134. Και αφού είπε αυτά, ξεκίνησε για τον Σίμωνα, και βρίσκοντας τον Αππίωνα και τον Αννουβίωνα αφού τους χαιρέτισε κάθισε. Ο Σίμωνας τότε ακούοντας ότι ήρθαν κάποιοι με βασιλική εντολή αναζητώντας τον και λέγοντας, ότι, επειδή ο Καίσαρας σκότωσε πολλούς μάγους, μαθαίνοντας αυτά πο κάνει ο Σίμωνας, έστειλε να τον αναζητήσουν, για να τον τιμωρήσει και αυτόν κατά τον ίδιο τρόπο, είπε στον Αννουβίωνα και τον Αππίωνα˙ Τον Φαύστο που ήρθε σε μας κάνετέ τον να καθίσει μαζί μας στο τραπέζι, κι εγώ θα παρασκευάσω κάποιο μύρο, ώστε, αφού φάει και αλειφθεί, να φαίνεται σε όλους ότι έχει τη δική μου μορφή.
135. Και αφού ο Σίμωνας είπε αυτά, ο Αππίωνας και ο Αννουβίωνας του είπαν˙ Ποιό άραγε θα είναι το κέρδος σου από αυτό το τέχνασμα;
Και ο Σίμωνας είπε˙ Πρώτον, αφού συλλάβουν αυτόν εκείνοι που αναζητούν εμένα, θα σταματήσουν την αναζήτησή μου. Εάν μάλιστα φονευθεί και από βασιλικό χέρι, θα έχουν μεγάλο πένθος τα παιδιά του, τα οποία εγκατέλειψαν εμένα και συχνάζουν στον Πέτρο. Ο Αππίωνας όμως και ο Αννουβίωνας τα ανέφεραν όλα στον Φαύστο ιδιαιτέρως και του είπαν τη σκευωρία, αλλά ο Φαύστος, νομίζοντας ότι δεν είναι αληθινά τα λόγια τους, αφού δείπνησε με τον Σίμωνα μαζί μάλιστα με τους φίλους Αππίωνα και Αννουβίωνα, πήρε από το χέρι του Σίμωνα το μύρο και μόλις άλειψε το πρόσωπό του αμέσως πήρε τη μορφή του Σίμωνα, ενώ ο Σίμωνας τα μεσάνυχτα σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο για την Ιουδαία.
136. Εμείς εν τω μεταξύ, όσοι ήμασταν μαζί με τον Πέτρο, συζητώντας όλη τη νύχτα, από την ευχαρίστηση και τη χαρά αυτών που λέγονταν, περάσαμε τη νύχτα άγρυπνοι, και όταν πια η νύχτα άρχισε κάπως να φέγγει, ο Πέτρος κοιτάζοντας εμένα και τους αδελφούς μου είπε˙ Απορώ τι να συνέβη στον πατέρα σας. Και ενώ έλεγε αυτά, να και ο πατέρας ήρθε, πιάνοντας τον Πέτρο να μιλάει σ’ εμάς γι’ αυτόν, και βλέποντάς τον λυπημένον, αφού χαιρέτισε, εξήγησε για ποιο λόγο κοιμήθηκε έξω. Εμείς όμως παρατηρώντας τον εκπλαγήκαμε, διότι βλέπαμε τη μορφή του Σίμωνα, αλλά ακούαμε τη φωνή του πατέρα μας Φαύστου, και επειδή τον αποφεύγαμε, ο πατέρας έμεινε κατάπληκτος. Και ο Πέτρος, πο έβλεπε τη φυσική μορφή του, μας είπε˙ Για ποιό λόγο αποφεύγετε και αποστρέφεστε τον πατέρα σας; Εμείς τότε και η μητέρα είπαμε σ’ αυτόν˙ Διότι αυτός μας φαίνεται ότι είναι ο Σίμωνας που έχει τη φωνή του πατέρα μας.
Και ο Πέτρος είπε˙ Όχι˙ σε σας μόνο η αμάγευτη φωνή του είναι γνωστή, ενώ στα δικά μου αμάγευτα μάτια φαίνεται και η μορφή του η πραγματική˙ γιατί δεν είναι αυτός ο Σίμωνας, αλλά ο Φαύστος, ο πραγματικός πατέρας σας. Και τότε κοιτάζοντας λέει στον πατέρα˙ Δεν φαίνεται σ’ αυτούς η πραγματική σου μορφή, αλλά του Σίμωνα το ασεβέστατο και πολύ εχθρικού για μας.
134. Και ταύτα ειπών, επορεύθη προς Σίμωνα, και ευρών Αππίωνά τε και Ανουβίωνα και προσαγορεύσας αυτούς εκαθέσθη. Ο δε Σίμων ακούσας επιδημήσειν τινάς εκ προσταγής βασιλικής επιζητούντας αυτόν και φάσκοντας καθ’ ότι Καίσαρ πολλούς μάγους ανελών, είτα και τα κατά Σίμωνα πυθόμενος, εις επιζήτησιν αυτού πέμψειεν, όπως και αυτόν ομοίως κολάση, προς Αννουβίωνα και Αππίωνα έφη˙ Φαύστον προς ημάς ελθόντα, μετασχείν αλών ποιήσατε συν ημίν, εγώ δε μύρον τι κατασκευάσω, ίνα, δειπνήσας και αλειψάμενος, την εμήν πάσι δόξη έχειν μορφήν.
135. Και του Σίμωνος ταύτα ειπόντος, Αππίων και Αννουβίων φασί προς αυτόν˙ Και τί άρα σοι κέρδος από της μηχανής έσται ταύτης;
Και ο Σίμων έφη˙ Πρώτον μεν συλλαβόντες αυτόν οι εμέ ζητούντες, παύσονται της κατ’ εμού ζητήσεως. Ει δε και υπό βασιλικής χειρός αναιρεθείη, μέγιστον πένθος έξουσιν οι τούτου παίδες, οίτινες, εμέ καταλιπόντες, Πέτρω προσπεφοιτήκασιν. Αππίων δε και Αννουβίων κατ’ ιδίαν πάντα τω Φαύστω διασαφούσι και την επιβουλήν φράζουσι. Και ο Φαύστος ουκ αληθείς είναι τους λόγους νομίσας συνδειπνήσας τω Σίμωνι μετά γε των εταίρων Αππίωνός τε και Αννουβίωνος, εκ χειρός του Σίμωνος λαμβάνει το μύρον και το ίδιον αλειψάμενος πρόσωπον, την του Σίμωνος ευθύς υπέδυ μορφήν. Πλην εν μέση γε τη νυκτί διαναστάς ο Σίμων την επί της Ιουδαίας φυγήν εποιείτο.
136. Ημείς δε γε οι τω Πέτρω συνόντες δι’ όλης νυκτός αλλήλοις διομιλούντες υπό τε ηδονής και χαράς των λεγομένων νήφοντες διενυκτερεύσαμεν. Ήδη δε πώς της νυκτός υπαυγαζομένης ο Πέτρος εμβλέψας εμοί και τοις αδελφοίς έφη˙ Διαπορώ τί άρά γε τω υμετέρω πατρί γέγονε. Και λέγοντος ταύτα, ιδού και ο πατήρ ήκε τον Πέτρον ημίν περί αυτού διαλεγόμενον ήδη καταλαβών˙ αθυμούντά τε ιδών και προσαγορεύσας, απελογήσατο δι’ ην αιτίαν έξω κεκοίμηται. Ημείς δε εμβλέποντες αυτώ εξεστήκειμεν, το είδος Σίμωνος ορώντες, φωνής δε του πατρός ημών ακούοντες Φαύστου. Και δη φευγόντων ημών αυτόν, ο πατήρ εξεπέπληκτο. Μόνος δε Πέτρος την κατά φύσιν αυτού μορφήν ενορών, προς ημάς έφη˙ Τίνος ένεκεν τον υμέτερον απωθείσθε πατέρα και αποστρέφεσθε; Ημείς δε προς αυτόν και η μήτηρ˙ Ότι Σίμων ούτος φαίνεται, φωνήν έχων του ημετέρου πατρός.
Και ο Πέτρος˙ Ου, φησίν˙ υμίν μεν η αμάγευτος αυτού φωνή γνώριμός εστί μόνη, εμού δε τοις αμαγεύτοις οφθαλμοίς και το είδος οποίόν εστί καθοράται˙ επεί μη Σίμων εστίν ούτος, αλλά Φαύστος ο υμέτερος όντως πατήρ. Τότε δη προσεμβλέψας και τω πατρί λέγει˙ Το γνήσιόν σου είδος αυτοίς ου φαίνεται, αλλά Σίμωνος του ασεβεστάτου και ημίν εχθίστου.
***
137. Ενώ ο Πέτρος έλεγε αυτά, μπήκε κάποιος από αυτούς που προπορεύονταν, ερχόμενος από την Αντιόχεια, και είπε˙ Θέλω να ξέρεις, κύριέ μου Πέτρε, ότι όταν ο Σίμωνας βρισκόταν στην Αντιόχεια, κάνοντας δημοσίως πολλά θαύματα, τίποτε άλλο δεν επεδίωκε παρά να σε κάνει σ’ αυτούς μισητόν, ονομάζοντάς σε μάγο και γόη και δολοφόνο˙ γι’ αυτό και τους εξερέθισε τόσο πολύ εναντίον σου, ώστε όλοι όσοι βρίσκονται εκεί να επιθυμούν να φάνε τις σάρκες σου με τρόπο θηριώδη. Και εμείς βλέποντας την πόλη να τρίζει πολύ τα δόντια, ήρθαμε να σου το πούμε. Αλλά και από τον Καίσαρα στάλθηκε κάποιος βασιλικός στον έπαρχο, αναζητώντας τον Σίμωνα, και μαθαίνοντας ότι έφυγε προς την Ιουδαία, έφυγε και αυτός για αναζήτησή του, για να τον τιμωρήσει, σύμφωνα με τη διαταγή του Καίσαρα.
138. Ο Πέτρος ακούοντάς τα αυτά λέει στον πατέρα μας Φαύστο˙ Άκουσες με τα ίδια σου τα αυτιά τους προδρόμους που ήρθαν από την Αντιόχεια, ότι όταν πήγε εκεί ο Σίμωνας ξεσήκωνε έντονα το πλήθος εναντίον μου, αποκαλώντας με πλάνο και δολοφόνο και μάγο και αγύρτη και τα παρόμοια. Τώρα λοιπόν από αυτή τη στιγμή να κάνεις αυτό που σε διατάζω˙ αφήνοντας τον Κλήμη κοντά μου, σπεύσε εσύ στην Αντιόχεια μαζί με τη γυναίκα σου Ματθιδία και τα παιδιά σου Φαυστίνο και Φαυστινιανό˙ θα είναι μαζί σου και μερικοί άλλοι, οι οποίοι θα μπορούν να σε βοηθήσουν στο θέλημά μου. Μαζί μ’ αυτούς φτάνοντας στην Αντιόχεια, όσο διάστημα ακόμα θα έχεις τη μορφή του Σίμωνα, να κηρύττεις δημοσίως τη μετάνοιά σου.
139. Όταν ο Πέτρος είπε αυτά, όντας έξυπνος στο να καταλαβαίνει ο Φαύστος είπε˙ Γνωρίζω, κύριέ μου, τι σημαίνουν τα λόγια αυτά. Γι’ αυτό μη κουράζεσαι˙ διότι θα φροντίσω πηγαίνοντας εκεί να εκτελέσω αυτό που με πρόσταξες. Και αμέσως μέσα στη νύχτα ο πατέρας μαζί με εκείνους που διέταξε ο Πέτρος ξεκίνησε από την πόλη και πήγε στην κοντινή Αντιόχεια, και αφού στάθηκε στη μέση της αγοράς είπε στο πλήθος˙ Εγώ ο Σίμωνας, εγώ σας κηρύττω αυτά και ομολογώ ότι αδίκως είπα ψέματα εναντίον του Πέτρου. Δεν είναι πλάνος, ούτε δολοφόνος, ούτε αγύρτης, ούτε όσα κακά είπα κάποτε γι’ αυτόν. Σας παρακαλώ εγώ ο ίδιος, που έγινα αίτιος του μίσους σας γι’ αυτόν, να παύσετε να τον μισείτε. Διότι αυτός είναι απόστολος του Υιού του Θεού που εμφανίστηκε για τη σωτηρία του κόσμου. Γι’ αυτό και εγώ ο ίδιος γίνομαι σύμβουλός σας για τη δική σας σωτηρία, και σας προτρέπω να πείθεστε σ’ αυτόν και να πιστεύετε στον Θεό που κηρύσσεται από αυτόν˙ γιατί αλλιώς ολόκληρη η πόλη σας θα καταστραφεί από τα θεμέλια και εσείς μαζί μ’ αυτήν.
Για ποιό λόγο σας τα είπε αυτά θέλω και αυτό να το γνωρίζετε. Αυτή τη νύχτα άγγελοι του Θεού εμένα τον ασεβή, επειδή ήμουν εχθρός του κήρυκα της αλήθειας, με μαστίγωσαν φοβερά. Παρακαλώ λοιπόν, ούτε και εάν εγώ ο ίδιος έρθω άλλοτε και επιχειρήσω να σας μιλήσω εναντίον του Πέτρου να μη με δεχθείτε. Διότι σας εξομολογούμαι, ότι εγώ είμαι μάγος, εγώ πλάνος, εγώ αγύρτης˙ αλλά μετανοώ, διότι ίσως μου επιτρέπει η μετάνοια να συγχωρηθούν όσα κακά έπραξα.
140. Αφού είπε αυτά ο πατέρας δημόσια, ή με το πρόσωπο του Σίμωνα, και ευλόγησε τον Πέτρο, μετέστρεψε όλη την πόλη των Αντιοχέων στον πόθο εκείνου, και όλοι έλεγαν ότι τον επιθυμούν τρομερά. Μερικοί όμως οργίστηκαν εναντίον του πραγματικά, επειδή νόμιζαν ότι είναι ο ίδιος ο Σίμωνας, εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης τους προς τον Πέτρο, και επιχειρούσαν να τον χτυπήσουν. Και εκείνος φοβούμενος μήπως σκοτωθεί από αυτούς, την ίδια στιγμή έστειλε στον Πέτρο και ζητούσε να έρθει, για να τον προλάβει ζωντανό, και να εμφανισθεί στην κατάλληλη στιγμή στην πόλη τώρα που ο πόθος της γι’ αυτόν βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Ο Πέτρος τότε ακούοντάς τα αυτά κάλεσε σε συνάθροιση πολλούς και, μένοντας ακόμα τρεις μέρες στη Λαοδίκεια, έφυγε βιαστικά για την κοντινή Αντιόχεια.
137. Ταύτα του Πέτρου διαλεγομένου, επεισήει τις των προόδων από της Αντιοχείας εληλυθώς λέγων˙ Ειδέναι σε θέλω, κύριέ μου Πέτρε, ότι Σίμων εν τη Αντιοχεία ότε υπήρχε, δημοσία πολλά τεράστια ποιών, ουδέν άλλο σπουδάζων και γόητα και μιαιφόνου, εφ’ ω και τοσούτον αυτούς ηρέθισε κατ σου, ως γλίχεσθαι τους εκεί πάντας των σαρκών αυτών θηριωδώς απογεύσασθαί σου. Ημείς δε πολύ κατά σου βρύχουσαν την πόλιν εωρακότες ήλθομεν απαγγείλαί σοι. Αλλά και υπό Καίσαρος πεμφθείς τις βασιλικός προς τον της επαρχίας ηγούμενον και αυτός κατά ζήτησιν αυτού απήλθε, ίνα κατά την πρόσταξιν Καίσαρος τιμωρήσηται αυτόν.
138. Ταύτα ακούσας φησί προς τον πατέρα Φαύστον ο Πέτρος˙ Αυτός ιδίοις ωσίν ακήκοας των προόδων από Αντιοχείας εισεληλυθότων, ως εκεί γεγονώς ο Σίμων, ισχυρώς τους όχλους παρώξυνε κατ’ εμού, πλάνον τε και μιαφόνον, προς δε και μάγον και γόητα και τα τοιαύτα καλών. Νυν ουν εξαυτής ποίησιν ο εγώ σοι εντέλλομαι και, κατλιπών Κλήμεντα παρ’ εμοί, προλαβών αυτός εις την Αντιοχέων μετά της γυναικός Ματθιδίας, έτι δε Φαυστίνου και Φαυστινιανού των υιών˙ συνέσονται δε σοι και άλλοι τινές, οίτινες δυνατοί έσονται υπουργήσαί μου τω βουλήματι˙ μετά τούτων εν τη Αντιοχεία γενόμενος, εν όσω την μορφήν έτι Σίμωνος περιφέρεις δημοσία κήρυξον την σεαυτού μετάνοιαν.
139. Ταύτα του Πέτρου ειπόντος, οξύς ων εις το νοήσαι Φαύστος, Οίδα, έφη, κύριέ μου, τί βούλεται τα ρήματα ταύτα. Διο μη κάμνε˙ μελήσει γαρ μοι εκείσε, γενομένω διατελέσαι το προσταττόμενον. Και δη τα υπό νύκτα ο πατήρ μεθ’ ων εκέλευσε Πέτρος της πόλεως εξορμήσας, επί την πλησίον Αντιόχειαν ήλθε και, στας εν μέσω της αγοράς, είρηκε προς το πλήθος˙ Εγώ Σίμων, εγώ ταύτα υμίν κηρύσσω και ομολογώ αδίκως καταψεύσασθαι Πέτρου. Ουκ έστι πλάνος, ου μιαιφόνος, ου γόης, ουδέ όσα ποτέ φαύλα περί αυτού έλεγον. Δέομαι υμών εγώ αυτός, ο του προς υμάς μίσους αίτιος αυτώ γεγονώς, παύσασθε μισούντες αυτόν. Του γαρ προς σωτηρίαν κόσμου επιφανέντος Υιού του Θεού αψευδής εστίν ούτος απόστολος. Διο και αυτός εγώ σύμβουλος υμίν τα γε προς σωτηρίαν την υμετέραν καθίσταμαι. Και παρανώ πείθεσθαι τούτω και πιστεύειν τω υπ’ αυτού κηρυσσομένω Θεώ˙ επεί πάσα υμών η πόλις άρδην απολείται και υμείς συν αυτή. Ότου δε χάριν είρηκα ταύτα και τούτο υμάς ειδέναι βούλομαι.
Ταύτη γαρ τη νυκτί άγγελοί με Θεού τον ασεβή, ως εχθρόν όντα τω της αληθείας κήρυκι, δεινώς εμαστίγουν. Παρακαλώ ουν μηδ’ αν αυτός εγώ άλλοτε ελθών κατά Πέτρου επιχειρώ λέγειν, αποδέξησθέ με. Εξομολογούμαι γαρ υμίν, ως εγώ μάγος, εγώ πλάνος, εγώ γόης˙ αλλά μετανοώ, έξεστι γαρ ίσως μετανοία μοι τα κακώς πεπραγμένα μοι συγχωρηθήναι.
140. Ταύτα ειπών ο πατήρ δημοσία˙ ή ως εκ προσώπου του Σίμωνος, και Πέτρον ευλογήσας την πάσαν Αντιοχέων πόλιν εις τον εκείνου πόθον μετέθηκε και πάντες επιθυμείν αυτού δεινώς έλεγον˙ ένιοι δε και χαλεπαίνοντες αυτώ ήσαν δήθεν, οίά περ αυτώ εκείνω Σίμωνι όντι, δια το υπερβάλλον της περί τον Πέτρον στοργής και χείρας επιβαλείν επεχείρουν. Και ος μη παρ’ αυτών αναιρεθή δεδοικώς εξαυτής ελθείν πέμψας ηξίου τον Πέτρον, όπως αυτόν επικαταλάβη ζώντα, και ακμαζούση τω προς αυτόν πόθω τη πόλει ευκαίρως επιφανή˙ Πέτρος δε τούτων ακούσας προς το εκκλησιάζειν πλείστους αγαγών, επίσκοπόν τε καταστήσας και ιασάμενος πολλούς και βαπτίσας, ημέρας επιμείνας τρεις τη Λαοδικεία, επί την πλησίον Αντιόχειαν έσπευσε.
***
141. Και όταν έφτασε στην πόλη έτρεξε όλο το πλήθος και τον υποδέχθηκε με χαρά ως κήρυκα της αλήθειας και απόστολον. Και εκείνος, αφού προσευχήθηκε και έβαλε τα χέρια του επάνω τους, θεράπευσε όλους τους κακοπαθούντες, τους κήρυξε ένα Θεό με τρεις υποστάσεις και τους δίδαξε πολλά για τη μοναρχία.
Έπειτα αποχωρήσαμε για τον τόπο της φιλοξενίας. Όταν δε ο γέροντας έμαθε ότι ήρθε ο Πέτρος, έτρεξε και πέφτοντας στη γη φιλούσε τα ίχνη του, ζητώντας να γίνει τέλειος με το θείο βάπτισμα, ώστε να ξαναπάρει την αρχική ωραιότητα της ψυχής και τη μορφή του σώματός του μέσω του βαπτίσματος, και να γίνει μέτοχος των αχράντων μυστηρίων του Χριστού. Και ο Πέτρος, αφού τον κατήχησε και του είπε πολλά για τη σωτηρία, στο τέλος του είπε και αυτό, ότι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, είπε στους μαθητές του, «όποιος πιστέψει και βαπτισθεί, θα σωθεί»,1 και «σύμφωνα με την πίστη σου ας γίνει όπως θέλεις».2 Και επειδή βράδυαζε, αφού έφαγαν, μετά τη συνηθισμένη προσευχή τους πήρε ο ύπνος.
142. Την επομένη μέρα, αφού ο Πέτρος σηκώθηκε πάλι πιο ενωρίς και προσευχήθηκε, κάλεσε μαζί με μας τον πατέρα και είπε˙ Σήμερα, αδελφοί, γίνεται μεγάλη χαρά στον ουρανό, για τη θεοδώρητη αναγέννηση του καλού γέροντας Φαύστου.3 Και αφού μας πήρε, βγήκαμε προς τα ανατολικά της πόλεως, όπου υπήρχαν πολλά και καθαρά νερά. Εκεί πήρε τον πατέρα ιδιαιτέρως, τον κατήχησε πολύ και τον δίδαξε τα σχετικά με τον Θεό και την ένσαρκη παρουσία του σε μας, και τον βάπτισε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Και αφού πήρε ψωμί και απηύθυνε ευχαριστήρια προσευχή, το ευλόγησε και τον έκανε μέτοχο των ιερών μυστηρίων. Και ήμασταν όλοι μαζί χαρούμενοι στο όνομα του Κυρίου νύχτα και μέρα, και για την αναγέννηση του πατέρα δια του αγίου Πνεύματος, και για την ακρόαση των λόγων του Πέτρου. Αφού λοιπόν περάσαμε αρκετό χρόνο μαζί, έγιναν φανερά όλα τα δικά μας, και μας καλοτύχιζαν όλοι και όλο θαύμαζαν για όσα συνέβαιναν σε μας, και διεκήρυτταν τη βοήθεια του Θεού στο να αναγνωρισθούμε.
143. Καθώς όμως η φήμη έτρεχε παντού, ο ηγεμόνας της Αντιόχειας μαθαίνοντας όλα όσα συνέβηκαν στον πατέρα και τη μητέρα, και το ότι ανήκουν στο γένος του Καίσαρα, τα ανέφερε όλα στον Τιβέριο. Ο βασιλιάς τότε ακούοντάς τα διατάζει να σταλούν αυτοί στη Ρώμη, πράγμα που έγινε, και έτσι με πολλές τιμές και δορυφόρους ο ηγεμόνας τους έστειλε από την Αντιόχεια στον Καίσαρα Τιβέριο. Ο Καίσαρας βλέποντας τον πατέρα και την μητέρα και αναγνωρίζοντάς τους, έμεινε κατάπληκτος από αυτό, και πέφτοντας στον λαιμό του έκλαιε. Συγκρατώντας όμως το πένθος του και στρεφόμενος προς τη σύγκλητο λέει˙ Συγχαρείτε με όλοι και ας γιορτάσουμε όλοι μαζί για την ανεύρεση του Φαύστου και της Ματθιδίας, διότι, ενώ θεωρούνταν νεκροί αναστήθηκαν, και χαμένοι βρέθηκαν».4
Στη συνέχεια αφού κάθισε σε πλούσιο τραπέζι μαζί τους και τους έδωσε χρήματα πολλά και δούλους και δούλες στην υπηρεσία τους, τους περιέβαλε με πολλή φροντίδα και τιμή, και έτσι αυτοί πέρασαν στη Ρώμη πολλά χρόνια, ζώντας με ευσέβεια και δίνοντας στους φτωχούς τα υπάρχοντά τους και ασκώντας κάθε άλλη αρετή, μέχρι που σε βαθειά γεράματα εγκατέλειψαν τα εγκόσμια και τα αντάλλαξαν με τη βασιλεία του Χριστού, δίνοντας πρότυπο ζωής και υπόδειγμα ορθότατο αρετής στην πόλη των Ρωμαίων την δική τους ζωή και πολιτεία.
141. Και δη την πόλιν καταλαβόντα το πλήθος συνδραμόν άπαν μετά χαράς υπεδέξατο, ως της αληθείας κήρυκα και απόστολον. Προσευξάμενος δε και χείρας αυτοίς επιθείς, πάντας τους κακώς έχοντας εθεράπευσεν, ένα τε Θεόν εν τρισίν υποστάσεσιν ευαγγελισάμενος και πολλά διδάξας αυτούς περί μοναρχίας.
Είτα προς την ξενίαν απήειμεν. Γνους δε ο γέρων ότι Πέτρος παρήν, προσδραμών, εαυτόν τε τη γη προσκαταβαλών, τα εκείνου κατησπάζετο ίχνη, αξιών τω θείω τελειωθήναι βαπτίσματι, ώστε το αρχαίον τε της ψυχής κάλλος και την μορφήν του σώματος απολαβείν δια του βαπτίσματος και κοινωνός των αχράντων γενέσθαι του Χριστού μυστηρίων. Και ο Πέτρος κατηχήσας αυτόν, ειρηκώς τε πολλά περί σωτηρίας, επί τέλει δε και τούτο ειπών, ως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού τοις μαθηταίς εντελλόμενος˙ «ο πιστεύσας», έφη, «και βαπτισθείς, σωθήσεται», και «κατά την πίστιν σου γενηθήτω σοι ως θέλεις». Επείπερ ο καιρός προς εσπέραν ήν, τροφής μεταλαβόντες, μετά την συνήθη ευχήν ο ύπνος ελάμβανε.
142. Τη δε επιούση ορθριαίτερον πάλιν αναστάς ο Πέτρος και προσευξάμενος, μετακαλείται συν ημίν τον πατέρα και Σήμερον, ω αδελφοί, λέγει, μεγάλη χαρά γίνεται εν τω ουρανώ επί τη θεοδωρήτω αναγεννήσει του καλού γέροντος Φαύστου. Και παραλαβών ημάς εξήειμεν κατά ανατολάς της πόλεως, ένθα ην ύδατα πολλά τε καθαρά, και μόνον τον πατέρα λαβών ιδία, κατηχήσας τε πολλά και διδάξας αυτόν τα περί Θεού και της δια σαρκός αυτού προς ημάς επιδημίας, εβάπτισεν αυτόν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, και άρτον λαβών, ευχαριστήσας τε και ευλογήσας, των ιερών αυτώ κοινωνεί μυστηρίων. Και ήμεν ομού πάντες αγαλλώμενοι εν Κυρίω νύκτα τε και μεθ’ ημέραν, επί τε τη του πατρός δια του θείου Πνεύματος αναγεννήσει και τη ακροάσει των Πέτρου λόγων. Χρόνον ουν τινά επί το αυτό διαγαγόντων ημών, πάσι δήλα κατέστη τα καθ’ ημάς και εν τοις απάντων ήμεν στόμασι, και πάντες εθαύμαζον επί πάσι τοις συμβεβηκόσιν ημίν και την του Θεού εις ημάς βοήθειαν επί τω αναγνωρισμώ ημών εμεγάλυνον.
143. Της φήμης ουν πανταχόσε διαθεούσης, ο της Αντιοχέων ηγεμών πάντα τα συμβεβηκότα επί τε τω πατρί και μητρί γνους και ότι Καίσαρι κατά γένος προσήκουσιν, αναφέρει ταύτα τω Τιβερίω. Και ο βασιλιάς ακούσας κελεύει το τάχος αναπεμφθήναι αυτούς εις Ρώμην, ο και γέγονε˙ και μετά πολύς τιμής και δορυφορίας ο ηγεμών εξ Αντιοχείας προς τον Καίσαρα Τιβέριον αυτούς αποστέλλει. Θεασάμενος δε ο Καίσαρ τον τε πατέρα και την μητέρα και επιγνούς αυτούς, εξέστη επί τούτω και περιφύς αυτού τω τραχήλω, θερμώς έκλαιεν. Επισχών δε του πένθους, προς την σύγκλητον αποβλέψας. Συγχάρητέ μοι, έφη, πάντες και κοινήν εορτήν ποιησώμεθα, την ανεύρεσιν Φαύστου και Ματθιδίας, ότι νεκροί νομιζόμενοι ανέστησαν και απολωλότες ευρέθησαν.
Είτα και ευωχηθείς μετ’ αυτών και χρήματα πολλά χρησάμενος, έτι δε και παίδας και παιδίσκας εις υπηρεσίαν αυτοίς δεδωκώς, θεραπεία πλείστη και τιμή περιέβαλεν, οί και χρόνον ου τι βραχύν εν Ρώμη διήγον, ευσεβώς μεν βιούντες και πένησι τα εαυτών χορηγούντες και πάσαν άλλην αρετήν μετερχόμενοι, έως εν γήρει καλώ τα ενταύθα λιπόντες, την Χριστού βασιλείαν ηλλάξαντο, αρχέτυπον βίου και παράδειγμα προς αρετήν ακριβέστατον τον εαυτών βίον τη Ρωμαίων παρασχόμενοι πολοιτεία.
Υποσημειώσεις.
1. Μάρκ. 16, 16
2. Ματθ. 19, 29
3. Πρβλ. Λουκά 15, 7
4. Πρβλ. Λουκά 15, 24
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.