154. Αμέσως οι υπηρέτες του δίνουν το χέρι και τον παίρνουν για να τον οδηγήσουν τάχα στο σπίτι. όμως δεν μπορούσαν να βγουν έξω, αν και όλες οι πύλες του ναού ήταν ανοιχτές, και τον περιέφεραν μέσα σ’ όλη την εκκλησία, ανάμεσα στο πλήθος αυτών που έψαλλαν. Διότι εμπόδιζε την έξοδό τους κάποια θεϊκή δύναμη, που έκανε πιο συνετό τον ανόητο εκείνον. Καθώς λοιπόν περιφέρονταν παντού μέσα στον ναό, συναντούν και την γυναίκα του να προσεύχεται. Και εκείνη βλέποντας τον άνδρα της με τους υπηρέτες, στην αρχή βέβαια απέφυγε να κοιτάξει, από φόβο μήπως την δει και εκείνος, διότι η Θεοδώρα δεν γνώριζε τίποτε από όσα πριν από λίγο είχαν συμβεί˙ έπειτα όμως φωνάζοντας έναν από τους υπηρέτες ρώτησε να μάθει τον λόγο για τον οποίο ο άνδρας της περιφέρεται έτσι μαζί τους στον ναό. Και εκείνος της τα είπε όλα με λεπτομέρεια˙ ότι δηλαδή μετά την αναχώρησή της από το σπίτι μπήκαν και αυτοί στην εκκλησία κρυφά και ότι, μόλις ο πατριάρχης τελείωσε την προσευχή, ο κύριός τους αμέσως έγινε τυφλός και κουφός. Και ότι τους
διέταξε να τον οδηγήσουν στο σπίτι, αλλά δεν υπάρχει γι’ αυτούς καμμιά έξοδος, αν και κουράστηκαν πολύ και γύρισαν όλη την Εκκλησία.
155. Όταν εκείνη τα άκουσε αυτά, κατάλαβε αμέσως από πού προήλθε η βλάβη των αυτιών και των ματιών του, και του έγινε πραγματικά βοηθός, στράφηκε αμέσως σε προσευχή και χύνοντας καυτά δάκρυα μαζί με την προσευχή, παρακαλούσε τον Θεό, να επιτραπεί η έξοδος στον Σισσίνιο και να γυρίσει στο σπίτι. Γνωρίζοντας τότε στους υπηρέτες (επειδή γνώριζε ότι ο Θεός δεν θα παραβλέψει οπωσδήποτε τον άνδρα της), είπε˙ Πηγαίνετε, οδηγήστε τον κύριό σας στο σπίτι, και σε λίγο θα έρθω και εγώ. Αυτά είπε και αμέσως η έξοδος έγινε για τους υπηρέτες εύκολη. Και έτσι ο Σισίννιος με βλαμμένα ακόμα τα μάτια και τα αυτιά του οδηγήθηκε στο σπίτι.
Οι υπηρέτες τότε, γυρίζοντας πίσω στην Θεοδώρα, της ανήγγειλαν ότι ο κύριός τους είναι ακόμα κουφός και τυφλός. Και εκείνη με πιο έντονη πάλι προσευχή στον Θεό και πιο καυτά δάκρυα παρακαλούσε ν’ απαλλαγεί ο άνδρας της από το πάθημά του. Και καθώς ο πατριάρχης τελούσε την ιερή λειτουργία, πέφτει στα πόδια του η Θεοδώρα, του αναφέρει την αναπηρία του άνδρα της και παρακαλεί και ικετεύει και χύνει δάκρυα στα πόδια του να θεραπεύσει το πάθος του άνδρα της και να μη τον περιφρονήσει που υποφέρει τόσο πολύ.
156. Ακούοντας αυτά ο μακάριος Κλήμης και συμπονώντας για τη συμφορά της γυναίκας, ξέσπασε κι αυτός σε φανερά δάκρυα και προέτρεψε όσους ήταν παρόντες να παρακαλέσουν μαζί τον Θεό, ώστε να θεραπευθεί η βλάβη του Σισιννίου. Και όταν έγινε αυτό με θάρρος πήγε μαζί με την γυναίκα στο σπίτι ο πατριάρχης, και βρίσκει ανοιχτά τα μάτια του άνδρα, χωρίς όμως να είναι καλύτερα από τους τυφλούς στο να βλέπουν. Ήταν επίσης και κουφός στα αυτιά και το σώμα του βρισκόταν σε πολύ βαρειά συμφορά. Οδύρονταν λοιπόν οι παρόντες και το σπίτι ήταν γεμάτο από θρηνώδεις κραυγές, αλλά ο Σισίννιος δεν αισθανόταν αυτά που γίνονταν. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού αυτός ούτε να ακούσει ούτε να δει μπορούσε;
154. Χείρα μεν ουν ευθύς ορέγουσαν αυτώ οι οικέται και απαίρουσι δήθεν προς την οικίαν. Εξελθείν δε ουκ είχον, καίτοι γε πάσης του ναού πύλης ανεωγμένης, αλλά δια πάσης αυτόν τε περιήγον της εκκλησίας, ανά το των αδόντων πλήθος. Απέκλειε γαρ την έξοδον αυτοίς δύναμις θειοτέρα, σωφρονέστερον τον ανόητον εκείνον εργαζομένη. Περιιόντες τοίνυν πανταχού του ναού εντυγχάνουσι προσευχομένη τη αυτού συζύγω, κακείνη τον άνδρα συν τοις οικέταις ιδούσα, πρώτα με εκκλίνει την θείαν, δεδοικυία μη και ούτος αυτήν ίδοι˙ ουδέν γαρ των τέως πραχθέντων η Θεοδώρα ήδει˙ έπειτα δε των οικετών ένα μετακαλεσαμένη, την αιτίαν ηρώτα, δι’ ην ούτω συν αυτοίς ο ανήρ ανά τον ναόν περιέρχοιτο. Κακείνος αυτή πάντα καταλέγει συν ακριβεία, όπως τε μετά την εκ του οίκου αυτής υποχώρησιν, λάθρα την εκκλησίαν και αυτοί καταλάβοιεν, και όπως, την ευχήν του πατριάρχου διατελέσαντος, τυφλός ευθύς ο κύριος αυτών γένοιτο και κωφός, και ως προστάξειε μεν αυτοίς χειραγωγήσαι αυτόν επί την οικίαν, ουδεμία δε αυτοίς έξοδος, καίτοι πολλά καμούσι
και πανταχού της εκκλησίας περιελθούσιν, ευρίσκεται.
155. Τούτων εκείνη ακούσασα, συνήκεν ευθέως, όθεν η των ώτων αυτώ και των οφθαλμών πήρωσις ην, και βοηθός αληθώς αυτώ γίνεται. Τραπείσα γαρ εις ευχήν αυτίκα και δάκρυα μετά της ευχής θερμά χέουσα, εδείτο του Θεού, ώστε την έξοδον επιτραπήναι τω Σισαννίω και οίκαδε υποστρέψαι αυτόν. Και προς τους οικέτας επιστραφείσα (ήδει γαρ ως ουδέ τον άνδρα περιόψεται πάντως ο εκείνης Θεός), Άγετε, φησί, τον κύριον υμών προς τον οίκον χειραγωγήσατε˙ καταλαμβάνω δε μετά βραχύ αυτή. Ταύτα έφη και ραδία η έξοδος ευθύς τοις οικέταις εγένετο. Και ο Σισίννιος οφθαλμούς έτι και ώτα πεπηρωμένος, εχειραγωγείτο προς την οικίαν.
Οι οικέται τοίνυν ελθόντες παρά την Θεοδώραν και αύθις έτι κωφόν είναι και τυφλόν εαυτών απαγγέλλουσι κύριον. Και αυτή συντονωτέρα πάλιν προς τον Θεόν τη δεήσει και θερμοτέροις εδείτο τοις δάκρυσιν, ώστε τον άνδρα του πάθους απαλλάτουργίαν, πίπτει προς του αυτού πόδας η Θεοδώρα και την πήρωσιν του ανδρός απαγγέλλει και δείται και ικετεύει και δάκρυα των ποδών καταχέει, θεραπεύσαι τω ανδρί το πάθος και μη ούτω περιιδείν κακώς έχοντα.
156. Τούτων ο μακάριος Κλήμης ακούσας και παθών επί τη της γυναικός συμφορά την ψυχήν, εις δάκρυα και αυτός φανερά κατάγεται και προτρέπεται τους παρόντας κοινή του Θεού δεηθήναι, ώστε λυθήναι τω Σισιννίω την πήρωσιν. Τούτου δε γενομένου, θαρρούντως άπεισι μετά της γυναικός επί τον οίκον ο πατριάρχης και ανεωγμένους μεν ευρίσκει τω ανδρί τους οφθαλμούς, εις δε το βλέπειν ουδέν των πεπηρωμένων άμεινον έχοντας. Κεκώφωτο δε τα ώτα και βαρυτάτη συμφορά περί το σώμα εκέχρητο. Οδυρμός ουν εκ των παρόντων εγένετο και κατασχείν οιμωγή τον οίκον. Άλλ’ ο μεν Σισίννιος ουκ ησθάνετο των γεγενημένων. Πώς, ος γε ουκ ακούειν ούτε οράν είχεν;
***
157. Βαθειά θλιμμένος ο θείος Κλήμης για την γυναίκα και το σπίτι, άρχισε να παρακαλεί τον Θεό και με δάκρυα τον ικέτευε και του απηύθυνε γεμάτες πόνο δεήσεις λέγοντας˙ Κύριε Ιησού Χριστέ, συ ο οποίος έδωσες στον απόστολό σου Πέτρο τα κλειδιά των ουρανών και του είπες, Αυτά που θα ανοίξεις θα ανοίγονται και αυτά που θα κλείσεις θα είναι κλειστά, συ και τα ανάπηρα μάτια αυτού εδώ του άνδρα και τα αυτιά άνοιξέ τα, διότι δικός σου είναι και ο λόγος αυτός, ότι «όσα και αν ζητήσετε πιστεύοντας, θα τα λάβετε»1˙ και αυτή η υπόσχεσή σου παραμένει αιώνια.
Όταν ο πατριάρχης προσευχήθηκε με τα λόγια αυτά και οι παρόντες είπαν το ¨αμήν¨, αμέσως η βλάβη των ματιών και των αυτιών αποκαταστάθηκε. Και ο Σισίννιος, σαν να ξύπνησε από ύπνο, βλέποντας τον μακάριο Κλήμη να στέκεται μαζί με τη γυναίκα του, φέρθηκε ο ανόητος στον άγιο με αγνωμοσύνη. Διέταξε αμέσως τους υπηρέτες να συλλάβουν τον πατριάρχη, προκειμένου να δικαστεί για την αναπηρία. Διότι νόμιζε ότι επρόκειτο για κάποια αγυρτεία, και ότι τον έκανε πρώτα ανάπηρο, και έπειτα να ξαναβρεί το φως του και να ακούσει.
158. Οι υπηρέτες λοιπόν προσπαθούσαν να εκτελέσουν γρήγορα αυτά που διατάχθηκαν, δεν αντιλήφθηκαν όμως ότι έπιαναν τις πέτρες και τα ξύλα που υπήρχαν εκεί γύρω, και τα έσερναν και τα έδεναν και τα περιέφεραν εδώ και εκεί. Το ίδιο φαινόταν και στον Σισίννιο, ο οποίος νόμιζε ότι ο πατριάρχης είχε συλληφθεί από τους υπηρέτες, ενώ εκείνος παρέμενε απείραχτος από τα άδικα χέρια εκείνων, χωρίς να υφίσταται ούτε το παραμικρό άγγιγμα, ούτε να ταράζεται μέσα στα δεινά. Έπειτα κοιτάζοντας σ’ εκείνον τον ανόητο είπε˙ Έχει πωρωθεί η καρδιά σου για να φτάσεις να μετακινείς πέτρες και ξύλα και να αφήνεις να ξεσπά όλη η οργή σου εναντίον αυτών που πριν λίγο τα τιμούσες και τα λάτρευες ως θεούς.
Και εκείνος είπε˙ Εγώ όμως θα σε αφανίσω κατά τρόπο κακόν, ώστε έτσι να μεταστρέψω πολλούς από τους αγύρτες και να τους συνετίσω, διότι με αυτά που θα πάθεις εσύ τελειώνοντας τη ζωή σου, εκείνοι θα κερδίσουν πάρα πολύ.
159. Και αυτός βέβαια τα έλεγε αυτά παρασυρόμενος από τους παρόντες, και καυχιόταν επειδή έβαλε σε δεσμά τον πατριάρχη. Ενώ εκείνος ούτε γι’ αυτά τον αποστρεφόταν, αλλά, αφού ευλόγησε τη γυναίκα του και έσπειρε στα ευγνώμονα και ευπειθή αυτιά της, σαν σε εύφορο και λιπαρό χωράφι, πλούσια σπέρματα της ευσέβειας, έφυγε, αφού της έδωσε εντολή να μη παύσει να προσεύχεται, μέχρι να οδηγήσει και τον άνδρα της στην επίγνωση της αλήθειας.
Και καθώς η Θεοδώρα προσευχόταν με περισσότερη θέρμη, εμφανίζεται σ’ αυτήν και το βράδυ ένας άνδρας σεβάσμιος με άσπρα μαλλιά, που έμοιαζε να είναι ο πρώτος των μαθητών Πέτρος, ο ένθερμος εραστής του Δασκάλου, και της λέει˙ Εξαιτίας σου, κυρία, θα θεραπευθεί ο Σισίννιος για να αγιασθεί και ο άνδρας, σύμφωνα με τον αδελφό μου Πέτρο, εξαιτίας της γυναίκας του».2 Και αφού είπε αυτά, έφυγε.
160. Ο Σισίννιος αμέσως, σαν από σύνθημα, κάλεσε την Θεοδώρα (ίσως αυτό ήταν αποτέλεσμα της μορφής που της εμφανίσθηκε), και υπενθυμίζοντάς της την αγάπη του, τα κοινά τραπέζια και το σπίτι και όλα τα άλλα κοινά τους, για όλα αυτά της ζητά μια χάρη και εκλιπαρεί και ικετεύει τη γυναίκα του, να παρακαλέσει τον Θεό να του συγχωρήσει τα αμαρτήματα και να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας. Έπειτα αρχίζει να κατηγορεί τον εαυτό του και υπόσχεται ότι θα υποστεί γι’ αυτήν τα πάντα.
157. Υπεραλγήσας δε ο θείος Κλήμης της γυναικός και του οίκου, ικέτης γίνεται του Θεού και μετά δακρύων εδείτο και περιπαθείς εξέτεινε τας δεήσεις˙ Κύριε Ιησού Χριστέ, λέγων, ο τας των ουρανών κλεις δεδωκώς τω αποστόλω σου Πέτρω και άπερ ανοίξεις ανέωκται, ειπών, και άπερ αν κλείσης κέκλεισται, αυτός και τους πεπηρωμένους οφθαλμούς του ανδρός τούδε και τα ώτα διάνοιξον, ότι σον και τούτο το ρήμα, το, «άπερ αν αιτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε», και αυτή σου η επαγγελία διαμένει εις τον αιώνα.
Ταύτα του πατριάρχου προσευξαμένου και των παρόντων το ¨αμήν¨ επειπόντων, ευθέως η των οφθαλμών και των ώτων πήρωσις διελέλυτο. Και ο Σισίννιος καθάπερ εξ ύπνου διαναστάς και τον μακάριον Κλήμεντα μετά της γυναικός εστώτα ιδών, κακάς ο ανόητος τω αγίω χάριτας απεδίδου, και κατασχείν ευθέως τον πατριάρχην τοις οικέταις παρεκελεύετο, του δίκας υποσχείν αυτόν της πηρώσεως˙ ώετο γαρ τινά γοητείαν είναι, ότι και πηρωθήναι πρότερον αυτόν και αναβλέψαι και ακούσαι πάλιν εποίησεν.
158. Οι μεν ουν οικέται σπουδαίως τα προστεταγμένα ποιείν αυτόν επειρώντο˙ ελάνθανον δε άρα των προκειμένων λίθων και ξύλων απτόμενοι και σύροντες αυτά και δεσμούντες και τήδε κακείσε μανικώς περιάγοντες. Τούτο δε και τω Σισιννίω εδόκει και δεσμώτην υπό των οικετών γεγεθήσθαι τον πατριάρχην και αυτός ώετο. Εκείνος δε απαθής από των αδίκων εκείνων ετηρείτο χειρών, ουδέ μκράν αφήν υπομένων, ουδέ εν μέσοις τοις δεινοίς θορυβούμενος, είτα και προς τον ανόητον εκείνον ιδών˙ Πεπώρωσαι την καρδίαν, έφη, λίθους ούτω και ξύλα κινών και όλην κατ’ αυτών αφιείς την οργήν, α μικρώ πρόσθεν ετίμας και ως θεούς εθεράπευες.
Ο δε˙ Άλλ’ εγώ σε κακώς απολώ, φησίν, ως και μεταβαλείν πολλούς των γοήτων εντεύθεν και σωφρονήσαι, αφ’ ων αυτός τα έσχατα πείση, τα μεγάλα εκείνους κερδάναντας.
159. Ταύτα ο μεν φυσώμενος υπό των παρόντων έλεγε και αυχών, ότι και δεσμοίς υποβέβληκε τον πατριάρχην. Ο δε, ουδέ ούτως αυτόν επεστρέφετο, αλλά την εκείνου σύζυγον ευλογήσας και εις τας ευγνώμονας εκείνας και κακοπαθείς ακοάς, ώσπερ εις βαθύγειόν τινά και λιπαράν άρουραν δαψιλή σπέρματα της ευσεβείας καταβαλών, ώχετο, μη ανείναι προσευχομένην πρότερον εντειλάμενος, έως και τον άνδρα εις επίγνωσιν της αληθείας χειραγωγήσειε.
Τη ευχή τοίνυν θερμότερον προσκειμένη τη Θεοδώρα επιφαίνεταί τις αυτή προς εσπέραν αιδέσιμος ανήρ και πολιός την τρίχα˙ εώκει δε άρα ο πρώτος των μαθητών είναι Πέτρος, ο του Διδασκάλου θερμός εραστής, και φησί προς αυτήν˙ Δια σε, ώ γύναι, υγιής έσται Σισίννιος, όπως αν και ανήρ, κατά τον αδελφόν μου Παύλον, αγιασθή δια την γυναίκα. Ο μεν ουν ταύτα ειπών απήλθεν.
160. Ο Σισίννιος δε αυτίκα και ώσπερ εκ συνθήματος την Θεοδώραν καλέσας (ην δε άρα τούτο πέρας της φανείσης αυτή όψεως), του πόθου τε αυτήν και των κοινών αλών και της εστίας και της λοιπής απάσης κοινωνίας αναμιμνήσκει και πάντων αυτών μία απαιτεί χάριν και λιπαρεί τη γυναίκα και ικετεύει, ώστε δεηθήναι του Θεού αφείναί τε τα ημαρτημένα και την οδόν αυτώ υποδείξαι της σωτηρίας. Είτα κατήγορος αυτός εαυτού γίνεται και πάντα ποιήσαι δι’ αυτήν και παθείν απαγγέλλει.
Υποσημειώσεις.
1. Ματθ. 21, 22
2. Πρβλ. Α’ Κορ. 7, 14
***
161. Επειδή εγώ ζήλευα, λέει, για σένα, διότι παραμελώντας εμένα τον άνδρα σου, σύχναζες σ’ αυτόν τον ξένο, προσθέτοντας το όνομα του πατριάρχη˙ και μη υποφέροντας τις ανησυχίες της φύσεως και τις ταραχές της ζάλης μου, αναγκάστηκα να σε παραφυλάξω όταν πήγαινες στην εκκλησία, για να δω αυτά που γίνονται. Αφού λοιπόν μπήκα και εγώ στη συνέχεια στο ναό, βλέποντας με περίεργα μάτια όσα έκανε ο πατριάρχης και εντείνοντας την ακοή μου όλη σ’ αυτήν, θέλοντας να ακούσω αυτά που λέει, έχασα τα μάτια μου μαζί και τα αυτιά μου. Και μολονότι εκείνος, καθότι μιμητής του Θεού, με έκανε να ξαναδώ και να ακούσω, εγώ λησμονώντας το τόσο μεγάλο καλό, όχι μόνο δεν του έδειξα ευγνωμοσύνη για την ευεργεσία του, αλλά ονομάζοντας το θαύμα του αγυρτεία, επιχειρούσα να τον τιμωρήσω ο ανόητος, με όση δύναμη είχα, και διέτασσα τους υπηρέτες, αλλοίμονο, να τον συλλάβουν και να τον δέσουν˙ και ενώ εκείνοι νόμιζαν ότι τον κρατούν και τον οδηγούν στα δεσμά, είχαν στα χέρια τους ξύλα μόνο και πέτρες.
Το ίδιο νόμιζα και εγώ, και σαν να κρατιόταν απ’ αυτούς ο πατριάρχης, εγώ πρόσθετα φοβερότερες απειλές. Γι’ αυτό σε παρακαλώ εγώ ο άνδρας σου, και ζητώ αυτή τη χάρη από τη γυναίκα μου, ώστε πρώτον να γίνει ο Θεός ευνοϊκός μαζί μου, και έπειτα να συμφιλιωθώ κι εγώ με τον πατριάρχη.
162. Ακούοντάς τα αυτά η Θεοδώρα πηγαίνει αμέσως στον όσιο και όσα είδε και όσα άκουσε από τον άνδρα της τα ανέφερε όλα στον πατριάρχη, και εκείνος χωρίς να αμελήσει καθόλου πηγαίνει αμέσως στον Σισίννιο και τον συναντά όχι όπως την πρώτη φορά, αλλά με όση αγριότητα είχε προσβάλλει τότε τον πατριάρχη. Με περισσότερη τώρα τιμή τον υποδέχθηκε. Βλέποντας λοιπόν ο μεγάλος (Κλήμης) τόσο απότομη και μεγάλη την μεταβολή του, του απευθύνει πολλά κατάλληλα λόγια για την ευσέβεια και κερδίζει τον άνδρα, κι αφού πίστεψε με την ψυχή του ο Σισίννιος στον Θεό, έπιασε τα μακάρια εκείνα πόδια του πατριάρχη και με δάκρυα του είπε τα εξής˙
163. Ευχαριστώ εσένα τον αληθινό και μοναδικό Θεό, ο οποίος μου έβλαψες τα μάτια του σώματος, για να μου ανοίξεις τα μάτια της ψυχής, και να με προετοιμάσεις να δω την αλήθεια˙ για τον ίδιο εξάλλου σκοπό έσβησες και των αυτιών μου την ενέργεια, ώστε με σκέψη νηφάλια, που δεν αισθάνεται τίποτε από τα έξω, να δεχθώ το κήρυγμα της ευσέβειας. Και τώρα αυτήν την αλήθεια διδάχθηκα και γνώρισα καλά τα διδάγματα των Ελλήνων, που είναι μόνο απάτη και τερατολογία απίθανη. Για όλα αυτά χαρά και ευχαρίστηση κατέλαβε το σπίτι και όλοι πίστεψαν στον Χριστό. Και επειδή ήδη ήταν Πάσχα, βαπτίσθηκαν μαζί με τον Σισίννιο και όλοι οι άλλοι, πατέρες μαζί και μητέρες και παιδιά, που ήταν τετρακόσιοι είκοσι τρεις. Αυτό προσείλκυσε πολλούς από τους πιο επιφανείς, που διακρίνονταν για την επί πολλά χρόνια δόξα τους, και που οι βασιλείς Νέρβας τους είχε φίλους και συμβούλους του, και όλοι συντάχθηκαν με την ευσέβεια.
161. Εγώ γαρ εζηλοτύπουν, φησίν, επί σοι, ότι, τον σύζηγον εμέ περιορώσα, παρά τον ξένον τούτον εφοίτας, το του πατριάρχου προσθείς όνομα, και τους της φύσεως θορύβους και τας εκ της ζάλης ταραχάς ου φέρων, ηναγκάσθην προς την εκκλησίαν απιούσαν επιφυλάξαι σε και ιδείν τα τελούμενα. Εισελθών τοίνυν και αυτός κατόπιν εις τον ναόν και περιέργοις οφθαλμοίς τα υπό του πατριάρχου γινόμενα θεωρών, όλην τε αυτώ την ακοήν διανιστών και ακροατής είναι των λεγομένων εθέλων, τας όψεις τε ομού και τα ώτα πηρούμαι. Ει και πάλιν εκείνος, άτε Θεού μιμητής ων, αναβλέψαι τε και ακούσαι πεποίηκε˙ εγώ δε αγαθού τοσούτου αμνημονήσας, ου μόνον ουκ απέδωκα χάριτας αυτώ της ευεργεσίας, αλλά και τερατείαν ο μάταιος το θαύμα ειπών, τιμωρήσασθαί τε αυτόν επεχείρουν, όση μοι δύναμις, και κατασχείν, οίμοι, και δεσμοίς περιβαλείν εκέλευσον τοις οικέταις˙ εκείνοις δε κατέχειν τε αυτόν νομίζουσι και εις δεσμά φέρειν, ξύλα ην εν χερσί μόνον και λίθοι.
Τούτο δε και αυτώ μοι εδόκει και οία υπ’ αυτών κατεχομένου του πατριάρχου, απειλάς εγώ χαλεπωτέρας επήγον. Δια τούτο δέομαι, ο σος ανήρ και ταύτην παρά γυναικός εμής αιτώ χάριν, ώστε πρώτα μεν ευμενή γενέσθαι τον Θεόν, έπειτα δε και αυτόν διαλλαγήναι τον πατριάρχην.
162. Τούτων ακούσασα Θεοδώρα, προς τον όσιον ευθύς αφικνείται και όσα τε ίδοι και όσα παρά του ανδρός ακούσειε, πάλιν απαγγέλλει πάντα τω πατριάρχη. Ο δε μελλήσας μηδέν, αυτίκα μάλα προς τον Σισίννιον παραγίνεται˙ και ουχ ως πρότερον αυτώ εντυγχάνει, αλλά μεθ’ όσης εκείνος τω πατριάρχη προσέβαλε τότε της αγριότητος, μετά πλείονος αυτόν νυν της τιμής υποδέχεται. Αθρόαν τοίνυν ούτω και πολλήν την μεταβολήν ο μέγας ιδών, λόγους τε περί της ευσεβείας δεξιώς άγαν αυτώ υποτείνει και όλον υποποιείται τον άνδρα. Και πιστεύσας από ψυχής ο Σισίννιος τω Θεώ, ήψατο των μακαρίων εκείνων του πατριάρχου ποδών και τοιαύτα μετά δακρύων εφθέγγετο.
163. Ευχαριστώ σοι τω αληθεί και μόνω Θεώ, τω δια τούτό μοι τους οφθαλμούς πεπηρωκότι του σώματος, όπως τους της ψυχής διανοίξης και διαβλέψαι με παρασκευάσης προς την αλήθειαν˙ δια τούτο δε και των ώτων την ενέργειαν αποσβέσαντι, όπως νηφούση διανοία και μηδενός των έξωθεν όλως αισθανομένη, το της ευσεβείας υποδέξωμαι κήρυγμα. Νυν δε αυτήν την αλήθειαν εμυήθην και ακριβώς τα των Ελλήνων διέγνων, απάτην όντα μόνον και τερατείαν απίθανον. Επί τούτοις φαιδρότης έσχε και ηδονή τον οίκον και τω Χριστώ πάντες επίστευσαν. Του Πάσχα δε ήδη ενισταμένου, εβαπτίσαντο μετά του Σισιννίου πάντες πατέρες ομού και μητέρες και παίδες, εις είκοσι και τρεις επί τοις τετρακοσίοις όντες. Τούτο πολλούς επεσπάσατο των επιφανεστέρων, όσοι τε μακρά τη δόξη διέπρεπον και οις ο βασιλεύς Νερούας φίλοις μάλιστα και συμβούλοις εχρήτο, και τη ευσεβεία πάντες συνέθεντο.
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.