Τις διώξεις των Ρωμηών της οθωμανικής αυτοκρατορίας και των άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων είχε περιγράψει πολύ παραστατικά ο Σακίρ Μπεχαεντίν, ηγετικός στέλεχος του κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος, ο οποίος έγραφε: «Είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρχει μόνο ένας μουσουλμανικός πληθυσμός από την Κωνσταντινούπολη προς την Ινδία και την Κίνα, με τη Συρία να χρησιμεύει ως σύνδεσμος μεταξύ των ισλαμικών κόσμων της Ασίας και της Αφρικής. Αυτό το τεράστιο έργο θα επιτευχθεί μέσα από την επιστημονική ιδιοφυΐα και το οργανωτικό ταλέντο των Γερμανών και το γενναίο χέρι των Τούρκων».1
Στην κατεύθυνση αυτή, ο υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας Ταλάτ πασάς αποστέλλει στις 14 Μαΐου 1914 στον Νομάρχη της Σμύρνης Ραχμή μπέη την εξής απόφαση: «Οι Έλληνες εκμεταλλεύονται τις περιστάσεις για να προκαλέσουν ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα, που θα ευνοούσε την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Μέρα και νύχτα εργάζονται για να εκτελέσουν τη μεγάλη ιδέα. Είναι συνεπώς αδιαμφισβήτητο ότι η ύπαρξη των Ελλήνων μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι δυσοίωνη για το τουρκικό κράτος από άποψη πολιτική και διοικητική. Είναι επείγον να εξαναγκαστούν οι Έλληνες που κατοικούν στις ακτές της Μικράς Ασίας να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν στα βιλαέτια του Ερζερούμ και της Χαλδαίας».2
Η εν λόγω απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης προς τη διοίκηση της Σμύρνης, η οποία διοχετεύθηκε αργότερα και στον ευρωπαϊκό τόπο, τόνιζε πως σε περίπτωση άρνησης των Ελλήνων να μετακινηθούν στα υποδειχθέντα μέρη, θα έπρεπε να δοθούν οδηγίες στους αδελφούς Μουσουλμάνους «όπως δια παντός είδους εκτροπών αναγκάσουν τους Έλληνας να εκπατρισθούν οι ίδιοι οικεία βουλήσει». Ο στόχος ήταν ένας: η άμεση πληθυσμιακή και εθνολογική αλλοίωση των πόλεων και των περιοχών κατά μήκος των μικρασιατικών ακτών.
Αρχικά, το σχέδιο προέβλεπε μία συντονισμένη ανθελληνική εκστρατεία μέσω του τουρκικού τύπου. Έπειτα, ακολούθησε η καταπίεση και η τρομοκρατία του ελληνικού στοιχείου με σκοπό την εκούσια μετανάστευσή του. Στην πρώτη αυτή φάση της «ήπιας» μεταχείρισης, οι αρχές ζητούσαν από τους εκτοπισμένους έγγραφη δήλωση ότι εγκατέλειπαν οικειοθελώς τις οικίες και τις περιουσίες τους, ώστε να μην μπορούν έπειτα να διεκδικήσουν κάτι από αυτά. Παράλληλα, δόθηκε οπλισμός στους Τούρκους, απαγορεύτηκε η οπλοφορία στους Έλληνες και συστάθηκε ένα υποτυπώδες σώμα χωροφυλακής που θα αναλάμβανε το έργο της εκκένωσης.3
Από τις 12 Μαΐου 1914 ομάδες Τούρκων επιδρομέων άρχισαν να εισβάλλουν σε πόλεις και χωριά της Ερυθραίας. Τσεσμές, Κάτω Παναγιά, Αγία Παρασκευή, Αλάτσατα, Ρΐς Δερέ, Λιθρί, Πυργί και Καραμπουρνού έγιναν ο πρώτος στόχος των ένοπλων ατάκτων, οι οποίοι, με την απειλή της γενικής σφαγής, ανάγκαζαν τους Χριστιανούς να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να κατευθύνονται στα παράλια της Χερσονήσου για να σωθούν. Την ίδια μέρα ατμόπλοια άρχισαν να αποβιβάζουν κατά κύματα Μουσουλμάνους πρόσφυγες οι οποίοι οδηγούνταν στα σπίτια που λίγο νωρίτερα είχαν εκκενωθεί.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην Αγία Παρασκευή Αλατσάτων, κωμόπολη νότια του Τσεσμέ, στην οποία κατοικούσαν πέντε χιλιάδες Έλληνες, όλοι σχεδόν ναυτικοί. Όταν έφτασαν οι επιδρομείς στην αγία Παρασκευή, ο ανδρικός πληθυσμός απουσίαζε, γεγονός που προκάλεσε τρόμο στις γυναίκες, οι οποίες, κρατώντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους, κατευθύνθηκαν αλλόφρονες στα πλοία του μικρού λιμένα. Εκεί, εκτυλίχθηκαν σκηνές φρίκης, καθώς ένα από τα πλοιάρια, λόγω του υπεράριθμου των επιβατών του, ανατράπηκε, οδηγώντας είκοσι πέντε γυναίκες και παιδιά στη θάλασσα, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο.4
Το σχέδιο για τη βίαιη εκδίωξη των χριστιανών από τη Χερσόνησο της Ερυθραίας εφαρμόστηκε με την ίδια ταχύτητα και μεθοδικότητα και στα ανατολικά τμήματα της επαρχίας Κρήνης. Σε λίγες μόλις ώρες οι κοινότητες Αχιρλί, Σαΐπι, Αμπάρσεκι, Μορδοβάνι και Μοναστήρι εκκενώθηκαν από τους χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι κατέφευγαν πανικόβλητοι άλλοι στο απέναντι Εγγλεζονήσι5 και πολλοί εξ αυτών με τους ιερείς και τις αρχές του τόπου στη Σμύρνη. Εντός λίγων ημερών εξήντα και πλέον χιλιάδες Ρωμηοί περιφέρονταν «γυμνοί και εκτραχηλισμένοι προκαλούντες τον οίκτον και τα δάκρυα των φιλανθρώπων».6
Ύστερα, το σχέδιο εκκένωσης επεκτάθηκε στα βορειοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα στις πόλεις Φώκαια, Μαινεμένη, Δικελί και Πέργαμο, μέχρι τον Αδραμυττηνό κόλπο απέναντι από τη Λέσβο. Η κατάσταση στη Φώκαια ήταν απελπιστική, καθώς το σχέδιο απομάκρυνσης των χριστιανών συνοδεύτηκε από μαζικές σφαγές και εκτεταμένες θηριωδίες.
Σε μικρό χρονικό διάστημα τα μικρασιατικά παράλια μετατράπηκαν σε πεδίο έντονων και βίαιων πληθυσμιακών μετακινήσεων, στις οποίες κυριαρχούσε ο πόνος, η θλίψη και η μεγάλη αγωνία για το μέλλον. Υπολογίζεται πως εκατόν τριάντα περίπου χιλιάδες Έλληνες ξεριζώθηκαν από τη Χερσόνησο της Ερυθραίας και τις υπόλοιπες παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας. Από αυτούς, πολλοί πέρασαν στην Ελλάδα, ενώ όσοι διέφυγαν τη σφαγή, οδηγήθηκαν στη μικρασιατική ενδοχώρα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι από το κύμα των ανθελληνικών διωγμών του 1914 εξαιρέθηκαν η Σμύρνη, τα Βουρλά και οι Κυδωνίες (Αϊβαλί), πόλεις στις οποίες κατέφυγαν οι περισσότεροι πρόσφυγες, «ανέστιοι, γυμνητεύοντες, πεινώντες και αλήται, μη έχοντες που την κεφαλήν κλίναι».7
Εκτιμάται πως σαράντα χιλιάδες περίπου Έλληνες πρόσφυγες πλημμύρισαν τότε τη Σμύρνη. Στο πλευρό τους ήταν από την πρώτη στιγμή ο Χρυσόστομος. Ο ιεράρχης οργανώνει συσσίτια, αναζητά καταλύματα, συστήνει επιτροπές για την περίθαλψη των παιδιών και τη νοσηλεία των ασθενών, ενώ μοιράζει ο ίδιος τρόφιμα και ρούχα σε όσους είχαν κατακλύσει τον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής και τους δρόμους γύρω από τη Μητρόπολη.8
Στις πρώτες ενέργειες του Χρυσοστόμου συμπεριλαμβάνεται η αποστολή στις πόλεις και τα χωριά των διωγμών κληρικών και λαϊκών της μητροπόλεως Σμύρνης, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη φροντίδα των εκτοπισμένων και την προώθησή τους σε πλοία για τη μεταφορά τους στην Ελλάδα ή τη Σμύρνη.
Με τον τρόπο αυτό, αμέτρητες ψυχές Ελλήνων εντοπίστηκαν κρυμμένοι «εν ταις οπαίς της γης και εν σπηλαίοις τόποις, και δάσεσι» και περισυνελέγησαν από τους απεσταλμένους του Χρυσοστόμου.9 Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό, όταν εκατοντάδες και σε πολλές περιπτώσεις χιλιάδες πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν κατακλύσει τις μικρασιατικές ακτές, έβγαζαν απελπιστικές κραυγές ή άναβαν φωτιές τη νύχτα για να γίνονται αντιληπτοί από τα διερχόμενα πλοία, περιμένοντας να προσεγγίσει κάποιο από αυτά τη στεριά για να τους παραλάβει. Οι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στα παράλια της Μικράς Ασίας ήταν κυρίως γυναίκες και παιδιά, ηλικιωμένοι και ανήμποροι, οι οποίοι, εκδιωγμένοι από τις πόλεις και τα χωριά τους, είχαν εγκλωβιστεί σε διάφορες τοποθεσίες κοντά στη θάλασσα και κινδύνευαν να πεθάνουν είτε από την πείνα είτε από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Ωστόσο, το πιο συγκινητικό θέαμα κατά την ανεύρεση των χριστιανών προσφύγων στα μικρασιατικά παράλια ήταν όταν εντοπίζονταν «λιμώττοντες και δειμαλέοι τρομοκρατημένοι», κρατώντας ο καθένας από μια εικόνα στα χέρια του, γεγονός που προκαλούσε στα μέλη της επιτροπής για την παραλαβή τους οίκτο και δάκρυα.10
Οι απεσταλμένοι του Χρυσοστόμου κατέγραφαν τις εικόνες αυτές των περίτρομων ομογενών, τις οποίες αξιοποιούσε ο μητροπολίτης για την ενημέρωση του πατριαρχείου και των γενικών προξένων που έδρευαν στη Σμύρνη. Ο Χρυσόστομος αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της άμεσης και πλήρους ενημέρωσης της μεγάλης εκκλησίας και των λοιπών διεθνών παρατηρητών. Έχοντας συγκεντρώσει πληροφορίες και μαρτυρίες τόσο ο ίδιος από τους πρόσφυγες που έφταναν στη Σμύρνη όσο και οι απεσταλμένοι του από τους τόπους των εκτοπίσεων, συντάσσει καθημερινά υπομνήματα και επιστολές, εκθέτοντας τους διωγμούς και τα μαρτύρια των Ελλήνων στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Ταυτόχρονα, ο ιεράρχης επισκέπτεται συνεχώς το διοικητήριο της πόλης και τα προξενεία των μεγάλων δυνάμεων διαμαρτυρόμενος για την παθητική στάση των αρχών απέναντι στις βιαιοπραγίες και τις διώξεις των χριστιανών. Σε μια από τις επισκέψεις του Χρυσοστόμου στον νομάρχη της Σμύρνης, ο Ραχμή μπέης επέπληξε τον μητροπολίτη, επειδή οι ενέργειές του δεν αφορούσαν τον ελληνορθόδοξο λαό της Σμύρνης. Ο άγιος τότε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του αποστόλου Παύλου, απάντησε στον τούρκο διοικητή:
-«Όλοι ημείς οι χριστιανοί ορθόδοξοι αποτελούμεν έν σώμα και εάν πάσχη εν μέρος πάσχει όλον το σώμα».11
Λίγες μέρες νωρίτερα, απευθυνόμενος ο Χρυσόστομος στον Έλληνα γενικό πρόξενο της Σμύρνης, είχε πει:
-«Γνωρίζω ότι είμαι προωρισμένος δια θυσίαν˙ αλλά φρονώ ότι η ώρα μου ακόμη δεν έφθασε».12
Υπό το κράτος της βίας, της τρομοκρατίας και των διώξεων του ελληνορθόδοξου στοιχείου στα μικρασιατικά παράλια, ο Χρυσόστομος καλεί τη μεγάλη εκκλησία και προσωπικά τον Γερμανό Ε’ να εξέλθει από την αδράνεια και να αναλάβει δράση. Ο μητροπολίτης Σμύρνης ζητά από τον πατριάρχη να καταφύγει στο έσχατο ειρηνικό μέτρο κατά της εγκληματικής τουρκικής πολιτικής, που δεν ήταν άλλο από το να κηρυχθεί «η Εκκλησία εν διωγμώ». Ο πατριάρχης, μπροστά στο ενδεχόμενο της πλήρους εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών από τα δυτικά παράλια της Ανατολίας, απέλυσε στις 25 Μαΐου 1914 εγκύκλιο, με την οποία επέβαλε το κλείσιμο όλων των εκκλησιών και των ελληνικών σχολείων στην οθωμανική επικράτεια.13
Το μέτρο αυτό της σφράγισης των εκκλησιών στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε εφαρμοστεί άλλη μια φορά στο παρελθόν. Το οικουμενικό πατριαρχείο είχε κηρύξει τον Οκτώβριο του 1890 την εκκλησία σε κατάσταση διωγμού με αφορμή τα περιοριστικά μέτρα της υψηλής πύλης ενάντια στο προνομιακό καθεστώς των Ελληνορθοδόξων. Η διεθνής τότε κατακραυγή και το ενδιαφέρον της Δύσης για τα δικαιώματα του πατριαρχείου είχαν αναγκάσει την τουρκική κυβέρνηση να αναδιπλωθεί, με αποτέλεσμα δύο μήνες αργότερα να επανέλθει στο προηγούμενο καθεστώς των προνομίων στις αυτοδιοικούμενες θρησκευτικές κοινότητες, όπως είχε θεσπιστεί στα μέσα του 19ου αιώνα με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ.
Ωστόσο, η λήψη του μέτρου αυτού το 1914 δεν είχε τα ίδια αποτελέσματα. Λίγο πριν από την έναρξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου, οι μεγάλες δυνάμεις, εκτός από κάποιες τυπικές διακοινώσεις, δεν έδωσαν μεγάλη σημασία στις διώξεις του Μικρασιατικού Ελληνισμού, οι οποίες τους επόμενους μήνες επρόκειτο να λάβουν εκρηκτικές διαστάσεις.
Υποσημειώσεις.
1. Βλάσης Αγτζίδης, Μικρά Ασία ένας οδυνηρός μετασχηματισμός (1908 – 1923). Εκδόσεις Παπαδόπολος, Αθήνα 2016, σ. 61
2. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος τν εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922). Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1977, σσ’. 457-458.
3. Αλλαμανή – Παναγιωτοπούλου, ό. π., σσ’. 99-100
4. Το αρχείον, τ. Β’, σσ’. 53-54
5. Μικρό νησάκι στην είσοδο του κόλπου της Σμύρνης.
6. Το αρχείον, τ. Β’, σσ’. 54-55
7. Ό. π., σ. 55
8. Λοβέρδος ό. π., σσ’. 158-159
9. Το αρχείον τ. Β’, σ. 91
10. Ό. π., σ. 93
11. Ό. π., σ. 56
12. Ό. π., σ. 50
13. Ό. π., σ. 56
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Διωγμοί και μαρτύρια του Μικρασιατικού ελληνισμού (Α’) επί Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης – Αθανασίου Μπιλιανού.