Λόγος ηθικός δέκατος-τρίτος: «Ο πρώτος και ο δεύτερος άνθρωπος – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Στο ρητό του αποστόλου: «Ο πρώτος άνθρωπος είναι από τη γη χωματένιος, ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κύριος, είναι από τον ουρανό».1 Και πώς αποθέτουμε τον χωματένιο άνθρωπο και ντυνόμαστε τον Χριστό και γινόμαστε συγγενείς του και αδελφοί.

Αφού ο μακάριος Παύλος μας φίλεψε θαυμάσια στην προηγούμενη τράπεζα των θείων λόγων του και εύφρανε τις καρδιές μας, παραθέτει σ’ εμάς πάλι άλλη τράπεζα, για να απολαύσουμε τα θεόπνευστα λόγια του, γεμάτη, από τη μία, με πνευματικά φαγητά, με τα οποία ο εσωτερικός μας άνθρωπος γνωρίζει να τρέφεται, με το να ευφραίνεται συγχρόνως και να στηρίζεται ως προς την καρδιά με τον άρτο του λόγου, που ζωογονεί,2 και με τον οίνο της σοφίας και της γνώσης του Θεού, που ευφραίνει,3 γεμάτη, από την άλλη, και με τη θεία χάρη του Πνεύματος, από την οποία η ψυχή γεμίζει με κάθε ευφρόσυνη και απόλαυση, και αφού εγκαταλείψει τα γήινα πράγματα του βίου, ανεβαίνει με ελαφρά τα φτερά της διάνοιάς μας στους ουρανούς και στον Θεό. Ας δούμε λοιπόν ποια είναι αυτή η τράπεζα του αποστόλου και ποια είναι τα φαγητά της.

Λοιπόν ας ανυψώσουμε τις διάνοιές μας από τα γήινα και τα φθαρτά, και επειδή πρόκειται να ακούσουμε λόγια του Θεού, ας προσέχουμε με κάθε ακρίβεια στα λεγόμενα, για να αξιωθούμε να μετάσχουμε άξια σε συμπόσιο μαζί με το Πνεύμα, που λέει με τον απόστολο, τα κρυμμένα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών. Λέει δηλαδή ο απόστολος: «Ο πρώτος άνθρωπος είναι από τη γη χωματένιος, ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κύριος, είναι από τον ουρανό».4 Μην προσπεράσεις επιπόλαια το λόγο και μην τον θεωρήσεις ευκολονόητο, αγαπητέ˙ διότι μέσα στο νόημα αυτού του λόγου βρίσκεται μεγάλο βάθος νοημάτων, που χρειάζεται πολλή έρευνα και προσοχή. Απεναντίας, βάλε κάτω πρόθυμη την ακοή σου, και θα γνωρίσεις το βάθος των μυστηρίων του Θεού, που είναι κρυμμένο μέσα στο λόγο.

«Ο πρώτος άνθρωπος είναι από τη γη χωματένιος, ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κύριος, είναι από τον ουρανό. Όποιος ήταν ο χωματένιος, τέτοιοι ήταν και οι χωματένιοι, και όποιος είναι ο επουράνιος, τέτοιοι είναι και οι επουράνιοι».5 Ως πρώτο και χωματένιο άνθρωπο εννοεί τον Αδάμ, όπως έχει γραφεί: «Και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο, αφού έλαβε χώμα από τη γη».6 Αφού λοιπόν ο άνθρωπος πλάσθηκε χωματένιος από τη γη και έλαβε πνεύμα ζωής, που ο λόγος του Θεού ονομάζει ψυχή7 άυλη και εικόνα Θεού,8 τοποθετήθηκε μέσα στον παράδεισο, αφού έλαβε την εντολή να εργάζεται σ’ αυτόν και να τον φυλάγει.9 Με ποιό σκοπό; Με σκοπό, όσο φυλάγει αυτή την εντολή και εργάζεται, με βάση αυτή, να παραμένει αθάνατος και να συναμιλλάται αιώνια τους αγγέλους και να ανυμνεί μαζί μ’ αυτούς αδιάκοπα τον Θεό και να δέχεται τις ελλάμψεις από εκεί και να βλέπει πνευματικά τον Θεό και να ακούει τα θεία λόγια του, αλλά την ώρα που θα παραβεί την εντολή, που του δόθηκε, και θα φάει από το δέντρο, από το οποίο ο Θεός τον πρόσταξε να μη φάει,10
να παραδοθεί στο θάνατο, και να τυφλωθούν τα μάτια της ψυχής του, αφού αποβάλλει τη στολή της θείας δόξας, και να κλείσουν τα αυτιά του και να στερηθεί τη συναναστροφή με τους αγγέλους και να διωχθεί από τον παράδεισο. Αυτό μάλιστα συνέβη, όταν αθέτησε την εντολή και στερήθηκε την αθάνατη και αιώνια ζωή. Διότι, από τη στιγμή που ο Αδάμ αθέτησε την εντολή του Θεού και έστρεψε το αυτί του στον απατεώνα διάβολο, για να του ψιθυρίσει, και πείσθηκε σ’ αυτόν, προσέχοντας τα απατηλά λόγια του, που έλεγε εναντίον του Δημιουργού Δεσπότη, έφαγε από το δέντρο,11 και παρατηρώντας με τις αισθήσεις, κοίταξε και είδε με εμπαθή τρόπο τη γυμνότητα του σώματός του,12 στερήθηκε δίκαια όλα τα αγαθά, μένοντας πλέον κουφός, ώστε να μην ακούει με τα βέβηλα αυτιά του, με τρόπο θεοπρεπή και πνευματικό, τα θεία λόγια που ακούγονται μόνο από τους άξιους, αλλά και να μη διακρίνει εκείνη την ανείπωτη δόξα, επειδή απομάκρυνε με τη θέλησή του το νου του απ’ αυτή και κοίταξε με εμπάθεια τον καρπό του δέντρου και πίστεψε στο φίδι που είπε˙
«Κατά τη μέρα που θα φάτε από το δέντρο, θα γίνετε σαν θεοί, γνωρίζοντας το καλό και το κακό».13

Αυτός λοιπόν ο χωματένιος άνθρωπος, επειδή απατήθηκε με την ελπίδα της θέωσης και έφαγε από τον καρπό, στερήθηκε τελείως όλα τα πνευματικά και ουράνια αγαθά και κατάντησε να οδηγηθεί στην εμπαθή αίσθηση των επίγειων και ορατών δημιουργημάτων˙ και ως προς αυτά, από τα οποία απομακρύνθηκε, για να πω πάλι τα ίδια, έχει γίνει κουφός, τυφλός, γυμνός, αναίσθητος, θνητός, ακόμη και φθαρτός και χωρίς λογική, επειδή ομοιώθηκε με τα ανόητα ζώα, σύμφωνα με τον προφήτη που κραυγάζει έτσι: « Ο άνθρωπος εξισώθηκε με τα ανόητα ζώα και ομοιώθηκε μ’ αυτά».14 Έμαθες από ποιά δόξα και αθάνατη απόλαυση και ζωή σε ποιά ατίμωση, σε ποιά ντροπή και σε ποιά άγνοια κατάντησε ο άνθρωπος, σε ποιά φτώχεια έπεσε από άφθονο πλούτο; Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε και έτσι ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πλάσθηκε χωματένιος από τη γη, αν και δεν μπορέσαμε να τα πούμε όλα.

Ας δούμε λοιπόν και ας διδαχθούμε από τις θείες Γραφές, ποιος είναι και ο δεύτερος άνθρωπος, δηλαδή ο Κύριος, που ήρθε από τον ουρανό. Αυτός που είναι Θεός, που γεννήθηκε από Θεό˙ αυτός που είναι άναρχο γέννημα του άναρχου Πατέρα, ασώματο γέννημα του ασώματου, ακατάληπτο γέννημα του ακατάληπτου αιώνιο γέννημα του αιώνιου, απλησίαστο γέννημα του απλησίαστου, αχώρητο γέννημα του αχώρητου, αθάνατο γέννημα του αθάνατου, αόρατο γέννημα του αόρατου, αυτός που είναι Λόγος Θεού και Θεός, δια μέσου του οποίου δημιουργήθηκαν όλα15 όσα υπάρχουν στον ουρανό, όσα υπάρχουν στη γη16 και, για να μιλήσω με συντομία, ενώ υπάρχει έτσι και μένει τέτοιος μέσα στον Πατέρα, και έχει τον Πατέρα να μείνει μέσα του, χωρίς να χωρισθεί απ’ αυτόν, χωρίς διόλου να τον εγκαταλείψει, κατέβηκε επάνω στη γη και σαρκώθηκε17 από το Άγιο Πνεύμα και από την παρθένο Μαρία˙ και έγινε άνθρωπος, με το να γίνει, χωρίς μεταβολή, ίσος μ’ εμάς σε όλα εκτός από την αμαρτία, ώστε, περνώντας από όλα τα δικά μας, να αναγεννήσει και να ανανεώσει εκείνον
τον πρώτο άνθρωπο, και μ’ εκείνον όλους αυτούς, που γεννήθηκαν και γεννιούνται απ’ αυτόν και που είναι όμοιοι μ’ εκείνον που τους γέννησε. Επειδή δηλαδή ο Αδάμ, που τους γέννησε, έχει γίνει από την παράβαση φθαρτός και θνητός, θα προσθέσω μάλιστα και κουφός και τυφλός, και κατάντησε γυμνός από τη θεία στολή και αναίσθητος, τέτοιος που έχει γίνει αυτός ο χωματένιος, τέτοιοι έχουν γίνει και όλοι όσοι γεννήθηκαν απ’ αυτόν, χωματένιοι, φθαρτοί, θνητοί, κουφοί, τυφλοί, γυμνοί και αναίσθητοι, χωρίς να διαφέρουν διόλου από τα άλογα ζώα, ή, να πω καλύτερα, χειρότεροι και από εκείνα τα ίδια, επειδή συμπεριέλαβαν τα ιδιαίτερα πάθη καθενός από εκείνα τα ζώα και τα δέχθηκαν στους εαυτούς τους.

Διότι κατάντησαν σε τόσο μεγάλη άγνοια του Θεού και των θείων εντολών του αυτοί που γεννήθηκαν χωματένιοι απ’ αυτόν τον χωματένιο, ώστε την τιμή που όφειλαν να αποδώσουν στον Θεό την απέδωσαν στην ορατή αυτή κτίση, και όχι μόνο στον ουρανό και στη γη και στον ήλιο, στη σελήνη και στα άστρα και στη φωτιά και στο νερό και στα άλλα δημιουργήματα, αλλά πολύ περισσότερο, αφού θεοποίησαν και τα ίδια τα αισχρά πάθη, που ο Θεός τους απαγόρευσε και να τα σκέφτονται και, πολύ περισσότερο, να τα κάνουν – τί αναισθησία! -, αφού τα έστησαν αυτά σαν θεούς, τα προσκύνησαν. Ποιά είναι αυτά; Είναι η πορνεία, η μοιχεία, η αρσενοκοιτία, η αλληλοκτονία, και όποιο παρόμοιο μ’ αυτά, που όχι ο Θεός – μακριά από τέτοια βλασφημία -, αλλά ο διάβολος προστάζει και υποβάλλει και δέχεται, με τα οποία υποδούλωσε και υποδουλώνει όλο το ανθρώπινο γένος, και έκανε και κάνει τους ανθρώπους υποχείριους και δούλους του. Γι’ αυτό, και να θα βρισκόταν κάποιος τον παλαιό καιρό, από τις άπειρες εκείνες μυριάδες και χιλιάδες, να μην υποκύψει σ’
αυτά τα αισχρά προστάγματα και θελήματά του, αλλά επειδή και ο ίδιος, με το να κατάγεται από το σπέρμα εκείνων, που αμάρτησαν, ήταν δούλος του τύραννου θανάτου, και παραδινόταν στη φθορά του, και αποστελλόταν αλύπητα στον άδη, χωρίς δηλαδή να υπάρχει κανείς που να μπορεί να τον σώσει ή να τον ελευθερώσει, γι’ αυτό λοιπόν, επειδή μας λυπήθηκε ο Θεός Λόγος, που μας δημιούργησε, κατέβηκε στη γη, όπως γνωρίζει, και έγινε άνθρωπος, χωρίς συνεύρεση η ρεύση σπέρματος, διότι αυτά ακολούθησαν μετά την παράβαση, αλλά έγινε άνθρωπος από το Άγιο Πνεύμα και από την αειπάρθενο Μαρία. Διότι, αφού έλαβε από τα πάναγνα αίματά της σάρκα με ψυχή, έγινε άνθρωπος, με το να καταστεί και να γίνει ολόκληρος ο ίδιος σάρκα δηλαδή ο Υιός και Λόγος του Θεού, χωρίς μεταβολή, χωρίς διαφοροποίηση, όπως έχει γραφεί: «Και ο Λόγος σαρκώθηκε και κατοίκησε ανάμεσά μας».18 Αυτό είναι το ακατάληπτο από όλους και ακατανόητο από όλους θαύμα, ότι ο ίδιος και αμετάβλητος παρέμεινε ως προς την θεότητά του και έγινε τέλειος άνθρωπος.

Διότι όπως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ από τη γη και χάρισε σ’ αυτόν πνοή ζωής και όπως ο Αδάμ έγινε τέλειος άνθρωπος με ζωντανή ψυχή, χωρίς συνεύρεση και ρεύση σπέρματος, έτσι και αυτός που δημιούργησε εκείνον γίνεται άνθρωπος χωρίς συνεύρεση και χωρίς ρεύση σπέρματος˙ και όπως έχει γραφεί εκεί στην Παλαιά Διαθήκη ότι ο Θεός προξένησε έκσταση στον Αδάμ και έπεσε σε βαθύ ύπνο, και, αφού έλαβε μία από τις πλευρές του, οικοδόμησε και δημιούργησε τη γυναίκα,19 έτσι έκανε και εδώ. Πώς και με ποιό τρόπο; Πρόσεχε αυτό που θα πω. Η πλευρά του Αδάμ είναι η γυναίκα. Απ’ αυτή λοιπόν την πλευρά του Αδάμ, δηλαδή από την ίδια τη γυναίκα, έλαβε ο Θεός Λόγος σάρκα με ψυχή, και οικοδόμησε αυτή τη σάρκα σε τέλειο άνδρα για να γίνει αληθινά απόγονος του Αδάμ˙ με το να καταστεί μάλιστα και να γίνει άνθρωπος όμοιος μ’ εμάς σε όλα εκτός από αμαρτία,20 έγινε αμέσως ως προς τη σάρκα συγγενής με όλους τους ανθρώπους. Αυτό βέβαια το είπε και κάποιος άλλος, από τους πριν από μας, λέγοντας το εξής: «Με το να ντυθεί ο Θεός Λόγος τη
σάρκα, ντύθηκε και την αδελφική ιδιότητα».21 Αλλά ο ίδιος, με το να είναι συγχρόνως Θεός και άνθρωπος, και η σάρκα του και η ψυχή του ήταν και είναι αγία και υπεραγία˙ όπως δηλαδή ήταν Θεός άγιος, ο ίδιος και είναι και θα είναι άγιος˙ και διότι η Παρθένος ήταν άμωμη, άσπιλη και αμόλυντη˙ τέτοια άλλωστε ήταν και η πλευρά, που αφαιρέθηκε από τον Αδάμ. Οι άλλοι όμως από τους ανθρώπους, αν και ήταν αδελφοί και συγγενείς του ως προς τη σάρκα, επειδή ήταν χωματένιοι, παρέμειναν χωματένιοι και δεν έγιναν αμέσως άγιοι και υιοί του Θεού. Αλλά πρόσεχε με ακρίβεια στο Πνεύμα, που λέει αυτά˙ ο Θεός δηλαδή έγινε άνθρωπος,22 και έγινε συγγενής και αδελφός όλων των ανθρώπων. Επειδή λοιπόν είναι μόνος αυτός Υιός του Θεού και Θεός και άνθρωπος, μόνος αυτός ήταν και είναι άγιος, όπως θα είναι, στους αιώνες, μόνος δίκαιος, μόνος αληθινός, μόνος αθάνατος, μόνος φιλάνθρωπος, μόνος ελεήμων και εύσπλαχνος, μόνος εξουσιαστής, με το να είναι μόνος φως του κόσμου23 και φως απλησίαστο.24

Επειδή λοιπόν αυτός ήταν τέτοιος, εμείς απεναντίας ήμασταν πεσμένοι στο θάνατο και στη φθορά, και δεν είχαμε καμία εντελώς σχέση μαζί του, παρά μόνο, όπως είπαμε, τη συγγένεια ως προς τη σάρκα, μεσολάβησε ανάμεσα στους δύο, ανάμεσα δηλαδή στον Θεό και στους ανθρώπους, η πίστη σ’ αυτόν, ώστε, με το να δεχθεί, επειδή ήμασταν φτωχοί και δεν είχαμε τίποτε διόλου να προσφέρουμε για τη σωτηρία μας, αντί για όλα αυτά την πίστη σ’ αυτόν, να μας ελεήσει ο Θεός και να μας χαρίσει την άφεση των αμαρτημάτων, και την απαλλαγή από το θάνατο και τη φθορά, και την ελευθερία˙ αυτά δηλαδή που και ως τώρα χαρίζει σ’ εκείνους που πιστεύουν ολόψυχα σ’ αυτόν, και όχι μόνο αυτά, αλλά και τα άλλα, που υποσχέθηκε σ’ εμάς, και κάθε μέρα υπόσχεται με τα άγια Ευαγγέλια. Ποιά όμως είναι αυτά; Αυτά είναι, το να μας αναγεννά με το νερό και με το Πνεύμα,25 και να μας αναπλάθει και να μας συναριθμεί με τους αγίους δούλους του˙ το να μας παρέχει τη χάρη του Αγίου Πνεύματός του, και να μας δίνει να απολαύσουμε με το Άγιο Πνεύμα τα αγαθά
της γης, την οποία κληρονομούν οι πράοι26 με ευφροσύνη και αγαλλίαση της καρδιάς˙ το να ενωθεί αυτός και να συνδεθεί μ’ εμάς, και να γίνουμε στο πρόσωπό του οι δύο ένα με τον Θεό και Πατέρα, με τον να συνδεθούμε δηλαδή δια μέσου αυτού με το Πνεύμα.27

Γινόμαστε λοιπόν συμμέτοχοι σε όλα αυτά και τα απολαμβάνουμε, όταν εφαρμόζουμε με ακρίβεια όλα όσα συμφωνήσαμε μαζί του, και όταν αποφεύγουμε όσα επίσης απαρνηθήκαμε,28 χωρίς να επιστρέφουμε στο ξέρασμά μας, όπως τα σκυλιά.29 Γι’ αυτό λοιπόν και ας βέβαια θα φυλάξουμε όλα όσα είπε και λέει σ’ εμάς ο ίδιος ο Θεός, είμαστε πραγματικά πιστοί, αποδεικνύοντας την πίστη μας από τα έργα,30 και γινόμαστε, όπως είναι εκείνος, άγιοι και τέλειοι,31 όλοι εντελώς επουράνιοι, τέκνα του επουράνιου Θεού, όμοιοι μ’ αυτόν32 σε όλα, από την υιοθεσία και τη χάρη, επειδή και ο ίδιος, όπως εμείς, έγινε όμοιος μ’ εμάς χωρίς την αμαρτία33˙ αν όμως, αφού καταφρονήσουμε τις άγιες και ζωοποιές εντολές του, απομακρυνθούμε με την αμέλεια και κάνουμε κάτι αντίθετο προς τα προστάγματά του, επειδή έχουμε κάνει αυτά που σ’ εμάς πρόσταξε να αποφεύγουμε, χάνουμε αμέσως όλα εκείνα τα αγαθά, που δόθηκαν σ’ εμάς από τον Θεό, με το βάπτισμα. Και όπως ο Αδάμ μετά την παράβαση διώχθηκε από τον παράδεισο και από την απόλαυση και τη συναναστροφή
με τους αγγέλους, και απογυμνώθηκε, και απομακρύνθηκε από το βλέμμα του Θεού, έτσι λοιπόν και εμείς, όταν αμαρτάνουμε, χωριζόμαστε από την Εκκλησία των αγίων δούλων του και από τη θεία ενδυμασία, που ντυθήκαμε, αυτοί που βαπτιζόμαστε, τον ίδιο τον Χριστό,34 όπως πιστεύουμε, αυτόν αποδυόμαστε με την αμαρτία˙ και όχι μόνο, αλλά στερούμαστε και από την ίδια την αιώνια ζωή και από το ίδιο το άδυτο φως, από τα αιώνια αγαθά, από τον αγιασμό και την υιοθεσία. Και έτσι γινόμαστε πάλι χωματένιοι, όπως ήταν εκείνος ο πρώτος και χωματένιος άνθρωπος, αντί να γίνουμε επουράνιοι και όμοιοι σε όλα με τον ίδιο τον δεύτερο άνθρωπο και Κύριο Ιησού Χριστό˙ και γινόμαστε ακόμη επιπλέον υπόδικοι για τον θάνατο και για το σκότος, και παραπεμπόμαστε στην άσβεστη φωτιά,35 και βασανιζόμαστε μέσα σε μεγάλο κλάμα και μέσα σε τρίξιμο των δοντιών.36 Διότι δεν διωχνόμαστε και εμείς τώρα από αισθητό παράδεισο, όπως διώχθηκε ο Αδάμ τότε, ούτε καταδικαζόμαστε να δουλεύουμε τη γη όπως και εκείνος, αλλά διωχνόμαστε από τη βασιλεία των ουρανών
και από εκείνα τα αγαθά για τα οποία έχει γραφεί, «αυτά που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε»,37 διώχνουμε δηλαδή τους εαυτούς μας και τους κάνουμε ένοχους για τη γέεννα˙ και αν δεν μας δινόταν πάλι με τη μετάνοια η δυνατότητα της επιστροφής, κανείς ποτέ δεν θα σωζόταν.

Γι’ αυτό λοιπόν, επειδή ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και εύσπλαχνος και θέλει τη σωτηρία μας, έχει βάλει τη σοφία ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια, και έχει δώσει τη δυνατότητα στον καθένα, που θέλει, να ανασηκώσει τον εαυτό του από την πτώση, και να μπει μ’ αυτή τη δυνατότητα στην προηγούμενη οικειότητα και δόξα και παρρησία, που είχε προς τον Θεό, και όχι μόνο αυτό, αλλά και να γίνει ο ίδιος και πάλι κληρονόμος όλων εκείνων των αγαθών, που έχουμε αναφέρει, ή και μεγαλύτερων, αν θα ήθελε να δείξει θερμή τη μετάνοια. Διότι κάθε άνθρωπος βρίσκει την παρρησία και την οικειότητα προς τον Θεό να είναι ανάλογη προς τη μετάνοιά του, και μάλιστα να υπάρχει συνειδητά και φανερά, και όπως σχετίζεται ένας φίλος με τον φίλο του, ώστε συνομιλεί μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο38 και τον βλέπει καθαρά με πνευματικά μάτια.

Εκείνοι λοιπόν που μετά το βάπτισμα δεν έχουν με όλη τη βεβαιότητα την τέτοια οικειότητα και παρρησία και τη συμμετοχή στα αγαθά, που έχουμε αναφέρει, και δεν γνωρίζουν ότι έχουν ενδυθεί τον Χριστό,39 ούτε βλέπουν, μέσα στο φως του Πνεύματος, το φως της θεότητάς του,40 ας σκύψουν μέσα στη συνείδησή τους˙ και όταν την ερευνήσουν με ακρίβεια, θα βρουν τους εαυτούς τους, ότι αθέτησαν στο καθετί τις συμφωνίες, που έκαναν στο βάπτισμα, κατά ένα μέρος ή και συνολικά, ή, αλλιώς, ότι έκρυψαν στη γη το τάλαντο41 του αγιασμού και της υιοθεσίας, που τους δόθηκε, και δεν το εκμεταλλεύθηκαν, και γι’ αυτό έχουν στερηθεί από τη θέα του Δεσπότη, επειδή ο Δεσπότης είναι αψευδής και δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του42˙ διότι είπε, «Εκείνος που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου, και εγώ θα τον αγαπήσω, και θα του φανερώσω τον εαυτό μου».43

Ακούσατε τι λέει ο Δεσπότης: «Εκείνος που με αγαπά θα τηρήσει τις εντολές μου, και εγώ θα τον αγαπήσω, και θα του φανερώσω τον εαυτό μου». Αν λοιπόν ο Χριστός είναι η αλήθεια, όπως ο ίδιος έχει πει για τον εαυτό του, «Εγώ είμαι η αλήθεια»,44 και η αλήθεια δεν μπορεί να πει ψέματα (διότι είναι αδύνατο, λέει ο απόστολος, να πει ψέματα ο Θεός),45 τότε κανείς από εκείνους, που δεν βλέπουν τον Κύριο, να μη λέει ότι αυτό είναι αδύνατο να γίνει˙ διότι δεν είναι αδύνατο, αλλά και είναι πολύ δυνατό. Διότι, αν εκείνος λέει, «Εγώ είμαι το φως του κόσμου»,46 εκείνοι όμως που δεν τον βλέπουν είναι εντελώς τυφλοί, παρέμειναν οπωσδήποτε να είναι τυφλοί, επειδή δεν τον αγάπησαν και δεν τήρησαν τις εντολές του. Διότι, αν τον αγαπούσαν και αν τηρούσαν τις εντολές του, θα επιθυμούσαν να τον δουν και θα το ζητούσαν αυτό με όλη τους την ψυχή και ο ίδιος θα φανέρωνε σ’ αυτούς τον εαυτό του, αυτός δηλαδή που είναι αψευδής, αυτός που είναι από τη φύση του αληθινός και είναι η αλήθεια, και που γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο, για να
φωτίσει όλους εκείνους που είναι στον κόσμο,47 όλους εκείνους δηλαδή που είναι καθηλωμένοι στο σκότος, για να τους φωτίσει όχι με κάποιο ξένο φως, αλλά με το φως της δικής του δόξας και θεότητας. Κανείς λοιπόν από τους πιστούς, που δεν βλέπουν πνευματικά τον Κύριο, και κανείς, που δεν καταυγάζεται δυνατά και συνειδητά με το φως του, και δεν παραμένει διαρκώς μέσα στη θέαση της δόξας του, και δεν βλέπει να μένει μέσα του ο Θεός, να μη λέει ότι αυτό είναι αδύνατο˙ ούτε λοιπόν να μιλά και αυτός, σαν άπιστος, λέγοντάς τα αυτά, αλλά ο καθένας από σας, αγαπητοί, αν θα ερευνήσει, όπως είπαμε, τη συνείδησή του, θα βρει αίτιο τον εαυτό του για τη στέρησή του από τον Δεσπότη και από τη θέα της δόξας του.

Ας μετανοήσει λοιπόν ο καθένας από σας και ας θρηνήσει τον εαυτό του, όταν δει να είναι σε τέτοια κατάσταση, διότι στέρησε τον εαυτό του από τόσο πολλά και τόσο μεγάλα αγαθά, με το να χάσει τη δόξα και τη θέαση του βασιλιά των ουρανών˙ και ας φροντίσει με τη μετάνοια και την εξομολόγηση να επιτύχει τα αιώνια αγαθά, μέσα στη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες. Αμήν.

Υποσημειώσεις.

1. Α’ Κορ. 15, 47
2. Πρβ. Ιω. 6, 35
3. Πρβ. Ψαλ. 103, 15
4. Α’ Κορ. 15, 47
5. Α’ Κορ. 15, 47-48
6. Γέν. 2,7
7. Γέν. 2,7
8. Γέν. 1,26
9. Γέν. 2,15
10. Γέν. 2,17
11. Γέν. 3,6
12. Γέν. 3,7
13. Γέν. 3,5
14. Ψαλμ. 48,13
15. Ιω. 1,3
16. Κολ. 1,16
17. Ιω. 1,14
18. Ιω. 1, 14
19. Γέν. 2, 21-22
20. Εβρ. 4, 15
21. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Εβραίους επιστολή, 4, PG 63,41.
22. Πρβ. Ιω. 1,14
23. Ιω. 8,12
24. Α’ Τιμ. 6,16
25. Πρβ. Ιω. 3,5
26. Πρβ. Ματθ. 5,5
27. Πρβ. Εφ. 2, 18
28. Οι υποσχέσεις και οι απαρνήσεις που λέγονται στο άγιο βάπτισμα, αλλά και στη μοναχική κουρά.
29. Β’ Πέτρ. 2, 22
30. Πρβ. Ιακ. 2, 18
31. Πρβ. Ματθ. 5, 48
32. Πρβ. Α’ Ιω. 3,2
33. Πρβ. Εβρ. 4, 15
34. Γαλ. 3, 27
35. Μάρκ. 9, 43
36. Ματθ. 8,12
37. Α’ Κορ. 2,9
38. Πρβ. Έξ. 33,11
39. Γαλ. 3, 27
40. Πρβ. Ψαλ. 35, 10
41. Πρβ. Ματθ. 25,18
42. Ρωμ. 11,29
43. Ιω. 14,21
44. Ιω. 14,6
45. Εβρ. 6,18
46. Ιω. 8,12
47. Πρβ. Ιω. 1,9

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.