… Αναμφισβήτητα, στην προσπάθειά του ο Κωνσταντίνος να υπηρετήσει την πολιτική της ουδετερότητας, αξιοποίησε και αρκετές φορές εξάντλησε τα θεσμικά και συνταγματικά προνόμοια που απολάμβανε το Στέμμα για να απαλλαγεί από τον Βενιζέλο. Το γεγονός αυτό έπληξε την εικόνα του Βασιλιά σε ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού λαού το οποίο απέδωσε την ευθύνη για τον διχασμό της χώρας στον Κωνσταντίνο.
Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Βενιζέλος παραδέχτηκε ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας στη Βουλή των Ελλήνων την ευθύνη του για τον Εθνικό Διχασμό, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Κύριοι, πρέπει να μου επιτρέψετε να σας είπω ότι εγώ υπήρξα ο κύριος αίτιος διότι εδιχάσθη ο Ελληνισμός Λαός κατά τον μέγαν πόλεμον. Δεν θέλω να θίξω κανένα… Αναγνωρίζω μόνον ότι εγώ, καλώς ή κακώς, είμαι εκείνος ο οποίος επροκάλεσε τον διχασμόν αυτόν».1 Στη διάρκεια της ίδιας συνεδρίασης, απευθυνόμενος ο Βενιζέλος στον Παναγή Τσαλδάρη, αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, σχετικά με τις καταστρεπτικές συνέπειες που είχε για τη χώρα ο Εθνικός Διχασμός, είπε: «Θέλετε να αναλάβω την ευθύνην δια την διαίρεσιν; Την αναλαμβάνω».2
Την ίδια περίοδο οι Έλληνες Μικρασιάτες επιθυμούσαν διακαώς την είσοδο της Ελλάδας στον Πόλεμο, ελπίζοντας πως με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζαν είτε την ενσωμάτωση τμήματος των μικρασιατικών ακτών στη μητέρα πατρίδα, όπως της Σμύρνης και της ευρύτερης επαρχίας Αϊδινίου, είτε την παραμονή τους σε συγκεκριμένες περιοχές της παραπαίουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τον Πόντο και τις πολυπληθείς ελληνικές πόλεις της Προποντίδας, περιοχές όπου κυριαρχούσε το ελληνορθόδοξο στοιχείο σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.
Ευρισκόμενος ο Χρυσόστομος Σμύρνης στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός ιεράρχης, παρακολουθούσε με αγωνία τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, όταν τον Νοέμβριο του 1915 πληροφορήθηκε τη μετάβαση του Έλληνα πρεσβευτή Δημητρίου Πανά στην Αθήνα. Αξιοποιώντας την ευκαιρία αυτή, ο Μητροπολίτης συνέταξε μνημειώδη επιστολή προς τον Βασιλιά των Ελλήνων, την οποία ζήτησε από τον Έλληνα πρεσβευτή να παραδώσει «ιδίαις αυτού χερσί» στην Αυτού Μεγαλειότητα.3
Στη συναισθηματική φορτισμένη αυτή επιστολή ο ιεράρχης απηύθυνε στον Βασιλέα το ερώτημα που υπέβαλε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής στον Ιησού Χριστό: «Συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;» (Λουκ. 7, 19). Στο κείμενο αυτό ο Χρυσόστομος δεν έκανε καμία αναφορά στην εσωτερική πολιτική κατάσταση της Ελλάδας, η οποία αφ’ ενός είχε προκαλέσει ένα βαθύ ρήγμα ανάμεσα στον Κωνσταντίνο και τον Βενιζέλο και αφ’ ετέρου είχε διχάσει ανεπανόρθωτα τον ελληνικό λαό. Το κείμενο της επιστολής αποτύπωνε πολύ παραστατικά τα μαρτύρια των Χριστιανών της Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα απέδιδε στον Κωνσταντίνο τα χαρακτηριστικά ενός μεσσία και ελευθερωτή του υπόδουλου Γένους.
«Μεγαλειότατε,
«Συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν;» Απευθύνομεν το τεταραγμένον τούτο ερώτημα προς Σε, τον προσδοκώμενον από τόσων αιώνων ως τον Μεσσίαν του στενάζοντος υπό σκληροτάτην δουλείαν Γένους μας. Δεν είνε απλούν μήνυμα, εξαγγέλλον τα δυσπερίγραπτα και ασυλλήπτου φρικαλεότητος δεινά και κακά, εν μέσω των οποίων χειμάζεται ο κατά την Ασίαν και την Θράκην εν πρωτοφανεί διωγμώ ευρισκόμενος περιούσιος του Κυρίου Ορθόδοξος Ελληνικός λαός˙ άλλ’ είνε το ερώτημα τούτο… δειλή εισήγησις, ηπία, τρόπον τινά, επιτίμησις, διότι βραδύνεις και Συ, Βασιλεύ, ως ο Ιησούς, και δεν αποκαλύπτεις ημίν την δόξαν Σου… πώς θεάται αταράχως η Βασιλική Σου υψηλοφροσύνη εξαφάνισιν της Ελληνικής φυλής εκ της γενεθλίου χώρας της, εκ της χώρας εκείνης, εν η έζησαν και απέθανον οι πατέρες μας και η οποία εχρημάτισε καθ’ όλην την τρισχιλιετή ιστορίαν μας η ενδοξοτάτη κοιτίς της ακμής και του μεγαλείου της φυλής μας;…
Το ερώτημα τούτο «Συ ει ο ερχόμενος ή έτερον προσδοκώμεν», εξερχόμενον εκ των πελιδνών και τρεμόντων χειλέων λαού κακοδαίμονος, ου το όμμα εθόλωσεν εν μέσω τόσης αθλιότητος, εκφράζει όλον το βαθύ άλγος και αποτελεί ιστορίαν πένθιμον των σκληρών διωγμών, ους οι ευτελέστατοι των ανθρώπων, οι αιμομίκται και μοιχοί, έχθιστοι του Γένους ημών τύράννοι, ήγειραν και ωδήγησαν καθ’ ημών, ιδία από της επιούσης της αποφράδος εκείνης ημέρας της συνθήκης των Αθηνών, της Ανταλκιδείου ταύτης δια τον Μικρασιατικόν και Θρακικόν Ελληνισμόν συνθήκης…
Βασιλεύ ευσεβέστατε και κραταιότατε, λάβε κατά νουν ότι ουδεμία άλλη φυλή υπό τον ουρανόν εδοκίμασε και δοκιμάζει όσα υπέστη η ημετέρα φυλή. Και αυτοί του Ιερεμίου οι Θρήνοι, και μάλιστα οι περιπαθέστατοι εκείνοι, όσοι περιέχονται εν τω Ε’ και τελευταίω κεφαλαίω, ωχριώσι προ των θρήνων και ολοφυρμών του λαού Σου.
Και ημείς ως και οι παρά τω Ιερεμία κακοδαίμονες ομοεθνείς του, εξεβλήθημεν των γενεθλίων τόπων μας και, τόπον εκ τόπου διαμείβοντες, αποθνή΄σκομεν δίκην κυνών εν μέσω των δρόμων γυμνοί, πειναλέοι, άστεγοι και πλάνητες˙ οι δε ζώντες είμεθα αθλιώτεροι των εν μέσω φρικαλέων κακώσεων αποθνησκόντων.
Αι περιουσίαι ημών περιήλθον εις χείρας των διωκτών μας οι οίκοί μας κατελήφθησαν υπό των αλλοφύλων˙ όσα γενεαί γενεών συνεσώρευσαν πλούτη και αγαθά διηρπάγησαν και ελωποδυτήθησαν κατά τρόπον αναισχυντότατον υπό ληστρικής κυβερνήσεως. Τα τέκνα μας έμειναν ορφανά˙ αι μητέρες μας έμειναν χήραι˙ πατέρας δεν έχομεν πλέον˙ αι παρθένοι μας ητιμάσθησαν εντός αυτών των ιερών αδύτων των εκκλησιών μας, όπου εζήτησαν άσυλον˙ οι νεανίσκοι εξισλαμίσθησαν βιαίως.
Σύρομεν αθλίαν ύπαρξιν διωκόμενοι και φερόμενοι προς το άγνωστον, εις τα ενδότερα της Ανατολής και εις τας εσχατιάς της Ασίας. Εκτείνομεν χείρα επαίτου προς τους διώκτας μας και γονυκλινείς ζητούμεν τεμάχιον αθλίου άρτου, ίνα μη αποθάνωμεν εκ της πείνης. Ως κτήνη εστοιβασμένους εντός υποσάθρων πλοιαρίων μας μεταφέρουσι κατά μυριάδας εκ της Θράκης εις την Ασίαν και κατά εκατοντάδας αποθνήσκοντας κατά τον πλουν μας ρίπτουσιν εις την θάλασσαν.
Εκ των νήσων και των παραλίων πόλεων και χωρίων, τα οποία απ’ αιώνων κατοικούμεν, μας εκδιώκουσι και κατά αγέλας μας οδηγούσιν εις τα μουσουλμανικά χωρία του εσωτερικού, και εκεί μας διασπείρουσιν εν μέσω των αλλοθρήσκων δημίων μας, χωρίζοντες τα τέκνα από των γονέων των, τας γυναίκας από των συζήγων των, τους αδελφούς από των αδελφών, τους γνωστούς από των οικείων, ίνα ούτω άφευκτος και ταχύς επέλθη ο όλεθρος και ο εξισλαμισμός μας. Εν μια λέξει υφιστάμεθα όλα τα κακά, διωγμούς, ειρκτάς, εξορίας, δημεύσεις, ιεροσυλίας, αθεμιτουργίας ωμοτέρας και πλειοτέρας παρ’ όσας ποτέ ετερατεύθησαν και εδραματούργησαν όλοι συλλήβδην λαμβανόμενοι οι παλαιοί Φαραώ και Νέρωνες και Αττίλαι.
Πλην, παρ’ όλα ταύτα, ημείς, τα οικτρά λείψανα λαού ποτέ υπερηφάνου, γενναίου και μεγάλου, μεγάλην και εν τω μέλλοντι έχοντος να επιτελέση αποστολήν, ελπίζομεν και υπομένομεν και καραδοκούμεν Σε τον Μέγαν Βασιλέα και Ελευθερωτή μας…
Μεγαλειότατε, οι προφητικοί χρόνοι και καιροί επληρώθησαν. Ο επιθανάτιος κώδων του κοκκίνου θηρίου σημαίνει βαρύς και μας καλεί εις την κηδείαν του εκπνέοντος μεγάλου και αιωνίου Ασθενούς…
Εις τον αιώνα ζήθι, Βασιλεύ! Θερμώς ικετεύω, ανάγνωθι το συναποστελλόμενον ταπεινόν μου μελέτημα, γνώθι νουν Κυρίου, πίστευσον εις την εκ Θεού τρισένδοξόν Σου αποστολήν, γνώρισον ημίν Σεαυτόν, ίνα γνωστώς ίδωμεν ότι έτερον Μεσσίαν του Γένους δεν προσδοκώμεν, ότι Συ ει ο ερχόμενος, ο Βασιλεύ του Νέου Ισραήλ, και ανάστηθι και εξέγειρον την Δυναστείαν Σου, υψωθήτω η χειρ Σου και βοήθησον ημίν ένεκεν της δόξης του ονόματός Σου…
Εισελθέτω η κραυγή ημών εις τα ώτά Σου˙ εξαπόστειλον τα βέλη Σου και σύντριψον τους βραχίονας των ανόμων˙ έκχεον την οργήν Σου επί τα έθνη, τα οποία εβεβήλωσαν την κληρονομίαν Σου˙ εμίαναν τους αγίους ημών Ναούς˙ έθεντο τα θνησιμαία αυτών βρώματα τοις πετεινοίς του ουρανού, τας σάρκας των οσίων τροφήν τοις θηρίοις της γης˙ εξέχεον το αίμα ημών ωσεί ύδωρ ανηλεώς˙ κατά την μεγαλωσύνην του βραχίονός Σου γενηθήτω η εκδίκησις του αίματος των δούλων Σου του εκκεχυμένου. Εν τη καταιγίδι Σου συντάραξον και εξολόθρευσον αυτούς. Μη φοβού˙ πεσείται εκ του κλίτους Σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών Σου, προς Σε δε ουκ εγγιεί.
Επιλαβού όπλου και θυρεού˙ ακόνισον την ρομφαίαν Σου˙ εξέργασαι τα βέλη καιόμενα και όρμα˙ ότι ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου, ίνα το έθνος των αγίων και μαρτύρων του Ιησού υψωθή δια της κραταιάς χειρός Σου από της κοπρίας της δουλείας εις τον θρόνον, εις την δόξάν, εις την ζωήν και την ελευθερίαν των τέκνων του Θεού και Συ, ο Μέγας Κωνσταντίνος ο Ελευθερωτής, αναβής επί του χρυσού θρόνου των μεγάλων Προγόνων Σου, των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και Κωνσταντίνου Εκείνου του Ισαποστόλου, Όστις ίδρυσε την πρώτην εν ταις πόλεσι ταύτην, και Κωνσταντίνου Εκείνου του Παλαιολόγου, Όστις απώλεσε την Βασιλίδα Πόλιν, και ων αι ψυχαί πλανώνται και αναζητούσι Σε και μόνον Σε υπό τα τείχη της ομωνύμου Σου Κωνσταντινουπόλεως, υπό τους θόλους της Μεγάλης και ομωνύμου τη Αυγούστη συμπαρέδρου τω Θρόνω της του Θεού Σοφίας…»4
Υποσημειώσεις.
1. Επίσημα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής, εκ του εθνικού τυπογραφείου, Εν Αθήναις 1929, συνεδρίασις ΙΔ’ Τρίτης 17 Δεκεμβρίου 1929, σ’. 141
2. Ό. π., σ. 145
3. Πολίτη, ό. π., σ’. 165
4. «Πρώτη επιστολή εις την Α. Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνον», βλ. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 1-7
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης ως συνοδικός ιεράρχης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
