Επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου (Κεφ. 164-172) – Αγίου Κλήμεντος Επισκ. Ρώμης.

164. Βλέποντας αυτά ο παμπόνηρος, που εκείνη την εποχή είχε το αξίωμα του κόμη, Πούπλιος Τουρκουτιανός, δυσανασχετούσε και προκαλούσε δεινά, και αποβλέποντας στο να σταματήσει την παραπέρα εξάπλωση της ευσέβειας, σκέφθηκε πρώτα να βγάλει από τη μέση τον ίδιο τον Κλήμη, που ήταν ο κυριώτερος αίτιος αυτών που συνέβαιναν˙ έτσι αφού κάλεσε τους προεστούς κάθε τμήματος της πόλεως και τους δωροδόκησε με χρήματα, τους υπέδειξε να κάνουν κάποια στάση εναντίον του Κλήμη και τους συμβούλεψε να διαβάλουν την υπόληψή του, θέλοντας με τον τρόπο αυτόν να διαλύσει την αγάπη της πόλεως προς αυτόν και να κάνει τον άνδρα ευάλωτο σε μηχανορραφία.

165. Κάνοντας λοιπόν στάση εναντίον του οι πονηρότατοι εκείνοι πολίτες εκτόξευαν κατηγορίες πονηρές, όπως οι ίδιοι νόμιζαν, εναντίον του, και απέδιδαν πολλές κατηγορίες, προσάπτοντάς του αγυρτεία και ανατροπή της θρησκείας τους, και άλλα πολλά, λέγοντας ότι βρίζει και διασύρει τους θεούς των πατέρων τους˙ ότι τον πιο μεγάλο από όλους τους θεούς δεν τον ονομάζει ούτε απλώς θεό˙ ότι τον Ηρακλή τον γιο της Αλκμήνης, τον σωτήρα τους, τον αποκαλεί κάποιον βδελυρό και μιαρό δαίμονα˙ ότι την αγαπητή Αφροδίτη την ονομάζει πόρνη, και ότι βλασφημεί την εκηβόλο1 Άρτεμη, και τον σοφό Ερμή, τον θεό του λόγου, και τον πολεμικό Άρη και τον ίδιο τον Κρόνο, και τους διαβάλλει όλους, και καταστρέφει τα τεμένη τους και τους βωμούς τους. Και κοντολογής, ή να θυσιάσει στους θεούς, έλεγαν ή να πεθάνει το ταχύτερο.

Εκείνοι λοιπόν που τα υποκινούσαν αυτά, ζητούσαν να τους δοθεί ο πατριάρχης να τον θανατώσουν. Γι’ αυτά αγανακτούσαν όλοι όσοι δεν είχαν πουλήσει τη συνείδησή τους και απηύθυναν προς το πλήθος ελεύθερους λόγους, λέγοντας˙ Τί κακό έχει κάνει ο πατριάρχης, ή μάλλον ποιές χάρες δεν απόλαυσε η πόλη από αυτόν; Και ύστερα απαριθμούσαν το καθένα από τα παράδοξα που είχαν γίνει από αυτόν και παρουσίαζαν και μάρτυρες τους εαυτούς τους για όσα έλεγαν.

166. Ο Μαρμεντίνος όμως, ο έπαρχος της πόλεως, επειδή δεν υπέφερε να βλέπει την πόλη να στασιάζει για πολύ χρόνο έτσι, και επειδή εξάλλου ζήλευε για την διάδοση της ευσέβειας, φέρνει τον μακάριο Κλήμη κοντά του και με λόγια προσπαθεί να σφετερισθεί την ψυχή του λέγοντας˙ προήλθες από ευγενική ρίζα˙ αυτό το βεβαιώνει όλος ο ρωμαϊκός λαός, όμως έγινες και συ θύμα ανθρώπινης πλάνης, και γι’ αυτό η πόλη δεν ανέχεται να σιωπά. Διότι λένε ότι διδάσκεις καινούργια θρησκεία και κηρύττεις κάποιον Χριστό και όχι τους πατροπαράδοτους θεούς. Γι’ αυτό πρέπει να αποβάλεις αυτή την περιττή δεισιδαιμονία και να σέβεσαι και να τιμάς μόνο τους γνωστούς στην πόλη θεούς.

Και ο πατριάρχης είπε˙ Εύχομαι η στερεότητά σου να μου αναφέρει λόγο και να προσέξει στις απαντήσεις μου, και να μην ακολουθεί την τόσο παράλογη στάση και τις άσκοπες ταραχές. Και δεν χρειάζεται βέβαια στάση ούτε ταραχές, τη στιγμή που κάποιος πρόκειται να σκεφθεί για τη σωτηρία του και να συζητήσει για τον Θεό.

Ο έπαρχος λοιπόν καταλαβαίνοντας ήδη από αυτούς τους προλόγους τη γενναιότητα και σταθερότητα του άνδρα, και διστάζοντας να μιλήσει και αυτός και να ακούσει πάλι εκείνον, αναβάλλοντας τη συζήτηση, αναφέρει γι’ αυτόν στον αυτοκράτορα Τραϊανό. Και ο βασιλιάς του έδωσε τις εξής λύσεις σ’ αυτά που του έγραψε˙ ή να θυσιάσει ο Κλήμης στους πατροπαράδοτους θεούς, ή να απελαθεί για πάντα από την Ρώμη πέρα από τον Πόντο, σε κάποια έρημη πόλη από εκείνες που βρίσκονται κοντά στην Χερσώνα.

164. Ταύτα ορών ο πονηρότατος κατ’ εκείνο καιρού των οφικίων κόμης Πούπλιος Τουρκουτιανός εδυσχαίραινε και δεινά εποίει, και σκοπών όπως αν επίσχη περαιτέρω προβαίνουσαν την ευσέβειαν, αυτόν έγνω πρώτον εκ ποδών ποιήσαι τον Κλήμεντα, οία των παρόντων αιτιώτατον αυτόν όντα˙ και τους εκάστου μέρους της πόλεως προεστώτας συγκαλεσάμενος και χρήμασιν αυτού ςδιαφθείρας, στάσιν τινά κινήσαι κατά του Κλήμεντος αυτοίς υπετίθει και διαβαλείν αυτού την υπόληψιν προετρέπετο, ταύτη καταλύσαι το προς αυτόν της πόλεως φίλτρον βουλόμενος και προς επιβουλήν ευχείρωτον τον άνδρα παρασκευάσαι.

165. Συστάντες ουν επ’ αυτόν οι πονηρότατοι των πολιτών εκείνοι, ψόγους τε, ως αυτοί ώοντο, κατέχουσιν αυτού πονηρούς και πολλάς επάγουσι τας αιτίας, γοητείαν αυτώ περιάπτοντες και της εκείνων θρησκείας ανατροπήν, άλλα τε πολλά, εξυβρίζειν αυτόν λέγοντες και τους πατρώους διασύρειν θεούς˙ τον μεν απάντων θεών μέγιστον. Δία μηδέ θεόν απλώς ονομάζοντα, Ηρακλέα δε τον Αλκμήνης, ον εκείνων φασί σωτήρα, εναγή τινά δαίμονα και μιαρόν αποκαλούντα, πόρνην τε την φίλην Αφροδίτην εισάγοντα και την εκηβόλον Άρτεμιν και τον σοφόν Ερμήν τον του λόγου θεόν, τον πολεμικόν τε Άρεα και τον Κρόνον αυτόν επίσης βλασφημούντα πάντας και διαβάλλοντα και τα τεμένη τούτων και τους βωμούς καταστρέφοντα. Κεφάλαιον του λόγου. Ή θυσάτω τοις θεοίς, έλεγον, ή της ζωής το τάχος απαλλαγήτω.

Οι μεν ουν, τοιαύτα κινούντες, έκδοτον ηξίουν τον πατριάρχην επί θανάτω λαβείν, εφ’ οις ηγανάκτουν πάντες όσοι μη χρημάτων ώνιον την συνείδησιν προετίθεσαν και λόγους προς τον δήμον ελευθέρους εποιούντο˙ Τί τω πατριάρχη κακών είργασται, λέγοντες˙ μάλλον δε ποίων ουχ η πόλις παρ’ αυτώ χαρίτων απέλαυσεν; Είτα και αυτά έκαστα των υπ’ αυτού παραδόξως γεγενημένων απηριθμούντο και μάρτυρας αυτούς εποιούντο τωνλεγομένων.

166. Μαρμεντίνος δε, ο της πόλεως έπαρχος, μη φέρων επί πολύ στασιάζουσαν ούτω την πόλιν οράν, άλλως τε και τη της ευσεβείας επιδόσει βασκαίνων, άγει τον μακάριον Κλήμεντα προς εαυτόν και λόγοις την γενναίαν ούτω ψυχήν κλέπτειν επεχείρει. Εξ ευγενούς, λέγων, προελήλυθας ρίζης˙ τούτο πας ο των Ρωμαίων σοι μαρτυρεί δήμος, άλλ’ ανθρωπίνην και αυτός πλάνην υπέστης και δια τούτο ουδέ σιωπάν η πόλις ανέχεται. Φασί γαρ σε καινοτέραν εισάγειν θρησκείαν και τινά παρά τους πατρώους θεούς κηρύσσειν Χριστόν. Όθεν αποθέσθαι σε χρη την περιττήν ταύτην δεισιδαιμονίαν και μόνους αιδεΐσθαι και τιμάν τους συνήθεις τη πόλει θεούς.

Και ο πατριάρχης˙ Εύχομαι την σην στερρότητα, έφη, μεταδούναί μοι λόγου και παρασχείν μου ταις αποκρίσεσιν, αλλά μη ούτως αλόγω στάσει και ματαίοις έπεσθαι θορύβοις. Ουδέ γαρ δει στάσεως ουδέ θορύβων, όπου σκοπήσαί τε περί της εαυτού σωτηρίας τινί και περί Θεού διαλεχθήναι πρόκειται.

Ο έπαρχος τοίνυν, το του ανδρός γενναίον και στάσιμον εξ αυτών ευθύς των προοιμίων καταμαθών και ειπείν τε αυτός και ακούσαι παρ’ εκείνου πάλιν οκνήσας και αναβαλλόμενος την διάλεξιν. Τραϊανώ περί αυτού τω αυτοκράτορι αναφέρει. Και ο βασιλεύς αυτώ ούτως επιλύει τα γεγραμμένα, ως ή θύσαι τον Κλήμεντα τοις πατρώοις θεοίς, ή πέραν του Πόντου εις έρημόν τινά πόλιν των τη Χερσώνι παρακειμένων, από της Ρώμης αϊδίω φυγή ελαθήναι.

Υποσημείωση.

1. Αυτήν που ρίχνει μεκριά το βέλος.

***

167. Όταν έφτασε αυτή η απόφαση, ο Μαρμεντίνος σκεπτόταν πως θα γινόταν ο Κλήμης να μη προτιμήσει την εξορία, αλλά να πεισθεί σ’ αυτόν και στον βασιλιά και να θυσιάσει, διότι δεν μπορούσε να στερηθεί την τόσο μεγάλη αρετή του άνδρα. Εκείνος όμως αδιαφορούσε τόσο πολύ να πεισθεί σ’ αυτούς ή να φέρει δυσκολίες στην εξορία, όσο προσπαθούσε να προσελκύσει την ευσέβεια και τον ίδιο τον έπαρχο. Επειδή πολύ μεγάλη χάρη κατέβαινε από τον ουρανό στον Κλήμη, γι’ αυτό η γλώσσα του έσταζε περισσότερη γλύκα από το κερί και το μέλι,1 ώστε και ο ίδιος ο Μαρμεντίνος να κυριευθεί από φλογερό έρωτα προς τον άνδρα και να αναστενάξει πολύ για την εξορία του και να χύσει δάκρυα για τον πατριάρχη, λέγοντάς του˙ Ο Θεός τον οποίο συ ειλικρινά λατρεύεις, είθε αυτός να σου σταθεί στη συμφορά σου βοηθός και αμέσως ετοίμασε πλοίο μέσα στο οποίο έβαλε τα απαραίτητα γι’ αυτόν σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Τον δεξιώθηκε, τον αγκάλιασε και ύστερα από τους ανάλογους ασπασμούς τον άφησε να φύγει.

Τον ακολούθησαν όμως και πολλοί από τους ευλαβείς και όταν έφτασαν στον τόπο της εξορίας βρίσκουν σε λατομείο μαρμάρων περίπου χίλιους ή και περισσότερους Χριστιανούς, που κρατούσαν εκεί αρκετόν χρόνο εξαιτίας της ευσέβειάς τους. Αυτοί, έχοντας ακούσει από πριν για τον πατριάρχη, ότι απελάθηκε από την πόλη εξόριστος και οδηγείται και αυτός κοντά σ’ εκείνους, παρηγορήθηκαν πάρα πολύ με την άφιξη εκείνου.

168. Όταν λοιπόν έφτασε σ’ αυτούς, αφήνοντας το χειρωνακτικό έργο τους και πλησιάζοντάς τον με δάκρυα, πιάνοντας τα άγια πόδια του και αγκαλιάζοντας τα καθαρά χέρια του θρηνούσαν τις συμφορές που τους βρήκαν, την απομάκρυνση από την πατρίδα, την χωρίς φίλους διαβίωσή τους στην ξένη χώρα, τη στέρηση των αναγκαίων, και, αυτό που ήταν το χειρότερο, την έλλειψη και αυτού του νερού. Διότι έλεγαν, εάν κάποιος που λειώνει όλη τη μέρα από τη χειρονακτική εργασία και την κούραση, θελήσει να πάρει μια μικρή σταγόνα νερού για να δροσιστεί από την ταλαιπωρία του κόπου, δεν θα μπορέσει να πάρει νερό αν αυτός δεν περπατήσει σαράντα πέντε στάδια2. Σ’ αυτά συμπόνεσε μαζί τους και ο πατριάρχης και δάκρυσε μαζί τους και έπειτα, αφού ευχαρίστησε τον Θεό και παρηγόρησε αρκετά τις ψυχές τους, είπε˙ Δεν επέτρεψε ο Θεός έτσι απλά και χωρίς λόγο να εξορισθώ εδώ, αλλά για να πάρω μέρος μαζί με σας στα παθήματά σας και στην υπομονή και καρτερότητά σας.

169. Έπειτα όμως άρχισε να προσεύχεται και να παρακαλεί μαζί μ’ αυτούς τον Θεό να ανοίξει για τους ομολογητές του πηγή νερού, και «αυτός που χτύπησε τον βράχο στην έρημο και έτρεξαν άφθονα νερά»3, έδωσε άφθονα νερά και σ’ αυτούς. Διότι, ενώ ακόμα όλοι ήταν αφοσιωμένοι στην προσευχή, ο πατριάρχης κοιτάζοντας εδώ και εκεί, βλέπει ένα αρνί να σηκώνει το δεξί του πόδι στον αέρα, που φαινόταν ότι έδειχνε σ’ εκείνον το έδαφος που βρισκόταν κάτω από αυτό, αλλά σε κανένα από τους άλλους το αρνί δεν φαινόταν. Και όταν ο πατριάρχης συνειδητοποίησε αυτό που έβλεπε, πηγαίνει μαζί με τους παρόντες στον τόπο που του υποδείχθηκε και είπε˙ Στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, παιδιά μου, σκάψτε εδώ. Και όταν έσκαψαν γύρω – γύρω τον τόπο στον οποίο στεκόταν το αρνί, παίρνοντας το σκαπτικό εργαλείο ο πατριάρχης χτυπάει στον τόπο όπου έδειχνε το αρνί με ένα ελαφρό και επιπόλαιο χτύπημα, και αμέσως η γη πήγασε νερό καθαρό και ευχάριστο για να πιούν, και καθώς αυτό χύθηκε με ορμή σχημάτισε αμέσως ποτάμι, και ενώ όλοι
χαίρονταν για το νερό, ο πατριάρχης είπε˙ «Τα ρεύματα του ποταμού ευφραίνουν την πόλη του Θεού».4

167. Της αποφάσεως ουν ταύτης καταλαβούσης, εσκέπτετο Μαρμεντίνος όπως αν ο Κλήμης έληται την υπερορίαν, άλλ’ αυτώ μάλλον και τω βασιλεί πεισθείη και θύσειεν. Ουδέ γαρ έφερε τηλικαύτην ανδρός αρετήν ζημιούμενος. Τω δε τοσούτον εμέλησεν εκείνοις πεισθήναι ή δυσχεράναι προς την υπερορίαν, όσω και αυτόν εσπούδαζε προς την ευσέβειαν τον έπαρχον επισπάσασθαι. Τοσαύτη γαρ τις άνωθεν τον Κλήμεντα περιίπτατο χάρις, και ούτως η εκείνου γλώττα κηρίου παντός και μέλιτος γλυκύτερον έσταζεν, ως και αυτόν έρωτι θερμώ του ανδρός ληφθέντα τον Μαρμεντίνον, πολλά τε τη αποδημία επιστενάξαι και δάκρυα τω πατριάρχη επιβαλείν; Ο Θεός, ειπόντα, ώ συ ειλικρινώς λατρεύεις, αυτός σοι βοηθός επί τη συμφορά παρασταίη˙ και αυτίκα πλοίον ευτρεπίσαι, διαρκή τε αυτώ τα προς την χρείαν ενθέσθαι και δεξιώσασθαι αυτόν και περιβαλείν και ούτω μετά των προσηκόντων ασπασμών απολύσαι. Πολλοί δε αυτώ και των ευλαβών ηκολούθησαν και εις την υπερορίαν γενόμενοι, καταλαμβάνουσιν εν τη τω μαρμάρων λατομία Χριστιανούς, περί που τους χιλίους ή και
πλείονας, πολύν δια την ευσέβειαν εκεί χρόνον κατεχομένους, οι και περί του πατριάρχου πρότερον ακούσαντες και ότι της πόλεως απελαθείς, υπερόριος προς εκείνους και αυτός άγεται, παραμυθίαν έσχον ου την τυχούσαν την εκείνου επιδημίαν.

168. Ότε γουν προς αυτούς κατελάμβανε, του των χειρών έργου αφέμενοι και τούτω προσελθόντες μετά δακρύων και των αγίων εκείνου ποδών αψάμενοι και τας καθαράς περιπτυξάμενοι χείρας, τας καταλαβούσας αυτούς ανεκλαίοντο συμφοράς, την της πατρίδος έκπτωσιν, την άφιλον επί ξένης διαγωγήν, των αναγκαίων την απορίαν, και ο πάντων βαρύτατον ην, την αυτού του ύδατος ένδειαν. Ει γαρ τις όλην την ημέραν τη των χειρών εργασία και τω καμάτω προεστηκώς, έλεγον, ύδατος βραχείάν τινά σταγόνα λαβείν εθελήσειεν, ώστε την εκ του κόπου αναψύξαι ταλαιπωρίαν, ουκ έλαττον ο τοιούτος ή σταδίους πέντε και τεσσαράκοντα προελθών αν, ύδωρ κομίσαιτο. Προς ταύτα συναλγήσας τε αυτοίς ο πατριάρχης και συνδακρύσας, είτα και τω Θεώ ευχαριστήσας και ικανώς τας εκείνων ψυχάς παραμυθησάμενος. Ουκ απλώς ούτω και αλόγως, είπεν, ενταύθά με ο Θεός συνεχώρησεν εκβληθήναι, άλλ’ ώστε και κοινωνόν υμίν γενέσθαι των παθημάτων και υπομονής μάλιστα και καρτερίας υπόθεσιν.

169. Έπειτα μέντοι και εις ευχήν τρέπεται και δείται συν αυτοίς του Θεού, ώστε τοις αυτού ομολογηταίς πηγήν ύδατος διανοίξαι, και «ο πατάξας πέτραν εν ερήμω και ερρύησαν ύδατα», αυτός άφθονον και αυτοίς του ύδατος παρέχει την χορηγίαν. Ήδη γαρ πάντων τη ευχή προσκειμένων, ο πατριάρχης τήδε κακείσε περιβλεψάμενος, αμνόν τινά ορά, τον δεξιόν μετεωρίζονται πόδα και ώσπερ εκείνω υποδεικνύντα το υποκείμενον έδαφος˙ ουδενί γαρ ο αμνός των άλλων τεθέατο. Και συμβαλών την όψιν ο πατριάρχης, τω υποδειχθέντι τόπω μετά των παρόντων εφίσταται και φησίν˙ Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ενταύθά μοι, τέκνα, ορύξατε˙ Και επειδή αυτόν τε τον τόπον, εις ον ο αμνός ίστατο, και το κύκλω παν περιέσκαψαν, λαβών σκαφείον ο πατριάρχης, κρούει τον τόπον ένθα ο αμνός υπεδείκνυ, κούφω τινί και μετεώρω τω κρούματι, και παραχρήμα διειδές ύδωρ η γη και ηδύ πιείν αναδίδωσι, και τούτο, συν ορμή εκχυθέν, ποταμόν αθρόον ποιεί.

Πάντων ουν χαιρόντων επί τω ύδατι, ο πατριάρχης, «του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού», έλεγεν.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβλ. Ψαλμ. 18, 11. 118, 103.
2. Ένα στάδιο αντιστοιχούσε προς 185 μ.
3. Ψαλμ. 77, 15. 104, 40
4. Ψαλμ. 45, 5

***

170. Ύστερα από αυτό οι κάτοικοι ολόκληρης της πόλης έτρεχαν κοντά του και με τη γλυκύτητα της πνευματικής εκείνης διδασκαλίας τους είλκυε όλους στην αληθινή πίστη, με αποτέλεσμα πολλοί μέρα με τη μέρα να βαπτίζονται και να φθάσουν σε πεντακοσίους τον αριθμό και να επιδίδονται κάθε μέρα στην ευσέβεια. Δεν πέρασε λοιπόν ένας χρόνος στην εξορία και χτίστηκαν από τους πιστούς εβδομήντα πέντε τον αριθμό εκκλησίες, γκρεμίστηκαν τα ιερά ιδρύματα και οι ναοί των ειδώλων, και τα άλση που ήταν συνδεδεμένα με αυτά και απλώνονταν σε μεγάλη έκταση τα κατέφαγε η φωτιά, και όλη η μανία των δαιμόνων νικήθηκε.

171. Τότε λοιπόν φθονερή και επίμονη φήμη φτάνει στα αυτιά του βασιλιά, ότι η χριστιανική διδασκαλία διαδίδεται σε μεγαλύτερο αριθμό κόσμου και κάθε μέρα αυξάνεται διδάσκοντας. Γι’ αυτό λοιπόν εκείνος στέλνει αμέσως τον ηγεμόνα. Αυφιδιανό, με εντολή όχι μόνο να μη επιτρέψει αυτά να προχωρήσουν περισσότερο, αλλά και να επαναφέρει αυτούς που αιχμαλωτίστηκαν και να τους αποσπάσει από την ευσέβεια.

Αυτός λοιπόν, αφού ήρθε στη Χερσώνα και υπέβαλε πολλούς Χριστιανούς σε πολλά και ποικίλα βασανιστήρια, επειδή έβλεπε ότι όλοι έχουν την πρόθεση να γίνουν μάρτυρες και είναι έτοιμοι να υποστούν μύριους θανάτους, τί κάνει; Αφήνει το πλήθος, φοβούμενος μήπως στο τέλος κάνει περισσότερους μάρτυρες, και τιμωρεί μόνο τον αίτιο, και ρίχνει όλη την οργή του στο μακάριο κεφάλι του Κλήμη. Επειδή όμως γι’ αυτόν όλα ήταν εύκολα και ανυπολόγιστα, και με αυτά που ο ίδιος υφίστατο, έδινε στους άλλους περισσότερη βεβαιότητα, σκέφτεται σύντομα και γρήγορα να του αφαιρέσει τη ζωή, και αφού οδήγησε τον μάρτυρα στη μέση της θάλασσας και έδεσε σιδερένια άγκυρα στον τράχηλό του, τον έρριξε στο βυθό, για να μη μείνει, όπως είπε, ούτε λείψανό του στους Χριστιανούς.

172. Και εκείνος βέβαια ριχνόταν στο πέλαγος, το πλήθος όμως των Χριστιανών που στεκόταν στην παραλία έκλαιαν πικρά, θρηνούσαν, και με σπαραχτικές φωνές καλούσαν τον πατριάρχη να γυρίσει.

Οι μαθητές όμως Κορνήλιος και Φοίβος φωνάζοντας κι αυτοί τις φωνές που απαιτούσε το πάθος, και μη ξέροντας τι να κάνουν για να τους παρηγορήσουν για τη συμφορά που τους βρήκε, είπαν. Ας προσευχηθούμε όλοι μαζί, ώστε να μας φανερωθεί τουλάχιστον το λείψανο του μάρτυρα. Και ενώ αυτοί προσεύχονταν, ώ, πόσο μεγάλα είναι, Δέσποινα, τα θαυμάσιά σου, κάνει ο Θεός και εκεί ένα θαύμα πιο υπέροχο και από εκείνο του Μωυσή. Διότι υποχώρησε η θάλασσα πιο μέσα σχεδόν όχι λιγότερο από είκοσι στάδια. Και έτσι, αφού πλησίασε το πλήθος μέσω ξηρού εδάφους, πράγμα που και αυτό οφείλεται στη θαυμαστή, Χριστέ, δύναμή σου, βρίσκουν βράχο με τη μορφή ναού, καμωμένον από τη δική σου απερίγραπτη σοφία, και το σώμα του μάρτυρα να είναι ξαπλωμένο μέσα σ’ αυτόν μεγαλόπρεπα, εκείνη δε η βαρειά άγκυρα να βρίσκεται κάπου εκεί κοντά στον βράχο πεταμένη.

170. Εντεύθεν η πόλις περί αυτόν πάσα συνέρρεον και τη της πνευματικής εκείνης διδασκαλίας γλυκύτητι προς την αληθή πίστιν πάντας επήγέτο, ως και πολλούς όσαι ημέραι βαπτίζεσθαι, εις πεντακοσίους τε τον αριθμόν αναβήναι και την ευσέβειαν καθ’ εκάστην επιδιδόναι. Ούπω τοίνυν ενιαυτούς την υπερορίαν εμέτρει και οικοδομούνται μεν υπό των πιστευσάντων εκκλησίαι τον αριθμόν πέντε και εβδομήκοντα, τεμένη τε ειδώλων και ναοί καθαιρούνται και τα παραπεφυκότα τούτοις άλση, επί πολύ γης διικνούμενα, το πυρ νέμεται και πάσα των δαιμόνων καταβάλλεται η μανία.

171. Τηνικαύτα τοίνυν επίφθονός τε και βαρεία φήμη προς του βασιλέως ακοάς υποτρέχει, επιδούναι τα Χριστιανών εις πλήθος αριθμού κρείττον και καθ’ εκάστην αύξεσθαι την ημέραν διδάσκουσα, εφ’ ω δη και Αυφιδιανόν αυτίκα τον ηγεμόνα εκείνος εκπέμπει, ώστε μη μόνον μηδέ περαιτέρω προελθείν αυτά συγχωρήσαι, αλλά και τους ήδη χειρωθέντας επαναγαγείν και αποστήναι της ευσεβείας.

Ούτος τοίνυν, την Χερσώνα καταλαβών και πολλούς των Χριστιανών πολλαίς βασάνοις και ποικίλαις υποβαλών, επεί πάντας τη προθέσει μάρτυρας γεγενημένους εώρα και προς μυρίους παρεσκευασμένους θανάτους, τί ποιεί; Απέχεται μεν του πλήθους, δεδοκώς μη και από του τέλους μάρτυρας πλείονας εργάσηται, τον αίτιον δε μόνον κολάζει και πάντα θυμόν κατά της μακαρίας εκείνης του Κλήμεντος αφίησι κεφαλής. Επειδή δε πάντα ην αυτώ κούφα και εις ουδέν λογιζόμενα και αφ’ ων αυτόν έπασχε μάλλον πλείονα τοις άλλοις παρείχετο την ασφάλειαν, σύντομον απαλλαγήν αυτώ του βίου και ταχείαν επινοείται και εις μέσην τον μάρτυρα την θάλασσαν αγαγών και άγκυραν σιδηράν του τραχήλου εκδήσας, καθίησι τω βυθώ, όπως μηδέ λείψανον εκείνου, φησίν, υπολειφθείη Χριστιανοίς.

172. Άλλ’ ο μεν έρριπτο κατά του πελάγους, το δε των Χριστιανών πλήθος επί του αιγιαλού εστώς, εθρήνουν ελεεινώς, ωλοφύροντο και οικτροτάταις φωναίς ανεκάλουν τον πατριάρχην.

Κορνήλιος δε και Φοίβος οι μαθηταί οίας το πάθος απήτει φωνάς και αυτοί βοώντες και ουκ έχοντες ό,τι της συμφοράς ποιήσονται παραμύθιον. Ευξώμεθα πάντες ομοθυμαδόν, είπον, ώστε καν αναδειχθήναι ημίν το του μάρτυρος λείψανον. Και προσευχομένων αυτών, ω των μεγάλων σου, Δέσποτα, τεραστίων, θαυματουργείταί τι κανταύθα Θεός του Μωϋσέως παραδοξότερον. Υποφεύγει μεν γαρ η θάλασσα προσωτέρω σταδίους σχεδόν ουκ ελάττους των είκοσι. Προσελθόντες δε το πλήθος δια ξηρού του εδάφους, της θαυμαστής σου και τούτο, Χριστέ, δυνάμενος, ευρίσκουσι λίθον εν είδει ναού παρά της σης απορρήτου σοφίας πεποιημένον και το μαρτυρικόν σώμα λαμπρώς εν αυτώ κείμενον και την βαρείαν εκείνην άγκυραν έγγιστά που του λίθου και αυτήν κειμένην.

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.