Εισαγωγή-περιεχόμενον.
Η υπόθεσις των «Ομιλιών » είναι περίπου η εξής: Ο Κλήμης, μη ευρίσκων παρά τοις εν Ρώμη φιλοσόφοις την λύσιν του προβλήματος, όπερ απησχόλει αυτόν, περί του αν η ψυχή είναι αθάνατος ή θνητή, απεφάσισε να μεταβή εις Ιουδαίαν, ένθα, ως είχε γνωσθή, εκήρυττε και εθαυματούργει ο Ιησούς Χριστός (I, 17). Ενάντιοι άνεμοι έφερον αυτόν εις την Αλεξάνδρειαν. Ενταύθα εγνώρισε τον απόστολον Βαρνάβαν, παρ’ ου εδιδάχθη γενικά τινα περί του Χριστιανισμού. Αλλ’ η διδασκαλία έμεινεν ημιτελής, διότι ο Βαρνάβας ανεχώρησεν εσπευσμένως, επειγόμενος να μεταβή εις Ιουδαίαν. Μετ’ ολίγον μετέβη και ο Κλήμης εις Καισάρειαν της Παλαιστίνης, ένθα συνηντήθη και πάλιν μετά του Βαρνάβα. Ούτος συνέστησε τον Κλήμεντα εις τον εκεί διατρίβοντα απόστολον Πέτρον, παρ’ ου εδιδάχθη ο Κλήμης πληρέστερον τα του Χριστιανισμού.
Ημέραν τινά ο Κλήμης παρέστη εις δημοσίαν συζήτησιν μεταξύ Πέτρου και Σίμωνος μάγου, καθ’ ην συνεζητήθη το θέμα, αν υπάρχη εις Θεός ή πολλοί, ως υπεστήριζεν ο Σίμων, προβάλλων ως αποδεικτικά στοιχεία χωρία της Αγίας Γραφής, άτινα παρηρμήνευεν (1,822). Κατόπιν μυθιστοριογραφείται η δράσις του Πέτρου και του Κλήμεντος εναντίον του Σίμωνος μάγου και των οπαδών του, εις διαφόρους πόλεις της Φοινίκης. ‘Ερχονται διώκοντες τον Σίμωνα εις Σιδώνα, Βηρυττόν, Βίβλον και Τρίπολιν (VIIXII, 2). Τέλος εν Λαοδικεία συναντώσι τον Σίμωνα και μετά τετραημέρους συζητήσεις περί γνώσεως του Θεού δι’ οραμάτων, περί υψίστου Θεού και κακού, ηττάται και κατατροπώνεται ο Σίμων (XVI XIX ). Μετά ταύτα χάνονται τα ίχνη του Σίμωνος. Ο Πέτρος μεταβαίνει είτα εις Αντιοχείαν. Παντού δε όθεν διήρχετο, ίδρυεν εκκλησιαστικάς κοινότητας (XX ).
Από του κεφ. τούτου παρεμβάλλονται διάφορα μυθιστορηματικά επεισόδια. Π.χ. εν Ανταράδω, παραλιακή πόλει της Συρίας, ένθα αφίχθη ο Πέτρος μετά του Κλήμεντος, ευρίσκει τον χρόνον κατάλληλον ο Κλήμης να διηγηθή τω Πέτρω την ιστορίαν της οικογενείας του. Ότι δηλ. άμα τη γεννήσει του η μήτηρ αυτού Ματθιδία, μετά των δύο πρεσβυτέρων αδελφών του, του Φαύστου και του Φαυστίνου, συνεπεία ονείρου, ως έλεγε, πράγματι όμως ίνα αποφύγη τας ερωτικάς εκδηλώσεις του ανδραδέλφου της, ηναγκάσθη να φύγη εκ Ρώμης, προφασισθείσα ότι επεθύμει να μεταβή προς επίσκεψιν των εν Αθήναις συγγενών της. Παρήλθε πολύς χρόνος και ουδεμίαν είδησιν έλαβεν ο σύζυγος αυτής Φαυστινιανός. Τότε καταλιπών τον δωδεκαετή πλέον γενόμενον Κλήμεντα εις φιλικά πρόσωπα, ανεχώρησεν εις αναζήτησιν της συζύγου και των δύο τέκνων του. Αλλά τόσον η μήτηρ μετά των τέκνων της, όσον και ο πατήρ εναυάγησαν κατά τον πλουν και υπέστησαν δεινάς περιπετείας.
Ο Πέτρος εις την νήσον ’ραδον, ένθα εξ Ανταράδου ήλθε μετά του Κλήμεντος, συνήντησε γυναίκα επαιτούσαν, ην εκ των διηγήσεών της ανεγνώρισεν ως την μητέρα του Κλήμεντος, προς ον ωδήγησε ταύτην. Τέλος ο γέρων πατήρ του Κλήμεντος, όστις είχεν ανακαλυφθή εν Λαοδικεία πρότερου μετά των δύο πρεσβυτέρων υιών του, οικείος και ούτος γενόμενος και πιστός ακόλουθος του Πέτρου, μαθών ότι οι δύο παιδικοί φίλοι του, ο Αππίων και ο Αννουβίων ευρίσκοντο μετά του Σίμωνος μάγου εν Αντιοχεία, οπαδοί εκείνου γενόμενοι, παρεκάλεσε τον Πέτρον να επιτρέψη αυτώ να μεταβή εκείσε, ίνα μεταπείση τούτους. Επανελθών εκ της επισκέψεως ο πατήρ Φαυστινιανός, είχε την μορφήν του Σίμωνος μάγου. Επειδή δε εν Αντιοχεία ο Σίμων είχε προσηλυτίσει πολλούς εις την κακοδοξίαν του, απεφάσισεν ο Πέτρος ν’ αποστείλη τον Φαυστινιανόν, μεταμορφωθέντα εις Σίμωνα, εις Αντιόχειαν, ίνα υποδυθή τον Σίμωνα και εκφράση δημοσία την μεταμέλειαν του Σίμωνος και κηρύξη, ότι αληθής απόστολος είναι ο Πέτρος. Τούτο έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Προπαρασκευασθείσης δ’ ούτω της οδού υπό του Φαυστινιανού, ήλθεν ύστερον και ο Πέτρος εις Αντιόχειαν, προσείλκυσε πολλούς εις την ορθήν πίστιν του Χριστού και επανέφερε τον Φαυστινιανόν εις την προτέραν φυσικήν του μορφήν.
Η/Υ ΠΗΓΗ:
Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ομιλία ΙΒ’
1.Αφού λοιπόν βγήκαμε από την Τρίπολη της Φοινίκης για να πάμε στην Αντιόχεια της Συρίας, την ημέρα αυτή φθάσαμε και μείναμε στην Ορθωσία, και επειδή η πόλη αυτή βρισκόταν κοντά στην πόλη από την οποία φύγαμε, και σχεδόν όλοι οι κάτοικοί της είχαν ακούσει προηγουμένως το κήρυγμα, αφού μείναμε εκεί μια μέρα, ξεκινήσαμε για την Αντάραδο. Επειδή ήταν πολλοί εκείνοι που μας ακολουθούσαν, ο Πέτρος μιλούσε στον Νικήτη και τον Ακύλα λέγοντάς τους˙ Επειδή το πλήθος αυτών που μας ακολουθεί προκαλεί μεγάλο φθόνο καθώς μπαίνουμε σε κάθε πόλη, σκέφθηκα ότι είναι απαραίτητο να φροντίσουμε, ώστε ούτε αυτοί να στεναχωρηθούν εμποδιζόμενοι να είναι μαζί μας, αλλά ούτε και μεις, κάνοντας εντυπωσιακή εμφάνιση, να υποπέσουμε στο φθόνο της κακίας. Γι’ αυτό θέλω συ ο Νικήτης και ο Ακύλας να προηγείσθε από μένα σε δύο ομάδες σκόρπιοι, να μαθαίνετε τις πόλεις των εθνικών και να μπαίνετε σ’ αυτές.
2.Γνωρίζω βέβαια ότι δυσφορείτε ακούοντας, ότι πρέπει να κάνετε αυτό, αποχωριζόμενοι από μένα ούτε για δυο ολόκληρες μέρες. Θέλω όμως να γνωρίζετε, ότι εμείς που σας πείσαμε αγαπάμε περισσότερο εσάς που πεισθήκατε, από όσο αγαπάτε εσείς εμάς που σας πείσαμε. Επειδή λοιπόν αγαπάμε ο ένας τον άλλο, ας φροντίζουμε, όσο εξαρτάται από μας, για την ασφάλεια με το να μη κάνουμε απερίσκεπτα αυτά που θέλουμε. Άλλωστε ούτε μια μέρα θα στερηθείτε τις ομιλίες μου. Διότι, όπως γνωρίζετε κι εσείς, προτιμώ να μένω και να μιλώ στις πιο επίσημες επαρχιακές πόλεις. Προς το παρόν λοιπόν πηγαίνετε να με περιμένετε στην πιο κοντινή μας Λαοδίκεια, και ύστερα από δύο ή τρεις μέρες, όσο εξαρτάται από μένα, θα σας συναντήσω. Και να με περιμένετε στις πύλες μόνο εσείς, εξαιτίας του θορύβου, ώστε να μπούμε χωρίς θόρυβο και να είμαστε μαζί σας. Και από εκεί κατά τον ίδιο τρόπο, αφού μείναμε μερικές μέρες, άλλοι αντί για σας θα μας περιμένουν στα παραπέρα, προετοιμάζοντας με τη σειρά τους τις φιλοξενίες.
3.Όταν ο Πέτρος είπε αυτά, αναγκάσθηκαν να συμφωνήσουν λέγοντας˙ Αυτό, Κύριε, δεν μας στενοχωρεί πολύ να το κάνουμε, επειδή διατασσόμαστε από σένα. Πρώτον, γιατί έχεις εκλεγεί από την Πρόνοια του Θεού, επειδή ήσουν άξιος να σκέφτεσαι και να τα συμβουλεύεις όλα καλά, και έπειτα, επειδή σε εγκαταλείπουμε για δύο το πολύ μέρες από την ανάγκη να σε υποδεχθούμε. Και αυτές βέβαια είναι πολλές, αφού δεν βλέπουμε εσένα τον κύριό μας Πέτρο, αλλά σκεφτόμαστε ότι πιο πολύ θα λυπηθούν εκείνοι που στέλνονται πολύ μακριά, επειδή διατάχθηκαν να σε περιμένουν περισσότερο σε κάθε πόλη, δοκιμάζοντα λύπη για το ότι έχουν διαταχθεί να στερούνται του να βλέπουν το πρόσωπό σου. Και εμείς, αν και δεν λυπόμαστε λιγότερο από εκείνους, επειδή διατάζεις να το κάνουμε για το συμφέρον μας δεν προβάλλουμε αντιρρήσεις. Και μόλις είπαν αυτά ξεκίνησαν, με την εντολή, στο πρώτο πανδοχείο να σμίξουν με το πλήθος που ακολουθούσε μαζί τους, και να μπαίνουν στις πόλεις σκορπισμένοι.
4.Όταν λοιπόν ξεκίνησαν αυτοί, εγώ ο Κλήμης χαιρόμουνα πολύ, επειδή με διέταξε να μείνω μαζί του και απαντώντας του είπα˙ Ευχαριστώ τον Θεό που δεν με έστειλες και μένα όπως τους άλλους, διότι με πόνο θα μπορούσα να διαφωνήσω.
Και εκείνος μου είπε˙ Δηλαδή, αν παρουσιαστεί κάποια ανάγκη να σταλείς κάπου για να διδάξεις, επειδή θα με αποχωριστείς για λίγο προς το συμφέρον του έργου μας, θα πεθάνεις; Δεν θα το δεχθείς ευχαρίστως, πείθοντας τον εαυτό σου να υπομείνει αυτά που από ανάγκη διατάχθηκες να κάνεις; Ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι οι φίλοι βρίσκονται μαζί με τις αναμνήσεις, έστω και αν χωρίζονται σωματικά, όπως και μερικοί, ενώ βρίσκονται μαζί σωματικά, από αμνησία, ψυχικά βρίσκονται μακριά από τους φίλους;
1.Εκβάντες ουν την Τρίπολιν της Φοινίκης, ως επί Αντιόχειαν της Συρίας ελθείν, αυτής ημέρας εν Ορθωσία εμείναμεν ελθόντες, και δια το πλησίον είναι ης εξήλθομεν πόλεως, πάντων προακηκοούτων του κηρύγματος, μιας ημέρας εκεί μείναντες, απήραμεν εις Αντάραδον. Πολλών δε των συνοδοιπορούντων ημίν όντων, ο Πέτρος Νικήτη και Ακύλα προσωμίλει λέγων˙ Επειδή πολύς όχλος των συνοδοιπορούντων ου μικρόν φθόνον ημίν εισιούσι κατά πόλιν επισπάται, αναγκαίως εσκεψάμην φροντίσαι, πώς μήτε ούτοι λυπηθώσι κωλυθέντες συνείναι ημίν, μήτε ημείς, περίβλεπτοι γινόμενοι, φθόνω τω της κακίας υποπέσωμεν. Τούτου ένεκεν βούλομαί σε τον Νικήτην και Ακύλαν προοδεύειν μου κατά συστήματα δύο σποράδην, μανθάνοντες δια των εθνών εισέρχεσθαι πόλεις.
2.Οίδα δε ότι αθυμείτε, τούτο ποιείν ακηκοότες, απολειπόμενοί μου διάστημα ουδ’ όλων ημερών δύο. Ειδέναι ουν υμάς θέλω, ότι πολλαπλάσιον αγαπώμεν ημείς οι πείσανατες υμάς τους πεισθέντας, ήπερ υμείς ημάς τους πεπεικότας. Αλλήλους ουν στέργοντες, τω μη αλόγως ποιείν α θέλωμεν, της ασφαλείας, όσον το εφ’ ημίν, φροντίζωμεν. Προς τούτοις δε ουδεμιάς ημέρας διαλεγομένου μου απολιμπάνεσθε. Ει γαρ τας επισημοτέρας των επαρχιών πόλεις προήρημαι, ως ίστε και υμείς, ημερών επιμένειν και διαλέγεσθαι. Και το νυν εις της εγγυτέραν ημίν Λαοδίκειαν προάξατε και μεθ’ ημέρας δύο ή τρεις, όσον επί τη εμή προαιρέσει, καταλήψομαι υμάς. Επί δε των πυλών εκδέξεσθέ με υμείς μόνοι, δια τον θρύλλον, ίνα ούτως αψοφητί συνεισελθόντες άμα υμίν ώμεν. Κακείθεν ομοίως μετά το επιμείναι ημερών άλλοι ανθ’ υμών εις τα επέκεινα κατά εφημερίας προάξωσιν, τας ξενίας ετοιμάζοντες.
3.Ταύτα του Πέτρου ειπόντος, ηναγκάσθησαν συνθέσθαι λέγοντες˙ Ου πάνυ ημάς, κύριε, λυπεί τούτο πράττειν, δια το υπό σου κελεύεσθαι. Πρώτον μεν, ότι πάντα καλώς νοείν τε και συμβουλεύειν άξιος ων υπό της του Θεού προνοίας εξελέγης˙ προς τούτοις δε επί το πολύ ημερών δύο ανάγκη του προάγειν απολιμπανόμεθά σου˙ και αύται μεν πολλαί προς το μη σε τον κύριον ημών οράν Πέτρον, πλην λογιζόμεθα, ότι πλείον λυπηθήσονται οι πολύ μακράν προπεμπόμενοι, ως επί το πλείον αναμένειν σε κατά πόλιν κεκελευσμένοι, ανιώμενοι εν τω επί πλείον εστερήσθαι του οράν σου το περιπόθητον πρόσωπον. Και ημείς ουκ έλαττον εκείνων αθυμούντες, πλην ως κελεύεις δια το συμφέρον ποιείν ουκ αντιλέγομεν. Ομώς ταύτα ειπόντες προήξαν, εντολήν έχοντες, εν τω πρώτω πανδοχείω προσομιλήσαι τω συνοδοιπορούνται όχλω, όπως, σποράδην αλλήλων γενόμενοι, εις τας πόλεις εισέρχωνται.
4.Πορευθέντων ουν αυτών, εγώ Κλήμης μεγάλως έχαιρον, ότι συν αυτώ με εκέλευσεν είναι και αποκριθείς είπον˙ Ευχαριστώ τω Θεώ, ότι με ουκ εξαπέσταλκας, ως τους ετέρους, επειδή οδυνώμενος αν διαπεφωνήκειν.
Ο δε έφη˙ Τί δε; Ει και χρεία τις έσται πεμφθήναί σε πο μαθημάτων χάριν, συ, δια το προς ολίγον απολυμπάνεσθαί μου συμφερόντως, δια τούτο τεθνήξη; Ουχί δε, προσομιλήσας σεαυτώ φέρειν τα δαι την ανάγκην σοι προσταγέντα, ευθύμως υποσταίης; Ή ουκ οίσθα ότι σύνεισιν οι φίλοι ταις μνήμαις, καν τοις σώμασιν απολιμπάνωνται, ως ένιοι, ένιοι, συνόντες τοις σώμασιν, αμνημοσύνης αιτία ταις ψυχαίς αποδημούσι τοις φίλοις;
***
5.Κι εγώ απάντησα˙ Μη νομίζεις, κύριε, ότι θα στενοχωριόμουνα χωρίς λόγο, αλλά ύστερα από πολλή ορθή σκέψη. Επειδή, κύριέ μου, είσαι για μένα το παν, και πατέρας και μητέρα και αδελφοί και συγγενείς, αφού έγινες αίτιος να γνωρίσω τον Θεό της αλήθειας που σώζει, έχοντάς σε στη θέση όλων αυτών, βρίσκω μεγάλη παρηγοριά. Εκτός αυτού όμως, φοβούμενος τη φυσική επιθυμία της νεότητάς μου, αγωνιούσα μήπως, απομακρυνόμενος από σένα, σαν νέος άνθρωπος που είμαι και που τώρα προβάλλω τόση αντίρρηση, σαν να είναι αδύνατο να απομακρυνθώ από σένα χωρίς να πικράνω τον Θεό, φοβόμουνα μήπως νικηθώ από την επιθυμία. Επειδή όμως το να βρίσκομαι κοντά σου είναι για μένα πιο καλό και ασφαλές από αυτό που ο νους μου δίκαια πρόλαβε να φοβηθεί, γι’ αυτό παρακαλώ να βρίσκομαι παντού μαζί με σένα. Εκτός από αυτά όμως θυμάμαι που στην Καισάρεια είχες πει˙ Όποιος θέλει να με συνοδέψει, ας με συνοδέψει με πολύ ευσέβεια.
Και λέγοντας ¨με ευσέβεια¨ εννοούσες να μη στενοχωρείται κανένας απέναντι στον Θεό, εγκαταλείποντας παραδείγματος χάρη γονείς, γυναίκα ομόδοξη, ή κάποιους άλλους που είναι αφοσιωμένοι στην πίστη. Γι’ αυτό εγώ είμαι καθ’ όλα κατάλληλος συνοδοιπόρος για σένα, ο οποίος, αν και μου χαρίζεις τα πιο σπουδαία πράγματα, καταδέχεται να μου προσφέρεις υπηρεσίες δούλων.
6.Και ο Πέτρος ακούοντάς τον, είπε χαμογελώντας˙ Δηλαδή τί φοβάσαι, Κλήμη; Μήπως από ανάγκη σε κατατάξω σε θέση δούλων, επειδή δεν έχω ποιός να μου φυλάξει τα ωραία και πολλά ενδύματα, μαζί με τα κοσμήματα που με συνοδεύουν και τα υποδήματα; Ή ποιός θα ετοιμάσει τα νόστιμα και πολυτελή φαγητά, τα οποία λόγω της μεγάλης ποικιλίας τους χρειάζονται πολλούς τεχνίτες και μαγείρους, καθώς και όλα εκείνα που ετοιμάζονται για τους μαλθακούς ανθρώπους, τα οποία απόκτησα σαν μεγάλο θηρίο με κάθε πλεονεξία; Προφανώς η πρόθεσή σου αυτή οφείλεται στο ότι δεν κατάλαβες και δεν γνωρίζεις τη ζωή μου, ότι τρώω μόνο ψωμί και ελιές και σπανίως λαχανικά, και ότι ένδυμα και ρούχο έχω μόνο αυτό που φορώ και δεν χρειάζομαι άλλο, ούτε άλλο τίποτε, διότι κι αυτά μου περισσεύουν. Γιατί ο νους μου, βλέποντας όλα τα αιώνια αγαθά που βρίσκονται εκεί, δεν προσέχει τίποτε από τα εδώ.
Ωστόσο αποδέχομαι και θαυμάζοντας επαινώ τη δική σου αγαθή προαίρεση, ο οποίος, αν και ήσουν άνθρωπος μαθημένος σε πολυτελή διαβίωση, εύκολα απάλλαξες τη ζωή σου από αυτά που σου ήταν απαραίτητα. Διότι εμείς, εγώ και ο Ανδρέας, που είναι εξ αίματος και κατά Θεόν αδελφός μου, επειδή από παιδιά, όχι μόνο ανατραφήκαμε μέσα σε ορφάνια, αλλά, εξαιτίας της φτώχειας και της κακουχίας, συνηθίσαμε στη δουλειά, εύκολα τώρα υποφέρουμε τις ταλαιπωρίες των δρόμων. Γι’ αυτό, αν συμφωνούσες μαζί μου, θα μπορούσες να συγχωρήσεις εμένα που, όντας εργάτης άνθρωπος, προσφέρω σε σένα υπηρεσίες δούλων.
5. Καγώ απεκρινάμην˙ Μη τοίνυν νομίση, κύριε, ότι λύπης πάσχειν ήμελλον ανοήτως, αλλά και πάνυ ορθώ τίνι λογισμώ. Επεί γαρ σε, κύριέ μου, αντί πάντων έχω, πατρός τε μητρός και αδελφών και συγγενών, αίτιόν μοι γενόμενον δια τον Θεόν της σωζούσης αληθείας, αντί πάντων έχων σε παραμυθίας της μεγίστης τυγχάνω. Προς τούτοις, δεδιώς μου και της ακμής την εκ φύσεως επιθυμίαν, ηγωνίων, μη πως απολειφθείς σου, άνθρωπος ων νεώτερος, όσπερ νυν ούτως ενστάσεως έχω, ως αν μη κατά τινά χόλον Θεού αποστήναί σου αδύνατον είναι, ήττων επιθυμίας έσομαι. Άλλ’ επειδή πολλώ άμεινον και ασφαλέστερον συνείναί με σοι, τούτω, ω ο νους μου αιδείσθαι ευλόγως προείληφεν, διο πάντη σοι συνείναι εύχομαι. Προς τούτοις δε μέμνημαί σου εν Καισαρεία ειπόντος˙ Ει τις βούλεταί μοι συνοδεύσαι, ευσεβώς συνοδεύετω. Ευσεβώς δε έφης, το μηδένα λυπείν κατά Θεόν, οίον απολιπόντα γονείς, γυναίκα ομόφρονα, ή ετέρους τινάς τη θεοσεβεία προσκειμένους.
Όθεν εγώ κατά πάντα επιτήδειός ειμί σοι συνοδοιπόρος, ω ει, και τα μέγιστα χαρίζη, τας δούλων μοι υπηρεσίας συγχωρείς ποιείν.
6.Και ο Πέτρος ακούσας γελοιάζων έφη˙ Τί ουν οίει, Κλήμης; Μη υπ’ αυτής ανάγκης σε εις δούλων μοι ταγήναι τόπον, επεί τίς τας καλάς και πολλάς σινδόνας μετά των επομένων μοι δακτυλίων και υποδύσεων φυλάξει; Τίς δε και τα ηδέα και πολυτελή όψα προετοιμάσει, άτινα, ποικίλα όντα, πολλών και τεχνιτών δείται μαγείρων, και πάντα εκείνα όσα εκτεθηλυμμένων ανθρώπων ως θηρίω μεγάλω τη επιθυμία εκ πάσης πλεονεξίας πορισθέντα ετοιμάζεται; Πλην η τοιαύτη σε προαίρεσις υπεισήλθεν, ίσως μη συνέντα και τον εμόν αγνοούντα βίον, ότι άρτω μόνω και ελαίς χρώμαι και σπανίως λαχάνοις, και ότι ιμάτιόν μοι και τριβώνιον υπάρχει τούτ’ αυτό ο περιβέβλημαι, και ετέρου χρείαν ουκ έχω ουδέ άλλων τινών˙ εν γαρ τούτοις και περισσεύομαι. Ο νους γαρ μου, τα εκεί πάντα ορών αιώνια αγαθά, ουδέν των ενταύθα περιβλέπεται. Πλην, σου μεν την αγαθήν προαίρεσιν αποδέχομαι, και θαυμάζων επαινώ, πώς ανήρ εκ πολυτελών εθών υπάρχων, ραδίως τοις αναγκαίοις τον σεαυτού υπήλλαξας βίον.
Ημείς γαρ εκ παίδων, εγώ τε και Ανδρέας ο σύναιμος και κατά Θεόν αδελφός ων εμός, ου μόνον εν ορφανία ανατραφέντες, αλλά και υπό πενίας και κακουχίας εις εργασίαν εθισθέντες, ευμαρώς νυν τας των οδών φέρομεν σκύλσεις. Όθεν, ει επείθου μοι, εμοί αν συγκεχωρήκεις, ανδρί εργάτη, σοι τα δούλων αποπληρούν μέρη.
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
