1.Ο Θεός γι’ αυτούς βέβαια, που βλέπουν με σωματικό τρόπο, δεν υπάρχει πουθενά, διότι είναι αόρατος, γι’ αυτούς όμως, που εξετάζουν με πνευματικό τρόπο, υπάρχει παντού, διότι είναι παρών˙ διότι υπάρχει μέσα στο σύμπαν και έξω από το σύμπαν, γι’ αυτό και η σωτηρία του είναι κοντά σ’ εκείνους, που τον φοβούνται,1 και μακριά από τους αμαρτωλούς.2
2.Η ενθύμηση του Χριστού φωτίζει το νου και διώχνει τους δαίμονες˙ το φως μάλιστα της Αγίας Τριάδος, φέγγοντας μέσα σε καθαρή καρδιά, την απομακρύνει από όλο τον κόσμο, και κάνει τον μέτοχό του να είναι από εδώ ακόμη γεμάτος από τη μέλλουσα δόξα, όσο δηλαδή μπορεί να τη χωρέσει ένας άνθρωπος, που κινείται από τη θεία χάρη, αλλά κρύβεται ακόμη στο προκάλυμμα της σάρκας.
3.Αν μετά την παρέλευση των ορατών πραγμάτων δεν υπάρχει και εν θα υπάρχει τίποτε άλλο παρά μόνο ο Θεός, τότε οπωσδήποτε εκείνοι, που σ’ αυτό τον κόσμο μετέχουν πλούσια στη χάρη του, αν και βρίσκονται στη γη, συνδέθηκαν πια κατά μέγα μέρος με τον μέλλοντα αιώνα, αν και στενάζουν κάπως, με το να βαρύνονται από τη σκιά και από το βάρος3 που σηκώνουν.
4.Ο Κύριος δεν μακαρίζει αυτούς που διδάσκουν μόνο,4 αλλά εκείνους που αξιώθηκαν προηγουμένως με την εργασία των εντολών να αναβλέψουν, και είδαν μέσα τους να αστράφτει το λαμπρό φως του Πνεύματος και γνώρισαν μ’ αυτό το φως, με την αληθινή δηλαδή όραση και γνώση και ενέργειά του, αυτά για τα οποία πρέπει να μιλήσουν και να διδάξουν τους άλλους˙ χρειάζεται λοιπόν, όπως έχει ειπωθεί, να ανυψωθούν έτσι πρώτα αυτοί που επιχειρούν να διδάσκουν, ώστε να μην πλανήσουν και απολέσουν, μιλώντας γι’ αυτά που δεν γνωρίζουν, εκείνους, που πείθονται σ’ αυτούς, αλλά και τους εαυτούς τους.
5.Εκείνος που δεν φοβάται τον Θεό δεν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός, διότι είναι ανόητος5˙ αυτός όμως που το πιστεύει αυτό φοβάται τον Θεό, και επειδή φοβάται, τηρεί τις εντολές του˙ εκείνος όμως που λέει ότι φοβάται τον Θεό, αλλά δεν φυλάγει τις εντολές του, είναι ψεύτης,6 και δεν υπάρχει μέσα του ο φόβος του Θεού˙ διότι όπου υπάρχει, λέει, ο φόβος του Θεού, εκεί υπάρχει τήρηση των εντολών7˙ αν όμως δεν υπάρχει μέσα μας ο φόβος του Θεού, ούτε η τήρηση των εντολών, δεν διαφέρουμε διόλου από τους ειδωλολάτρες και τους άπιστους.
6.Η πίστη και ο φόβος του Θεού και η τήρηση των εντολών του χορηγούν τους μισθούς ανάλογα με την κάθαρση˙ διότι όσο καθαριζόμαστε, τόσο οδηγούμαστε, από το να φοβόμαστε τον Θεό, στην αγάπη του Θεού και μεταβαίνουμε κατά κάποιο τρόπο από το φόβο, ανάλογα με την πρόοδό μας, στο να αγαπούμε τον Θεό, και τότε ακούμε απ’ αυτόν να λέει: «Αυτός που έχει τις εντολές μου και τις τηρεί, εκείνος είναι που με αγαπά».8 Και έτσι, ας προσθέσουμε επάνω στους αγώνες και άλλους αγώνες, για να δείξουμε την αγάπη από τα έργα. Και όταν γίνει αυτό, τότε μας αγαπά ο ίδιος, όπως υποσχέθηκε9˙ επειδή μάλιστα μας αγαπά ο ίδιος, μας αγαπά επίσης και ο Πατέρας του, καθώς δηλαδή το Πνεύμα προετοιμάζει το δρόμο και τακτοποιεί την κατοικία, ώστε να γίνουμε στην κοινή σύναξη των υποστάσεων κατοικία του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.10
7.Η ενοίκηση της τρισυπόστατης Θεότητας μέσα στους τέλειους, που γίνεται συνειδητά και αισθητά, δεν είναι εκπλήρωση πόθου, αλλά είναι μάλλον αρχή και αιτία σφοδρότερου και μεγαλύτερου πόθου. Διότι απ’ αυτή τη στιγμή δεν αφήνει εκείνον, που δέχθηκε την ενοίκησή της, να ησυχάσει, αλλά τον κάνει να φουντώνει με φλόγα μεγαλύτερου θείου πόθου, σαν να καίγεται και να πυρπολείται πάντοτε από τη φωτιά. Επειδή μάλιστα δεν μπορεί ο νους να φθάσει στην απόκτηση και στην εκπλήρωση εκείνου που ποθεί, ούτε μπορεί να βάλει περιορισμό στον πόθο και στην αγάπη, αλλά, με το να πιέζεται να φθάσει στην ακατόρθωτη εκπλήρωση και να την αποκτήσει, περιφέρει πάντοτε μέσα του ακατόρθωτο τον πόθο και ανεκπλήρωτη την αγάπη.
8.Εκείνος που έφθασε σ’ αυτή την κατάληξη δεν νομίζει ότι έχει βρει μέσα του αρχή του πόθου ή της αγάπης του Θεού, αλλά είναι σαν να μην αγαπά τον Θεό, επειδή δεν μπόρεσε να αποκτήσει την πληρότητα της αγάπης γι’ αυτό και επειδή νομίζει τον εαυτό του σαν τελευταίο από όλους εκείνους, που φοβούνται τον Θεό, νομίζει τον εαυτό του από μέσα από την ψυχή του ανάξιο ακόμη και για τη σωτηρία του μαζί με τους πιστούς.
9.Όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει,11 διότι η πίστη λογαριάζεται για δικαιοσύνη. σκοπός λοιπόν του νόμου είναι ο Χριστός.12 Η πίστη άλλωστε στον Χριστό λογαριάζεται αντί για τα έργα του νόμου, και με το να βεβαιώνεται και να δείχνεται αυτή με τις εντολές του Ευαγγελίου, κάνει τους πιστούς συμμέτοχους της αιώνιας ζωής, που υπάρχει μέσα στον ίδιο τον Χριστό.
10.Πίστη είναι το να πεθάνουμε για τον Χριστό, τηρώντας την εντολή του, και να πιστεύουμε ότι αυτός ο θάνατος είναι πρόξενος ζωής˙ πίστη είναι να θεωρούμε τη φτώχεια σαν πλούτο, τον εξευτελισμό και την καταφρόνηση, πραγματικά, σαν δόξα και έπαινο, και ενώ δεν έχουμε τίποτε, να πιστεύουμε ότι κατέχουμε τα πάντα,13 ή, μάλλον, ότι έχουμε αποκτήσει τον ανεξερεύνητο πλούτο της επίγνωσης του Χριστού,14 και να βλέπουμε όλα τα ορατά σαν πηλό ή σαν καπνό.
11.Η πίστη στον Χριστό είναι όχι μόνο το να καταφρονήσουμε τις απολαύσεις, που υπάρχουν στη ζωή, αλλά και να αντιμετωπίσουμε καρτερικά και να υπομείνουμε κάθε πειρασμό, που επιτίθεται με λύπες και θλίψεις και συμφορές, ωσότου να θελήσει να μας επισκεφθεί ο Θεός. Διότι λέει˙ «Με υπομονή περίμενα τον Κύριο, και με πρόσεξε».15
12.Εκείνοι που προτιμούν σε κάτι τους γονείς τους από την εντολή του Θεού δεν έχουν αποκτήσει πίστη στον Χριστό˙ επειδή κατακρίνονται οπωσδήποτε από τη συνείδησή τους, αν βέβαια έχουν ζωντανή συνείδηση, που να τους πληροφορεί για την απιστία τους˙ διότι γνώρισμα των πιστών είναι αυτό, το να μην παραβαίνουν δηλαδή διόλου σε τίποτε την εντολή του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.16
13.Η πίστη στον Θεό γεννά την επιθυμία των καλών και το φόβο των τιμωριών˙ η επιθυμία μάλιστα των πνευματικών πραγμάτων και ο φόβος των τιμωριών κατορθώνει την ακριβή τήρηση των εντολών, και η ακριβής τήρηση των εντολών φανερώνει στους ανθρώπους την αδυναμία τους και η αντίληψη της αληθινής αδυναμίας μας γεννά τη μνήμη του θανάτου˙ εκείνος μάλιστα που έχει αποκτήσει συγκάτοικό του τη μνήμη του θανάτου, θα ζητήσει ο ίδιος να μάθει με κόπο ποια θα είναι γι’ αυτόν εκείνα, που θα ακολουθήσουν μετά την έξοδό του απ’ αυτή τη ζωή και μετά την αναχώρηση˙ εκείνος επίσης, που φροντίζει πάντοτε να γνωρίσει για τα μέλλοντα, πρέπει πρώτα από όλα να στερήσει τον εαυτό του από τα παρόντα˙ διότι εκείνος, που από την προσκόλλησή του στα παρόντα, εξουσιάζεται απ’ αυτά, ακόμη και ως κάποιο ασήμαντο, δεν μπορεί να αποκτήσει τέλεια τη γνώση για τα μέλλοντα. Αν όμως από κάποια συγκατάβαση του Θεού θα γευθεί και αυτή τη γνώση, εφόσον δεν θα αφήσει γρήγορα εκείνα από τα οποία και με τα οποία εξουσιάζεται,
καθώς έχει προσκόλληση σ’ αυτά, και δεν αφοσιωθεί ολόκληρος σ’ αυτή τη γνώση, με το να μη δεχθεί δηλαδή με τη θέλησή του να σκέφτεται άλλο έξω απ’ αυτή, και αυγή η γνώση, που νομίζει ότι έχει, θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν.
14.Η απάρνηση του κόσμου και η ολοκληρωτική απομάκρυνση, που δέχεται την ξενιτεία από όλα τα υλικά πράγματα και από τα ήθη και από τις γνώμες και τα πρόσωπα, και την απάρνηση του σώματος και του θελήματός του, προξενεί σ’ εκείνον που τόσο θερμά απαρνήθηκε τον κόσμο μεγάλη ωφέλεια μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
15.Εσύ που φεύγεις τον κόσμο πρόσεχε να μην παραδώσεις την ψυχή σου από την αρχή σε ευκολίες, με το να παραμένεις δηλαδή μέσα σ’ αυτόν, και αν ακόμη όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι σε αναγκάζουν να το κάνεις αυτό. Διότι αυτό το υποδεικνύουν σ’ αυτούς οι δαίμονες, για να σβήσουν τη θέρμη της καρδιάς σου˙ διότι και αν ακόμη δεν μπορέσουν να εμποδίσουν εντελώς την πρόθεσή σου, οπωσδήποτε όμως θα την κάνουν πιο χαλαρή και πιο αδύναμη.
16.Όταν θα βρεθείς ανδρείος και ανυποχώρητος σε όλες τις βιοτικές απολαύσεις, τότε οι δαίμονες, αφού μεταβάλουν τάχα σε συμπάθεια τους συγγενείς, τους κάνουν να κλαίνε και να θρηνούν μπροστά σου για σένα. Και θα γνωρίσεις ότι αυτό είναι αληθινό, όταν εσύ, από τη μία, θα μείνεις άκαμπτος και σ’ αυτή την επίθεση, θα δεις τους συγγενείς σου, από την άλλη, να ανάβουν ξαφνικά σε μανία και σε μίσος εναντίον σου και να σε αποστρέφονται σαν εχθρό και να μη θέλουν να σε βλέπουν.
17.Βλέποντας εσύ τη θλίψη που οι γονείς και οι αδελφοί και οι φίλοι σου δείχνουν για σένα, να γελάς για τον δαίμονα, που υποδεικνύει να γίνονται αυτά με διάφορους τρόπους εναντίον σου˙ και να απομακρυνθείς με φόβο και πολλή βιασύνη, και να παρακαλείς ολόψυχα τον Θεό, ώστε να φθάσεις ταχύτερα στο λιμάνι του καλού πατέρα, στο οποίο αυτός ο ίδιος θα ξεκουράσει την ψυχή σου, που είναι κουρασμένη και φορτωμένη17˙ διότι το πέλαγος της ζωής έχει πολλές αφορμές για κινδύνους και για τελειωτική απώλεια.
18.Εκείνος που θέλει να μισήσει τον κόσμο πρέπει να έχει από τα βάθη της ψυχής του αγάπη στον Θεό και αδιάκοπη μνήμη του Θεού˙ διότι τίποτε άλλο, όπως αυτά, δεν τον κάνει να εγκαταλείψει με χαρά όλα και να τα αποστρέφεται σαν σκουπίδια.
19.Να μη θέλεις ολότελα να παραμείνεις στον κόσμο με εύλογες, ή, μάλλον, με παράλογες προφάσεις, αλλά, όταν κληθείς, να υπακούσεις αμέσως˙ διότι με τίποτε άλλο δεν ευχαριστείται τόσο ο Θεός, όσο με την ταχύτητά μας, επειδή και είναι προτιμότερη η γρήγορη υπακοή με φτώχεια παρά η αργοπορία με πλήθος από χρήματα.
20.Αν ο κόσμος και όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο περνούν και χάνονται,18 και μόνο ο Θεός είναι αιώνιος και αθάνατος, να αισθάνεστε χαρά όσοι για τον Θεό εγκαταλείψατε τα φθαρτά˙ φθαρτά όμως είναι όχι μόνο ο πλούτος και τα χρήματα, αλλά και κάθε ευχαρίστηση και κάθε απόλαυση της αμαρτίας είναι φθαρτά˙ άλλωστε μόνο οι εντολές του Θεού είναι φως και ζωή, και έτσι ονομάζονται από όλους.
Υποσημειώσεις.
1. Ψαλμ. 84, 10
2. Ψαλμ. 118, 155
3. Σκιά και βάρος˙ ο περιορισμός της δυνατότητας της ανθρώπινης φύσης.
4. Ματθ. 5, 19
5. Πρβ. Ψαλ. 13, 1
6. Πρβ. Α’ Ιω. 2,4
7. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 39, Εις τα άγια Φώτα, 8 PG 36, 344A.
8. Ιω. 14, 21
9. Ιω. 14, 21
10. Ιω. 14, 21 και 23
11. Μάρκ. 9, 23
12. Ρωμ. 10,4
13. Πρβ. Β’ Κορ. 6, 9-10
14. Εφ. 3, 8
15. Ψαλμ. 39,1
16. Τίτ. 2, 13
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.