Στις 8 Ιανουαρίου 1915, με αφορμή τη λήξη της διετούς Συνοδικής περιόδου και την ανασύνθεση των μελών της ιεράς συνόδου του πατριαρχείου, ο Χρυσόστομος εκλήθη στο Φανάρι ως συνοδικός ιεράρχης.1 Το γεγονός αυτό χαροποίησε ιδιαίτερα τον μητροπολίτη, αφού η απομάκρυνσή του από τη Σμύρνη έπαυε να έχει τα χαρακτηριστικά της εξορίας και αποκτούσε τη μορφή της υπηρεσίας από μια άλλη υψηλή και εξέχουσα θέση στο διοικητικό σύστημα της εκκλησίας. Ταυτόχρονα, ό άγιος ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση, καθώς ύστερα από δεκατρία χρόνια αρχιερωσύνης αξιωνόταν να αναλάβει καθήκοντα στην ιερά σύνοδο του Οικουμενικού Θρόνου.
Στις 31 Μαρτίου 1915 ο μητροπολίτης Σμύρνης παρακάθισε για πρώτη φορά σε συνεδρία της ιεράς συνόδου στην Κωνσταντινούπολη.2 Τον Χρυσόστομο προσφώνησε ο οικουμενικός πατριάρχης Γερμανός Ε’, ο οποίος εξήρε τη μέχρι τότε διακονία του Μητροπολίτη, καθώς και τις μεγάλες υπηρεσίες του προς την εκκλησία και το Γένος. Στη σύντομη προσλαλιά του ο πατριάρχης έκανε ιδιαίτερη αναφορά στη δράση του Χρυσοστόμου κατά τη διάρκεια των διωγμών εναντίον των χριστιανών της Ιωνίας και την καθοριστική συμβολή του στη διάσωσή τους.
Στην ίδια συνεδρίαση ο Χρυσόστομος διορίστηκε μέλος του διαρκούς εθνικού μικτού συμβουλίου και πρόεδρος της Εφορείας της πατριαρχικής μεγάλης του γένους σχολής και της εθνικής σχολής γλωσσών και εμπορίου. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη τιμητική πρόσκληση προς τον ιεράρχη, στο πρόσωπο του οποίου το πατριαρχείο απέδιδε τον σεβασμό και την αναγνώριση των κόπων του, σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία ο άγιος είχε απομακρυνθεί για τρίτη φορά από τον τόπο διακονίας του και βρισκόταν σε πλήρη απομόνωση και αδράνεια. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο μητροπολίτης Σμύρνης διέμενε στο Φανάρι και συμμετείχε από θέσεις ευθύνης στα δύο ανώτατα διοικητικά όργανα της εκκλησίας, αναλαμβάνοντας κατά καιρούς διάφορες υποθέσεις του οικουμενικού πατριαρχείου.3
Την ίδια περίοδο, ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει να επεκτείνεται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και των αποικιών της, στην Ελλάδα ο πολιτικός κόσμος σπαρασσόταν από το δίλημμα της συμμετοχής της χώρας στη γενικευμένη σύρραξη των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Το δίλλημα που ετέθη ήταν εάν θα έπρεπε η Ελλάδα να μπει στον μεγάλο πόλεμο το πλευρό της Αντάντ, συμμαχία κρατών με επικεφαλής τη Γαλλία, την Αγγλία και τη Ρωσία, ή εάν θα έπρεπε να ακολουθήσει πολιτική ουδετερότητας η οποία εξυπηρετούσε κατά κύριο λόγο τα συμφέροντα της Γερμανίας.
Οι οπαδοί της συμμετοχής της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με πρώτο τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ισχυριζόταν ότι η χώρα είχε συμφέρον να ταχθεί άνευ όρων υπέρ της Αντάντ, καθώς ήταν πεπεισμένοι για την τελική νίκη της Αγγλίας και των Συμμάχων, γεγονός που θα επέφερε στην Ελλάδα εδαφικά οφέλη στη Μικρά Ασία. Οι υποσχέσεις όμως για σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στα μικρασιατικά παράλια είχαν γίνει μόνο από την Αγγλία και όχι από όλη την Αντάντ, η οποία είχε αντίθετα και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα στην περιοχή. Ωστόσο, το μεγαλύτερο εμπόδιο σε αυτήν την προοπτική ήταν η Βουλγαρία, η οποία, έχοντας ηττηθεί στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, αναζητούσε ευκαιρία για να επανακτήσει τα εδάφη που είχε απωλέσει στα νότια σύνορά της. Η ευκαιρία για μια νέα επίθεση της Βουλγαρίας, η οποία έκλεινε προς τη Γερμανία, ήταν η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο με την Αντάντ.
Θέλοντας ο Βενιζέλος και οι σύμμαχοι να αποτρέψουν μια αιφνιδιαστική επίθεση των Βουλγάρων εναντίον της Ελλάδας πρότειναν την παραχώρηση των Σερρών, της Δράμας και της Καβάλας στη Βουλγαρία.4
Από την άλλη, οι εκφραστές της πολιτικής ουδετερότητας, με επικεφαλής τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, θεωρούσαν πως η Γερμανία θα κέρδιζε τον πόλεμο. Ωστόσο, παρά τις πιέσεις του Κάιζερ, ο Κωνσταντίνος διακήρυσσε προς κάθε κατεύθυνση ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να συμμετάσχει στον πόλεμο χωρίς να έχει εξασφαλίσει από τους Συμμάχους συγκεκριμένα ανταλλάγματα για περιοχές του ελεύθερου και υπόδουλου Ελληνισμού.
Για τον λόγο αυτό, ο Βασιλιάς αρνείτο να συμπράξει τόσο με τη Γερμανία, με την οποία είχε παραδοσιακά στενούς δεσμούς, όσο και με την Αντάντ. Με τη Γερμανία, διότι μια τέτοια ενέργεια θα άφηνε εκτεθειμένη την Ελλάδα απέναντι στην Αγγλία, η οποία, ως ναυτική υπερδύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, θα έπληττε τις ελληνικές ακτές και τα νησιά του Αρχιπελάγους. Με την Αντάντ, διότι επρόκειτο για έναν ετερόκλητο σχηματισμό κρατών με διαφορετικούς στόχους και επιδιώξεις. Επίσης, μια ενδεχόμενη συμμαχία της Ελλάδας με την Αγγλία και τη Γαλλία θα προκαλούσε την επίθεση της Βουλγαρίας.
Στην ίδια κατεύθυνση, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει τις επαρχίες της Δράμας και της Καβάλας στους Βουλγάρους, καθώς οι περιοχές αυτές είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό με τεράστιες απώλειες, ενώ είχαν ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό με διεθνή σύμβαση, την οποία είχε αναγνωρίσει και υπογράψει η Βουλγαρία δύο χρόνια νωρίτερα. Κατά συνέπεια, ο Βασιλιάς αρνείτο κάθε παραχώρηση ελληνικού εδάφους, την οποία όμως ήταν έτοιμος να κάνει αρχικά ο Βενιζέλος, προκειμένου να βγει η Ελλάδα από την ουδετερότητα και να αποτραπεί μια ενδεχόμενη επίθεση της Βουλγαρίας.5
Ένα ακόμα στοιχείο που προβλημάτιζε τον Κωνσταντίνο και το Γενικό επιτελείο ήταν πως, εάν η Ελλάδα συμμαχούσε με την Αντάντ, αυτόματα θα βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο με την Τουρκία, η οποία, έχοντας ως σύμμαχο τη Γερμανία, θα συνέχιζε χωρίς προσχήματα το έργο της εξόντωσης και του αφανισμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Παρ’ όλα αυτά, ο Βασιλιάς ήταν αποφασισμένος ήδη από τις αρχές του 1915 να προσφέρει τη συνδρομή της Ελλάδας στις συμμαχικές δυνάμεις, εξασφαλίζοντας, όμως, αφ’ ενός την παροχή εγγυήσεων στην Ανατολική Μακεδονία σε περίπτωση επίθεσης της Βουλγαρίας και αφ’ ετέρου συγκεκριμένα ανταλλάγματα στη Βόρεια Ήπειρο, τη Μικρά Ασία και την Κύπρο.6
Η δημόσια αυτή διαφωνία μεταξύ του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προκάλεσε στη διάρκεια του 1915 δύο φορές την παραίτηση του τελευταίου και την πτώση της κυβέρνησής του. Την εξουσία ανέλαβαν κατά σειρά οι Δημήτριος Γούναρης, Αλέξανδρος Ζαΐμης, Στέφανος Σουλούδης, Νικόλαος Καλογερόπουλος και Σπυρίδων Λάμπρος, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι προσέφεραν κατ’ επανάληψη μέχρι την άνοιξη του 1917 τη συμμαχία της Ελλάδας στην Αντάντ, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τη διάσπαση της εθνικής ενότητας και τον διχασμό της χώρας σε δύο αδιάλλακτα και εχθρικά πολιτικά στρατόπεδα.
Υποσημειώσεις.
1. ΕΑ ΛΕ (1915) 13
2. ΕΑ ΛΕ (1915) 112
3. ΕΑ ΛΕ (1915) 128, 191
4. Dakin, ό. π., σσ’. 307-308
5. Σταματόπουλος, ό. π., σσ’. 177-178. – Πρβλ. Βακαλόπουλος, ό. π., σ. 455.
6. Εδουάρδου Ντριώ. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος (Θρύλος & Ιστορία), Εκδόσεις Στέμμα, Αθήνα 2015μ σσ’. 121-132.
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.