Επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου (Κεφ. 87-96) – Αγίου Κλήμεντος Επισκ. Ρώμης.

87. Όταν η γυναίκα είπε αυτά, ο Πέτρος από τους λογισμούς έδειχνε ότι στέκεται μετέωρος. Πλησιάζοντας τότε εγώ και πιάνοντας τον δάσκαλο να συνομιλεί έτσι με την γυναίκα, είπα˙ Από πολλή ώρα σε αναζητούσα περιφερόμενος˙ Τί θα κάνουμε λοιπόν τώρα;, Και ο Πέτρος με διέταξε να προχωρήσω και να περιμένω στο πλοίο, και επειδή δεν ήταν δυνατό να αντιμιλήσω σ’ αυτό που με διέταξε έκανα αυτό που με πρόσταξε.

Ο Πέτρος τότε, με κάποια μικρή υποψία, όπως μου διηγήθηκε αργότερα, με παλλόμενη την καρδιά ρώτησε τη γυναίκα λέγοντας˙ Πές μου, γυναίκα, το γένος σου και την πόλη, και προπαντός τα ονόματα των παιδιών, και αμέσως θα σου δώσω το φάρμακο.

Εκείνη πάλι πιεζόμενη και μη θέλοντας να τα πει, αλλά επειδή επιθυμούσε να πάρει το φάρμακο, σκέφτηκε να πει άλλα αντί άλλων, και αμέσως είπε ότι αυτή είναι από την Έφεσο και ο άνδρας της από την Σικελία και άλλαξε και των τριών παιδιών τα ονόματα.

Και ο Πέτρος, που νόμισε ότι λέει την αλήθεια, αλλοίμονο, γυναίκα, λέει, νόμιζα ότι θα δοκιμάσω κάποια μεγάλη χαρά τη σημερινή μέρα, επειδή σε πέρασα για κάποια της οποίας τα προβλήματα που τα άκουσα τα γνώριζα καλά.

Και εκείνη τον εξόρκιζε λέγοντας˙ Σε παρακαλώ πες μου για να μάθω αν υπάρχει καμμιά ανάμεσα στις γυναίκες πιο άθλια από μένα.

88. Και ο Πέτρος που δεν ήξερε να λέει ψέματα, αλλά παρασυρόμενος και από συμπάθεια προς αυτήν, άρχισε να της λέει την αλήθεια. Εγώ, γυναίκα, έχω ένα νέον, ο οποίος δείχνει όρεξη για τους λόγους της θεοσέβειας, και είναι Ρωμαίος πολίτης, ο οποίος μου διηγήθηκε, ότι, ενώ έχει πατέρα και δύο δίδυμους αδελφούς, δεν βλέπει κανέναν από αυτούς. Διότι η μητέρα του, όπως μου διηγήθηκε ο πατέρας του, λέει, είδε κάποιο όνειρο και έφυγε από τη Ρώμη για ορισμένο χρονικό διάστημα μαζί με τα δίδυμα παιδιά της, για να μη πεθάνει με οικτρό θάνατο, και ενώ έφυγε μαζί μ’ αυτά, τώρα δεν βρίσκεται˙ αλλά και ο άνδρας της και πατέρας αυτού, και αυτός φεύγοντας για να την αναζητήσει, ούτε αυτός ανευρίσκεται.

89. Όταν ο Πέτρος είπε αυτά, στηλώνοντας τον νου της σ’ αυτά η γυναίκα λιποθύμησε από την κατάπληξη. Και ο Πέτρος, αφού της παράγγειλε να συνέλθει, τη ρώτησε˙ Τί είναι αυτό που σε κάνει να υποφέρεις;

Και εκείνη, σαν να συνήλθε από μέθη, καθάρισε το πρόσωπό της και είπε˙ Πού βρίσκεται ο νέος που θρυλλείται;

Καταλαβαίνοντας ο Πέτρος το δράμα της, είπε˙ Πρώτα πες μου εσύ, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να τον δεις.

Και εκείνη βιαστικά˙ Εγώ, λέει, είμαι η μητέρα του νεαρού, ο οποίος ονομάζεται Κλήμης.

Και ο Πέτρος ακούοντας αυτό είπε˙ Αυτός είναι, ναι αυτός είναι˙ και είναι αυτός που πριν από λίγο ήρθε και μου μίλησε και του είπα να με περιμένει στο πλοίο.

Εκείνη τότε πέφτοντας στα πόδια του Πέτρου τον παρακαλούσε να τρέξουν στο πλοίο.

Και ο Πέτρος της λέει˙ Θα το κάνω κι αυτό, εάν κρατήσεις τη συμφωνία μας.

Και εκείνη λέει˙ Θα κάνω τα πάντα, μόνο να μου γνωρίσεις το παιδί, το μοναχοπαίδι μου, διότι μέσω αυτού θα νομίζω ότι βλέπω και τα άλλα δυο μου παιδιά που πέθαναν εδώ.

Και ο Πέτρος˙ Όμως όταν τον δεις να σωπάσεις, μέχρι που να βγούμε από το νησί.

87. Ταύτα της γυναικός ειπούσης, ο Πέτρος υπό λογισμών ίστασθαι μετέωρος εδόκει. Εγώ δε επιστάς και τον διδάσκαλον τη γυναικί κοινολογούμενον ούτω καταλαβών. Εκ πολλού σε περιερχόμενος, έφην, εζήτουν˙ και τα νυν, τί ποιητέον; Ο δε Πέτρος προσέταξέ μοι προαγαγόντι μένειν αυτόν επί του πλοίου. Και επειδή αντειπείν ουκ ην αυτώ κελεύσαντι, το προσταχθέν εποίουν.

Ο δε Πέτρος μικρά τίνι υποψία, ως αυτός μοι πάντα ύστερον διηγήσατο, παλλόμενος την καρδίαν επυνθάνετο της γυναικός, λέγων˙ Ειπέ μοι, γύναι, το γένος και την πόλιν και των τέκνων δη τα ονόματα, και παραχρήμα δίδωμί σοι φάρμακον.

Η δε βιαζομένη μεν και ειπείν ου εθέλουσα, το φάρμακον δε όμως εφιεμένη λαβείν, εσοφίσατο αντί άλλων ειπείν έτερα˙ και ομώς, αυτήν μεν Εφεσίαν είναι έφησε, τον άνδρα δε Σικελόν, οσαύτως δε και των τριών παίδων ήμειψε τα ονόματα.

Και ο Πέτρος, οιηθείς αυτήν αληθεύειν, Οίμοι, γύναι, φησίν, ενόμιζον μεγάλην τινά χαρά την σήμερον άγειν ημέραν, υπολαβών σε τίνα είναι, ης τα πράγματα ακούσας ακριβώς επίσταμαι.

Η δε εξώρκισε λέγουσα˙ Δέομαί σου, ειπέ μοι, ίνα ειδώ ει έστι τις εν γυναιξίν άλλη αθλιωτέρα εμού.

88. Και ο Πέτρος, ψεύδεσθαι ουκ ειδώς, και άλλως υπό ελέους του προς αυτήν ελκόμενος, το αληθές λέγειν ήρξατο˙ Εμοί τίς έστι νεανίας, ώ γύναι, των της θεοσεβείας ορεγόμενος λόγων, Ρωμαίων υπάρχων πολίτης, όστις μοι διηγείται, πως, πατέρα τε έχων και αδελφούς δύο διδύμους, ουδένα τούτων ορά. Η τε γαρ μήτηρ, ως ο πατήρ, φησί, διηγείτό μοι, όνειρον ιδούσα, της Ρωμαίων πόλεως επί χρόνον τινά εξήει μετά των διδύμων αυτής τέκνων, ίνα μη κακώ τελευτήση θανάτω, και συν αυτοίς εκβάσαι νυν ουχ ευρίσκεται. Ο δε ταύτης μεν ανήρ, αυτού δε πατήρ, και αυτός εις επιζήτησιν αυτής εκβάς ουδέ ούτος ευρίσκεται.

89. Ταύτα του Πέτρου ειπόντος, επιστήσασα τον νουν αυτοίς, υπό εκπλήξεως απέψυξεν γυνή. Ο δε Πέτρος νήφειν αυτήν παρακελευσάμενος. Τί ποτέ εστίν ο πάσχεις, διεπυνθάνετο;

Η δε, ώσπερ εκ μέθης ανενεγκούσα και το πρόσωπον τρίψασα, Και πού έστιν, έφη, πού ο θρυλλούμενος νεανίας;

Συνείς δε ο Πέτρος το δράμα. Ειπέ μοι συ πρώτον, έφη˙ άλλως γαρ ιδείν τούτον ου δύνασαι.

Η δε σπεύδουσα˙ Εγώ, φησίν, η του νεανίσκου μήτηρ ειμί και Κλήμης αυτώ όνομα.

Και ο Πέτρος ακούσας, Αυτός εστίν, είπεν, αυτός εστί, και ούτος ην ο προ μικρού προσελθών και λαλήσας μοι, ον και αναμένειν εν τω πλοίω προσέταξα.

Η δε προσπεσούσα τω Πέτρω ηξίου σπεύδειν επί το πλοίον.

Και ο Πέτρος˙ Ει μοι τηρείς, έφη, τας συνθήκας, και τούτο ποιήσω.

Η δε˙ Πάντα ποιώ, φησί, μόνον μοι το τέκνον το μονογενές γνώρισον˙ δόξω γαρ δι’ αυτού και τα δύο μου τα ενταύθα τεθνηκότα τέκνα οράν.

Και ο Πέτρος˙ Άλλ’ όταν αυτόν ίδης, ησύχασον, μέχρις αν της νήσου εκβώμεν.

***

90. Παίρνοντάς την λοιπόν από το χέρι ο Πέτρος την έφερε στο πλοίο. Και εγώ, βλέποντάς τον να κρατάει γυναίκα από το χέρι, γέλασα και πηγαίνοντας, από εκτίμηση προς αυτόν, θέλησα να την οδηγήσω εγώ αντί για εκείνον. Αλλά μόλις έπιασα το χέρι της έβγαλε δυνατή κραυγή ως μητέρα και αγκαλιάζοντάς με άρχισε να γεμίζει με φιλιά εμένα τον γιο της. Εγώ όμως, αγνοώντας την όλη υπόθεση, την απωθούσα σαν τρελλή κι επειδή σεβόμουνα τον Πέτρο, γέμισα πικρία.

91. Και ο Πέτρος είπε˙ Άφησέ την, Κλήμη. Τί κάνεις; Έτσι απωθείς αυτήν που σε γέννησε;

Και εγώ ακούοντάς το αυτό, γεμάτος δάκρυα και ενώ η μητέρα μου είχε πέσει κάτω, γονάτισα και άρχισα να την φιλώ. Διότι μόλις μου ειπώθηκε αυτό, άρχισα να ανακαλώ στη μνήμη μου αμυδρά τη μορφή της. Πολύς δε κόσμος έτρεχε να διηγηθεί το θαύμα και σ’ όλων τα στόματα ήταν, το ότι ένας άνδρας τόσο αξιόλογος αναγνώρισε τη ζητιάνα ότι είναι μητέρα του. Ενώ λοιπόν θέλαμε μαζί με τη μητέρα να φύγουμε από το νησί, η μητέρα είπε˙ Αγαπητό μου παιδί, είναι σωστό να πάρω μαζί μου και τη γυναίκα που με φιλοξένησε, η οποία είναι φτωχή και παράλυτη όλη και είναι ριγμένη στο σπίτι; και ο Πέτρος ακούοντάς την θαύμασε, όπως και όλο το πλήθος που ήταν τριγύρω, το ήθος της γυναίκας. Και αμέσως διέταξε σε κάποιους να παν και να φέρουν τη γυναίκα πάνω στο κρεββάτι, και όταν την έφεραν, διέταξε να αφήσουν το κρεββάτι κάτω, και ο ίδιος ενώ άκουαν όλοι, είπε˙ Εάν εγώ είμαι κήρυκας της αλήθειας, να σηκωθεί τη στιγμή αυτή υγιής, για να πιστέψουν όλοι όσοι παρευρίσκονται εδώ και να γνωρίσουν ότι ένας είναι ο Θεός που δημιούργησε
τον κόσμο. Και αυτός βέβαια είπε αυτά, ενώ η γυναίκα αμέσως σηκώθηκε υγιής από το κρεββάτι, γονάτισε μπροστά στον Πέτρο και έπειτα, αφού φίλησε τη γνωστή και φίλη, ρώτησε τί σημαίνει αυτό. Και εκείνη διηγήθηκε όλη την υπόθεση της αναγνώρισης, και όσοι άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι. Τότε η μητέρα βλέποντας ότι αυτή που την φιλοξένησε θεραπεύτηκε κατά τρόπο παράδοξο, παρακαλούσε να βρει κι αυτή τη θεραπεία της. Και ο Πέτρος βάζοντας το χέρι του επάνω της τη θεράπευσε.

92. Στη συνέχεια, αφού μίλησε για την ευσέβεια, στο τέλος πρόσθεσε˙ Εάν κάποιος θέλει να τα μάθει αυτά με ακρίβεια, ας έρθει στην Αντιόχεια, όπου αποφάσισα να μείνω περισσότερες μέρες, για να τα μάθει. Διότι, αν για εμπορικές υποθέσεις ή εκστρατείες ξέρετε να εγκαταλείπετε τα σπίτια σας και να μπαίνετε σε μεγάλες ταλαιπωρίες, δεν θα προθυμοποιηθείτε να κάνετε ούτε τρεις μέρες δρόμο; Και αφού είπε αυτά σταμάτησε τον λόγο. Και εγώ μετά από αυτά δωρίζοντας χίλιες δραχμές στη θεραπευμένη γυναίκα, για να αγοράσει τρόφιμα, την παρέδωσα σ’ ένα καλό άνδρα, που ήταν ο πρώτος της πόλεως, και που δέχθηκε με χαρά να την αναλάβει˙ ακόμα, αφού μοίρασα νομίσματα και σε πολλές άλλες, οι οποίες είχαν συμπαρασταθεί στη μητέρα, και ευχαρίστησα τον Κύριο, έπλευσα στην Αντάραδο μαζί με τη μητέρα και τον Πέτρο και τους άλλους φίλους και έτσι πήγαμε για φιλοξενία.

93. Όταν φτάσαμε στο μέρος αυτό και φάγαμε, επειδή παρατεινόταν ακόμα η ώρα, είπα εγώ στον Πέτρο˙ Η μητέρα μου, κύριέ μου Πέτρε, έκανε έργο φιλανθρωπίας με το να θυμηθεί τη γυναίκα που την φιλοξένησε.

Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Πιστεύεις άραγε αληθινά, Κλήμη, ότι η μητέρα σου έκανε έργο φιλανθρωπίας με το να ανταμείψει αυτήν που την δέχθηκε μετά το ναυάγιο, ή το είπες αυτό μεροληπτώντας στη μητέρα σου; Διότι, εάν δεν το είπες χαριστικά, αλλά πιστεύοντάς το, μου φαίνεται πως αγνοείς το μέγεθος της πραγματικής φιλανθρωπίας, που είναι η στοργή προς οποιονδήποτε, επειδή είναι άνθρωπος, χωρίς να υπάρχει κάτι φυσικό που να παρακινεί. Αλλά ούτε και τη φιλόξενη γυναίκα που δέχθηκε η μητέρα σου θα μπορούσα να την πω φιλάνθρωπη. Διότι παρακινημένη από ευσπλαχνία πείστηκε να γίνει ευεργέτιδα μιας γυναίκας που είχε πέσει σε ναυάγιο, που πενθούσε τα παιδιά της, που ήταν γυμνή, ολομόναχη και έκλαιε για τις συμφορές της. Αφού λοιπόν βρισκόταν σε τόσο μεγάλες συμφορές, ποιός βλέποντάς την δεν θα την ελεούσε, ακόμα και από τους ασεβείς; Ώστε ούτε η γυναίκα που την φιλοξένησε φαίνεται να έκανε έργο φιλανθρωπίας, αλλά παρακινήθηκε για την ευεργεσία της από ευσπλαχνία για τις μύριες συμφορές της.

Διότι η μητέρα σου, αφού πλούτισε, ανταμείβοντας αυτήν που την φιλοξένησε, δεν έκανε έργο φιλανθρωπίας, αλλά φιλίας. Υπάρχει δε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη φιλία και την φιλανθρωπία˙ διότι η φιλία είναι αμοιβαία, ενώ η φιλανθρωπία γίνεται χωρίς να υπάρχει κάποιος φυσικός λόγος που να πείθει, ευεργετεί κάθε άνθρωπο, αγαπώντας τον επειδή είναι άνθρωπος˙ εάν λοιπόν αυτή η ξενοδόχος, που την ελέησε, ευεργετεί ελεώντας και εχθρούς που την αδίκησαν, θα μπορούσε τότε να είναι φιλάνθρωπη˙ εάν όμως την ελεεί διότι είναι φίλη ή εχθρά αυτή η φίλη, είναι φίλη ή εχθρά αυτού του αιτίου και όχι του ανθρώπου.

90. Λαβόμενος ουν της χειρός αυτής ο Πέτρος ήγεν επί το πλοίον. Εγώ δε, ιδών χειραγωγούντα αυτόν γυναίκα, εγέλασα, και προσελθών, εις τιμήν αυτού, αντ’ αυτού χειραγωγείν αυτήν επειρώμην. Και άμα τω άψασθαί με της χειρός αυτής, ολολύξασα ως μήτηρ μέγα και περιπλακείσα, σφόδρα κατεφίλει με τον αυτής υιόν. Εγώ δε το πράγμα όπερ ην αγνοών, ως μαινομένην απεσειόμην, αιδούμενος δε και τον Πέτρον, πικρίας επληρούμην.

91. Ο δε Πέτρος˙ Εά, φησίν, ω Κλήμη. Τί γαρ και ποιείς, ούτω την σε τεκούσαν αποσειόμενος;

Εγώ δε, τούτο ακούσας, περίδακρυς γενόμενος και καταπεσούση τη τεκούση προσπεσών κατεφίλουν. Και γαρ άμα τω ρηθήναί μοι τούτο αμυδρώς πως το είδος ανεκαλούμην. Πολλοί μεν ουν όχλοι συνέτρεχον ιστορήσαι το θαύμα και πάσιν αυτοίς δια στόματος ην, όπως ανήρ ούτως αξιόλογος, την προσαΐτιν γυναίκα μητέρα εαυτού ανεγνώρισεν. Βολουμένοις ουν ημίν συν τη μητρί της νήσου εκβαίνειν, η μήτηρ, Ώ τέκνον μου ποθεινόν, είπεν, εύλογόν εστίν συντάξασθαι και τη υποδεξαμένη γυναικί, ήτις, πενιχρά ούσα και όλη παρειμένη, επί της οικίας έρριπται. Ο δε Πέτρος ακούσας εθαύμασε και πάντες οι περιεστηκότες όχλοι το της γυναικός φρόνημα. Και ευθέως εκέλευσέ τισί πορευθήναι και την γυναίκα επί κλίνης κομίσαι, ης εναχθείσης, τεθήναι μεν επιτάττει την κλίνην, αυτός δε υπό ταις πάντων ακουαίς, Ει αληθείας κήρυξ εγώ, έφη, εγερθήτω εξαυτής υγιής, εις την των παρεστώτων πίστιν, ίνα γνώσιν ότι εις έστι Θεός ο τον κόσμον ποιήσας. Ο μεν ουν ταύτα είπε˙ και η γυνή ευθύς υγιής αναστάσα της κλίνης, τω Πέτρω προσέπεσεν˙ είτα και την συνήθη
και φίλην καταφιλήσασα επυνθάνετο τι είη τούτο. Η δε όλον αυτή το πράγμα του αναγνωρισμού συντόμως διηγήσατο, και οι ακούσαντες κατεπλάγησαν. Τότε και η μήτηρ, την ξενοδόχον ιαθείσαν παραδόξως ιδούσα, παρεκάλει και αυτή θεραπείας τυχείν. Ο Πέτρος δε την χείρα επιθείς, και αυτήν εθεράπευσεν.

92. Είθ’ ούτω περί ευσεβείας διαλεχθείς, επί τω τέλει δε και προσθείς, ως, Ει τις βούλεται ταύτα μαθείν ακριβώς, εις Αντιόχειαν αφικόμενος, όπου πλείους ημέρας έκρινα παραμένειν, εκεί ταύτα και μανθανέτω. Ει γαρ εμπορίας ένεκεν ή στρατείας, οικίας καταλιμπάνειν οίδατε και εις μακρούς απείναι πόνους, αιωνίας δε χάριν ζωής ουδέ τριών ημερών οδόν οίχεσθαι προθυμήσεσθε; Ούτως ειπών, των λόγων κατέπαυσε. Μετά δε ταύτα εγώ τη υγιασθείση γυναικί επί παντός του όχλου χιλίας δραχμάς εις τροφάς δωρησάμενος, είτα και παραθέμενος αυτήν αγαθώ τινί ανδρί, πρώτω της πόλεως όντι, φύσει μετά χαράς τούτο πράττειν προηρημένω, έτι δε και άλλαις πολλαίς αργύρια διανείμας, ταις ποτέ την μητέρα παραμυθησαμέναις, ευχαριστήσας τω Κυρίω, διέπλευσε εις Αντάραδον, άμα τη μητρί και Πέτρω και τοις λοιποίς εταίροις, και ούτως εις ξενίαν ωρμήσαμεν.

93. Γενομένων δε ημών επί το αυτό και τροφής μεταλαμβανόντων, τεινομένης έτι της ώρας, έφην εγώ τω Πέτρω˙ Φιλανθρωπίας έργον, κύριέ μου Πέτρε, η εμή πεποίηκε μήτηρ, της ξενοδόχου υπομνησθείσα γυναικός.

Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Άρά γε, ω Κλήμη, αληθώς νενόμικας φιλανθρωπίας έργον πεποιηκέναι την σην τεκούσαν, καθ’ ο την από ναυαγίου αυτήν υποδεξαμένην ημείψατο, ή ως μητρί μεγάλα χαριζόμενος τούτο είρηκας; Ει δε μη χαριζόμενος, άλλ’ ως αληθεύων έφης, έοικάς μοι αγνοείν τι ποτ’ εστί φιλανθρωπίας μέγεθος, ήτις εστίν άνευ του φυσικώς πείθοντος η προς οίον δήποτε στοργή, καθ’ ο άνθρωπός εστίν. Άλλ’ ουδέ η ξενοδόχος η υπό ναυαγίου την τεκούσαν υποδεξαμένη φιλάνθρωπος αν παρ’ εμοί λέγοιτο. Υπό γαρ ελέους κολακευθείσα, επέπειστο γενέσθαι γυναικός ευεργέτις, ναυαγίω περιπεσούσης, τέκνα πενθούσης, ξένης γυμνής, μεμονωμένης και σφόδρα επί ταις συμφοραίς ολοφυρομένης. Εν τοσαύταις ουν αυτήν συμφοραίς ούσαν τις ουκ αν ιδών ελεήσειε και των ασεβών; Ώστε ούπω φιλανθρωπίας έργον ουδέ η ξενοδόχος γυνή πεποιηκυία προς αυτήν φαίνεται, αλλά υπό του επί μυρίαις συμφοραίς ελέου προς ευεργεσίαν κεκινημένη. Και γαρ η σε τεκούσα, βίου ευπορήσασα και την ξενοδόχον αμειψαμένη, ου φιλανθρωπίας, αλλά φιλίας εποίησεν έργον.

Πολλή δε διαφορά μεταξύ φιλίας τε και φιλανθρωπίας, ότι η μεν φιλία εξ αμοιβής γίνεται, η φιλανθρωπία δε άνευ του φυσικώς πείθοντος πάντα άνθρωπον, καθό άνθρωπός εστί, φιλούσα ευεργετεί. Ει μεν ουν η ελεήσασα ξενοδόχος αύτη και αδικήσαντας εχθρούς ελεούσα ευεργετεί, φιλάνθρωπος αν είη, ει δε διότι φίλη ή εχθρά ή φίλη τοιαύτη, του τινός αιτίου φίλην εστίν ή εχθρά, ου του ανθρώπου.
***

94. Κι εγώ αποκρίθηκα˙ Δηλαδή δεν νομίζεις ότι είναι φιλάνθρωπη ούτε η ξενοδόχος, η οποία την ευεργέτησε ενώ ήταν ξένη που δεν την γνώριζε;

Και ο Πέτρος˙ Σπλαχνική βέβαια θα μπορούσα να την πω, όμως φιλάνθρωπη δεν τολμώ να την ονομάσω, όπως δεν μπορώ να πω φιλότεκνη εκείνην που γεννά παιδιά˙ διότι πείσθηκε από τους πόνους του τοκετού και την ανατροφήτους να τα αγαπά. Όπως δηλαδή ο ερωτευμένος παρακινείται από την συνήθεια και ο φίλος από την αμοιβαιότητα, έτσι και εκείνος που ελεεί παρακινείται από την συμφορά. Φυσικά ο ελεήμονας βρίσκεται κοντά στον φιλάνθρωπο˙ διότι πείθεται να ευεργετήσει χωρίς να επιδιώκει και να πάρει κάτι˙ όμως δεν είναι φιλάνθρωπος.

Και εγώ απάντησα˙ Τότε για ποιές πράξεις μπορεί κανείς να είναι φιλάνθρωπος;

Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Επειδή βλέπω ότι θέλεις πολύ να ακούσεις ποιο τέλος πάντων είναι το έργο της φιλανθρωπίας, δεν θα αποφύγω να σου πω˙ φιλάνθρωπος είναι εκείνος που προσφέρει ακόμα και στους εχθρούς ήρεμα και ευεργετικά. Και ότι αυτό είναι έτσι, άκουσέ το καθαρά˙ σκέψου ότι η φιλανθρωπία αποτελείται από δύο μέρη˙ από αυτά το ένα μέρος της είναι η ελεημοσύνη, και το άλλο η αγάπη προς τον πλησίον˙ πλησίον για τον άνθρωπο είναι ο κάθε άνθρωπος, όχι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος˙ διότι άνθρωπος είναι και ο κακός και ο καλός, και ο εχθρός και ο φίλος. Πρέπει επομένως εκείνος που κάνει φιλανθρωπία να είναι μιμητής του Θεού και να ευεργετεί δικαίους και αδίκους, όπως ο ίδιος ο Θεός σ’ αυτόν τον κόσμο δίνει τον ήλιο και τις βροχές του σε όλους. Ενώ, εάν θέλεις να ευεργετείς τους αγαθούς και να τιμωρείς τους κακούς, τότε επιχειρείς να κάνεις έργο κριτή.

95. Και εγώ είπα˙ Μήπως τότε και ο Θεός που πρόκειται να κρίνει, όπως μας διδάσκεις, δεν είναι φιλάνθρωπος;

Και ο Πέτρος˙ Ακριβώς το αντίθετο. Γιατί, επειδή κρίνει, είναι φιλάνθρωπος, διότι αγαπώντας και ελεώντας τους αδικημένους, τιμωρεί εκείνους που τους αδίκησαν.

Κι εγώ είπα˙ Τότε και εγώ, εάν ευεργετώ τους καλούς και τιμωρώ τους άδικους, επειδή αδίκησαν ανθρώπους, είμαι φιλάνθρωπος.

Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Εάν μαζί με το χάρισμα της πρόγνωσης, είχες και την εξουσία να κρίνεις, καλώς θα το έκανες αυτό˙ διότι, έχοντας την εξουσία, καταδικάζεις αυτούς που δημιούργησε ο Θεός, ενώ έχοντας το χάρισμα της πρόγνωσης, κρίνεις αλάνθαστα, και άλλους τους δικαιώνεις επειδή είναι δίκαιοι, άλλους πάλι τους καταδικάζεις επειδή είναι άδικοι.

Και εγώ είπα˙ Σωστά και αληθινά απάντησες˙ διότι είναι αδύνατο σε κάποιον να κρίνει σωστά, χωρίς να έχει το χάρισμα της πρόγνωσης. Γιατί μερικές φορές ορισμένοι φαίνονται αγαθοί, ενώ κρυφά κάνουν πράξεις αθέμιτες˙ ενώ, αντίθετα, καλοί με τις συκοφαντίες εχθρών θεωρούνται κακοί. Αλλά και αν ακόμα δικάζει κανείς έχοντας την εξουσία να βασανίζει και να ανακρίνει, ούτε και τότε θα μπορεί να δικάζει δίκαια. Διότι ορισμένοι, ενώ είναι φονιάδες, αφού υπέστησαν τα βασανιστήρια, αφέθηκαν ελεύθεροι ως αθώοι˙ ενώ άλλοι, αν και είναι αθώοι, επειδή δεν μπόρεσαν να αντέξουν τα βασανιστήρια, λέγοντας ψέματα εν γνώσει τους, τιμωρούνται ως ένοχοι.

96. Και ο Πέτρος˙ Αυτά όμως, είπε, δεν είναι αρκετά˙ άκουσε και το μεγαλύτερο. Ορισμένων ανθρώπων, που αμαρτάνουν ή ευεργετούν, άλλες από τις πράξεις που κάνουν είναι δικές τους και άλλες οφείλονται σε άλλους όμως δίκαιο είναι ο καθένας να τιμωρείται για τα δικά του αμαρτήματα ή να ανταμείβεται για τις δικές του αρετές˙ ωστόσο είναι αδύνατο σε κάποιον, εκτός από προφήτη, που μόνο αυτός έχει το χάρισμα της πρόγνωσης, να γνωρίζει καλά αυτά που έγιναν από κάποιον, ποιά δηλαδή είναι δικά του και ποιά δεν είναι.

Και εγώ είπα˙ Θα ήθελα να μάθω, πώς συμβαίνει ώστε από τα αδικήματα άλλα να είναι δικά μας και άλλα ξένα;

Και ο Πέτρος μου αποκρίθηκε˙ Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού είπε˙ «τα αγαθά πρέπει να έρθουν. Και είναι ευτυχισμένος», λέει, «εκείνος μέσω του οποίου έρχονται. Το ίδιο είναι ανάγκη να έρθουν και τα κακά˙ αλλοίμονο όμως σ’ εκείνον που τα προκαλεί»1. Εάν λοιπόν τα κακά προέρχονται από κακούς και τα αγαθά έρχονται από αγαθούς, πρέπει να ανήκει στον καθένα αυτό που έκανε, αγαθό ή κακό, για να αποδειχθεί αληθινό και αναντίρρητο αυτό που ειπώθηκε από το Πνεύμα˙ «ο οποίος θα αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του».2 Πλην όμως εκείνος που επιδιώκει γενικά την αρετή πρέπει, όπως είπε ο Χριστός, να αγαπά και τους εχθρούς του, και μάλιστα να προσεύχεται γι’ αυτούς, να ευλογεί όσους τον βρίζουν και να συγχωρεί όσους τον βλάπτουν. Γιατί έτσι θα γίνει πιστός τηρητής των εντολών και, αφού του συγχωρηθούν όλα τα αμαρτήματα, θα φύγει.

94. Καγώ απεκρινάμην˙ Ου δοκεί σοι ουν φιλάνθρωπος είναι καν η ξενοδόχος, ξένην, ην ουκ ηπίστατο, ευεργετήσασα;

Και ο Πέτρος˙ Ελεήμονα μεν αυτήν ειπείν επίσταμαι, φιλάνθρωπον δε ου τολμώ λέγειν, άτε δη μηδέ την τεκούσαν φιλότεκνον˙ υπ’ ωδίνων γαρ και ανατροφής στέργειν πέπεισται. Ώσπερ γαρ ο ερών υπό της συνηθείας κολακεύεται, και ο φίλος υπό της αμοιβής, ούτω και ο ελεών υπό της συμφοράς. Πλην εγγύς ο ελεήμων τω φιλανθρώπω, ότι άνευ του τι θηράσθαι και λαβείν, ευεργετείν πείθεται˙ ούπω δε και φιλάνθρωπος.

Καγώ απεκρινάμην˙ Επεί ορώ σε γλιχόμενον ακούσαι, τί ποτέ εστί φιλανθρωπίας έργον, ουκ οκνήσω ειπείν. Φιλάνθρωπος εκείνός εστίν και εχθροίς ημέρως και ευεργετικώς προσφερόμενος. Ότι δε ούτως έχει, σαφώς άκουε. Την φιλανθρωπίαν εκ δύο μοι νόει συγκείσθαι μερών, ων το μεν αυτής ελεημοσύνη, το δε αγάπη εστίν η προς τον πλησίον˙ πλησίον δε ανθρώπω εστίν ο πας άνθρωπος, ουχ ότι εις άνθρωπος˙ άνθρωπος γαρ εστί και ο κακός και ο αγαθός, και εχθρός και φίλος. Χρη ουν τον φιλανθρωπίαν ασκούντα, μιμητήν είναι Θεού, ευεργετούντα δε δικαίους τε και αδίκους, ως αυτός ο Θεός εν τω κόσμω τον τε ήλιον και τους υετούς αυτού πάσι παρέχων. Ει δε θέλεις αγαθούς μεν ευεργετείν, κακούς δε κολάζειν, κριτού έργον πράττειν επιχειρείς.

95. Καγώ έφην˙ Άρά γε και ο Θεός, μέλλων ποτέ κρίνειν, ως διδάσκεις ημάς, ου φιλάνθρωπός εστίν;

Και ο Πέτρος˙ Τουναντίον λέγεις. Επειδή γαρ κρίνει, φιλάνθρωπός εστίν. Φιλών γαρ και ελεών τους ηδικημένους, τιμωρείται τους αδικήσαντας.

Καγώ έφην˙ Ουκούν, ει καγώ αγαθούς μεν ευεργετώ, τους δε αδικούντας, καθ’ ο ανθρώπους ηδίκησαν, τιμωρώ, φιλάνθρωπός ειμί;

Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Ει μετά του πρόγνωσιν έχειν εφείτο σοι και η του κρίνειν εξουσία, ορθώς αν τούτο εποίεις, δια μεν το ειληφέναι την εξουσίαν καταδικάζων ους ο Θεός εδημιούργησε, δια δε την πρόγνωσιν απταίστως εν τω κρίνειν ους μεν ως δικαίους δικαιών, ους δε ως αδίκους καταδικάζων.

Καγώ έφην˙ Ορθώς έφης και αληθώς˙ αδύνατον γαρ τινά πρόγνωσιν ουκ έχοντα κρίνειν ορθώς. Ενίοτε γαρ φαίνονταί τινές αγαθοί, αθέμιτα κρύφα διαπρασσόμενοι, ένιοι δε αγαθοί υπό διαβολής εχθρών κακοί υπολαμβανόμενοι. Άλλ’ ει και του βασανίζειν και ανακρίνειν εξουσίαν τις έχων δικάζει, ουδέ ούτως έξει πάντως το δικαίως δικάζειν. Ένιοι γαρ, φονείς όντες, τας βασάνους υπενεγκόντες αφείθησαν ως αθώοι, έτεροι δε πάλιν, αθώοι τυγχάνοντες, τας βασάνους ουχ υπομείναντες, και δια τούτο καταψευσάμενοι εαυτών, ως αίτιοι εκολάσθησαν.

96. Και ο Πέτρος˙ Έχει μετρίως και ταύτα, έφη, το δε μείζον άκουσον. Ενίων ανθρώπων αμαρτανόντων ή ευ πραττόντων, α μεν ων ποιούσιν ίδιά εστίν αυτών, α δε και αλλότρια, δίκαιον δε έκαστον επί τοις ιδίοις αμαρτήμασι τιμωρείσθαι ή επί τοις ιδίοις κατορθώμασιν αμοιβής αξιούσθαι. Αδύνατον δε τινί, πλην προφήτη μόνω πρόγνωσιν έχοντι υπό τίνος γινόμενα ειδέναι σαφώς, ποία μεν αυτά εστίν ίδια, ποία δε ουκ έστι.

Καγώ έφην˙ Εβουλόμην μαθείν πως των αδικημάτων τα μεν ίδια, τα δε αλλότρια.

Και ο Πέτρος μοι απεκρίνατο˙ Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού έφη˙ Τα αγαθά ελθείν δει, μακάριος δε, φησί, δι’ ου έρχεται. Ομοίως ανάγκη και τα κακά ελθείν˙ ουαί δε δι’ ου έρχεται. Ει δε δια κακών έρχεται τα κακά, και δια αγαθών αγαθά φέρεται, προσείναι δει εκάστω είτε αγαθόν έπραξεν, είτε φαύλον, ίνα και το ειρημένον υπό του Πνεύματος, «ος αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού», αληθές η πάντως και αναμφίλογον. Πλην αλλά και της αρετής όλως αντιποιούμενον, δέον εστίν ως ο Χριστός είρηκε και τους εχθρούς αγαπάν˙ έτι μην και υπέρ αυτών εύχεσθαι, και τους λοιδορούντας ευλογείν, και τοις επηρεάζουσι συγχωρείν. Ούτω γαρ ακριβής έσται φύλαξ των εντολών και τα αμαρτήματα πάντα δια της εις τον πλησίον αγάπης συγχωρηθείς, απελεύσεται.

Υποσημειώσεις.

1. Ματθ. 18, 7 . Λουκά 17, 1
2. Ρωμ. 2, 6. 24 Παροιμ. 1, 7

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.