο, έπεσε αναίσθητος, μη μπορώντας να παρακολουθήσει τι συνέβαινε γύρω του, ενώ το εξαγριωμένο πλήθος συνέχιζε να βρίζει και να τον αναθεματίζει.

-«Κατάρα!»

-«Κατάρ και ανάθεμα εις τον προδότην!»

Ο Στεργιάδης επιβιβάστηκε στο αγγλικό πολεμικό πλοίο «Βασιλεύς Γεώργιος» και δύο μέρες αργότερα φυγαδεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί μετέβη στη Ρουνανία6 για να εγκατασταθεί έπειτα μόνιμα στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου και απεβίωσε το 1949, χωρίς να επισκεφθεί ποτέ ξανά την Ελλάδα.

Μετά την αποχώρηση των τελευταίων μεταγωγικών και πολεμικών πλοίων από το λιμάνι της Σμύρνης, οι χιλιάδες πρόσφυγες αναζήτησαν καταφύγιο σε σπίτια της ευρωπαϊκής συνοικίας και το προαύλιο της αγίας Φωτεινής, το μοναδικό ίσως μέρος στο οποίο κάποιος μπορούσε να βρει λίγη τροφή και παρηγοριά τις τραγικές εκείνες ώρες της αβεβαιότητας και της απελπισίας.

Το Σάββατο 27 Αυγούστου 1922 το πρωί ο Χρυσόστομος, κάτωχρος από τη νηστεία και την αϋπνία, κατήλθε στον ναό της αγίας Φωτεινής, όπου τέλεσε για τελευταία φορά τη θεία λειτουργία. Στο τέλος της ακολουθίας ο ιεράρχης γονάτισε ενώπιον της αγίας Τραπέζης και, αφού έκλινε την τιμία κεφαλή του στο ιερό θυσιαστήριο, ανέπεμψε μυστική και αγωνιώδη δέηση προς τον Ύψιστο. Έπειτα, εμφανίστηκε στην Ωραία Πύλη με φωτεινό πρόσωπο και απαστράπτοντες οφθαλμούς και ενώπιον ενός πυκνού εκκλησιάσματος, που είχε κατακλύσει ασφυκτικά τη μητρόπολη, είπε:

-«Η Θεία Πρόνοια δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν αυτήν. Άλλ’ ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους χριστιανούς. Εις τας τρικυμίας αναφαίνεται ο καλός ναυτικός και εις τας δοκιμασίας ο καλός χριστιανός. Προσεύχεσθε και θα παρέλθη το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε, ως εμπρέπει εις καλούς χριστιανούς».7

Στις δέκα και μισή έφτασαν στη Σμύρνη οι πρώτοι έφιπποι Τσέτες με αρχηγό τον Κιόρ (μονόφθαλμο) του Μπεχλιβάν, οι οποίοι, καλπάζοντας και αλλάζοντας, έφτασαν στην προκυμαία και ύστερα κινήθηκαν προς την τουρκική συνοικία, όπου κατέλαβαν το διοικητήριο. Λίγες ώρες αργότερα εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη και ο πρώην Νομάρχης της Σμύρνης, Στρατηγός Νουρεντίν πασάς, στον οποίο οι Τούρκοι κάτοικοι επεφύλαξαν θερμή υποδοχή.8

Την ίδια ώρα ο Χρυσόστομος βρισκόταν με λίγους προκρίτους και κάποιους κληρικούς στην αίθουσα του μεγάλου συνοδικού της μητροπόλεως, όταν ένας εξ αυτών ρώτησε τον ιεράρχη:

-«Και τώρα τί σκέφτεστε, Σεβασμιώτατε;»

-«Δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο παρά το ποίμνιό μου. Τα άλλα θα πάρουν το δρόμο, που τους έταξε η θεία πρόνοια».9

Το μεσημέρι ο άγιος διένειμε στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στη μητρόπολη τα αναγκαία: ξεραμένο άρτο και ελιές στους μεγάλους, γάλα και ρύζι στα παιδιά και φάρμακα στους ασθενείς. Έπειτα, ανέγνωσε και ερμήνευσε περικοπές από το Ευαγγέλιο.

Κατά την ώρα εκείνη ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε στην εξώπορτα της μητροπόλεως και αμέσως εμφανίστηκε ένας Τούρκος υπαστυνόμος με έναν ένοπλο στρατιώτη. Τρομοκρατημένες οι γυναίκες και τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε, ενώ οι άνδρες κινήθηκαν προς την μητρόπολη. Ο υπαστυνόμος τους πληροφόρησε ότι ο φρούραρχος Σαλήχ Ζακή μπέης ζητούσε τον δεσπότη στο φρουραρχείο. Γαλήνιος ο Χρυσόστομος, αφού καθησύχασε τον κόσμο, ακολούθησε τον Τούρκο αξιωματικό, συνοδευόμενος από τον κλητήρα της ιεράς μητροπόλεως Θωμά Βούλτσο, ο οποίος, λίγα χρόνια αργότερα, ανέφερε τα εξής:

«Ο αστυνόμος ωδήγησε το δεσπότη στο φρούραρχο, ένα μαυρειδερό Αλβανό. Η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη και έβλεπα μέσα. Εχαιρετίστηκαν. Ο φρούραρχος παράγγειλε για το δεσπότη βυσσινάδα. Έπειτα ο φρούραρχος έλεγε και ο δεσπότης έγραφε. Σε λίγη ώρα ετελείωσαν. Όταν εβγήκαμε έξω με τον αστυνόμο έλειπε το αμάξι μας. (Για) Καλή τύχη έφθασαν την ώρα εκείνη δύο Αμερικανοί αξιωματικοί και είχαν την καλωσύνην να μας δώσουν το αυτοκίνητό τους να γυρίσωμε. Εφθάσαμε στη μητρόπολι η ώρα πέντε. Χαρά όλων, που μας είδαν. Ο μητροπολίτης έγραψε την προκήρυξι, που του έδωκεν ο φρούραρχος. Η προκήρυξι έλεγε να μείνουν όλοι στα σπίτια τους και να παραδώσουν τα όπλα στην εξουσία».10

Στις οκτώ το βράδυ έφτασε στη μητρόπολη ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν ο υπαστυνόμος που είχε παραλάβει νωρίτερα τον Χρυσόστομο και τον είχε οδηγήσει στον φρούραρχο, και δύο στρατιώτες οπλισμένοι με ξιφολόγχες. Όταν ο υπαστυνόμος ζήτησε και πάλι τον δεσπότη, ο Θωμάς Βούλτσος τον οδήγησε στο δωμάτιο του μητροπολίτη, όπου ο άγιος μελετούσε την αγία Γραφή.

Μετά τη σύλληψη του Χρυσοστόμου η αγία Γραφή βρέθηκε ανοιχτή στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και συγκεκριμένα στα εδάφια όπου περιγράφεται αρχικά η προσαγωγή του Ιησού ενώπιον του Πιλάτου και έπειτα η μαστίγωση και οι εμπαιγμοί που υπέστη ο Κύριος προτού παραδοθεί στους Ιουδαίους «ίνα σταυρωθή». Σε άλλη σελίδα της Βίβλου βρέθηκε ιδιόχειρη σημείωση του αγίου: «Συγχωρώ όλους και ζητώ συγχώρησιν όλων». Κατά τον Θωμά Βούλτσο, ο οποίος διέσωσε το σπουδαίο αυτό κειμήλιο, το Ευγγέλιο έφερε επάνω του έντονα τα ίχνη από τον ιδρώτα και τα δάκρυα του ιερομάρτυρα.11

Ο υπαστυνόμος ανέφερε στον μητροπολίτη πως τον ζητούσε ο νομάρχης, χωρίς να αναφέρει το όνομα του Νουρεντίν πασά, προκειμένου να μεταβεί στο διοικητήριο με τρεις δημογέροντες. Ο Χρυσόστομος αναχώρησε από τη μητρόπολη συνοδευόμενος από τους Γεώργιο Κλιμάνογλου, Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου και Θωμά Βούλτσο. Ωστόσο, όταν επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο ο υπαστυνόμος, οι δύο στρατιώτες, ο Χρυσόστομος και οι δύο δημογέροντες, δεν υπήρχε άλλη θέση για τον Βούλτσο και ο άγιος του ζήτησε να παραμείνει στη μητρόπολη.

Ο Θωμάς Βούλτος, μετά την προτροπή του Χρυσοστόμου να μείνει στη Μητρόπολη, σώθηκε από βέβαιο θάνατο και τις ημέρες της Μικρασιατικής καταστροφής διέφυγε στην Ελλάδα. Πέθανε σε βαθύ γήρας το 1970.

Στις δέκα το βράδυ ένας από τους στρατιώτες που είχε έρθει δύο ώρες νωρίτερα για να παραλάβει τον Χρυσόστομο και τους δημογέροντες, έφερε μια κάρτα του μητροπολίτη για τον αδελφό του Ευγένιο, στην οποία έγραφε:

«Αγαπημένε αδελφέ, μας εκράτρησαν απόψε εμέ ως πρόεδρον της μικρασιατικής Αμύνης, τους άλλους ως μέλη. Μην ανησυχήτε».12

Όταν ο Ευγένιος διάβασε την κάρτα του Χρυσοστόμου άρχισε να κλαίει, διαισθανόμενος το τραγικό τέλος του αγαπημένου αδελφού του.

Αντίστοιχο σημείωμα έστειλε στη σύζυγό του και ο Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου, στο οποίο ανέφερε:

«Ιφιγένεια, θα μείνωμεν αυτήν την νύκτα εδώ. Μην ανησυχείς. Ευρισκόμεθα μετά του μητροπολίτου. Σε φιλώ Νίκος».13

Από τα ανωτέρω συνάγεται πως ο μητροπολίτης και οι δύο δημογέροντες κρατήθηκαν στο διοικητήριο ή σε κάποιες φυλακές της Σμύρνης, για να οδηγηθούν τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής 28 Αυγούστου 1922 ενώπιον του Νουρεντίν πασά.

Υποσημειώσεις.

1. Ο μητροπολίτης Σμύρνης εννοούσε προφανώς την ενδοσυμμαχική διένεξη Άγγλων και Γάλλων για τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα των δύο κρατών στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής.
2. Γ’ Ι’ Αναστασιάδης, «Ο Οραματιστής της Αγιασοφιάς. Πώς τον είδα για τελευταία φορά», Μικρασιατικά χρονικά 7 (1957) 344-346
3. Λεων. Ι. Φιλιππίδης, «Οι τελευταίοι λόγοι του μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου. Επιστολή προς την γενικήν συνέλευσιν της Αμερικανικής επισκοπιανής συνελεύσεως». Βλ. Αμάλθεια Σμύρνης, αριθ. 19406/28.6.1923.
4. Φιλιππίδου, 1962, σ. 35
5. Τιμητικός τόμος επί τω Ιωβηλαίω του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλίππων – Νεαπόλεως – Θάσου Χρυσοστόμου, Καβάλα 1960, σ. 487
6. Ροδά, ό. π., σ. 350
7. Λοβέρδος, ό. π., σ. 209
8. Δεσποτόπουλος ό, π., σ. 235
9. Χρήστου Σωκρ. Σολομωνίδη, ο αφανισμός της Σμύρνης η θυσία του Χρυσοστόμου, Αθήνα 1972, σ. 25
10. Λοβέρδος, ό. π., σσ’. 211-212
11. Νίκου Χ. Βικέτου, η αγιότητα του Χρυσοστόμου Σμύρνης και η μαρτυρία της Εκκλησίας, εκδόσεις «Ενώσεως Σμυρναίων», Αθήναι 1993, σ, 29
12. Λοβέρδος, ό. π., σ. 212
13. Χρήστου Σωκρ. Σολομωνίδη, η δημοσιογραφία στη Σμύρνη (1821-1922), Αθήνα 1959, σ, 199

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Λίγο πριν από το τέλος του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.